Στις 21 Απριλίου του 2020, παραμονή του πεντηκοστού εορτασμού της Ημέρας της Γης, κυκλοφόρησε στο YouTube το «Planet of the Humans» («Ο Πλανήτης των Ανθρώπων»), σε παραγωγή του Μάικλ Μουρ. Ο βραβευμένος σκηνοθέτης, παραγωγός, συγγραφέας και ακτιβιστής είναι ευρύτατα γνωστός για ταινίες όπως το «Bowling for Columbine» («Ακήρυχτος Πόλεμος», 2002) και «Fahrenheit 9/11» (2004), που στηλιτεύουν την οπλοκατοχή και την οπορτουνίστικη ρητορική του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, καθώς και για την ευρύτερη κριτική του στην παγκοσμιοποίηση και στον καπιταλισμό. Ο Μουρ επιστρέφει, αυτή τη φορά, σε συνεργασία με τους Τζεφ Γκιμπς και Όζι Ζένερ, για να κάνει κριτική στην εξέλιξη του περιβαλλοντικού κινήματος και στους δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί με τον επιχειρηματικό κόσμο, καθώς και στη βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα των Ανανεώσιμων (ή/και πράσινων) Πηγών Ενέργειας ως λύση στην κλιματική αλλαγή. Αν και η κριτική γίνεται από τη σκοπιά ενός υποστηρικτή τού περιβαλλοντικού κινήματος, η ταινία προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις από επιστημονικούς κύκλους και το περιβαλλοντικό κίνημα. Κεντρικοί άξονες της κριτικής είναι ότι η ταινία βασίζεται σε ξεπερασμένα, και επομένως αναληθή, δεδομένα και ότι τελικά προκαλεί περισσότερο κακό παρά καλό, καθώς προσφέρει επιχειρήματα στους αρνητές τής κλιματικής αλλαγής και τους υποστηρικτές της καύσης ορυκτών καυσίμων.
Τα στοιχεία που παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ
Το ντοκιμαντέρ εκθέτει επί μακρόν τις επιπτώσεις που έχει η στροφή προς τις «πράσινες» πηγές ενέργειας εστιάζοντας στο ενεργειακό αποτύπωμα και στη βιωσιμότητα της αιολικής και ηλιακής ενέργειας, των βιοκαυσίμων και της ηλεκτροκίνησης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται, για τη δημιουργία αποτελεσματικών αιολικών και φωτοβολταϊκων πάρκων απαιτούνται η αποψίλωση τεράστιων εκτάσεων και η εντατική εξόρυξη πρώτων υλών (τσιμέντο, μέταλλα, γυαλί, σπάνιες γαίες). Όλα αυτά τα στάδια και διαδικασίες βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε ενέργεια που παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Σε ό,τι αφορά τη βιωσιμότητα των ηλιακών πάνελ και ανεμογεννητριών τονίζεται ο σύντομος χρόνος ζωής τους (μόλις δέκα έτη για τα ηλιακά πάνελ) και η μικρή τους απόδοση (8%).Τέλος, αναφέρεται στην αδυναμία της ηλιακής και αιολικής ενέργειας να παράγουν ηλεκτρισμό συνεχόμενα, καθώς εξαρτώνται από την ηλιοφάνεια και την ένταση των ανέμων. Επομένως, δεν εξαλείφουν την εξάρτησή μας από τα ορυκτά καύσιμα που τροφοδοτούν το δίκτυο ηλεκτρισμού. Το ντοκιμαντέρ στηλιτεύει, επίσης, τη χρήση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων ως εναλλακτική για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα δεδομένου ότι αυτά θα χρησιμοποιούν ηλεκτρική ενέργεια από το ήδη υπάρχον δίκτυο, η οποία παράγεται κυρίως από ορυκτά καύσιμα.
Επιπλέον, γίνεται εκτενής κριτική στη χρήση βιοκαυσίμων, δηλαδή των καυσίμων που παράγονται από φυτά (π.χ., κορμοί δέντρων, καλαμπόκι) και περιττώματα ζώων. Εδώ εμφανίζονται μερικές από τις πιο δυνατές σκηνές του ντοκιμαντέρ: από τη μία δίνεται έμφαση στους δεσμούς που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα σε εξέχουσες προσωπικότητες του περιβαλλοντικού κινήματος, όπως ο Αλ Γκορ και ο Μπιλ ΜακΚίμπεν, και μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα κι από την άλλη παρουσιάζονται γλαφυρά οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της παραγωγής και χρήσης των βιοκαυσίμων (αποψίλωση δασών, μαζικές θανατώσεις ζώων κ.λπ.).
Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται παρουσιάζοντας την κεντρική του ιδέα: είναι δυνατόν να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του περιβάλλοντος χρησιμοποιώντας τις ίδιες τις αιτίες που τα προκαλεί, δηλαδή την τεχνολογία και τον καπιταλισμό; Σ’ αυτό το σημείο γίνεται πιο ξεκάθαρος ο λόγος που παρουσιάζονται όλα τα παραπάνω στοιχεία. Ως ανθρωπότητα έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας σε τεχνολογικές λύσεις με σκοπό να διατηρήσουμε το ίδιο μοντέλο κατανάλωσης, το ίδιο οικονομικό σύστημα, την ίδια αέναη κερδοφορία για έναν αιωνίως αυξανόμενο παγκόσμιο πληθυσμό. Το ντοκιμαντέρ υποστηρίζει, εντέλει, ότι κάτι τέτοιο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία και ότι οι μόνες πραγματικές λύσεις απαιτούν παρεμβάσεις στο επίπεδο της οικονομίας (καπιταλισμός, κερδοφορία) και κοινωνίας (υπερκατανάλωση, υπερπληθυσμός) και όχι η διατήρηση, με θρησκευτική ευλάβεια, ενός τεχνοκρατικού καπιταλιστικού συστήματος που βασίζεται στην ανθρώπινη επικυριαρχία πάνω στη φύση.
Αν, όμως, το τελικό μήνυμα του ντοκιμαντέρ είναι αυτό και δεδομένου ότι οι δημιουργοί υποστηρίζουν τις ανησυχίες τού περιβαλλοντικού κινήματος (ο ίδιος ο αφηγητής παρουσιάζεται ως περιβαλλοντιστής), τότε προς τι οι αντιδράσεις;
Μύθοι και αλήθειες στον πλανήτη των ανθρώπων
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε -και να στρογγυλέψουμε- την κριτική που γίνεται από επιστήμονες και περιβαλλοντιστές σε μια φράση, αυτή θα ήταν ότι προκαλεί περισσότερο κακό, παρά υγιή προβληματισμό. Οπωσδήποτε η κριτική εξαρτάται από την προέλευσή της και τις όποιες προδιαθέσεις. Ωστόσο υπάρχουν κάποια συγκεκριμένα επιστημονικά στοιχεία που αξίζει να αναφερθούν.
Το βασικό πρόβλημα που εντοπίζεται στο ντοκιμαντέρ από οικολόγους και επιστήμονες είναι ότι αυτό βασίζεται σε δεδομένα των περασμένων δέκα, μερικές φορές είκοσι, ετών. Μάλιστα, είναι άξιο απορίας γιατί δεν έγινε προσπάθεια να στηριχτεί σε επικαιροποιημένα στοιχεία αν και προβλήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 2019.
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα ηλιακά πάνελ, τόσο η απόδοσή τους όσο και ο χρόνος ζωής τους είναι πλέον τουλάχιστον δύο φορές μεγαλύτερα απ’ ό,τι αναφέρεται στην ταινία. Πλέον, μετατρέπουν μέχρι και το 20% της ηλιακής ενέργειας που δέχονται για περισσότερο από είκοσι έτη. Ακόμη όμως και μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, η απόδοσή τους μειώνεται κατά το ένα πέμπτο περίπου της αρχικής, το οποίο σημαίνει ότι τα ηλιακά πάνελ που κατασκευάζονται σήμερα θα συνεχίσουν να παράγουν περίπου το 20% της ηλιακής ενέργειας που δέχονται για πολλές δεκαετίες. Με αυτά τα δεδομένα είναι επίσης αναληθές ότι απαιτείται περισσότερη ενέργεια για να κατασκευαστούν από όση θα μπορέσουν να παράγουν. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, ένα ηλιακό πάνελ παράγει περισσότερη ενέργεια από όση χρειάστηκε για να κατασκευαστεί μετά τα πρώτα τέσσερα έτη της λειτουργίας του, επομένως έχει τη δυνατότητα να παράγει «καθαρή» ενέργεια για τις επόμενες τουλάχιστον δύο δεκαετίες της ζωής του.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία φαίνεται επίσης να διαψεύδουν τις δυσοίωνες προβλέψεις ότι θα είναι αδύνατο να στηριχτεί κανείς εξολοκλήρου σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Οι εξελίξεις στην τεχνολογία των μπαταριών και των εγκαταστάσεων αποθήκευσης είναι ταχύτατες, με αποτέλεσμα να αναμένουμε μεγάλη αύξηση της χωρητικότητάς τους μέσα στις επόμενες δύο δεκαετίες. Οι εγκαταστάσεις αυτές επιτρέπουν στην παραγόμενη ενέργεια να διοχετεύεται στο δίκτυο όταν δεν θα υπάρχει άμεση παραγωγή από τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα. Ένα σχετικό παράδειγμα είναι η νότια Αυστραλία, όπου πολύ μεγάλο μέρος των ενεργειακών αναγκών καλύπτονται από ΑΠΕ, με αποτέλεσμα όλες οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρισμού με βάση τον άνθρακα να έχουν κλείσει και η περιοχή να «εξάγει» ενέργεια σε άλλες περιοχές της χώρας συνεισφέροντας στη μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα. Σημειώνεται, ωστόσο, ότι η κεντρική διακυβέρνηση της Αυστραλίας δεν έχει ακόμη καταφέρει να καταστρώσει μια συνολική στρατηγική για να αντιμετωπίσει τις αυξημένες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα της χώρας ως σύνολο.
Σε ό,τι αφορά την προοπτική των ΑΠΕ, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει εσφαλμένα το παράδειγμα της Γερμανίας ως χώρα στην οποία, αν και έχει γίνει μεγάλη επένδυση στις ΑΠΕ, η συμβολή τους στις ενεργειακές απαιτήσεις είναι πολύ μικρή. Τα στοιχεία που επικαλούνται οι δημιουργοί αναφέρονται στην προηγούμενη δεκαετία, ενώ, αντιθέτως, σήμερα οι ΑΠΕ συμβάλλουν περίπου στο 40% των ενεργειακών αναγκών τής Γερμανίας.
Με αυτά, και ενδεχομένως άλλα, ανακριβή και λανθασμένα στοιχεία που παρουσιάζονται, το τελικό μήνυμα του ντοκιμαντέρ χάνεται. Ωστόσο, με μια ψύχραιμη ματιά εντοπίζονται και στοιχεία που είναι ακριβή και αξίζουν περαιτέρω προβληματισμό. Ένα από αυτά αφορά τα βιοκαύσιμα. Πράγματι, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης αν και κατά πόσο τα βιοκαύσιμα αποτελούν μια πραγματικά «πράσινη» πηγή ενέργειας και η παρουσίαση των αντίστοιχων επιχειρημάτων και στοιχείων θα απαιτούσε ένα ολόκληρο άρθρο. Ωστόσο, το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει πολύ εύστοχα κάποια από τα μειονεκτήματα, όπως η αποψίλωση των δασών και η συνεπαγόμενη καταστροφή οικοσυστημάτων και διατάραξη του υδροφόρου ορίζοντα μεταξύ άλλων. Σχετικά με τη βιομάζα υπογραμμίζεται ότι ο περιβαλλοντικός ακτιβιστής Μακ Κίμπεν έχει δεχτεί χρηματοδότηση από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα, κάτι που όμως ο ίδιος έχει διαψεύσει στον απόηχο της κυκλοφορίας του ντοκιμαντέρ.
Επίσης, επισημαίνονται οι επιπτώσεις ενός συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού στο εξ ορισμού περιορισμένο οικοσύστημα του πλανήτη. Οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες τής ανθρωπότητας για ενέργεια και πόρους είναι η πραγματική απειλή για το περιβάλλον. Δεδομένου του καθιερωμένου καταναλωτικού μοντέλου, είναι άραγε δυνατό να αναστραφεί η κατάσταση; Κάπως έτσι καταλήγουμε σε άλλο ένα ζήτημα που εύστοχα θέτουν οι δημιουργοί: κατά πόσο, είναι εφικτό να διατηρήσουμε τη συνεχώς επιταχυνόμενη κερδοφορία που απαιτεί το οικονομικό σύστημα σε ένα περιβάλλον με περιορισμένους πόρους. Όποια κι αν είναι η στάση μας απέναντι στις ΑΠΕ, δεν γίνεται να αγνοούμε το σημαντικότατο αυτό ζήτημα.
Η ετυμηγορία;
Τα παραπάνω αποτελούν μέρος της ψύχραιμης και καλοπροαίρετης κριτικής που έχει ασκηθεί, αλλά δεν την εξαντλούν. Πράγματι, μια σύντομη επισκόπηση της πρόσφατης αρθρογραφίας δείχνει ότι μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας και του περιβαλλοντικού κινήματος δεν ήταν εξίσου ψύχραιμο. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο του «Guardian» (https://www.theguardian.com/environment/2020/apr/28/climate-dangerous-documentary-planet-of-the-humans-michael-moore-taken-down), το οποίο καταγράφει τις αντιδράσεις μόλις μία εβδομάδα μετά την κυκλοφορία της ταινίας στο YouTube και αναφέρει την απαίτηση επιστημόνων και ακτιβιστών να «κατέβει» από το μέσο.
Μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση του γράφοντος είναι ότι το ντοκιμαντέρ περιέχει πολλές ανακρίβειες, οι οποίες, αν και εμπεριέχουν δόσεις αλήθειας, υποβαθμίζουν τις πραγματικές δυνατότητες των ΑΠΕ στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, άλλωστε, με εξαίρεση τα πρώτα λεπτά, όπου αναγνωρίζεται το πρόβλημα της κλιματική αλλαγής, νιώθει κανείς ότι παρακολουθεί την καμπάνια αρνητών της κλιματικής αλλαγής και θιασωτών της καύσης ορυκτών καυσίμων. Το θετικό μήνυμα που παρουσιάζεται αρκετά αργά στο ντοκιμαντέρ, δηλαδή η επιτακτικότητα της παράλληλης αλλαγής του οικονομικού μοντέλου που διαμορφώνει τις ενεργειακές ανάγκες, χάνεται μέσα στη στερεοτυπική αφήγηση, η οποία επιδιώκει τις εντάσεις και τη συναισθηματική φόρτιση που θεωρούνται αναγκαίες για το είδος.
Μια τέτοια στερεοτυπική προσέγγιση δεν είναι ωφέλιμη όχι μόνο λόγω των ανακριβών στοιχείων που υιοθετούνται και του αντίστροφου μηνύματος που ενδέχεται να προωθεί. Δεν είναι ωφέλιμη επιπλέον διότι καλλιεργεί μια στατική εικόνα για την επιστήμη και την τεχνολογία και υιοθετεί έναν πολωτικό λόγο σε ένα ήδη αμφιλεγόμενο ζήτημα.
Οι ΑΠΕ βασίζονται σε τεχνολογίες που βρίσκονται υπό ανάπτυξη. Μια μεγάλη κοινότητα τεχνολόγων και επιστημόνων προσπαθούν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις όπως η ανακύκλωση των υλικών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή υποδομών, η βελτίωση της απόδοσης και του χρόνου ζωής, η ανάπτυξη καλύτερων τεχνικών αποθήκευσης κ.λπ. Η χρήση ανακριβών στοιχείων και ο τελεσίδικος τρόπος με τον οποίο παρουσιάζονται στο πλαίσιο μιας αφήγησης όχι μόνο φαίνεται να αγνοεί τις σημαντικές εξελίξεις σ’ αυτούς τους κλάδους, αλλά υπονομεύει και μια υγιή στάση απέναντι στις τεχνοεπιστημονικές πρακτικές και εξελίξεις. Καλλιεργείται η εσφαλμένη προσδοκία ότι η επιστήμη και η τεχνολογία προσφέρουν λύσεις είτε εδώ και τώρα ή ποτέ και παραγνωρίζεται η, συχνά επίπονη, πορεία που πάντοτε απαιτείται ώστε οι λύσεις αυτές να βελτιστοποιηθούν και να εξασφαλιστούν οι, επίσης αναγκαίες, συγκλίσεις σε οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.
Το ύφος τού ντοκιμαντέρ φαίνεται να καλλιεργεί έναν πολωτικό λόγο, μια πρακτική η οποία αποτελεί την απόλυτα λάθος προσέγγιση όταν ο σκοπός είναι η διαπραγμάτευση αμφιλεγόμενων ζητημάτων από ένα ήδη πολωμένο κοινό. Κατά συνέπεια, οι αρνητές τής κλιματικής αλλαγής και οι θιασώτες των ορυκτών καυσίμων θα βρουν πολλούς λόγους να συμπαθήσουν μεγάλο μέρος της ταινίας όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς το ύφος. Η ανάδειξη της πιθανής οικονομικής εμπλοκής περιβαλλοντικών οργανώσεων με μεγάλες εταιρείες, αν και αποτελεί αξιοσημείωτη παράμετρο του προβλήματος, είναι πιθανότερο να καλλιεργήσει συνωμοσιολογίες, παρά μια κριτική στάση απέναντι στο πώς διαμορφώνονται επιστημονικές πρακτικές και το πώς παίρνονται οι αποφάσεις. Στην πράξη οι λύσεις προκύπτουν από ευρύτερες συναινέσεις, με τη συνδρομή των επιστημονικών δεδομένων και λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικούς (ευρύτερους ή τοπικούς), οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, ειδικότερα σε θέματα όπως η κλιματική αλλαγή, στην οποία παρατηρείται έντονη πόλωση των ακροατηρίων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο ρόλος τής επικοινωνίας είναι όχι απλώς η ανάδειξη των γεγονότων, αλλά η αναζήτηση τρόπων επίτευξης αυτών των συναινέσεων.
Γιάννης Κοντογιάννης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου