Συνέχεια από Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
HENRI DE LUBAC
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Χωρίς αμφιβολία, η πίεση των γεγονότων κάθε τύπου, η ανάπτυξη των τεχνολογιών, και οι ανάγκες της προγραμματισμένης οικονομίας, με τις νόμιμες ελπίδες που απορρέουν, συνεισφέρουν στην σύσταση ενός μέρους του κινδύνου. Αλλά η βαθειά αιτία είναι πνευματική. Ο κίνδυνος θα ήταν μικρότερος και θα βρίσκονταν με μικρότερο κίνδυνο οι διατυπώσεις που θα ήταν ικανές να σώσουν, για το καλύτερο μέρος του ανθρώπου, έναν «ελεύθερο τομέα» δίπλα στον «καθοδηγούμενο τομέα» - ας το πούμε καλύτερα, να προωθήσουμε με πιο υψηλή ελευθερία, μια ανάπτυξη της προσωπικότητος μέσω μιας πιο λογικής οργανώσεως των αποθεμάτων της γης και της κοινωνικής ζωής – εάν στον νου υφίστατο το οντολογικό θεμέλιο. Αλλά όπως έχουμε ήδη αναφέρει, αυτό ακριβώς το θεμέλιο έχει καταστραφεί μέσα στα μυαλά των περισσοτέρων. Και επειδή, από το άλλο μέρος, γνωρίζουμε εκ της εμπειρίας πως είμαστε πολύ περισσότερο οι άνθρωποι των μέσων που μας διαμορφώνουν καθημερινώς και όχι οι άνθρωποι των σκοπών, οι οποίοι βρίσκονται μακρυά μας, πώς να ανησυχήσουμε λοιπόν για το γεγονός πως έχει αρχίσει να σβήνει και να χάνεται, όχι μόνον η ελπίδα σε ένα ιδεώδες, φευγαλέο πλέον, ή η πίστη σε μερικές αξίες τις οποίες η λογική δεν κατορθώνει να δικαιολογήσει πλέον, αλλά ακόμη και η νοσταλγία αυτού του ιδεώδους και το γούστο αυτών των αξιών.
Η απελευθέρωση του ανθρώπου μπορεί να παραμείνει ο σκοπός, αλλά αυτός ο σκοπός καθίσταται πλέον αφηρημένος. Και η δύναμη και η αντίσταση καταλήγουν τελικώς να είναι οι ουσιαστικές αξίες. Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά εμφανίζεται στον αιώνα μας μια αντίληψη (ιδεολογία) η οποία δεν κατευθύνεται μόνον ενάντια στις φιλελεύθερες ή αναρχίζουσες τάσεις που υπήρξαν τόσο δυνατές τον περασμένο αιώνα, ενάντια δηλαδή στον ατομικισμό και στον κοινωνικό συναισθηματισμό, αλλά προσβλέπει αποκλειστικά στην καλύτερη απόδοση του ανθρώπινου ζώου μέσα σε μια παντοδύναμη τεχνοκρατία. Και έτσι κατορθώνει τελικώς να επιζήσει, σε ένα διαφορετικό πλαίσιο και σε μεγαλύτερη κλίμακα εφαρμογής, εκείνη η κατάσταση η οποία, πολύ σωστά, είχε καταδικαστεί από τον Μαρξ, και στην οποία « Ο άνθρωπος είναι μια απλή μηχανή παραγωγής». (Κομμουνιστικό Μανιφέστο). Η αποθέωση του εργάτη μεταμορφώνεται, χωρίς να έχει αλλάξει τίποτε στις λέξεις, στην οργάνωση μιας νέας δουλείας. Ετοιμάζεται μια νέα Αιγυπτιακή περιπέτεια, πιο κολοσσιαία και πιο λεπτή, αλλά εξίσου απάνθρωπη.
Όλες οι δυνάμεις του κοινωνικού ιδεαλισμού, ακόμη και του πιο μεγαλόψυχου, καπαρώνονται μέσα στην ασάφεια, υπέρ ενός πολιτικού ρεαλισμού, τα μέσα καταστολής του οποίου σήμερα είναι εξαιρετικά αυξημένα. Τα πραγματικά πρόσωπα θυσιάζονται, και όχι πλέον σε μια ανθρωπιστική χίμαιρα, αλλά σε κάποια «υπέρ-κοινωνία χωρίς καρδιά και χωρίς πρόσωπο».
Ο ολοκληρωτικός και αποκλειστικός ανθρωπισμός ο οποίος κηρύχθηκε με πάθος, επειδή ακριβώς αναβλήθηκε και παραπέμφθηκε στο μέλλον η πραγματοποίησή του, καταλήγει τελικώς να σβήσει μέσα από την ίδια την σκέψη.
Ξεχάστηκε εκείνο που παρατήρησε ο Μαρξ, και ανέδειξε με δύναμη, πιστεύοντας πως μ’ αυτήν την παρατήρηση εναντιωνόταν στις «κοινωνικές αρχές του Χριστιανισμού», οι οποίες του φάνταζαν δουλικές. Πως δηλαδή «η αξιοπρέπεια, η υπερηφάνεια, η αίσθηση της ανεξαρτησίας είναι πιο αναγκαίες από το ψωμί», και όχι μόνον στο προλεταριάτο, αλλά σε κάθε άνθρωπο. Ξεχάστηκε η αλήθεια πως «η ελευθερία του καθενός επηρεάζει την ελευθερία όλων». Καταλήγουμε να συνηθίσουμε σε κείνη την πρώτη κατάσταση, η οποία είχε σχεδιαστεί σαν μια σκληρή αλλά αναπόφευκτη φάση, και η οποία προβλεπόταν σαν πολύ σύντομη. Την δικαιολογούμε πλέον, την υψώνουμε σαν ιδανικό. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι βρήκαμε επί τέλους, όπως έλεγε και ο Compte, «νέα μέσα για να συνδέσουμε καλύτερα την ιδιωτική πρόοδο σαν καθολική πορεία».
Αυτό στην αρχή ήταν ένα όνειρο του μέλλοντος. Αλλά η ανυπομονησία το μεταμορφώνει πολύ συχνά σε ψευδαίσθηση για το παρόν και αυτή, για να διατηρηθεί, γίνεται ψέμμα. Αδυνατώντας να φτάσει πραγματικά στο βασίλειο της ονειρεμένης ελευθερίας, μας αναγκάζει να φανταστούμε μια θαυμαστή σύμπτωση ανάμεσα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική ανάγκη και να συνεχίζουμε να μιλάμε για τέλεια ελευθερία, που την ονομάζουμε «ελευθερία της συνάφειας, της προσκολλήσεως», ενώ είναι ήδη το βασίλειο της τυραννίας.
Έτσι λοιπόν κατέστη δυνατή η πίστη, την εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι μιλούσαν μόνο για πνευματική χειραφέτηση, πως η μείωση των πάντων στην εμμένεια, στην ενύπαρξη, σήμαινε την παράδοση των πάντων στον άνθρωπο. Αλλά δυστυχώς κατέληξε να σημαίνει αντιθέτως το ξεγύμνωμά του από τα πάντα! Διότι μειωνόντουσαν τα πάντα στην διάρκεια του χρόνου – σε μια διάρκεια χωρίς μιαν αιώνια βάση, της οποίας οι στιγμές, όσες και αν μπορούσαν να είναι, διαχέονται ή προστίθενται χωρίς να διεισδύουν μεταξύ τους, χωρίς να αλληλοεξαρτώνται, αλληλοδιαδεχόμενες η μια την άλλη. Δεν κατέστη δυνατό να κατέλθει το Απόλυτο από έναν φανταστικό ουρανό, πάνω σε μια πραγματική γη. Δεν μετακινήθηκε από τον Θεό στον άνθρωπο: κατέπεσε στο σχετικό παίρνοντας μαζί του και τον άνθρωπο.
Δεν υπάρχει ανάγκη να είμαστε οπισθοδρομικοί, ούτε να κλείσουμε τα μάτια στα θεμέλια, που είναι πολύ πραγματικά, των διαφόρων τυπικών φιλελευθερισμών, ούτε και είναι απαραίτητο να μας λείψει το κοινωνικό θάρρος για να φοβηθούμε την σκοτεινή φρίκη που παρόμοιες διαστροφές, εάν διαρκέσουν, θα μας ετοιμάσουν στα σίγουρα. Μια γεύση όλων αυτών δοκιμάσαμε τελευταίως, και η ωμή της ανάμνηση δεν θα αφήσει εύκολα την μνήμη μας – και κάθε ημέρα ανακαλύπτουμε πως, είτε από άμεση επαφή και μόλυνση, είτε από ταυτόσημους μηχανισμούς που ξεκινούν από την ίδια αιτία, το κακό δεν έχει εξαφανισθεί. Το κακό εξαπλώνεται, πατάει πόδι.
Εξ άλλου, περισσότερο και από τους πρόσφατους τρόμους που ζήσαμε σαν ανθρωπότης, περισσότερο και από την μιζέρια και τους τωρινούς μας φόβους, η ολοκληρωτική απογοήτευση προς την οποία βαδίζουμε και την οποία οι πιο ευαίσθητοι ανάμεσά μας προβλέπουν ήδη, κινδυνεύει να προκαλέσει ένα τέτοιο κύμα απαισιοδοξίας, της οποίας δεν είμαστε καν ικανοί να υπολογίσουμε τις συνέπειες.
Για πολλά χρόνια οι αρχαίοι Ρωμαίοι θυσιάστηκαν για την αιώνια Ρώμη τους, extra anni solisque vias(Βιργίλιος, Αινειάδα, VI, 791-801). Για πάρα πολλά χρόνια πίστεψαν στο Imperium sine fine (στην αυτοκρατορία χωρίς τέλος) την οποία τους είχε χαρίσει ο Δίας. Αλλά όταν άρχισαν να κατανοούν πως ήταν μόνον ένας μύθος, αμέσως τους έλλειψε το κουράγιο. Δεν επρόκειτο εξ αρχής για την επανάσταση του εγωιστικού ενστίκτου: αρκούσε το ξύπνημα της συνειδήσεως. Το ίδιο συμβαίνει και στην εποχή μας. Η ευγένεια του ανθρώπου λάμπει, περισσότερο από ποτέ, στο γεγονός πως πολλοί αποδεικνύονται ικανοί να θυσιάσουν το σώμα τους για κάποιον ανώτερο σκοπό που τους είναι ανώτερος. Αλλά τουλάχιστον να δημιουργηθεί η Ανθρωπότης! Να παραμείνει η Ανθρωπότης. Να λάβει μορφή για πάντα ένα μέλλον. Αλλά αν είναι και αυτό ένας μύθος; Εάν αυτή η ιδέα του χρέους όλων να λύσουν ένα πρόβλημα, του χρέους όλων να κατευθυνθούν όλοι μαζί προς έναν σκοπό, δεν είναι παρά μια αυθαίρετη ιδέα, την οποία θα ήταν προτιμότερο να εγκαταλείψουμε πριν γίνει μια έμμονη ιδέα;
Εάν διαλογιζόμενος ο άνθρωπος κατέληγε να φανερωθεί ακόμη και στον ίδιον, ακριβώς δε λόγω των θέσεων που υπολογίστηκαν σαν αφετηρία, σαν ένα ον μόνο, αδιόρθωτα μόνο; Εάν η Φύση, όσο την γνωρίζουμε καλά σιγά-σιγά και πιστεύουμε πως την κατακτήσαμε και την εξανθρωπίσαμε, αποδειχθεί τελικώς σαν μια απίστευτη τυφλή δύναμη, πιεστική και καταστροφική; Εάν το Σύμπαν αποδειχθεί άσκοπο; «Είναι τρομακτική η αγωνία που φέρνει η πρόβλεψη ή και η βεβαιότης του συλλογικού θανάτου.. Και όπως δε η ανθρωπότης δεν έχει άπειρα αποθέματα, είναι πολύ παράξενη η αγωνία που γεννιέται από την πιθανότητα της εξαφανίσεως της ανθρωπότητος». (C. Peguy).
Στην προοπτική ενός ιστορικισμού που απορρίπτει τον άνθρωπο, ατομικά ή συλλογικά, κάθε συμμετοχή σε κάποια πιο υψηλή ή πιο σταθερή πραγματικότητα, δεν μπορεί να διώξει μακρυά, αυτό που ονόμασε πετυχημένα ο Mircea Eliade, «ο τρόμος της Ιστορίας». Μπορούμε να αγνοήσουμε τις διαψεύσεις μιας εμπειρίας, χαρακτηρίζοντάς την προσωρινή, αλλά δεν μπορούμε να αγνοούμε επ’ αόριστον την λογική τής σκέψης. Τίποτε δεν είναι πιο επικίνδυνο λοιπόν από μια αβάσιμη αισιοδοξία, που δεν μπορεί να γεννηθεί παρά μόνον από την απελπισία.
«…Ψεύδος! Στην κλίμακα της Αιωνιότητος η ανθρώπινη συλλογικότης (η διάσημη κοινωνία) είναι εύθραυστη σαν εμένα. Εβδομήντα χρόνια ή επτακόσιες χιλιάδες χρόνια, είναι το ίδιο πράγμα. Η ανθρώπινη συλλογικότης θα εξαφανισθεί και αυτή. Τα πάντα είναι μια ψευδαίσθηση».
(Είναι τα τελευταία λόγια ενός φανατικού νεαρού κομμουνιστή, πάνω στο κρεββάτι του θανάτου του, στην Μόσχα, στις 3 Δεκεμβρίου του 1940. Journal de Genève, 12 Ιουλίου 1949).
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου