Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

Η ΣΟΦΙΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ SERGEI N. BULGAKOV (7)

 Συνέχεια απο : Τρίτη 11 Μαίου 2021

Η ΚΕΝΩΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΥΛΗΣ.

Η δεύτερη μετα-πατερική σύνθεση, μετά τού Φλωρόφσκυ.

ΠΕΡΙ ΠΡΟ-ΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ.
Θεός-κόσμος: τα μονοπάτια του σοφιολογικού προβλήματος.

Η Δυτική Θεολογία μετά την Πατριστική της περίοδο, η σχολαστική της εκδοχή, δεν ασχολείται αμέσως με την σοφιολογία αλλά δημιουργεί ορισμένους υπαινιγμούς, ιδιαιτέρως εκεί που η Χριστιανική σκέψη θέτει το κοσμολογικό πρόβλημα στα μεταφυσικά του θεμέλια. Και ακριβώς η σπουδαιότης του Ακινάτη βρίσκεται ακριβώς στην προσπάθεια του να ερμηνεύσει τον κόσμο στην σχέση του με την Θεότητα, παρότι βάρυνε στην προσπάθειά του η εξάρτησή του από την Πλατωνική και Αριστοτελική φιλοσοφία! Κάτι που δεν του επέτρεψε να ξεκαθαρίσει το Χριστιανικό δόγμα, στις ενδοτριαδικές και κοσμολογικές του πλευρές. 
 
Στον αριστοτελισμό οφείλει ο Ακινάτης, όχι μόνον την απρόσωπη τάση του στην ερμηνεία της Θεότητος, ουσιαστικώς ξένης στην Τριαδική σύλληψη, αλλά και την επαναλαμβανόμενη δήλωση του περί της θεωρητικής δυνατότητος τής αιωνιότητος του κόσμου. Όπως επίσης και την μείωση της σχέσεως ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο στην κατηγορία της αιτιότητος. 

Πάνω στην γραμμή του Πλατωνισμού είναι αντιθέτως ο πιο σοφιολογικός πυρήνας της θωμιστικής σκέψης. Στο δόγμα των ιδεών στον Θεό πχ. Είναι μέν πολλές αλλά αναφέρονται πρώτα απ’όλα σε μία μοναδική πρώτη πηγή που είναι στον Θεό. Ο Μπουλγκάκοφ μάλιστα διακρίνει εδώ μία προαγγελία της διακρίσεώς του ανάμεσα στην Θεία Σοφία και την κτιστή, από την στιγμή που η μοναδική πηγή τών ιδεών στον Θεό, είναι η Θεία Σοφία, ενώ η ιδεατή πολλαπλότης που βρίσκεται παρούσα στην κτίση, είναι η κτιστή σοφία. 

Η ενασχόληση του με την σοφιολογία τής παραδοσιακής θεολογικής σκέψης, ανατολικής και δυτικής, σταματά στον Ακινάτη, αλλά θα έχει σπουδαίο ρόλο στην φιλοσοφία του πνεύματος, η φιλοσοφία του Γερμανικού ιδεαλισμού, ιδιαιτέρως του Χέγκελ, που θα δούμε στην Τριαδική του Θεολογία στην συνέχεια.
Ο κόσμος σαν αυτοαποκάλυψη του Απολύτου. 

«Το Απόλυτο και το Υπερβατικό είναι πιο βαθειά, πιο πλούσια σε περιεχόμενο από ότι είναι το σχετικό και το ενυπάρχον. Και είναι η πηγή τους. Είναι το μυστήριο του οποίου το σχετικό και το ενυπάρχον συνιστούν την αποκάλυψη και αυτή είναι αυτοαποκάλυψη λόγω σχέσεως με το απόλυτο». [Πλωτίνος]. Πρέπει να απευθυνθούμε λοιπόν στον Παλαμά περισσότερο, παρά στον Ακινάτη, για να προσπαθήσουμε μία σοφιολογία κατάλληλη στο σύγχρονο πλαίσιο. Έναν Παλαμά όμως επανερμηνευμένο στο Φώς της φιλοσοφίας του Γερμανικού ιδεαλισμού. Για να εκφράσει σε όλη της την ισχύ την σχέση που αντιλαμβάνεται η θρησκευτική εμπειρία δεν επαρκούν από μόνα τους, ούτε η θεωρία των Θείων Λόγων, ούτε η αιτιότης. Μόνον η κατηγορία τής αποκαλύψεως κατορθώνει να μιλήσει για τον βαθύ δεσμό του κόσμου με τον Θεό [Σέλλινγκ]. 

Η αναφορά σ’αυτή την περίπτωση είναι ο Κάντ και η διάκρισή του ανάμεσα σε φαινόμενο και νοούμενο: ενώ όμως γι’αυτό το τελευταίο το «πράγμα καθ’αυτό» παραμένει σιωπηλό, άφωνο, σαν ποιότης της αγνωσίας», για τον Μπουλγκάκοφ το νοούμενο δεν παραμένει μόνον λανθάνον πίσω από τα φαινόμενα, αλλά φανερώνεται, παρότι όχι πλήρως, σ’αυτά. Έτσι η εμπειρία είναι αποκάλυψη του νοούμενου, αντίληψη πώς το Απόλυτο δεν βρίσκεται κλεισμένο στον εαυτό του, αλλά φανερώνεται στην αισθητή πραγματικότητα. Η φανέρωση αυτή προϋποθέτει ένα υποκείμενο, ένα κατηγορούμενο και έναν συμπλεκτικό σύνδεσμο. Κατόπιν, τον αποκαλύπτοντα, το αποκαλυπτόμενο και μία κάποια ενότητα ή ταυτότητα μεταξύ τους. Το μυστήριο και την αποκάλυψη του. 

Η χρησιμοποίηση της κατηγορίας της αποκαλύψεως για να εκφραστεί η σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, δηλαδή η πρόοδος τής εξόδου τού Απολύτου από τον εαυτό του, είναι η καρδιά της εμπνεύσεως τού Μπουλγκάκοφ. Σ’αυτή υπάρχει η δημιουργική σύνθεση ανάμεσα στον Παλαμισμό και τον ιδεαλισμό, τήν οποία κληρονομεί από την στενή σχέση του με την γερμανική φιλοσοφία, τόσο μέ τήν Εγελιανή όσο και του Σέλλινγκ. Η θωμιστική τοποθέτηση από την οποία ουσιώνεται η καθολική θεολογία, δεν μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα, καθότι παραμένει στο επίπεδο της εμπειρίας, ενώ το αισθητό είναι η αποκάλυψη ενός άλλου κόσμου, του κόσμου τού Θεού. Μένει να γίνει ένα ακόμη βήμα: «Για να μπορέσουμε να ορίσουμε την πραγματική σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο, πρέπει να πραγματοποιήσουμε ένα ποιοτικό άλμα με το οποίο, διατηρούνται ταυτόχρονα, όλοι οι συσχετισμοί, και η θετική σχέση δηλ. ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, όσο και η οντολογική απόσταση που υπάρχει ανάμεσά τους! Αυτή η κατηγορία δεν είναι η αιτία ή η κίνηση, αλλά η δημιουργία και το γεγονός του κτιστού Είναι. Ο Θεός δεν είναι η αιτία ή η κίνηση του κόσμου, αλλά ο Δημιουργός του (όπως επίσης και ο συντηρητής του και ο προνοών του) και ο κόσμος είναι η δημιουργία του Θεού» Το επόμενο βήμα επομένως τής σοφιολογίας είναι ο καθορισμός του Θεωρητικού δεσμού αποκάλυψη-δημιουργία. Έτσι το σύστημα τού Μπουλγκάκοφ θα γίνει μία αληθινή οντολογία τής καταγωγής που βλέπει στο ξεκαθάρισμα τής «αρχής» στον Θεό και έξω από τον Θεό, το πρόβλημα του Χριστιανισμού και του θρησκευτικού γεγονότος γενικώς. 

Η θρησκευτική εμπειρία, καταγώμενη από μία αποκάλυψη, παραπέμπει στην καταγωγή αυτής της τελευταίας, διότι το δόσιμο του Θεού στον κόσμο, παρότι δεν είναι άσαρκο δεν είναι αναγκαίως διαμεσολαβημένο από την ιστορία. Η ιστορική εμπειρία του ανθρώπου είναι περισσότερο μία ευκαιρία για να αποκαλύψει το αληθινό θεμέλιο τής σχέσεως ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, που είναι η δημιουργική πράξη σαν έξοδος του Απολύτου από τον εαυτό του. «Η κτιστή συνθήκη δεν συνδέεται με τον χρόνο, αλλά τον προϋποθέτει. Είναι η οντολογική σχέση ανάμεσα στον δημιουργό και το δημιούργημα, ανάμεσα στην Θεία Σοφία και την κτιστή. Αυτή η σχέση δεν έχει την ανάγκη του χρόνου και δεν περιέχεται». 

Και να γιατί επιλέγοντας την προοπτική της αποκαλύψεως ο Μπουλγκάκοφ αισθάνεται μαθητής του Γρηγορίου Παλαμά. Στην δομή ουσία/ενέργεια τού μεγάλου Βυζαντινού Θεολόγου διαφαίνεται μία πραγματική σχέση ανάμεσα στην ενύπαρξη και την Θεία αποκάλυψη, τής δυνάμεως του Θεού. Το φίλτρο ανάγνωσης όμως είναι ο γερμανικός ιδεαλισμός και εξαιρετικώς η έννοια του πνεύματος που επεξεργάστηκε.

Ο Μπουλγκάκοφ πιστεύει λοιπόν, πώς η Θεολογία που άνοιξε με τον Παλαμά, μπορεί να συνεχιστεί με την σοφιολογία του ακριβώς καθότι δόγμα τής αυτοαποκαλύψεως του Απολύτου στον Θεό και στο «Άλλο του Θεού». 

Γεννιέται όμως ένα ερώτημα από αυτή την μετάφραση του σοφιολογικού προβλήματος στο ζεύγος αποκάλυψη-δημιουργία. Μήπως είναι μόνον μία επεξεργασία νομιναλιστική (κατ’όνομα;) με την οποία ο Μπουλγκάκοφ αλλάζει δηλαδή όνομα σ’ένα πρόβλημα, χωρίς να αλλάξει την ουσία του; Γνωρίζει καλά πάντως την εμπλοκή του σ’ένα τόσο αρχαίο πρόβλημα, όσο και η Δυτική Φιλοσοφία, αλλά απαιτεί ταυτοχρόνως και μία πρωτότυπη λύση για τον εαυτό του. 

Η σοφιολογική προοπτική είναι η πιο καθαρά Ρωσική προσφορά, στον στοχασμό, γύρω από την Χριστιανική εμπειρία και σαν τέτοια προσφέρεται και προτείνεται στις άλλες κουλτούρες. Είναι σαν ένα πρίσμα που αποκαλύπτει πλευρές που δεν έχουν μελετηθεί ακόμη επαρκώς της σχέσεως ανάμεσα στον Θεό και τον κόσμο και μπορεί να αποδειχθεί ένας πλούτος ακόμη και για την ευρωπαϊκή σκέψη.

Σ’αυτή την ιδέα, που απεκαλύφθη στην θρησκευτική αίσθηση των Πατέρων μας, σ’αυτή την αληθινά εθνική και απολύτως καθολική ιδέα είναι που οφείλουμε να δώσουμε τώρα μία λογική έκφραση. Πρόκειται να διατυπωθεί ο ζωντανός Λόγος που συνέλαβε η αρχαία Ρωσία, και που πρέπει να ανακοινώσει στον κόσμο η Νέα Ρωσία». 

Συνεχίζεται 

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: