Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΞΙΩΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ 

ΟΤΙ ΚΑΙ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΕΚ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ

ΞΙΩΝΗΣ Ρ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ

Αναπληρωτής Καθηγητής Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας ΕΚΠΑ

Βιογραφικό

Ὁ Νικόλαος Ρ. Ξιώνης γεννήθηκε στό Βόλο τοῦ Νομοῦ Μαγνησίας τό 1964, ὅπου παρακολούθησε τίς ἐγκύκλιες σπουδές του. Στή συνέχεια σπούδασε Θεολογία στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου τῆς Θεσσαλονίκης, ἀπό ὅπου ἔλαβε τό 1987 τό πτυχίο τοῦ αὐτοῦ Τμήματος. Κατόπιν ἐνεγράφη στό Τμῆμα τῶν Μεταπτυχιακῶν Σπουδῶν τῆς ἰδίας Σχολῆς καί παρακολούθησε μεταπτυχιακά μαθήματα στό Συστηματικό Κλάδο. Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1990 ἔλαβε ὑποτροφία ἀπό τό Erzbischöfliches Ordinariat Freiburg καί μετέβη στή Γερμανία γιά νά συνεχίσει τίς μεταπτυχιακές του σπουδές. Ἐκεῖ ἐνεγράφη στή Φιλοσοφική καί Θεολογική Ἀκαδημία Sankt Georgen στή Φρανκφούρτη καί πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στόν Τομέα τῆς Δογματικῆς τοῦ Κλάδου τῆς Συστηματικῆς (ρωμαιοκαθολικῆς) Θεολογίας. Τό 1993 κατέθεσε στή Θεολογική Σχολή τοῦ ΑΠΘ τή διπλωματική ἐργασία μέ θέμα: Θεολογικά καί ὑπαρξιακά στοιχεῖα στήν Πασκαλική σκέψη καί στόν Ὑπαρξισμό, καί κρίθηκε ἄξιος τοῦ διπλώματος εἰδικεύσεως στόν Τομέα τῆς Δογματικῆς. Τό 1994 κατέθεσε τήν ἐπιστημονική του διατριβή στή Φιλοσοφική καί Θεολογική Ἀκαδημία Sankt Georgen, μέ θέμα: DieErkentnnis Gottesnach Walter Kasper, κρίθηκε ἄξιος τοῦ διπλώματος εἰδικεύσεως στόν Τομέα τῆς Δογματικῆς τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀπεδόθη ὁ ἀκαδημαϊκός τίτλος τοῦ «Lizentiat der Theologie» (Lic. theol.). Μέχρι τό 1995 παρέμεινε στή Γερμανία ὡς ὑπότροφος τοῦ Ostkirchliches Institut στό Regensburg γιά τή συγγραφή τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς.

Ὁ Ν. Ξιώνης ἐργάστηκε ἀπό τό 1989 ἔως τό 2006 ὡς καθηγητής Θεολόγος στήν Ἑλλάδα καί στή Γερμανία, ἐκτός ἀπό τήν περίοδο τῶν σπουδῶν του στή Γερμανία ὡς ὑπότροφος καί μεταπτυχιακός φοιτητής τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας. Τήν περίοδο 1996 ἔως 1998 ἐργαζόμενος στήν Γερμανία ὡς καθηγητής τῶν ἑλληνορθοδόξων θρησκευτικῶν καί διορισμένος ἀπό τό Ὑπουργεῖο Παιδείας τοῦ Ὁμόσπονδου Κρατιδίου τῆς Ἕσσης ἀξιοποίησε τήν παραμονή του ἐκεῖ καί ὁλοκλήρωσε τή συγγραφή τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Τό 1997 ὑπέβαλε τή διδακτορική του διατριβή στό Τμῆμα Ποιμαντικῆς καί Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ ΑΠΘ, μέ θέμα: Οὐσία καί ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, καί ἀναγορεύτηκε διδάκτωρ Θεολογίας. Κατά τή διετή παραμονή του στή Γερμανία ἐνίσχυσε τήν ὑποδομή του στή Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ παράλληλα ἐπέκτεινε τίς σπουδές του στή Δυτική Θεολογία μέ τήν ἐγγραφή στό Συστηματικό Κλάδο τῆς Εὐαγγελικῆς Σχολῆς τοῦ Johann Wolfgang Goethe Universität καί τῆς Φιλοσοφικῆς καί Θεολογικῆς Ἀκαδημίας Sankt Georgen τῆς Φρανκφούρτης παρακολουθώντας σεμινάρια καί μαθήματα τῶν ἀντιστοίχων Συστηματικῶν Κλάδων τῶν ἀνωτέρω Σχολῶν.

Τό 1998 διορίστηκε ὡς καθηγητής θεολόγος στή Β/θμια Ἐκπαίδευση στήν Ἑλλάδα. Ἀπό τό 2000 ἀποσπάσθηκε ἀπό τή Μέση Ἐκπαίδευση στό Διορθοδοξο Κέντρο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς ἐπιστημονικός συνεργάτης, ἐνῶ τό ἑπόμενο ἔτος ἀποσπάσθηκε στήν Ἱερά Μητρόπολη Καισαριανῆς, Βύρωνος καί Ὑμηττοῦ, ὅπου ἐργάστηκε ὡς Γραμματεύς στή μηχανοργάνωση τῆς Μητροπόλεως. Ἀπό τό 2003 ἕως τό 2005 ἐργάστηκε ὡς καθηγητής θεολόγος ἀποσπασμένος στή Nυρεμβέργη τοῦ Ὁμόσπονδου Γερμανικοῦ Κρατιδίου τῆς Βαυαρίας καί συγχρόνως συνέχισε τή μεταδιδακτορική του ἔρευνα. Τό 2005 ἐκλέχτηκε Λέκτωρ τοῦ Τμήματος Θεολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καί Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μέ γνωστικό ἀντικείμενο «Δογματική», στό ὁποῖο καί διορίστηκε μετά ἕναν χρόνο. Τό 2016 ἐκλέχτηκε καί διορίστηκε Ἐπίκουρος Καθηγητής τοῦ ἰδίου Τμήματος, ἐνῶ τό 2020 ἐκλέχτηκε καί διορίστηκε Ἀναπληρωτής Καθηγητής τοῦ ἰδίου Τμήματος μέ γνωστικό ἀντικείμενο «Δογματική καί Συμβολική Θεολογία». Τό 2024 ἐκλέχτηκε Καθηγητής τοῦ Τμήματος Θεολογίας, στό ὁποῖο ὑπηρετεῖ μέχρι σήμερα.

Ἐπιπλέον διορίστηκε ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ὡς Ἀναπληρωματικό Μέλος τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν: α) Δογματικῶν καί Νομοκανονικῶν Ζητημάτων γιά τέσσερα χρόνια (2020-2024) καί β) Θείας καί Πολιτικῆς Οἰκονομίας καί Οἰκολογίας γιά τρία χρόνια (2021-2024). Εἶναι μέλος τῶν διεθνῶν ἐρευνητικῶν ἑνώσεων τῆς International Association of Patristic Studies καί τῆς International Association of Dogmatic Theologians. Ἐπίσης εἶναι μέλος τῆς Συντακτικῆς Ἐπιτροπῆς Ἐκδόσεως τοῦ Περιοδικοῦ Martyria. Review of Orthodox Theology and Spirituality τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ramnic Ρουμανίας.

Ὡς μέλος τῆς πανεπιστημιακῆς κοινότητος συμμετέχει σέ συνέδρια ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος καί προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στή διοίκηση τῆς Σχολῆς, ὅπου καί ὅταν αὐτή τοῦ ζητηθεῖ. Διδάσκει σέ Πανεπιστήμια τοῦ ἐξωτερικοῦ τόσο στό πλαίσιο τοῦ Προγράμματος ERASMUS+ ὅσο καί στό πλαίσιο τῶν ἐρευνητικῶν διαπανεπιστημιακῶν συμφωνιῶν. Ἐπιπλέον βοηθᾶ μέσω διαλέξεων τό ποιμαντικό-διδακτικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μέ τή συμμετοχή του σέ ἐκδηλώσεις Μητροπόλεων καί ἐνοριῶν καθώς καί μέ σειρές ἐκπομπῶν στό ραδιοφωνικό σταθμό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε συνεργάτης ἀπό τό 2010 ἔως τό 2015, μέ τίς ὁποῖες δίνει τή δυνατότητα σέ περισσότερους ἀνθρώπους νά προσεγγίσουν τή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχει συγγράψει ἄρθρα καί μονογραφίες, πού ἀφοροῦν στή δογματική διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τῆς πατερικῆς παραδόσεως στή δυτική θεολογική καί φιλοσοφική σκέψη, ἐνῶ κατά τήν πραγμάτευσή τους ὑπογραμμίζει τόν καθοριστικό λόγο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας σέ ζητήματα σύγχρονου προβληματισμοῦ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος

Εἰσαγωγή

1. Σχέση φιλοσοφίας καί Θεολογίας
2. Ἡ διά τοῦ νοός γνώση τοῦ Θεοῦ
3. Θεολογία καί τεχνολογία
4. Θεολογία καί Οἰκονομία: διάκριση καί ταυτότητα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

Γενικά περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

1. Οἱ ἐπικρατοῦσες ἀντιλήψεις ἀπορρίψεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τόν ἄγ. Γρηγόριο το Θεολόγο
2. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς θεότητος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


Τό Ἅγιο Πνεῦμα στή Θεολογία.

1. Τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἴδιον» τοῦ Υἱοῦ καί «εἰκόνα» τοῦ Λόγου. Ὁ δοξολογικός τύπος: «Δόξα τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ μετὰ τοῦ Υἱοῦ σὺν τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ»
2. Το πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ οὐσία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
3. Τό ὄνομα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἡ ὑποστατική διάκριση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος
4. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς «δόξα» τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί ἡ κατ' ἄνθρωπον δοξολογία αὐτοῦ
5. Ἀρίθμηση καί συναρίθμηση τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

Άγιο Πνεῦμα καί Κτίση

1. Ἡ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τελείωση τῆς κτιστῆς πραγματικότητος καί ἡ διάκρισή του ἀπό αὐτήν
2. Ὁ περιχωρητικός τρόπος ὑπάρξεως τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ
3. Ὁ Υἱός «βραχίων» τοῦ Θεοῦ καί τό Ἅγιο Πνεῦμα «δάκτυλος» αὐτοῦ
4. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὡς «χώρα τῶν ἁγιαζομένων»
5. Ἡ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στόν ἀνακαινισμό τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ διάκριση τοῦ ἀνθρώπου σε σωματικό, ψυχικό καί πνευματικό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ


Ἡ βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.


1. Ἡ βλασφημία ὡς ἄρνηση τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου
2. Νόμος καί Πνεῦμα
3. Ἡ διά τῆς πίστεως καί τῆς βαπτίσεως υἱοθεσία τοῦ ἀνθρώπου
4. Ἡ βλασφημία ὡς ἄρνηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ

Συμπεράσματα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η προσπάθεια του ανθρώπου να προσεγγίσει το μυστήριο του ενός Τριαδικού Θεού, δηλαδή τις αΐδιες σχέσεις των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος κατά το έργο εκάστης στο μυστήριο της θείας οικονομίας, υπερβαίνει τα φυσικά όρια των γνωστικών μας ικανοτήτων. Η μόνη πρόσβαση του ανθρώπου στη γνώση του Θεού βασίζεται στα δεδομένα της θείας αποκαλύψεως και στη μετοχή των ακτίστων θείων ενεργειών κατά τις διαρκείς του Θεοφάνειες. Γι' αυτόν το λόγο, όπως σημειώνει και ο Ν. Ματσούκας, η ερμηνεία της πίστεως της Ανατολικής Εκκλησίας αναφέρεται με πολύ διστακτικότητα στη θεολογία της Αγίας Τριάδος αυτής καθ' εαυτήν, ενώ ο θεολογικός λόγος των Πατέρων και του κηρύγματος της Εκκλησίας αναφέρονται στην θ. οικονομία κατά την έκφανση των θείων ενεργειών στη δημιουργία και την Ιστορία κατά το έργο του Υιού και Λόγου του Θεού Πατρός και του Αγίου Πνεύματος1;;;;. Σε αυτό το πλαίσιο, η πορεία προς τη γνώση του Θεού απαιτεί την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος, ώστε διά του Υιού και Λόγου του Θεού να φθάσει ο άνθρωπος στο Θεό Πατέρα.

Γι' αυτόν, όμως, που «... ἐν σελίδεσσι θεοπνεύστοιο νόμοιο Πνεύματος οὐρανίοιο λαβεῖν ποθέει θεότητα» και «... γυμνὴν ποθέει φωνὴν θεότητος ἐραννῆς», θα πρέπει να γνωρίζει ότι «μὴ πινυτὸν ποθέων λόγον», κατά τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο2. Η δυσκολία αυτή γίνεται περισσότερο αισθητή, εάν ληφθεί υπόψη ότι οι αναφορές της πατερικής ερμηνευτικής για το Άγιο Πνεύμα, συγκριτικά με τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος στο επίπεδο της Θεολογίας, είναι σαφώς λιγότερες και πάντοτε σε αναφορά με τη σχέση Πατρός-Υιού.

Στην παρούσα εργασία επιχειρείται η συστηματική μελέτη πτυχών της περί του Αγίου Πνεύματος διδασκαλίας των Πατέρων της Εκκλησίας, χωρίς να ερευνάται εκτενώς και να αναλύεται το γνωστό ζήτημα περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού (filioque), για το οποίο υπάρχει ήδη εκτενής βιβλιογραφία. Οι όποιες αναφορές σε αυτό γίνονται περιστασιακά για την περαιτέρω διερεύνηση των αϊδίων σχέσεων του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό. Στην προοπτική αυτή ακολουθείται κυρίως η απαγωγική μέθοδος, μέσω της οποίας καταβάλλεται προσπάθεια να αναλυθεί και να αναδειχθεί το περιεχόμενο των πατερικών αναφορών στο Άγιο Πνεύμα καταδεικνύοντας ταυτοχρόνως το άτοπο ή ψευδές των αντιθέτων ερμηνευτικών προτάσεων. Γι' αυτό προτάσσονται στην έρευνα τα σχετικά με το Άγιο Πνεύμα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και κατόπιν ακολουθεί με βάση αυτά ο έλεγχος των αντιστοίχων απόψεων της σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας.

Σκοπός αυτής της μεθόδου είναι να διερευνηθεί, κατά το εφικτόν και επί τη βάσει της πατερικής ερμηνευτικής (αντιρρητικής και κηρυγματικής), και κυρίως με βάση την καταγραφή των γεγονότων της θ. Οικονομίας, δηλαδή της αποκαλύψεως του Θεού στον κόσμο και τον άνθρωπο, η θεολογική εμπειρία για την αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Η ανάγκη μιάς τέτοιας διερεύνησης προκύπτει από το γεγονός ότι το όνομα του Αγίου Πνεύματος δεν συνάπτεται εννοιολογικώς με τον Πατέρα και τον Υιό ούτε ο εκπορευτικός τρόπος υπάρξεώς του με τον αγέννητο τρόπο υπάρξεως του Πατρός και τον γεννητό τρόπο υπάρξεως του Υιού. Επειδή δε η διερεύνηση βασίζεται στη θεία αποκάλυψη, η μελέτη του θέματος γίνεται σε σχέση με την κτιστή πραγματικότητα, χωρίς να περιορίζεται σε έναν στείρο και φιλοσοφικό στοχασμό, ο οποίος θα οδηγούσε εν τέλει σε μία φιλοσοφική περιγραφή και παρουσίαση του Αγίου Πνεύματος και της Αγίας Τριάδος, μετατρέποντας το δόγμα της πίστεως σε μία απλή ιδεολογία. Άλλωστε, κάθε «ερμηνευτική προσπάθεια συνδέεται με το μυστήριο της ζωής και της δημιουργίας, της ιστορίας, δηλαδή του σύμπαντος κόσμου μέσα στο μυστήριο της θείας οικονομίας, που ενεργείται από τον Τριαδικό Θεό και εκφαίνεται στην ιστορία», όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί η καθηγ. Δ. Λιάλιου πραγματευόμενη τις μεθοδολογικές αρχές ερμηνείας της Αγίας Γραφής στον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγου3.

Στην Εισαγωγή της εν λόγω συγγραφής επισημαίνονται οι δομικές προϋποθέσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την προσέγγιση της Τριαδολογίας. Ως εκ τούτου, εξετάζονται η σχέση φιλοσοφίας και θεολογίας, η διά του νοός γνώση του Θεού, η σχέση θεολογίας και τεχνολογίας και τέλος η διάκριση της Θεολογίας από την Οικονομία με αναφορά στις συνέπειες της ταυτίσεώς τους. Οι εν λόγω άξονες προσδιορίζουν το πλαίσιο, εντός του οποίου γίνεται η περαιτέρω ανάλυση του θέματος.

Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι διάφορες απόψεις αμφισβητήσεως της θεότητος του Αγίου Πνεύματος από τους αιρετικούς, όπως αυτές παραδίδονται από τον αγ. Γρηγόριο το Θεολόγο. Άξιο προσοχής στην προκειμένη περίπτωση είναι η επιμονή του αγ. Γρηγορίου να απαντήσει στις αμφισβητήσεις που προέρχονται από χριστιανούς και όχι από μη χριστιανούς.

Με τη συμπερίληψη του Αγίου Πνεύματος στην άκτιστη θεία φύση;;;, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την επιχειρηματολογία του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, επιχειρείται στη συνέχεια μία περαιτέρω διερεύνηση του τρόπου υπερασπίσεως της θεότητός του τόσο από το Μ. Αθανάσιο όσο και από τους Καππαδόκες Πατέρες, η οποία στηρίζεται και ακολουθεί την αποδεικτική μέθοδο περί της θεότητος του Υιού. Γι' αυτό γίνεται προσπάθεια σε αυτό το κεφάλαιο να διασαφηνιστούν επιπλέον οι όροι «εκπορεύεσθαι» και «προϊέναι», ώστε να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος συνεξετάσεως της θεότητος του Αγίου Πνεύματος με τη θεότητα του Λόγου του Θεού στο πλαίσιο της θείας αποκαλύψεως.

Η αποσαφήνιση των σχέσεων του Αγίου Πνεύματος με τον Υιό και τον Πατέρα ως προς την ταυτότητα της ουσίας και ως προς τη διάκριση των υποστάσεων, αναπτύσσεται στο τρίτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας. Βασικός άξονας της αναλύσεως είναι το περιεχόμενο των όρων «ίδιον» και «είκών», καθώς και των προθέσεων «συν» και «εν», διά των οποίων λύεται η σύγχυση που οδηγεί στην κατάλυση των προσώπων της Αγίας Τριάδος. Αυτό συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση, επειδή στη συνέχεια αναπτύσσεται η σημασία του «προσώπου» του Αγίου Πνεύματος σε σχέση με την «ουσία», για το οποίο υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις τόσο κατά την περίοδο των αντιτριαδολογικών αιρέσεων όσο και στη σύγχρονη θεολογική έρευνα.;;;;

Η έρευνα της σημασίας του προσώπου και η διάκριση αυτού από;;; τη θεία ουσία πραγματοποιείται στο τέταρτο και το πέμπτο κεφάλαιο αυτής της μελέτης, ενώ στα επόμενα δύο κεφάλαια ερευνώνται τρεις όροι, διά των οποίων αναδύεται η υπόσταση του Αγίου Πνεύματος εντός της Αγίας Τριάδος και η διάκρισή του από την κτιστή πραγματικότητα. Οι όροι αυτοί είναι η δόξα, η συναρίθμηση και η μοναρχία του Πατρός.

Από το όγδοο έως το ενδέκατο κεφάλαιο αναπτύσσεται η σχέση του Αγίου Πνεύματος με την κτίση, η οποία καθιστά σαφή τη διάκρισή του από αυτήν. Το Άγιο Πνεύμα ενυπάρχει στα κτιστά όντα και μέσω της μιάς θείας ενεργείας, εκ Πατρος δι' Υιού, αγιάζει τα μετέχοντα αυτού. Η σχέση του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό στον αγιασμό της κτιστής φύσεως ερμηνεύεται από τους Πατέρες της Εκκλησίας με τους όρους «χείρ-βραχίων» και «δάκτυλος». Το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται ως η χώρα των αγιαζομένων, μέσα στην οποία ανακαινίζεται ο κόσμος, και ο άνθρωπος καθίσταται πνευματικός, προκειμένου να φθάσει στην πραγματική κοινωνία με το Θεό;;;.

Στο τελευταίο κεφάλαιο αναπτύσσεται η «βλασφημία» κατά του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από την αμφισβήτηση της θεότητός του. Η αμφισβήτηση αυτή πραγματοποιείται μέσα από την απόκλιση και άρνηση της πίστεως, πράγμα που καθιστά απαραίτητη την ανάγκη να εξεταστεί η σχέση «Νόμος-Πνεύμα» και η διά της πίστεως υιοθεσία του ανθρώπου από τον Υιό και Λόγο του Θεού, τον Ιησού Χριστό.

Στη συγγραφή αυτή, εξ αιτίας της σημασίας και της ιδιαιτερότητος του θέματος, κρίνονται αναγκαίες κατά περίπτωση ορισμένες επαναλήψεις, οι οποίες λειτουργούν υποστηρικτικά για την υπόμνηση των προϋποθέσεων που αναπτύσσονται αναλυτικά σε προηγούμενα κεφάλαια. Κατ' αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται τόσο η εμβάθυνση στο θέμα κάθε κεφαλαίου όσο και η διατήρηση της εννοιολογικής συνέχειας της μελέτης.

Θερμές ευχαριστίες για την ολοκλήρωση αυτής της προσπάθειας οφείλω στην Καθηγήτριά μου Δέσπω Λιάλιου για την πνευματική συμβολή της στην κατάρτιση και τον εξοπλισμό της σκέψης μου και για τις πολύτιμες παρατηρήσεις της κατά την πορεία της εν λόγω μελέτης. Αντίστοιχα θερμές ευχαριστίες οφείλω και στον Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΕΚΠΑ Βασίλειο Γιαννόπουλο, για την ακάματη προθυμία του στην εξέταση του κειμένου και τις ουσιαστικές παρεμβάσεις του, οι οποίες στάθηκαν για μένα ευκαιρία μαθητείας, γνώσεως και εμπειρίας δίπλα σε έναν πραγματικό δάσκαλο.

Σημειώσεις

1. N. MATSOUKAS, "The Economy of the Holy Spirit. The Standpoint of Orthodox Theology", στο Come, Holy Spirit. Renew the Whole Creation, επ. έκδ. Gennadios Limouris (νυν Μητρ. Σασσίμων), εκδ. Holy Cross Orthodox Press, Brookline Masschusetts 1990, σελ. 174.
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ, Ποιήματα θεολογικά. Ι Έπη Δογματικά, PG 37, 409A.
3. Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α΄, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 84.

ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια: