Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Το νέο «Γερμανικό ζήτημα»

Του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου


Τις προάλλες δεν πίστευα στα μάτια μου, διαβάζοντας το άρθρο της μεγάλης γερμανικής εφημερίδας FAZ. ‘Ηταν μια συγκαλυμμένη, πλην σαφής απειλή εναντίον του Καγκελλάριου της Αυστρίας! Περίπου του έλεγε να προσέχει μην γίνει Ελλάδα η χώρα του και του συνιστούσε, τι άλλο, να κόψει τις κοινωνικές δαπάνες. Το έγκλημά του ήταν ότι έδειξε λίγη συμπάθεια σε μια Ελλάδα που υπέστη, κατά τη διάρκεια και εξαιτίας της «διάσωσής» της, μια πρωτοφανή οικονομική, κοινωνική και εθνική ακόμα καταστροφή, χάνοντας το 27% του ΑΕΠ της, περισσότερο από τις υλικές απώλειες της Γαλλίας ή της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αναπόφευκτα, το μυαλό μου έκανε τον συνειρμό με το ‘Ανσλους, την προσάρτηση της Αυστρίας στο γερμανικό Ράιχ πριν τον πόλεμο. Βλέπετε, τα γεγονότα τρέχουν τώρα πιο γρήγορα από την ικανότητα του μυαλού και της ψυχής να τα αναλύσει και «μεταβολίσει»!
Η ευρωπαϊκή πολιτική του Βερολίνου δεν είναι όμως το μόνο παράδειγμα της ριζικής στροφής της Γερμανίας, της ριζικής διαφοροποίησης δηλαδή των βασικών παραμέτρων που καθόρισαν την πολιτική της σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο. Πριν ένα χρόνο ο ίδιος ο εκδότης της μεγαλύτερης οικονομικής εφημερίδας της Γερμανίας Χάντελσμπλατ, ο Γκάμπορ Στάινγκαρτ, έγραψε ένα άρθρο. Επισήμανε ότι ο αντιρωσικός τόνος των δημοσιευμάτων των γερμανικών ΜΜΕ για την Ουκρανία είναι πανομοιότυπος με αυτόν που χρησιμοποιούσαν τον Αύγουστο του 1914, όταν δηλαδή ο Κάιζερ ξεκινούσε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μαζικές επιθέσεις με τα ΜΜΕ εναντίον χωρών δεν είναι παρά η απαραίτητη προετοιμασία της κοινής γνώμης για πόλεμο. Η χυδαία και σχεδόν σαδιστική επίθεση του γερμανικού τύπου εναντίον της Ελλάδας το 2009-10 προηγήθηκε της επίθεσης των «αγορών» κατά της Αθήνας, του μεγάλου δηλαδή παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου, σε συμμαχία με Βερολίνο και ΕΕ, που οδήγησε και δικαιολόγησε την υπαγωγή της χώρας στην Τρόικα των Πιστωτών τον Μάιο του 2010.
Οι επιθέσεις των media κατά της Σερβίας, του Ιράκ, της Λιβύης δεν ήταν παρά η «επικοινωνιακή» προετοιμασία του βομβαρδισμού και της καταστροφής των χωρών αυτών. Η αντιρωσική καμπάνια των δυτικοευρωπαϊκών ΜΜΕ είναι προετοιμασία μεγάλου πολέμου κατά της Ρωσίας. Οι όποιες παραμένουσες εκδηλώσεις «φιλίας» προς τη Μόσχα μερίδας του γερμανικού κατεστημένου, κινδυνεύουν να μην έχουν καλύτερο μέλλον από το «σύμφωνο φιλίας» Ρίμπεντροπ-Μόλοτωφ, που διευκόλυνε την επίθεση κατά της ΕΣΣΔ το 1941.
Φυσικά,  οι καμπάνιες του τύπου και των τηλεοράσεων χρησιμοποιούν και υπαρκτά στοιχεία ή επιχειρήματα, ψήγματα αλήθειας, μόνο και μόνο για να δώσουν αξιοπιστία στο ψέμμα.
ΓΕΡΜΑΝΙΑ, ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΡΩΣΙΑ
Η  ύπαρξη του ρωσικού ατομικού οπλοστασίου καθιστά πολύ δύσκολη (όχι όμως εντελώς αδύνατη) μια «μετωπική» στρατιωτική σύγκρουση Δύσης και Μόσχας. ‘Ηδη όμως βλέπουμε εξωτερική ενθάρρυνση της εμφύλιας σύρραξης στη Ουκρανία, έναν οικονομικό πόλεμο με τις κυρώσεις και την προσπάθεια αποκλεισμού της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Πρόκειται για διπλή «στρατηγική», που αποσκοπεί
αφενός στην «αναχαίτιση» της Ρωσίας και την ανατροπή του Πούτιν, αφετέρου στην καταστροφή κάθε ευρω-ρωσικής συνεργασίας, που είναι η conditio sine qua non της ευρωπαϊκής ανεξαρτησίας.
Θα περίμενε κανείς το Βερολίνο να αντιταχθεί σε μια τέτοια πορεία. Ακόμα όμως κι αν υποθέσουμε ότι το θέλει, δεν μοιάζει να το μπορεί. Δεν διαθέτει μια ολοκληρωμένη άποψη για την διεθνή κατάσταση, ικανή να αντιταχθεί στο «όραμα» και την αποφασιστικότητα του εξτρεμιστικού «νεοσυντηρητικού πυρήνα» στο διεθνές κατεστημένο, που τον εξέφρασε τόσο παραστατικά στο ουκρανικό η Κυρία Νούλαντ (“fuck the EU”). Και μοιάζει πολύ εξαρτημένο από αυτές τις δυνάμεις.
Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Προσωπικά, πάντα εκτιμούσα ως απολύτως αβάσιμη την προσδοκία των μεταπολεμικών ευρωπαϊκών, ρωσικών και αμερικανικών ηγεσιών, ότι η Γερμανία θα αποδεχόταν για πάντα να παραμείνει μια διαιρεμένη, υπό ουσιαστική κατοχή χώρα δεύτερης κατηγορίας, με μόνη αποστολή να απολογείται για το παρελθόν της. ‘Όχι μόνο μια τέτοια προσδοκία ήταν αβάσιμη, αλλά δεν ήταν και προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της Ευρώπης στο σύνολό της (της Ρωσίας περιλαμβανομένης).
Η Γερμανία, με το εκπαιδευμένο και πειθαρχημένο ανθρώπινο δυναμικό της, τα τεχνολογικά της επιτεύγματα, την ευαισθησία της στα θέματα προστασίας της φύσης και ειρήνης, θα ήταν  απαραίτητη για να σωθεί η μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το κοινωνικό κράτος που επέτρεψε μέχρι τώρα στους Ευρωπαίους να ζουν σε συνθήκες σχετικής ασφάλειας και αξιοπρέπειας. Η Γερμανία μπορεί να πρωταγωνιστήσει στην υπεράσπιση αυτού του κολοσσιαίας σημασίας επιτεύγματος από τη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης, δηλαδή της απόπειρας πλανητικής δικτατορίας του Χρήματος. Μπορεί επίσης να ηγηθεί μιας Ευρώπης που, σε συνεργασία με τη Ρωσία, θα εμποδίσει την τάση να σπρωχτεί η ανθρωπότητα στο Χάος, τον πόλεμο και την οικολογική καταστροφή.
Η πρωτοφανής ισοπέδωση σειράς σημαντικών αραβικών κρατών, η ευκολία που ξαναγύρισε το φάντασμα του Πολέμου πάνω από την Ευρώπη, η έκταση της ελληνικής κοινωνικο-οικονομικής καταστροφής, η άρνηση λήψης οποιουδήποτε μέτρου αντιμετώπισης της οικολογικής απειλής, υποδεικνύουν και στον πιο δύσπιστο αναγνώστη, τη σοβαρότητα και αμεσότητα των κινδύνων για την ανθρωπότητα.
Η Γερμανία θα μπορούσε θεωρητικά να παίξει αποφασιστικό θετικό ρόλο σε όλα αυτά. Ποιος Ευρωπαίος δεν θα τόθελε; Αν όμως είναι τελείως απαραίτητο να ελπίζει κανείς και να ονειρεύεται το καλό, δρώντας πρακτικά για την επικράτησή του, οφείλει ταυτόχρονα να μην έχει αυταπάτες, να τολμά να συγκρίνει Ουτοπία και Πραγματικότητα, βγάζοντας τα αναγκαία συμπεράσματα. Δυστυχώς, οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ του Βερολίνου έχουν κάνει  αντίθετες επιλογές, χωρίς μάλιστα μέχρι τώρα να συναντούν, παρά περιορισμένη αντίσταση από το γερμανικό κατεστημένο και τον γερμανικό λαό.
Πολλοί στην Ευρώπη ήλπισαν π.χ. σε αναγέννηση της ηπείρου όταν ο Σρέντερ, σε στενή συνεργασία με Σιράκ, Βιλπέν και Πούτιν αντιτάχθηκαν στην αμερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ. Δυστυχώς, αυτή η πράξη αντίστασης έμεινε χωρίς συνέχεια, τουλάχιστον από Βερολίνο και Παρίσι. Οι ίδιοι οι ηγέτες που την αποτόλμησαν φοβήθηκαν το θάρρος και απολογούνταν για πολύ καιρό μετά στην Ουάσιγκτων. Οι δυνάμεις της υπερατλαντικής εξάρτησης επανήλθαν δριμύτερες και ήλεγξαν, κατά τρόπο πρωτοφανή, από κοινού με το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο, τις πολιτικές ελίτ της ηπείρου την τελευταία δεκαετία.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ
Απεδείχθη όμως κάτι βαθύτερο. Η οργανική ενότητα του σχεδίου των νεοφιλελεύθερων και των νεοσυντηρητικών, οικονομίας και γεωπολιτικής. Για τον λόγο αυτό πολιτικοί που δεν αντιτάσσονται στα νεοφιλελεύθερα σχέδια βαθειάς αποδόμησης κοινωνικού κράτους και δημοκρατίας, δεν μπορούν να αντιταχθούν αποτελεσματικά στον Πόλεμο που έρχεται και το αντίστροφο.
Θεωρητικά τουλάχιστο, υπάρχουν δύο δρόμοι μπροστά στη Γερμανία. Η αφύπνιση του εθνισμού της μπορεί να γίνει σημείο εκκίνησης μιας ηγετικής προσπάθειας αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση και τον πόλεμο. Αντί να προσπαθεί να υποτάξει τους ευρωπαϊκούς λαούς, συμμαχώντας με τις αγορές, θα ηγείτο της αντίστασής τους σε αυτές. Αντί να συμμαχεί ή έστω να μην αντιτάσσεται στον πόλεμο των νεοσυντηρητικών κατά Ρωσίας και Αράβων, θα μπορούσε να τους κόψει τα πόδια, αναδεικνύοντας τον αυτόνομο ρόλο της Ευρώπης. Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό για μια νέα Γερμανία.  Μια τέτοια επιλογή θα συνιστούσε μια ιστορική νίκη των καλύτερων παραδόσεων του γερμανικού Πνεύματος επί των «αντενεργών δυνάμεων», για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Νίτσε, που κατατρέχουν αυτό το ευρωπαϊκό έθνος, μοναδικό μεταξύ των μεγάλων, ιστορικών Εθνών της Ευρώπης, που δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει μια νικηφόρα επανάσταση στην ιστορία του.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΦΑΟΥΣΤ
‘Αλλο δρόμο επέλεξαν όμως Μέρκελ και Σόιμπλε, με την πολύτιμη συμπαράσταση του Γκάμπριελ. Για να «πειθαρχήσει» την ευρωζώνη, το Βερολίνο συνήψε μια συμμαχία «τύπου Φάουστ» με τις πιο ακραίες δυνάμεις του παγκόσμιου Χρήματος οργανωμένους γύρω από τους πιο εξτρεμιστές νεοφιλελεύθερους (ανεχόμενο ταυτόχρονα παθητικά τις πιο εξτρεμιστικές δυνάμεις του διεθνούς κατεστημένου, οργανωμένες γύρω από τους «νεοσυντηρητικούς»).
Αφήνοντας τις «αγορές» ελεύθερες να επιτεθούν το 2009-10 στην Ελλάδα, χώρα της Ευρωζώνης, με όπλο το χρέος και την απειλή της «χρεωκοπίας» και φέρνοντας το ΔΝΤ στην ευρωζώνη, το Βερολίνο απέκτησε το πολιτικο-οικονομικό όπλο που του έλειπε (χρέος και απειλή χρεωκοπίας) αλλά και το πειστικό «ιδεολογικό» πρόσχημα (το χρέος που πρέπει να πληρωθεί!) για να «πειθαρχήσει» και να κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη – ή έτσι νόμισε!
Σύμβολα αυτής της «ανήθικης», για ορισμένους συμμαχίας, είναι ο διορισμός του πρώην τραπεζίτη της Goldman Sachs στη θέση Προέδρου της ΕΚΤ, οικονομικού υπερ-Πρωθυπουργού της Ευρώπης δηλαδή, και η πανηγυρική είσοδος του ΔΝΤ στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης.
Από την πλευρά τους οι «αγορές», οι μεγάλες δηλαδή παγκόσμιες τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, οργανωμένοι γύρω από τον πολιτικο-ιδεολογικό πυρήνα των νεοφιλελεύθερων, απέκτησαν, δια της συμμαχίας με το Βερολίνο, την πολιτική, οικονομική και «θεσμική» (μέσω ΕΕ) δυνατότητα να επέμβουν απευθείας στο εσωτερικό της Ευρώπης. ‘Όχι μόνο δεν κατέγραψαν απώλειες, λόγω της μεγάλης κρίσης του 2008 που προκάλεσαν, αλλά τις μετέτρεψαν σε κέρδη που καλούνται να πληρώσουν οι ευρωπαϊκοί λαοί με αύξηση δημόσιου και ιδιωτικού χρέους. Μετέτρεψαν την κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε κρίση της ΕΕ και σε πολιτική σύγκρουση ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς.
Last but not least. Xρησιμοποίησαν, με την άδεια και τη συνδρομή των γερμανικών και ευρωπαϊκών ελίτ, την ίδια την κρίση που προκάλεσαν για να οργανώσουν τη μεγαλύτερη επίθεση που σημειώθηκε μετά το 1945 (της Θάτσερ περιλαμβανομένης) εναντίον του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους και της δημοκρατίας. Για να ξεκινήσουν από την Ελλάδα μια αληθινή «αλλαγή καθεστώτος» στην Ευρώπη, του καθεστώτος δηλαδή της αστικής δημοκρατίας, μια αλλαγή που περιγράφει ήδη, αλλά μόνο μέσω ενός λαβυρίνθου διατάξεων, η συνθήκη του Μάαστριχτ.
Ο Φάουστ είναι τραγικό πρόσωπο. Επιμένοντας στον δρόμο που πήρε, δέσμια αναπόφευκτα των συμμάχων της, που καθόλου δεν θέλουν να τη δουν ηγετική δύναμη, συμμάχων που διαθέτουν παγκόσμια στρατηγική και «όραμα», σε αντίθεση με την κυριαρχούσα, πολύ «επαρχιακή», πολύ καθυστερημένη εκδοχή γερμανικού εθνικισμού, η Γερμανία κινδυνεύει να πληρώσει και η ίδια στο τέλος φοβερό τίμημα, ανάλογο με αυτό που κατέβαλε δύο φορές στην ιστορία της. Την πιθανή κατάληξη όλων αυτών προέβλεψε ο Γκύντερ Γκρας, στα δύο τελευταία του ποιήματα, με την ίδια τρομερή διεισδυτικότητα της ομηρικής Κασσάνδρας.
Ελπίζοντας πάντα σε μια έγκαιρη αλλαγή στο Βερολίνο, οι λαοί της Νότιας Ευρώπης (περιλαμβανομένης της Γαλλίας), οι Ρώσοι, όλοι οι καλών προθέσεων πολίτες του κόσμου δεν έχουν πολλές επιλογές αν θέλουν να επιβιώσουν και να αποφύγουν τα χειρότερα. Επ’ αυτού διδακτικό είναι το παράδειγμα των Τσάμπερλεν, Νταλαντιέ και Μόλοτωφ, αλλά και της σύγχρονης Ελλάδας. Μια αποφασιστική αντίσταση σε αυτά τα σχέδια είναι ίσως και η μόνη, πιθανώς ικανή, να τα τροποποιήσει. Αυτό το παιχνίδι, τόσο αποφασιστικό για το μέλλον της ανθρωπότητας, και τα διάφορα «υποπαιχνίδια» του (Ευρώπη, Ουκρανία, Μέση Ανατολή) θα το κερδίσει σο τέλος μόνο όποιος έχει ολοκληρωμένη και παγκόσμια στρατηγική.
(Αφιερώνω αυτό το άρθρο στον Hayo, σπουδαίο Γερμανό φίλο μου, δημοκράτη, φίλο της Ελλάδας και αγωνιστή για μια ανθρώπινη αρχιτεκτονική).

Ανάρτηση από: http://www.iskra.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: