Πίνακας ζωγραφικής του Πέτρου Ζουμπουλάκη
της Σοφίας Ντρέκου
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης απεβίωσε 3 Ιανουαρίου του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές συνέθεσαν εγκωμιαστικά έργα και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του.
Γι' αυτή τη νύχτα, της 2ας προς 3η Ιανουαρίου 2011 (έκλειναν 100 χρόνια από τον θάνατο του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη) έγραψε ο Δημήτρης Κοσμόπουλος την βραβευμένη συλλογή του το περίφημο Κρυπτόλεξο. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα όπου ο ποιητής Δ.Κ. αναφέρεται με τον δικό του τρόπο στο ιδιόμελο αυτό τροπάριο των Θεοφανείων, που έγινε το τραγούδι με το οποίο ο Παπαδιαμάντης διάβηκε στην αιωνιότητα.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης καλεί κοντά του κατά την τελευταία του νύχτα (3/1/1911) τον αγαπημένο του άγιο, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο (είναι γνωστό ότι έψαλλε αγρυπνίες στον άγιο Ιωάννη Κυνηγό, οδού Βουλιαγμένης, μαζί με τον παπα-Νικόλα Πλανά). Ο ποιητής παραλλάσσει αριστοτεχνικά τα παρακάτω λόγια του δοξαστικού «Τὴν χεῖρα σου τὴν ἁψαμένην». Όπως διηγείται ο εξάδελφός του και λογοτέχνης Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, λίγο πριν κλείσει τα μάτια του, άρχισε να ψέλνει «Την χείρα σου την αψαμένην».
«καὶ δεῦρο στῆθι μεθ’ ἡμῶν
ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον καὶ
προεξάρχων τῆς πανηγύρεως».
και ονομάζει «πανήγυρη» την ώρα του θανάτου του.
Ἐν Σκιάθῳ τῇ 7 Μαρτίου 1912
Ἀγαπητὲ Κ(ύρι)ε Δικαῖε, […]
Τὴν ἐσπέραν τῆς 2ας ᾿Ιανουαρίου, παραμονὴν τοῦ θανάτου του, «Ἀνάψτε ἕνα κηρί», εἶπε, «φέρτε μου ἕνα βιβλίο» (Σημ. δηλ. ἐκκλησιαστικὸν βιβλίον). Τὸ κηρίον ἠνάφθη. Ἐπρόκειτο δὲ νὰ ἔλθῃ καὶ τὸ βιβλίον. Ἀλλὰ πάλιν ἀποκαμὼν ὁ Παπαδιαμάντης εἶπε· «᾿Αφῆστε τὸ βιβλίο· ἀπόψε θὰ εἰπῶ, ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ’ ὄξω». Καὶ ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά, «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην» (Σημ. Εἶναι τοῦτο τροπάριον ἐκ τῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων). Αὐτὸ ἦτο καὶ τὸ τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, διότι τὴν ἴδιαν νύκτα κατὰ τὴν 2αν μετὰ τὸ μεσονύκτιον ὥραν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου παρέδωκεν τὴν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. […]
Μεθ’ ὑπολήψεως Γ. Ρήγας
Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
Ἀλληλογραφία, ἐκδ. Δόμος,
1992, σελ. 215, 216, 219.
Ο κυρ - Αλέξανδρος, όπως κι ο υμνογράφος, ομιλεί - διά χειρός Κοσμόπουλου - ως στρουθίον μονάζον επί δώματος, προς τον μέγα Πρόδρομο και ασκητή, σα να είναι αυτός ο Άγγελος - ο εκ στειρωτικών ωδίνων - που παίρνει την μακαρία ψυχή του κι όχι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ.
Ἐρήμους περιπολῶν, θριξὶ καμήλου σκεπόμενος
–τρεμάμενη καρδούλα μου, στρουθὶ κυνηγημένο–
θά ’ρθεις καὶ πάλι δείχνοντας Ἀμνὸ τὸν Βαπτιζόμενο
νὰ φωτισθοῦνε τὰ νερά. Μ’ αὐτὴ τὴν νύχτα, ἐδῶ, ἐπιμένω
ἔρχου ταχύ, κρατώντας τὸ κεφάλι σου τὸ μεθυσμένο
ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ ἡ χεῖρα σου ἔδρεψε καὶ οὐράνισε τὸ αἷμα
ὡς ἥψατο τὴν ἀκήρατον κορυφήν. Κῦμα τὸ Πνεῦμα
λυώνει στὴν χάρη τακεροὺς τοὺς ὀφθαλμούς σου.
Ἐρημωμένο τὸ δῶμα μου, τὸ στρῶμα κρύο.
Ἀνάκτορο φωτολαμπὲς γίνεται ὁ χρόνος ποὺ ὑπολείπεται.
Ὑπὲρ τὴν πούλια καὶ τὴν ἄρκτο ξυπνάει σπινθήρ, ἀστὴρ τοῦ πόλου,
στὸ κρυερὸ ἀχανὲς ἄστρο βαθείας λάμψεως, παλάτι τῶν ἀνάκτων.
Παρακαλῶ, γίνου, τῆς πανηγύρεως ὁ προεξάρχων,
στὸ πανηγύρι τοῦ θανάτου μου καὶ στῆς σιγῆς μου
τὶς παραμονές.
Οι τελευταίοι αυτοί στίχοι του Δ.Κ. μάς παραπέμπουν ίσα στο δοξαστικό της Θ' Ώρας: Καὶ δεῦρο στῆθι μεθ' ἡμῶν, Ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον, καὶ προεξάρχων τῆς πανηγύρεως.
Γένοιτο κυρ - Αλέξανδρε!
Και συ, ως ο Βαπτιστής:
δεῦρο στῆθι μεθ' ἡμῶν,
Ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον,
καὶ προεξάρχων τῆς πανηγύρεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου