Συνέχεια από:Δευτέρα, 16 Φεβρουαρίου 2015
Ο ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ (7)
του HENRI DE LYBAC
Ο Σέλλινγκ λοιπόν θα παραδοθεί ολοκληρωτικώς στην φιλοσοφία του Ιωακείμ ντα Φιόρε, στο τέλος (καθυστερημένο και ανολοκλήρωτο), της φιλοσοφίας του, την οποία διέγραψε κάτω από ένα συνεχές γίγνεσθαι. Όπως και να κρίνουμε αυτή την τελευταία περίοδο, οι φάσεις αυτής της μακράς διαδρομής μας φαίνονται πιο πολύ σαν πρόοδοι, παρά σαν απαρνήσεις.
Με τον ίδιο τίτλο λοιπόν, "οι εποχές του κόσμου", ο Σέλλινγκ παρουσιάζει στο Μόναχο, στα 1827, την προοπτική τού μεγαλειώδους οικοδομήματός του, που θα είναι και η τελευταία του φιλοσοφία.
Όμως σε ένα άλλο του κείμενο, άλλου επιπέδου, θα παρουσιάσει τελικώς την σύνθεσή του ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στην φαντασίωση του Ιωακείμ ντα Φιόρε. Πρόκειται για τα μαθήματα στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» τα οποία διδάχθηκαν για πρώτη φορά στα 1831-1832 και δεν έπαψαν να επαναλαμβάνονται στην συνέχεια, χωρίς αλλαγές.
Όπως αφήνει να εννοηθεί ο ίδιος ο Σέλλινγκ σε προηγούμενες αναφορές του, είχε φτάσει από καιρό, με τις καλύτερες προθέσεις ενός πιστού ανθρώπου, στην Ιστορία και στην θετικότητα τού Χριστιανισμού. Ήταν δεμένος προσωπικώς στον Χριστό, στο πρόσωπο του οποίου, όπως έλεγε, φανερώνεται το αληθινό και μοναδικό περιεχόμενο του Χριστιανισμού. Στην «Φιλοσοφία της αποκαλύψεως» λοιπόν εκφράζεται ακριβώς, ένας πιστός φιλόσοφος.
Το μάθημα που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως είναι το εικοστό έκτο. Ο Σέλλινγκ αναλαμβάνει την υπεράσπιση του οξύτατου Αριστοτελικού, Ιωάννη Φιλόπονου και του διάσημου επισκόπου Gilberto di Poitiers, και τέλος του διάσημου επίσης ηγουμένου Ιωακείμ ντα Φιόρε. Και οι τρεις είχαν κατηγορηθεί για τριθεϊσμό: Πώς να πιστέψουμε, γράφει, πως αυτοί οι μεγάλοι άνθρωποι στάθηκαν τόσο τυφλοί στο θέμα αυτό; Και πώς να φανταστούμε πως δεν καταδικάστηκαν αποτελεσματικά, για μία τόσο σοβαρή παρεκτροπή;
Στο τριαδικό σχήμα «ταυτούσια-ετερούσια-ομοούσια» χωρίς αμφιβολία, ξεπέρασαν εύκολα καί πολύ γρήγορα, καθότι ήθελαν να εκθέσουν το μυστήριο της Τριάδος, την πρώτη στιγμή, της ταυτουσίας, τής προϋποτιθέμενης ουσιώδους ενότητος, αλλά είχαν δίκαιο θέτοντας μια ουσιώδη διαφορά ανάμεσα στα τρία πρόσωπα. Φαίνεται καθαρά ήδη, πως μέσω των τριών θεολόγων του παρελθόντος, ο Σέλλινγκ απολογείται ο ίδιος. Και μάλιστα είναι πολύ ευχαριστημένος, λέει, που βρίσκει στον τρίτο θεολόγο, τον δεσμό ανάμεσα στην εσωτερική Ιστορία της Τριάδος και στην Ιστορία της αποκαλύψεως που τόσο αγαπά.
«… Σαν υπεύθυνος του δόγματος ενός μελλοντικού και αιωνίου Ευαγγελίου, θεωρείται ιδιαιτέρως ο Ιωακείμ, και ίσως η εφαρμογή που δοκίμασε τού Τριαδικού δόγματος, παρουσιάζοντας τα τρία πρόσωπα σαν τους εκπροσώπους ή τις επαρκείς Αρχές των τριών αλλεπάλληλων εποχών, έδωσε την ευκαιρία να κατηγορηθεί για αθεϊσμό. Όταν οι οπαδοί τού δόγματός του ονόμαζαν αιώνιο το Ευαγγέλιο που περίμεναν, αυτό φαινόταν εκπληκτικό στους ανθρώπους της εποχής, διότι υπονοείτο με αυτό πως το Ευαγγέλιο του Χριστού ήταν διερχόμενο μόνον, δεν ήταν το μόνιμο και το διαρκές. Αυτή όμως η γνώμη ήταν πραγματική; Στηριζόταν άραγε από την κατάσταση στην οποία βρισκόταν πραγματικά, τότε, η Εκκλησία; Μήπως με αυτό το μελλοντικό δόγμα, ήθελαν όλοι τους να υποστηρίξουν πως απαιτείτο μια περαιτέρω ανάπτυξη του Ευαγγελίου του Χριστού, με την οποία θα γινόταν το Ευαγγέλιο του πνεύματος; Διατηρημένο εκείνους του χρόνους με ένα καθαρά εξωτερικό τρόπο λόγω της διανοητικής καταπίεσης και του σκοταδισμού και γι’ αυτό συσκοτισμένο εσωτερικά κι’ αυτό με την σειρά του, και καταλήγοντας να ξαναγίνει αδιανόητο μυστήριο, δεν θα εμφανιζόταν λοιπόν πλήρως φωτισμένο, αυτό το Ευαγγέλιο του πνεύματος, σε μιαν αλήθεια τελείως κατανοημένη; Διότι αυτό ακριβώς το Ευαγγέλιο αφήνουμε κατά μέρος, μέχρι σήμερα».
Έτσι λοιπόν ο Σέλλινγκ δεν εκφράζεται πάνω στην ακριβή σημασία τού δόγματος τού αιωνίου Ευαγγελίου, ούτε του Ιωακείμ ούτε των μαθητών του. Δεν ήταν σε θέση να κάνει μια ιστορική μελέτη, ούτε και είχε αυτόν τον σκοπό. Εξάλλου, όπως ισχυρίζεται και ο ίδιος, ο Ιωακείμ ντα Φιόρε, επιβεβαίωσε απλώς κάτι που είχε ήδη επεξεργαστεί πολύ πριν γνωρίσει τις θεωρίες του. Οπωσδήποτε πάντως ξεκινώντας από την καινούρια κατάσταση στην οποία βρέθηκε η Εκκλησία από την προτεσταντική Μεταρρύθμιση, και αυτός στοχάζεται την Γραφή. Ψάχνει προειδοποιητικά σημεία. Και λαμβάνοντας λοιπόν σαν σύμβολο τις τρεις μεγάλες μορφές της Κ.Δ., τους αποστόλους που βρέθηκαν πιο κοντά στον Χριστό, τον Πέτρο, τον Παύλο και τον Ιωάννη, οικοδομεί με την σειρά του ένα είδος φιλοσοφίας της Χριστιανικής Ιστορίας, ή της Ιστορίας της σωτηρίας, που ήταν κάτι ανάλογο με αυτό που η παράδοση του Ιωακείμ ονόμαζε το Αιώνιο Ευαγγέλιο. (Συμβαίνει δηλαδή να έχει ακουστεί και προγραμματιστεί ιστορικά ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ, από τον Σέλλινγκ, στα 1832, στα μαθήματα του Μονάχου).
Χωρίς αμφιβολία στους στοχασμούς του υπάρχει ένα μέρος ονειρικό, αλλά αυτό που θέλει να περιγράψει είναι κάτι ιδεατό που θέλει να θεμελιώσει με σταθερότητα στην θετική πραγματικότητα του Χριστιανισμού, στην αποκεκαλυμμένη αντικειμενικότητά του και στην ανάπτυξη της Ιστορίας του. Δεν είναι ακριβώς μια ουτοπία. Γι’ αυτό και ο Σέλλινγκ υιοθετεί μερικές εκφράσεις και μερικές διακρίσεις που είναι ακόμη κλασσικές. «Το μεγάλο σχέδιο του θεού, σχηματισμένο πριν από την θεμελίωση του κόσμου, εκτυλίσσεται με αναβαθμούς: Ειδωλολατρεία, Παλαιά Διαθήκη, Καινή Διαθήκη. Έτσι η θρησκεία των Εθνικών αξιολογείται σαν μια μαρτυρία μιας πρωτογενούς γνώσεως του θεού, η οποία εκφράζεται συσκοτισμένα στον μύθο. Ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού, επέτρεψαν την εισβολή του πνεύματος, που συνεχίζει μέσω της Ιστορίας της Εκκλησίας».
Ας σημειώσουμε αυτή την τελευταία φράση, η οποία επανασυνδέεται σαν αρχή στην ιδέα τού Ιωακείμ τού χρόνου της Εκκλησίας σαν χρόνου του πνεύματος. Διότι δεν πρέπει να αναπτύξουμε σε μια καθαρά γραμμική διάρκεια αυτό που θα μας πει ο Σέλλινγκ για τις διαφορετικές στιγμές που χαρακτηρίζουν κατά την γνώμη του, αυτόν τον μοναδικό χρόνο στην ανάπτυξή του. Κάτι που μας εκθέτει συμπερασματικά, ο ίδιος στην εισαγωγή του: Η χριστιανική αποκάλυψη έθεσε ένα τέρμα στον παγανισμό, αλλά στην αντιπαράθεσή της στην μυθολογία υποχρεώθηκε και αυτή να συμπεριφερθεί με έναν μυθολογικό τρόπο, διότι το πέρασμα στο Βασίλειο του πνεύματος που ήταν έτοιμο να συσταθεί, δεν μπορούσε να είναι άμεσο. Ακριβώς αυτό το πέρασμα επιχείρησε να το επιτύχει η Γερμανική Μεταρρύθμιση με την σκληρή της κριτική στην εξωτερική ακόμη Εκκλησία του Καθολικισμού. Έκανε λοιπόν ένα έργο αποδόμησης τότε, απαραίτητo όμως για την ετοιμασία της ερχόμενης μεταμορφώσεως. Αυτός ο χαρακτήρας της μεσολαβήσεως, εξηγεί και τα διφορούμενα κριτήρια που διαθέτει ο Σέλλινγκ απέναντι στον προτεσταντισμό: Ιστορικά και διαλεκτικά αντιπροσωπεύει την στιγμή του αρνητικού και του κομματιάσματος, που πρέπει να προηγηθεί της επιστροφής του θετικού, της ενότητος. Την πορεία μέσα από την έρημο που θα επιτρέψει την πρόσβαση στην Γη της Επαγγελίας.
Τα προσωπικά σύμβολα που χρησιμοποιούνται από τον Σέλλινγκ έχουν την πρωταρχική λειτουργία να τονίσουν πως οι νόμοι της αναπτύξεως της Εκκλησίας δεν μπορούν να παραχθούν εκ των προτέρων, αλλά εξαρτώνται από γεγονότα που έθεσε από την αρχή ο Χριστός. Καθένα από αυτά έχει επιπλέον μια ειδική δύναμη πειθούς και υποβολής. Μιλούν από μόνα τους. Απλώς πρέπει να ερμηνεύεται σωστά τα καθένα από αυτά.
Έτσι ο Σέλλινγκ αναγνώρισε στο Ευαγγέλιο του Μάρκου την απήχηση του Πέτρου, τον κατεξοχήν απόστολο του Πατρός, που απευθυνόταν στους Εβραίους, και βρίσκεται επίσης στο ξεκίνημα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας. Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, αναγνώρισε το αναλυτικό πνεύμα που ήταν χαρακτηριστικό του Παύλου, του αποστόλου του Υιού, που απευθυνόταν στους Εθνικούς. Ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του, που υπήρξε και το τελευταίο, του φάνηκε ο απόστολος του πνεύματος, στο οποίο συντίθενται όλες οι αντιθέσεις και όλες οι Εκκλησίες είναι προορισμένες να ξαναενωθούν.
Ένας λαμπρός Οικουμενισμός λοιπόν διαπερνά το πνεύμα του Σέλλινγκ. Είναι γοητευμένος και από τού τρεις ταυτόχρονα τους μεγάλους αποστόλους και τους αναθέτει συμβολικά έναν θεμελιώδη, απαραίτητο και διαρκούς αξίας ρόλο στην Χριστιανική Ιστορία. Θα τα εξετάσουμε από πιο κοντά στην συνέχεια.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου