Συνέχεια από: Δευτέρα, 16 Φεβρουαρίου 2015
Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Ι. Το πρόβλημα του μέτρου
Η κριτική ως οντολογικό θεμέλιο της οντολογίας, είναι η αποκάλυψη (από τα θεμέλια των δυνατοτήτων της) τής ουσίας τής μεταφυσικής γνώσης. Αυτό όμως δεν εννοείται έτσι όπως το όριζε ο Hegel, ο οποίος ήθελε να ξεχάσει πως μέσα σε αυτή την γνώση ζει ο πεπερασμένος άνθρωπος και όχι ένα απόλυτο πνεύμα. Η κριτική είναι μεταφυσική τού πεπερασμένου ανθρώπου, εντός τού χρονικού «είναι» (Dasein) του, που είναι θεμελιώδες για κάθε οντολογική ερώτηση και κατανόηση. Αυτό το είναι δεν είναι κάτι «υπαρκτό» (Seiendes), αλλά συνίσταται στο γεγονός ότι είναι έτοιμο-διαθέσιμο (Vorhandenheit), καί είναι τέτοιο, ώστε το είναι του να σχηματίζεται δια τής κατανόησης τής πραγματικής, πεπερασμένης του κατάστασης. Πρόκειται για ένα είναι που προηγείται του εαυτού του, που επιστρέφει από το μέλλον του, μια «υπέρβαση» που προσλαμβάνει την πραγματικότητα της. Σε αυτή την «υπερβατικότητα» το πεπερασμένο ον κατέχει a priori ένα χώρο, έναν ορίζοντα, μέσα στον οποίο το είναι δείχνεται ως είναι. Αυτοί οι ορισμοί της «θεμελιώδους οντολογίας» που εδώ μόνο ακροθιγώς αναφέρονται, και τους οποίους ο Heidegger αναπτύσσει στην φιλοσοφία του, αποτελούν την βάση της ερμηνείας τού Καντ. Ο Heidegger προϋποθέτει πως γιά κάθε γνώση απαιτείται η θεωρία. Η υπερβατική λογική παραγωγή των κατηγοριών από τον Καντ, δείχνει πως οι οντολογικές αυτές θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας έχουν ανάγκη την θεωρία. Μας επιτρέπει να δούμε με ποιο τρόπο η καθαρή λογική πρέπει να υπηρετεί την δυνατότητα συνάντησης τού είναι, το οποίο έχει ανάγκη ο πεπερασμένος, εν ανάγκαις άνθρωπος. Μας υποδεικνύει, πως η υπερβατική σκέψη μόνο τότε γίνεται πραγματική κατανόηση, όταν μέσω του «σχήματός» της, του χρόνου, «γίνεται προσβάσιμη στις αισθήσεις», και στην εσωτερική της ενότητα γίνεται κατανοητή με την «καθαρή θεωρία». Η χρονικότητα είναι ο γενικός τρόπος όπου καθίσταται δυνατή η συνάντηση όλων των πραγμάτων. Στην θεμελιώδη έρευνα όμως προκύπτει, πως οι δυο «στύλοι» της γνώσης, η αισθητικότητα και η λογική, δίνοντας την δυνατότητα για μια οντολογική γνώση (που από την πλευρά της δίνει την δυνατότητα σε μια εμπειρική, οντική γνώση), αποτελούν μια και μόνη κίνηση του υπερβατικού σχηματισμού τού εαυτού, και ο Καντ έχει αγγίξει αυτή την ενότητα. Το κατάφερε αυτό διαπιστώνοντας πως ο χρόνος-ο ωριμάζων χρόνος, που είναι η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη-δεν είναι μόνο μια a priori μορφή κάθε θεωρίας, όπου συναντάται κάθε τι το υπαρκτό, αλλά ταυτόχρονα και ο παραγωγικός, a priori σχηματισμός «μορφών του χρόνου», όπως τον εκτελεί η καθαρή φαντασία. Αυτή την υπερβατική δύναμη τής φαντασίας την συνέλαβε ως τον συγκεκριμένο τρόπο οντολογικής κατανόησης. Η ικανότητα προς φαντασία είναι για τον Καντ η πρωταρχική, σχηματοποιός «μέση», στην οποία είναι εσωτερικά σύμφωνα η αντίληψη και η λογική τής μεταφυσικής γνώσης. Αυτή η ερμηνεία διεισδύει στον Καντ περισσότερο από τις προηγούμενες, επειδή αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σε αναφορά προς την φυσική του τάση προς μεταφυσική, αλλά και τον πεπερασμένο χαρακτήρα του. Και όμως, ακόμα και αυτή η κριτική έρχεται σε σύγκρουση με τον τρόπο που ο Καντ είπε ότι είπε. Η σύγκρουση αυτή ανακύπτει όταν η ερμηνεία αυτή «επαναλαμβάνει» αυτά που «ο Καντ ήθελε να πει». Ο Heidegger λέει, πως η ερμηνεία αυτή πρέπει «αναγκαστικά να χρησιμοποιήσει βία», (S.193), αφού και εδώ προκύπτει για τόν ερμηνευτή τό περίεργο γεγονός, πως ο Καντ, παρά την ουσιαστική ενότητα τής γνώσεως τού είναι, στην οποία έφτασε, «έκανε πίσω» μπρος στην υπερβατική ικανότητα προς φαντασία, της οποίας η σημασία έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ νέου (§31). Επίσης, ο Καντ άφησε να αιωρείται η ενότητα των δυο «πυλώνων», και την πρωταρχική ουσία του χρόνου, δεν την έκανε θέμα μιας λεπτομερούς ερμηνείας (S.192). Με αυτό συνδέεται και το γεγονός, πως η αντίληψη του Καντ περί της καθαρής σκέψης δεν ορίζεται από το νέο καθήκον της σκέψης εντός της ανθρώπινης γνώσης τού είναι. Αντιθέτως, ορίζεται από την παραδοσιακή έννοια της σκέψης μέσα στην λογική. Ο Καντ ονομάζει την «υπερβατική του ανάλυση» «υπερβατική λογική». Κατανοεί επομένως το θεμέλιο της μεταφυσικής ως «κριτική του καθαρού λόγου» (S.63), και την αποφασιστική ερώτηση της υπερβατικής λογικής παραγωγής (Deduktion) ως μια «questio juris», μια ερώτηση περί του δικαιώματος «χρήσης» καθαρών εννοιών της λογικής. Όταν όμως ο Heidegger λέει, πως μέσα σε αυτή την «αναπαράσταση» της λογικής παραγωγής δεν μπόρεσε να «εκφρασθεί» το «αληθινό της περιεχόμενο» (S.64), τότε είναι σαφές πως το δικό του μέτρο διαφέρει από αυτό του Καντ. Ο Heidegger, όπως και ο Καντ θεωρεί το καθήκον της μεταφυσικής, ως ανθρώπινης, μέσα στην περατότητα τής κριτικά γνωρίζουσας μεταφυσικής. Τι είναι όμως η περατότητα το κατανοεί διαφορετικά από τον Καντ. Την κατανοεί σε αναφορά προς το τίποτα: «μόνο όταν το να αφεθεί κανείς να σταθεί απέναντι ....αποτελεί μια θεληματική παραμονή στο τίποτα, τότε η φαντασία μπορεί να επιτρέψει μια συνάντηση με, αλλά και εντός του τίποτα, ένα όχι τίποτα, με ένα κάτι σαν είναι...» (S.67). Καθοριστικό για την μεταφυσική πεπερασμένη γνώση του υπαρκτού ως τέτοιου είναι το τίποτα. Ο Καντ όμως, στην δική του διαπραγμάτευση του προβλήματος, έχει σαφώς μια άλλη έννοια περί μεταφυσικής, και επομένως έχει ένα άλλο μέτρο. Τα ερωτήματα της μεταφυσικής, τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν, έτσι όπως ο Καντ καταλαβαίνει την μεταφυσική, είναι σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του, ο Θεός, η ελευθερία και η αθανασία της ψυχής. Τα ερωτήματα της παραδοσιακής μεταφυσικής δηλαδή. Και όπως φαίνεται, δεν έχει την γνώμη του Heidegger, πως με τον τρόπο αυτό στο πεπερασμένο είναι προσδίδεται απλώς η αναγκαία πρόσοψη. Στο σημείο αυτό δεν βλέπει μόνο ένα πρόβλημα του «μη είναι, μη ουσία» (Unwesen) το οποίο ανήκει στην πεπερασμένη ουσία (Wesen), αλλά ένα ηθικά επιλύσιμο πρόβλημα, με το οποίο ο πεπερασμένος άνθρωπος φτάνει στην πραγματική του ουσία, την ηθική προσωπικότητα. Το μέτρο για αυτό το καθήκον της μεταφυσικής δεν μπορεί να είναι το τίποτα.
Το μέτρο στην κριτική του Καντ
Του Gerhard Krüger
Ι. Το πρόβλημα του μέτρου
Η κριτική ως οντολογικό θεμέλιο της οντολογίας, είναι η αποκάλυψη (από τα θεμέλια των δυνατοτήτων της) τής ουσίας τής μεταφυσικής γνώσης. Αυτό όμως δεν εννοείται έτσι όπως το όριζε ο Hegel, ο οποίος ήθελε να ξεχάσει πως μέσα σε αυτή την γνώση ζει ο πεπερασμένος άνθρωπος και όχι ένα απόλυτο πνεύμα. Η κριτική είναι μεταφυσική τού πεπερασμένου ανθρώπου, εντός τού χρονικού «είναι» (Dasein) του, που είναι θεμελιώδες για κάθε οντολογική ερώτηση και κατανόηση. Αυτό το είναι δεν είναι κάτι «υπαρκτό» (Seiendes), αλλά συνίσταται στο γεγονός ότι είναι έτοιμο-διαθέσιμο (Vorhandenheit), καί είναι τέτοιο, ώστε το είναι του να σχηματίζεται δια τής κατανόησης τής πραγματικής, πεπερασμένης του κατάστασης. Πρόκειται για ένα είναι που προηγείται του εαυτού του, που επιστρέφει από το μέλλον του, μια «υπέρβαση» που προσλαμβάνει την πραγματικότητα της. Σε αυτή την «υπερβατικότητα» το πεπερασμένο ον κατέχει a priori ένα χώρο, έναν ορίζοντα, μέσα στον οποίο το είναι δείχνεται ως είναι. Αυτοί οι ορισμοί της «θεμελιώδους οντολογίας» που εδώ μόνο ακροθιγώς αναφέρονται, και τους οποίους ο Heidegger αναπτύσσει στην φιλοσοφία του, αποτελούν την βάση της ερμηνείας τού Καντ. Ο Heidegger προϋποθέτει πως γιά κάθε γνώση απαιτείται η θεωρία. Η υπερβατική λογική παραγωγή των κατηγοριών από τον Καντ, δείχνει πως οι οντολογικές αυτές θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας έχουν ανάγκη την θεωρία. Μας επιτρέπει να δούμε με ποιο τρόπο η καθαρή λογική πρέπει να υπηρετεί την δυνατότητα συνάντησης τού είναι, το οποίο έχει ανάγκη ο πεπερασμένος, εν ανάγκαις άνθρωπος. Μας υποδεικνύει, πως η υπερβατική σκέψη μόνο τότε γίνεται πραγματική κατανόηση, όταν μέσω του «σχήματός» της, του χρόνου, «γίνεται προσβάσιμη στις αισθήσεις», και στην εσωτερική της ενότητα γίνεται κατανοητή με την «καθαρή θεωρία». Η χρονικότητα είναι ο γενικός τρόπος όπου καθίσταται δυνατή η συνάντηση όλων των πραγμάτων. Στην θεμελιώδη έρευνα όμως προκύπτει, πως οι δυο «στύλοι» της γνώσης, η αισθητικότητα και η λογική, δίνοντας την δυνατότητα για μια οντολογική γνώση (που από την πλευρά της δίνει την δυνατότητα σε μια εμπειρική, οντική γνώση), αποτελούν μια και μόνη κίνηση του υπερβατικού σχηματισμού τού εαυτού, και ο Καντ έχει αγγίξει αυτή την ενότητα. Το κατάφερε αυτό διαπιστώνοντας πως ο χρόνος-ο ωριμάζων χρόνος, που είναι η κάθε ανθρώπινη ύπαρξη-δεν είναι μόνο μια a priori μορφή κάθε θεωρίας, όπου συναντάται κάθε τι το υπαρκτό, αλλά ταυτόχρονα και ο παραγωγικός, a priori σχηματισμός «μορφών του χρόνου», όπως τον εκτελεί η καθαρή φαντασία. Αυτή την υπερβατική δύναμη τής φαντασίας την συνέλαβε ως τον συγκεκριμένο τρόπο οντολογικής κατανόησης. Η ικανότητα προς φαντασία είναι για τον Καντ η πρωταρχική, σχηματοποιός «μέση», στην οποία είναι εσωτερικά σύμφωνα η αντίληψη και η λογική τής μεταφυσικής γνώσης. Αυτή η ερμηνεία διεισδύει στον Καντ περισσότερο από τις προηγούμενες, επειδή αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο σε αναφορά προς την φυσική του τάση προς μεταφυσική, αλλά και τον πεπερασμένο χαρακτήρα του. Και όμως, ακόμα και αυτή η κριτική έρχεται σε σύγκρουση με τον τρόπο που ο Καντ είπε ότι είπε. Η σύγκρουση αυτή ανακύπτει όταν η ερμηνεία αυτή «επαναλαμβάνει» αυτά που «ο Καντ ήθελε να πει». Ο Heidegger λέει, πως η ερμηνεία αυτή πρέπει «αναγκαστικά να χρησιμοποιήσει βία», (S.193), αφού και εδώ προκύπτει για τόν ερμηνευτή τό περίεργο γεγονός, πως ο Καντ, παρά την ουσιαστική ενότητα τής γνώσεως τού είναι, στην οποία έφτασε, «έκανε πίσω» μπρος στην υπερβατική ικανότητα προς φαντασία, της οποίας η σημασία έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ νέου (§31). Επίσης, ο Καντ άφησε να αιωρείται η ενότητα των δυο «πυλώνων», και την πρωταρχική ουσία του χρόνου, δεν την έκανε θέμα μιας λεπτομερούς ερμηνείας (S.192). Με αυτό συνδέεται και το γεγονός, πως η αντίληψη του Καντ περί της καθαρής σκέψης δεν ορίζεται από το νέο καθήκον της σκέψης εντός της ανθρώπινης γνώσης τού είναι. Αντιθέτως, ορίζεται από την παραδοσιακή έννοια της σκέψης μέσα στην λογική. Ο Καντ ονομάζει την «υπερβατική του ανάλυση» «υπερβατική λογική». Κατανοεί επομένως το θεμέλιο της μεταφυσικής ως «κριτική του καθαρού λόγου» (S.63), και την αποφασιστική ερώτηση της υπερβατικής λογικής παραγωγής (Deduktion) ως μια «questio juris», μια ερώτηση περί του δικαιώματος «χρήσης» καθαρών εννοιών της λογικής. Όταν όμως ο Heidegger λέει, πως μέσα σε αυτή την «αναπαράσταση» της λογικής παραγωγής δεν μπόρεσε να «εκφρασθεί» το «αληθινό της περιεχόμενο» (S.64), τότε είναι σαφές πως το δικό του μέτρο διαφέρει από αυτό του Καντ. Ο Heidegger, όπως και ο Καντ θεωρεί το καθήκον της μεταφυσικής, ως ανθρώπινης, μέσα στην περατότητα τής κριτικά γνωρίζουσας μεταφυσικής. Τι είναι όμως η περατότητα το κατανοεί διαφορετικά από τον Καντ. Την κατανοεί σε αναφορά προς το τίποτα: «μόνο όταν το να αφεθεί κανείς να σταθεί απέναντι ....αποτελεί μια θεληματική παραμονή στο τίποτα, τότε η φαντασία μπορεί να επιτρέψει μια συνάντηση με, αλλά και εντός του τίποτα, ένα όχι τίποτα, με ένα κάτι σαν είναι...» (S.67). Καθοριστικό για την μεταφυσική πεπερασμένη γνώση του υπαρκτού ως τέτοιου είναι το τίποτα. Ο Καντ όμως, στην δική του διαπραγμάτευση του προβλήματος, έχει σαφώς μια άλλη έννοια περί μεταφυσικής, και επομένως έχει ένα άλλο μέτρο. Τα ερωτήματα της μεταφυσικής, τα οποία δεν είναι δυνατόν να απαλειφθούν, έτσι όπως ο Καντ καταλαβαίνει την μεταφυσική, είναι σύμφωνα με επαναλαμβανόμενες δηλώσεις του, ο Θεός, η ελευθερία και η αθανασία της ψυχής. Τα ερωτήματα της παραδοσιακής μεταφυσικής δηλαδή. Και όπως φαίνεται, δεν έχει την γνώμη του Heidegger, πως με τον τρόπο αυτό στο πεπερασμένο είναι προσδίδεται απλώς η αναγκαία πρόσοψη. Στο σημείο αυτό δεν βλέπει μόνο ένα πρόβλημα του «μη είναι, μη ουσία» (Unwesen) το οποίο ανήκει στην πεπερασμένη ουσία (Wesen), αλλά ένα ηθικά επιλύσιμο πρόβλημα, με το οποίο ο πεπερασμένος άνθρωπος φτάνει στην πραγματική του ουσία, την ηθική προσωπικότητα. Το μέτρο για αυτό το καθήκον της μεταφυσικής δεν μπορεί να είναι το τίποτα.
Πρέπει λοιπόν να παραιτηθούμε από το να γνωρίσουμε αυτό τό μέτρο, επειδή είναι αδύνατο και αντιπαραγωγικό, να γνωρίζουμε πως ήταν πράγματι η φιλοσοφία του Καντ, ή μήπως υπάρχει κάποιος άλλος λόγος; Είναι αναγκαίο και γόνιμο να ασχοληθούμε με τον πραγματικό Καντ; Αν είναι ορθό πως ο πραγματικός Καντ μας έφερε στην φιλοσοφική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, τότε πρέπει να αποφασίσουμε να πάρουμε την δεύτερη επιλογή. Πάντως η προσπάθεια να κατανοήσουμε τον Καντ βάσει του δικού του μέτρου, πρέπει να γίνει, όσο τολμηρή και να είναι. Και όσο μεγάλη και να είναι η δυσκολία στην οποία περιπλέχτηκε ο Καντ εφαρμόζοντας το μέτρο του. Αν μας δίνει κάτι το δικαίωμα, αλλά και την ενθάρρυνση για την προσπάθεια αυτή, τότε είναι οι ήδη πραγματοποιημένες μεγάλες προσπάθειες, οι οποίες ως ερμηνείες μας έλκυσαν στην γοητεία τής υπόθεσης που λέγεται Καντ.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου