Θεοδώρου Γιάγκου, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης
«Ἡ Ἁγία και Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἡ πορεία πρoς τὸὅραμα».
Τεῦχος τοῦ περιοδικοῦ "Θεολογία". (Η συνέχεια [B´ μέρος] τοῦ ἀφιερώματος ''Προς την Ἁγία καὶΜεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας", 87 (2016), σ. 179-193.
Η Σελίδα Panorthodox Synod του Κέντρου CEMES ευχαριστεί για την αποκλειστική (Άδεια) δημοσίευση το Περιοδικό Θεολογία:
Πηγή
σελ.185-187 από το παραπάνω άρθρο Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ. Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΟΡΑΜΑ του Θεοδώρου Γιάγκου, Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης.
...Τo 1961 αποφασίσθηκε οριστικά η σύγκληση της Άγιας και Μεγάλης Συνόδου. Ο κατάλογος εκτείνεται αριθμητικά σε υπερεκατόν θέματα, διαιρούμενα σε οκτώ μεγάλα κεφάλαια. Είχε δε προσλάβει το χαρακτήρα ενός θεματολογίου που προέκυψε τρόπον τινά από ακαδημαϊκό εργαστήριο παρά αποκύημα ποιμαντικής προβληματικής, γεγονός όχι και τόσο οικείο στη συνοδική πράξη της Εκκλησίας. Επιπλέον θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι η εποχή που συνήλθε η Α' Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου συμπίπτει χρονικά με τις παραμονές της συγκλήσεως της Β' Βατικανείου συνόδου (1962-1965), οπότε οι αμφίδρομες επιδράσεις ως προς το θεματολόγιο των δύο συνόδων ήταν αναμενόμενες. Έτσι πολύ γρήγορα διατυπώθηκαν κριτικές παρατηρήσεις και αντιρρήσεις, με συνέπεια στην Α' Προσυνοδική Διάσκεψη στο Σαμπεζύ της Γενεύης το 1976 οι αντιπροσωπείες των Εκκλησιών να προβούν στην αναθεώρηση του καταλόγου.
Αυτή καθεαυτή η αντιγνωμία προκάλεσε αντιδράσεις από μεγάλους θεολόγους της εποχής, με πιο χαρακτηριστική τη δημόσια κριτική πού ήσκησε ο νέος άγιος της Εκκλησίας μας, Ιουστίνος Πόποβιτς. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι λόγω της προσωπικότητάς του η γνώμη του ήταν βαρύνουσα και είχε ιδιαίτερη απήχηση στον μοναχικό κόσμο. Ο Ιουστίνος Πόποβιτς υποστήριζε, ως προς το θεματολόγιο και τη σκοπιμότητα της συνόδου, με κάποια δόση υπερβολής, επί λέξει τα εξής: «Όλη αυτή η μέχρι τούδε παρουσιαζόμενη προβληματική καί προβληματολογία περί τα θέματα της μελλούσης Οικουμενικής συνόδου, η αστάθεια και το ευμετάβλητον των τρόπων της εξευρέσεως, της διατυπώσεως και της καταλογογραφήσεως αυτών, έπειτα δε, ως εκ τούτου, αί αλλεπάλληλοι αλλαγαί και άναθεωρήσεις, όλα αυτά, διά μίαν ειλικρινή ορθόδοξον συνείδησιν δεικνύουν καί αποδεικνύουν εν μόνον πράγμα: το ότι κατά την παρούσαν στιγμήν δεν υπάρχει σοβαρόν, πραγματικόν καί ανεπίδεκτον αναβολής θέμα προς σύγκλησιν μίας νέας Οικουμενικής συνόδου τής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Εάν όμως πράγματι υπάρχη θέμα, το οποίον θα ήξιζε να αποτελέση λόγον συγκλήσεως καί συνελεύσεως μίας Οικουμενικής συνόδου, τότε είναι φανερόν οτι τήν υπαρξιν ενός τοιούτον θέματος δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει οι μέχρι του νυν πρωτοπόροι, εισηγηταί, οργανωταί καί ρυθμισταί τών έν λόγω διαφόρων διασκέψεων, ή καί συντάκται τών προγενεστέρων καί νεωτάτων καταλόγων θεμάτων αυτών. Διότι, αν τό πραγμα δέν εχη ούτω, πώς εξηγείται τότε η από του Συνεδρίου τής Κωνσταντινουπόλεως του έτους 1923, διαμέσου τής Διασκέψεως τής Ρόδου του 1961 καί έως τής τελευταίας Διασκέψεως τής Γενεύης του 1976, συνεχής αλλαγή του θεματολογίου και της προβληματολογίας τής μελλούσης να συνέλθη Συνόδον;». Ο ίδιος στη συνάφεια του κριτικού ελέγχου, προέβη στον σκληρό χαρακτηρισμό ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαπνέεται από νοοτροπία Νεοπαπισμού.
Την αναίρεση των καταγγελιών του άγιου Ιουστίνου ανέλαβε ο καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης (τότε λαϊκός) σε ένα εκτενές άρθρο του, στο οποίο εξήρε μεταξύ άλλων το ορθόδοξο φρόνημα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των ιεραρχών του, επισημαίνοντας τα εξής: «Και ως προς το φρόνημα ... η ηγεσία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως είναι υγιεστάτη και ανεπίληπτος. Οι ψίθυροι και αί υπόνοιαι των παρασκηνίων δεν τολμούν να διατυπωθούν επωνύμως και ευθαρσώς, διότι αυτομάτως θα έχαναν την αξιοπιστίαν των. Έναντι όμως αυτών υπάρχει η καθαρά, η διαυγής, η τολμηρά ομολογία πολλών ιεραρχών του Οικουμενικού Θρόνου, η οποία ουδεμίαν ανησυχίαν προκαλεί, αλλά μάλλον αίσθησιν υπερηφανείας διά την εμπεδωμένην εμμονήν είς τήν Ορθοδοξίαν και το ιστορικόν της παρελθόν. Δεν θα αναφερθώμεν είς τάς πολυπληθείς περί του πατριάρχου Αθηναγόρου κρίσεις, η προσωπικότης του οποίου εγράφη χρυσοίς γράμμασιν είς τάς σελίδας της όρθοδόξου ιστορίας... Επί της οδού της απαραχαράκτου τηρήσεως της Ορθοδοξίας πορεύεται και σήμερον η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως υπό την ηγεσίαν του Πατριάρχου Δημητρίου». Επικέντρωσε στη συνέχεια μάλιστα την προσοχή τον στο να υπογραμμίσει ιδιαιτέρως το ορθόδοξο φρόνημα του τότε Μητροπολίτη Φιλαδελφείας και νυν Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου δια συγκεκριμένων αναφορών σε δημόσιες δηλώσεις του ιεράρχη, επικαταλέγοντας συμπερασματικώς τα έξης: «Θα σκιρτούν αναμφιβόλως αί άγιαι ευχαί των Μάρκου Εφέσου του Ευγενικού και Γενναδίου του Σχολαρίου και των άλλων Ορθοδόξων ηγετών, διότι κατέλιπον τοιούτους διαδόχους, τούς οποίους όμως ο π. Ιουστίνος, που στηριζόμενος αγνοούμεν, θέλει ως Φλωρεντιανούς».
Η κριτική στάση απέναντι στο θεματολόγιο αποτύπωνε μία διάχυτη πεποίθηση ότι διά της Μεγάλης Συνόδου θα καταλύονταν θεσμοί, οι οποίοι κατοχυρώνονταν από τούς κανόνες και την αστασίαστη κανονική παράδοση...
***
σελ. 192-193
Ο μεγάλος βυζαντινολόγος Sir Steven Runciman, τον Ιανουάριο του 1994, «απογοητευμένος από τη φθίνουσα κατάσταση τού κόσμου και την αποτελμάτωση του χριστιανισμού στα πρόθυρα της τρίτης χιλιετίας μ.Χ.», εξέφρασε την αγωνία του με την έξης προφητική δήλωση: «Από τις μεγάλες ιστορικές Εκκλησίες στον επόμενο αιώνα θα επιβιώσει μόνο η Ορθόδοξη, γιατί δεν θα αποτινάξει την ιδέα ότι η θρησκεία είναι μυστήριο». Την ίδια δήλωση επανέλαβε το φθινόπωρο του 2000, λίγο πριν την τελευτή του, σε μία συνέντευξη που είχε δώσει με την ευκαιρία της τελευταίας επίσκεψής του στο Άγιο Όρος. Ο κολακευτικός για την Ορθοδοξία λόγος του Runciman θα επαληθευτεί, εφόσον η συνεργασία των ορθοδόξων θα εντατικοποιηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε ένα κόσμο πού χαρακτηρίζεται για την πνευματική πενία, η πατερική θεολογία καλείται να μαρτυρήσει την αλήθεια. Εξάλλου, «οί εκτός τής Εκκλησίας υπό τήν επήρειαν τού Πνεύματος τελούντες είναι μέλη τής Εκκλησίας ουχί τω πράγματι (in re), αλλά τή διαθέσει, τή επιθυμία (in voto) και η παραμονή των εκτός τής Εκκλησίας δεν οφείλεται εις συνειδητήν κατά τού Πνεύματος αντίστασιν, αλλά είς ιστορικούς, γεωγραφικούς, εξωτερικούς εν γένει παράγοντας» ( π. Θεοδώρου Ζήση, Επόμενοι τοις θείοις πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής θεολογίας, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 169-170). Στο συγκεκριμένο έργο δίνονται τεκμηριωμένες θέσεις σχετικά με τα όρια της Εκκλησίας. Η πρόσφατη επιχειρηματολογία περί απορρίψεως της χρήσεως του τεχνικού όρου «Εκκλησία» για τις άλλες Ομολογίες ανατρέπεται και από το συγκεκριμένο έργο και κυρίως από έναν πολύ μεγάλο αριθμό θεολογικών συγγραφέων, όπως τα εγχειρίδια Δογματικής (π.χ. Π. Τρεμπέλα).
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου