14.03.2025
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου
Λόγος β’
Περί ενανθρωπήσεως
Επειδή όμως ο Θεός εγνώριζε την αδυναμίαν των ανθρώπων, επρονόησε και περί της αμελείας αυτών, ώστε, εάν αμελούσαν να γνωρίσουν μόνοι των τον Θεόν, να δύνανται διά των έργων της κτίσεως να μη αγνοούν τον δημιουργόν.
Επειδή όμως η αμέλεια των ανθρώπων επεκτείνεται ολίγον κατ’ ολίγον εις τα χειρότερα, και πάλιν ο Θεός επρονόησε δι’ αυτήν την αδυναμίαν των, και έστειλε τον νόμον και τους προφήτας, οι οποίοι ήσαν γνώριμοι εις αυτούς, ώστε και εάν διστάσουν να σηκώσουν το βλέμμα των εις τον ουρανόν, διά να αναγνωρίσουν τον ποιητήν, να έχουν την διδασκαλίαν εκ των πλησίον.
Διότι οι άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους των να μάθουν διά τα ανώτερα πράγματα.
Ήτο δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα εις το μεγαλείον του ουρανού και, αφού κατανοήσουν την αρμονίαν της κτίσεως, να γνωρίσουν τον ηγεμόνα αυτής τον Λόγον του Πατρός, ο οποίος διά της προνοίας του πες όλων γνωρίζει εις όλους τον Πατέρα.
Και διά τούτο κινεί τα πάντα, διά να γνωρίζουν όλοι τον Θεόν δι’ αυτού. Ή εάν και τούτο τους ήτο κουραστικόν, ηδύναντο να συναναστρέφωνται τους αγίους και με την βοήθειαν αυτών να γνωρίσουν τον δημιουργόν των πάντων Θεόν, τον Πατέρα του Χριστού, και ακόμη ότι η θρησκεία των ειδώλων είνε αθεΐα και γεμάτη ασέβεια.
Ήτο επίσης δυνατόν εις αυτούς να είχον γνωρίσει τον νόμον και να παύσουν να κάνουν κάθε παρανομίαν, και να ζήσουν βίον ενάρετον. Διότι δεν ήτο μόνον διά τους Ιουδαίους ο νόμος, ούτε δι’ αυτούς μόνον εστέλλοντο οι προφήται (αλλ’ εστέλλοντο προς τους Ιουδαίους και εδιώκοντο από τους Ιουδαίους)· ήσαν όμως ιερόν διδασκαλείον, διά να γνωρίση όλη η οικουμένη τον Θεόν.
Ενώ λοιπόν τόσον μεγάλη ήτο η αγαθότης και η φιλανθρωπία του Θεού, εν τούτοις οι άνθρωποι, επειδή ενικήθησαν από τας προσκαίρους απολαύσεις και τας σατανικάς φαντασίας και απάτας, δεν παρεδέχθησαν την αλήθειαν, αλλ’ εγέμισαν τους εαυτούς των με περισσότερα κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνωνται πλέον λογικοί, αλλ’ εκ της συμπεριφοράς των να θεωρούνται ανόητοι.
13. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικόν των και έτσι η δαιμονική πλάνη επεσκίαζε τα πάντα, και απέκρυπτε την γνώσιν περί του αληθινού Θεού.
Τι έπρεπε να κάνη ο Θεός; Να σιωπά διά μίαν τόσον μεγάλην πλάνην και να αφήνη τους ανθρώπους να πλανώνται υπό των δαιμόνων και να μη γνωρίζουν τον Θεόν;
Και διά ποίον λόγον εδημιουργήθη εξ αρχής ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού; Ήτο προτιμότερον να δημιουργηθή απλώς ως άλογον ον, παρά, αφού εδημιουργήθη ως λογικόν, να ζη την ζωήν των αλόγων. Και ποία τέλος πάντων ανάγκη υπήρχεν εξ αρχής να λάβη έννοιαν περί Θεού, εφ’ όσον μάλιστα ούτε τώρα είνε άξιος να λάβη;
Δεν έπρεπε να του δοθή ούτε εξ αρχής. Και ποίον θα ήτο το όφελος ή η δόξα διά τον ποιητήν Θεόν, εφ’ όσον δεν τον προσκυνούν οι άνθρωποι που αυτός εδημιούργησεν, αλλά νομίζουν ότι άλλοι είνε οι δημιουργοί των;
Διότι εμφανίζεται ο Θεός να τους έχη δημιουργήσει δι’ άλλους και όχι διά τον εαυτόν του. Εξ άλλου, όταν ένας άνθρωπος είνε βασιλεύς, δεν αφήνει τας χώρας που κατέκτησεν ελευθέρας να δουλεύουν εις άλλους, ούτε να καταφεύγουν εις άλλους, αλλά δι’ εγγράφων τους υπενθυμίζει, πολλάκις δε και διά φίλων στέλλει επιστολάς εις αυτάς, και ακόμη, εάν παραστή ανάγκη, ο ίδιος πηγαίνει και τους κάνει να συσταλούν από την παρουσίαν του, ώστε να μη υπηρετούν άλλους και μένη ανεκτέλεστον το ιδικόν του έργον.
Δεν θα λυπηθή ο Θεός πολύ περισσότερον τα πλάσματά του, ώστε να μη αποπλανηθούν μακράν αυτού και να μη υπηρετούν εις τα ανύπαρκτα, αφού μάλιστα αυτή η πλάνη γίνεται η αιτία απωλείας και αφανισμού των; Άπαξ και έγιναν μέτοχα της εικόνος του Θεού, δεν έπρεπε να χαθούν.
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνη ο Θεός; Ή τι άλλο έπρεπε να γίνη παρά να ανανεωθή το «κατ’ εικόνα», ώστε δι’ αυτού να δυνηθούν οι άνθρωποι πάλιν να τον γνωρίσουν;
Και πώς άλλως θα ηδύνατο να γίνη αυτό παρά διά της προσελεύσεως αυτής της ιδίας της εικόνος του Θεού, δηλαδή του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού;
Δι’ ανθρώπων μεν δεν ήτο δυνατόν, επειδή αυτοί είχον δημιουργηθή «κατ’ εικόνα»· αλλ’ ούτε δι’ αγγέλων, διότι αυτοί δεν είνε εικόνες. Διά τούτο ο Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, διά να επιτύχη να αναδημιουργήση τον «κατ’ εικόνα» άνθρωπον, αυτός ο οποίος ήτο εικών του Πατρός.
Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη αλλιώς, αν δεν εξηφανίζετο ο θάνατος και η φθορά. Διά τούτο ευλόγως έλαβε θνητόν σώμα, διά να είνε δυνατόν και ο θάνατος να εξαφανισθή εις αυτόν και οι «κατ’ εικόνα» άνθρωποι να ανακαινισθούν πάλιν.
Δι’ αυτήν λοιπόν την ανάγκην δεν εχρειάζετο τίποτε άλλο, παρά η εικών του Πατρός.
Διότι οι άνθρωποι δύνανται από τους συνανθρώπους των να μάθουν διά τα ανώτερα πράγματα.
Ήτο δυνατόν να σηκώσουν αυτοί το βλέμμα εις το μεγαλείον του ουρανού και, αφού κατανοήσουν την αρμονίαν της κτίσεως, να γνωρίσουν τον ηγεμόνα αυτής τον Λόγον του Πατρός, ο οποίος διά της προνοίας του πες όλων γνωρίζει εις όλους τον Πατέρα.
Και διά τούτο κινεί τα πάντα, διά να γνωρίζουν όλοι τον Θεόν δι’ αυτού. Ή εάν και τούτο τους ήτο κουραστικόν, ηδύναντο να συναναστρέφωνται τους αγίους και με την βοήθειαν αυτών να γνωρίσουν τον δημιουργόν των πάντων Θεόν, τον Πατέρα του Χριστού, και ακόμη ότι η θρησκεία των ειδώλων είνε αθεΐα και γεμάτη ασέβεια.
Ήτο επίσης δυνατόν εις αυτούς να είχον γνωρίσει τον νόμον και να παύσουν να κάνουν κάθε παρανομίαν, και να ζήσουν βίον ενάρετον. Διότι δεν ήτο μόνον διά τους Ιουδαίους ο νόμος, ούτε δι’ αυτούς μόνον εστέλλοντο οι προφήται (αλλ’ εστέλλοντο προς τους Ιουδαίους και εδιώκοντο από τους Ιουδαίους)· ήσαν όμως ιερόν διδασκαλείον, διά να γνωρίση όλη η οικουμένη τον Θεόν.
Ενώ λοιπόν τόσον μεγάλη ήτο η αγαθότης και η φιλανθρωπία του Θεού, εν τούτοις οι άνθρωποι, επειδή ενικήθησαν από τας προσκαίρους απολαύσεις και τας σατανικάς φαντασίας και απάτας, δεν παρεδέχθησαν την αλήθειαν, αλλ’ εγέμισαν τους εαυτούς των με περισσότερα κακά και αμαρτήματα, ώστε να μη φαίνωνται πλέον λογικοί, αλλ’ εκ της συμπεριφοράς των να θεωρούνται ανόητοι.
13. Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι έχασαν το λογικόν των και έτσι η δαιμονική πλάνη επεσκίαζε τα πάντα, και απέκρυπτε την γνώσιν περί του αληθινού Θεού.
Τι έπρεπε να κάνη ο Θεός; Να σιωπά διά μίαν τόσον μεγάλην πλάνην και να αφήνη τους ανθρώπους να πλανώνται υπό των δαιμόνων και να μη γνωρίζουν τον Θεόν;
Και διά ποίον λόγον εδημιουργήθη εξ αρχής ο άνθρωπος κατ’ εικόνα Θεού; Ήτο προτιμότερον να δημιουργηθή απλώς ως άλογον ον, παρά, αφού εδημιουργήθη ως λογικόν, να ζη την ζωήν των αλόγων. Και ποία τέλος πάντων ανάγκη υπήρχεν εξ αρχής να λάβη έννοιαν περί Θεού, εφ’ όσον μάλιστα ούτε τώρα είνε άξιος να λάβη;
Δεν έπρεπε να του δοθή ούτε εξ αρχής. Και ποίον θα ήτο το όφελος ή η δόξα διά τον ποιητήν Θεόν, εφ’ όσον δεν τον προσκυνούν οι άνθρωποι που αυτός εδημιούργησεν, αλλά νομίζουν ότι άλλοι είνε οι δημιουργοί των;
Διότι εμφανίζεται ο Θεός να τους έχη δημιουργήσει δι’ άλλους και όχι διά τον εαυτόν του. Εξ άλλου, όταν ένας άνθρωπος είνε βασιλεύς, δεν αφήνει τας χώρας που κατέκτησεν ελευθέρας να δουλεύουν εις άλλους, ούτε να καταφεύγουν εις άλλους, αλλά δι’ εγγράφων τους υπενθυμίζει, πολλάκις δε και διά φίλων στέλλει επιστολάς εις αυτάς, και ακόμη, εάν παραστή ανάγκη, ο ίδιος πηγαίνει και τους κάνει να συσταλούν από την παρουσίαν του, ώστε να μη υπηρετούν άλλους και μένη ανεκτέλεστον το ιδικόν του έργον.
Δεν θα λυπηθή ο Θεός πολύ περισσότερον τα πλάσματά του, ώστε να μη αποπλανηθούν μακράν αυτού και να μη υπηρετούν εις τα ανύπαρκτα, αφού μάλιστα αυτή η πλάνη γίνεται η αιτία απωλείας και αφανισμού των; Άπαξ και έγιναν μέτοχα της εικόνος του Θεού, δεν έπρεπε να χαθούν.
Τι έπρεπε λοιπόν να κάνη ο Θεός; Ή τι άλλο έπρεπε να γίνη παρά να ανανεωθή το «κατ’ εικόνα», ώστε δι’ αυτού να δυνηθούν οι άνθρωποι πάλιν να τον γνωρίσουν;
Και πώς άλλως θα ηδύνατο να γίνη αυτό παρά διά της προσελεύσεως αυτής της ιδίας της εικόνος του Θεού, δηλαδή του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού;
Δι’ ανθρώπων μεν δεν ήτο δυνατόν, επειδή αυτοί είχον δημιουργηθή «κατ’ εικόνα»· αλλ’ ούτε δι’ αγγέλων, διότι αυτοί δεν είνε εικόνες. Διά τούτο ο Λόγος του Θεού ενηνθρώπησε, διά να επιτύχη να αναδημιουργήση τον «κατ’ εικόνα» άνθρωπον, αυτός ο οποίος ήτο εικών του Πατρός.
Και δεν ήτο δυνατόν να γίνη αλλιώς, αν δεν εξηφανίζετο ο θάνατος και η φθορά. Διά τούτο ευλόγως έλαβε θνητόν σώμα, διά να είνε δυνατόν και ο θάνατος να εξαφανισθή εις αυτόν και οι «κατ’ εικόνα» άνθρωποι να ανακαινισθούν πάλιν.
Δι’ αυτήν λοιπόν την ανάγκην δεν εχρειάζετο τίποτε άλλο, παρά η εικών του Πατρός.
15. Όπως λοιπόν ο καλός διδάσκαλος που φροντίζει διά τους μαθητάς του, εκείνους που δεν δύνανται να καταλάβουν τα πολύ μεγάλα, τους εκπαιδεύει με συγκατάβασιν έστω και διά των απλουστέρων, τοιουτοτρόπως και ο Λόγος του Θεού, όπως και ο Παύλος λέγει, «επειδή εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός διά της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας» (Α΄ Κο 1, 21).
Επειδή οι άνθρωποι, αφού απεμακρύνθησαν από την ορθήν αντίληψιν περί Θεού και είχον εστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν να είχον βυθισθή εις βυθόν, ανεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατεσκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας· διά τούτο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ο Λόγος του Θεού, λαμβάνει διά τον εαυτόν του σώμα, και με τους ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεί τας αισθήσεις όλων.
Έτσι και εκείνοι που σκέπτονται ότι ο Θεός είνε σωματικός, διά των έργων τα οποία ο Κύριος κάνει με το σώμα, δι’ αυτών να εννοήσουν την αλήθειαν και δι’ αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα.
Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν υπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον να βοηθούνται διά των αισθήσεων, ώστε με όλα να διδάσκωνται την αλήθειαν.
Είτε ελάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπον να ομολογή Κύριον τον Χριστόν.
Είτε ήτο η διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρή θεούς, από τα έργα όμως του Σωτήρος, που ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, απεδεικνύετο μεταξύ των ανθρώπων ο Σωτήρ μόνον Υιός Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσον σπουδαία έργα, σαν αυτά τα οποία έκανεν ο Λόγος του Θεού.
Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονας, βλέποντες όμως να διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, αντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είνε ο Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είνε θεοί*.
Αν και είχε κυριευθή ο νους των από νεκρούς, ώστε να λατρεύουν τους ήρωας και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την ανάστασιν του Σωτήρος, ωμολόγουν ότι εκείνοι είνε ψευδείς και μόνον ο Κύριος είνε αληθινός, ο Λόγος του Πατρός ο οποίος κυριαρχεί και επί του θανάτου.
Διά τούτο και εγεννήθη και ως άνθρωπος έζησε και απέθανε και ανέστη. Με τα ιδικά του έργα εξησθένισε και επεσκίασε τα απ’ αιώνος έργα όλων των ανθρώπων που έζησαν, ώστε όπου έχουν περιπέσει οι άνθρωποι να τους σηκώση από εκεί, και να διδάξη τον αληθινόν Πατέρα αυτού, όπως και ο ίδιος λέγει· «Ήλθον σώσαι και ευρείν το απολωλός» (Λκ. 19, 10).
* Και η Γραφή αποκαλύπτει και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς εγνώριζον, ότι οι θεοί των ειδωλολατρών δεν ήσαν τελείως ανύπαρκτα όντα αλλά δαιμόνια τα οποία υπεδύοντο τον ρόλον της θεότητος και θαυματουργούν, και θεραπεύουν, και μαντεύουν.
16. Άπαξ και κατέπεσεν η διάνοια του ανθρώπου εις τα αισθητά, επεφορτίσθη ο Λόγος να εμφανισθή με σώμα διά να φορτωθή ως άνθρωπος τους ανθρώπους και προσελκύση προς τον εαυτόν του τας αισθήσεις των και εις το εξής να τον βλέπουν εκείνοι ως άνθρωπον, να βλέπουν και τα έργα του και να πείθωνται, ότι δεν είνε μόνον άνθρωπος αλλά και Θεός και Λόγος και Σοφία του αληθινού Θεού.
Τούτο δε θέλοντας να αποκαλύψη και ο Παύλος λέγει· «Εν αγάπη ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι, ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις, τι το πλάτος και μήκος και ύψος και βάθος, γνώναι τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφ 3, 18-19).
Ο Λόγος είνε εξηπλωμένος παντού και άνω και κάτω και εις τα βάθη και εις τα πλάτη· άνω μεν είνε εις την δημιουργίαν, κάτω δε με την ενανθρώπησίν του, και εις τα βάθη εις τον άδην, επίσης εις τα πλάτη εις τον κόσμον. Όλα είνε γεμάτα από την γνώσιν του Θεού.
Διά τούτο δεν επετέλεσε την θυσίαν ευθύς μόλις ήλθε κοντά μας παραδίδοντας το σώμα εις τον θάνατον και ανασταίνοντας αυτό, διότι έτσι θα έμενεν εις την αφάνειαν. Απεναντίας κατέστησε τον εαυτόν του εμφανή διαμένων εις το ανθρώπινον σώμα, και με τα υπεράνθρωπα έργα που επετέλεσε και έδωκεν ως σημεία, τον ανεγνώρισαν ως Θεόν Λόγον.Αμφότερα επετέλεσεν ο Σωτήρ με την ενανθρώπησίν του από αγάπην προς τον άνθρωπον πρώτον ότι εξηφάνισεν από ημάς τον θάνατον και μας ανενέωσε· και δεύτερον ότι έφανέρωσε με τα έργα του τον άφαντον και αόρατον εαυτόν του γνωστοοιώντας, ότι αυτός είνε ο Λόγος του Πατρός ο ηγεμών και βασιλεύς του παντός.
Επειδή οι άνθρωποι, αφού απεμακρύνθησαν από την ορθήν αντίληψιν περί Θεού και είχον εστραμμένα προς τα κάτω τα μάτια, σαν να είχον βυθισθή εις βυθόν, ανεζήτουν τον Θεόν εις την δημιουργίαν και τα αισθητά, κατεσκεύασαν ως θεούς των ανθρώπους θνητούς και δαίμονας· διά τούτο ο φιλάνθρωπος και κοινός Σωτήρ όλων, ο Λόγος του Θεού, λαμβάνει διά τον εαυτόν του σώμα, και με τους ανθρώπους ως άνθρωπος συναναστρέφεται και βοηθεί τας αισθήσεις όλων.
Έτσι και εκείνοι που σκέπτονται ότι ο Θεός είνε σωματικός, διά των έργων τα οποία ο Κύριος κάνει με το σώμα, δι’ αυτών να εννοήσουν την αλήθειαν και δι’ αυτού να σκεφθούν τον Πατέρα.
Επειδή δε ήσαν άνθρωποι και έβλεπον τα πάντα ως άνθρωποι, όσα και αν υπέπιπτον εις τας αισθήσεις των, έβλεπον να βοηθούνται διά των αισθήσεων, ώστε με όλα να διδάσκωνται την αλήθειαν.
Είτε ελάτρευον με φόβον την κτίσιν, όμως την έβλεπον να ομολογή Κύριον τον Χριστόν.
Είτε ήτο η διάνοιά των προκατειλημμένη από ανθρώπους, ώστε να τους θεωρή θεούς, από τα έργα όμως του Σωτήρος, που ήσαν μοναδικά συγκρινόμενα προς πάντα, απεδεικνύετο μεταξύ των ανθρώπων ο Σωτήρ μόνον Υιός Θεού, διότι οι άνθρωποι δεν έκαναν τόσον σπουδαία έργα, σαν αυτά τα οποία έκανεν ο Λόγος του Θεού.
Αν και ήσαν προκατειλημμένοι και με τους δαίμονας, βλέποντες όμως να διώκωνται αυτοί υπό του Κυρίου, αντελαμβάνοντο ότι μόνον αυτός είνε ο Λόγος του Θεού και ότι οι δαίμονες δεν είνε θεοί*.
Αν και είχε κυριευθή ο νους των από νεκρούς, ώστε να λατρεύουν τους ήρωας και τους θεούς που αναφέρουν οι ποιηταί, βλέποντες την ανάστασιν του Σωτήρος, ωμολόγουν ότι εκείνοι είνε ψευδείς και μόνον ο Κύριος είνε αληθινός, ο Λόγος του Πατρός ο οποίος κυριαρχεί και επί του θανάτου.
Διά τούτο και εγεννήθη και ως άνθρωπος έζησε και απέθανε και ανέστη. Με τα ιδικά του έργα εξησθένισε και επεσκίασε τα απ’ αιώνος έργα όλων των ανθρώπων που έζησαν, ώστε όπου έχουν περιπέσει οι άνθρωποι να τους σηκώση από εκεί, και να διδάξη τον αληθινόν Πατέρα αυτού, όπως και ο ίδιος λέγει· «Ήλθον σώσαι και ευρείν το απολωλός» (Λκ. 19, 10).
* Και η Γραφή αποκαλύπτει και οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς εγνώριζον, ότι οι θεοί των ειδωλολατρών δεν ήσαν τελείως ανύπαρκτα όντα αλλά δαιμόνια τα οποία υπεδύοντο τον ρόλον της θεότητος και θαυματουργούν, και θεραπεύουν, και μαντεύουν.
Τούτο δε θέλοντας να αποκαλύψη και ο Παύλος λέγει· «Εν αγάπη ερριζωμένοι και τεθεμελιωμένοι, ίνα εξισχύσητε καταλαβέσθαι συν πάσι τοις αγίοις, τι το πλάτος και μήκος και ύψος και βάθος, γνώναι τε την υπερβάλλουσαν της γνώσεως αγάπην του Χριστού, ίνα πληρωθήτε εις παν το πλήρωμα του Θεού» (Εφ 3, 18-19).
Ο Λόγος είνε εξηπλωμένος παντού και άνω και κάτω και εις τα βάθη και εις τα πλάτη· άνω μεν είνε εις την δημιουργίαν, κάτω δε με την ενανθρώπησίν του, και εις τα βάθη εις τον άδην, επίσης εις τα πλάτη εις τον κόσμον. Όλα είνε γεμάτα από την γνώσιν του Θεού.
Διά τούτο δεν επετέλεσε την θυσίαν ευθύς μόλις ήλθε κοντά μας παραδίδοντας το σώμα εις τον θάνατον και ανασταίνοντας αυτό, διότι έτσι θα έμενεν εις την αφάνειαν. Απεναντίας κατέστησε τον εαυτόν του εμφανή διαμένων εις το ανθρώπινον σώμα, και με τα υπεράνθρωπα έργα που επετέλεσε και έδωκεν ως σημεία, τον ανεγνώρισαν ως Θεόν Λόγον.Αμφότερα επετέλεσεν ο Σωτήρ με την ενανθρώπησίν του από αγάπην προς τον άνθρωπον πρώτον ότι εξηφάνισεν από ημάς τον θάνατον και μας ανενέωσε· και δεύτερον ότι έφανέρωσε με τα έργα του τον άφαντον και αόρατον εαυτόν του γνωστοοιώντας, ότι αυτός είνε ο Λόγος του Πατρός ο ηγεμών και βασιλεύς του παντός.
Β’. Μέσα προς επίτευξιν του σκοπού
1. Τα θαυμάσια έργα του Χριστού
17. Δεν ήτο βεβαίως εγκλεισμένος εις το σώμα· ούτε ευρίσκετο μεν εις το σώμα αλλά δεν ευρίσκετο εις άλλα μέρη· ούτε εκινούσε το σώμα μόνον και όλα τα άλλα ήσαν χωρίς την ενεργειάν του και την πρόνοιάν του. Αντιθέτως πράγμα πολύ παράδοξον, επειδή ήτο Λόγος, δεν συνεκρατείτο μεν από τίποτε, μάλλον δε συνεκράτει αυτός τα πάντα.
Και όπως, ενώ ευρίσκεται εις όλην την κτίσιν, ουσιαστικώς ευρίσκεται εκτός του παντός, αλλ᾽ εις πάντα ευρίσκεται διά των ενεργειών του διαρρυθμίζει τα πάντα και απλώνει εις πάντα την πρόνοιάν του, ζωοποιεί το καθένα και όλα μαζί· περιέχει τα πάντα και δεν περιέχεται από τίποτε εκτός μόνον από τον Πατέρα του εις τον οποίον υπάρχει όλος κατά πάντα· έτσι υπάρχων και εις το ανθρώπινον σώμα και δίδων ζωήν εις αυτό, ευλόγως έδιδε ζωήν και εις τα πάντα.
Υπήρχεν εις όλα και ευρίσκετο έξω από όλα· και ενώ ανεγνωρίζετο διά των έργων του σώματος, δεν ήτο αφανής και από την ενέργειάν του επί της κτίσεως. Έργον της ψυχής είνε να παρακολουθή μεν διά της διανοίας όσα είνε έξω από το σώμα της, όχι όμως και να ενεργή έξω από το σώμα της, ή με την παρουσίαν του σώματος να μετακινή και όσα ακόμη είνε μακράν του.
Ουδέποτε π.χ. ένας άνθρωπος που σκέπτεται όσα είνε μακράν του δύναται να τα κινή και να τα μεταφέρη. Ούτε εάν ένας κάθεται εις την οικίαν του και σκέπτεται τα ουράνια σώματα, δύναται και τον ήλιον να κινή και τον ουρανόν να περιστρέφη.
Βλέπει βεβαίως αυτά να κινούνται και να έχουν γίνη, αλλ’ οπωσδήποτε δεν είνε ικανός να ενεργήση.
Δεν ήτο όμως τέτοιος ο Λόγος του Θεού ως άνθρωπος. Δεν ήτο δεμένος από το σώμα, αλλά μάλλον αυτός το εκράτει, ώστε και εντός αυτού ευρίσκετο και εις όλα υπήρχεν· και έξω από τα όντα υπήρχε και μόνον εις τον Πατέρα ανεπαύετο.
Και το αξιοθαύμαστον ήτο το εξής, ότι και ως άνθρωπος έζη και συμπεριεφέρετο, και ως Λόγος τα πάντα εζωογόνει, και ως Υιός συνυπήρχε μετά του Πατρός.
Δι’ αυτό κατά την γέννησίν του εκ της Παρθένου αυτός δεν υπέφερε, ούτε υπάρχων εις το σώμα εμολύνετο, αλλά μάλλον ηγίαζε το σώμα. Διότι αν και υπάρχει εις όλα, δεν παίρνει από όλα, αλλά μάλλον τα πάντα ζωογονούνται και τρέφονται από αυτόν.
Εάν π.χ. ο ήλιος που έγινεν από αυτόν και ημείς τον βλέπομεν να περιφέρεται εις τον ουρανόν, δεν μολύνεται όταν έρχεται εις επαφήν με τα επίγεια πράγματα, ούτε χάνει την λάμψιν του εξ αιτίας του σκότους, αλλ’ αντιθέτως αυτός τα φωτίζει και τα καθαρίζει, πολύ περισσότερον ο πανάγιος Λόγος του Θεού, ο ποιητής και Κύριος του ηλίου, με το να ζη με το σώμα δεν εμολύνετο, αλλά μάλλον, επειδή αυτός ήτο άφθαρτος, εζωοποίει και ηγίαζε και το σώμα που ήτο θνητόν. Διότι λέγει· «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πε 2, 22).
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.
1. Τα θαυμάσια έργα του Χριστού
17. Δεν ήτο βεβαίως εγκλεισμένος εις το σώμα· ούτε ευρίσκετο μεν εις το σώμα αλλά δεν ευρίσκετο εις άλλα μέρη· ούτε εκινούσε το σώμα μόνον και όλα τα άλλα ήσαν χωρίς την ενεργειάν του και την πρόνοιάν του. Αντιθέτως πράγμα πολύ παράδοξον, επειδή ήτο Λόγος, δεν συνεκρατείτο μεν από τίποτε, μάλλον δε συνεκράτει αυτός τα πάντα.
Και όπως, ενώ ευρίσκεται εις όλην την κτίσιν, ουσιαστικώς ευρίσκεται εκτός του παντός, αλλ᾽ εις πάντα ευρίσκεται διά των ενεργειών του διαρρυθμίζει τα πάντα και απλώνει εις πάντα την πρόνοιάν του, ζωοποιεί το καθένα και όλα μαζί· περιέχει τα πάντα και δεν περιέχεται από τίποτε εκτός μόνον από τον Πατέρα του εις τον οποίον υπάρχει όλος κατά πάντα· έτσι υπάρχων και εις το ανθρώπινον σώμα και δίδων ζωήν εις αυτό, ευλόγως έδιδε ζωήν και εις τα πάντα.
Υπήρχεν εις όλα και ευρίσκετο έξω από όλα· και ενώ ανεγνωρίζετο διά των έργων του σώματος, δεν ήτο αφανής και από την ενέργειάν του επί της κτίσεως. Έργον της ψυχής είνε να παρακολουθή μεν διά της διανοίας όσα είνε έξω από το σώμα της, όχι όμως και να ενεργή έξω από το σώμα της, ή με την παρουσίαν του σώματος να μετακινή και όσα ακόμη είνε μακράν του.
Ουδέποτε π.χ. ένας άνθρωπος που σκέπτεται όσα είνε μακράν του δύναται να τα κινή και να τα μεταφέρη. Ούτε εάν ένας κάθεται εις την οικίαν του και σκέπτεται τα ουράνια σώματα, δύναται και τον ήλιον να κινή και τον ουρανόν να περιστρέφη.
Βλέπει βεβαίως αυτά να κινούνται και να έχουν γίνη, αλλ’ οπωσδήποτε δεν είνε ικανός να ενεργήση.
Δεν ήτο όμως τέτοιος ο Λόγος του Θεού ως άνθρωπος. Δεν ήτο δεμένος από το σώμα, αλλά μάλλον αυτός το εκράτει, ώστε και εντός αυτού ευρίσκετο και εις όλα υπήρχεν· και έξω από τα όντα υπήρχε και μόνον εις τον Πατέρα ανεπαύετο.
Και το αξιοθαύμαστον ήτο το εξής, ότι και ως άνθρωπος έζη και συμπεριεφέρετο, και ως Λόγος τα πάντα εζωογόνει, και ως Υιός συνυπήρχε μετά του Πατρός.
Δι’ αυτό κατά την γέννησίν του εκ της Παρθένου αυτός δεν υπέφερε, ούτε υπάρχων εις το σώμα εμολύνετο, αλλά μάλλον ηγίαζε το σώμα. Διότι αν και υπάρχει εις όλα, δεν παίρνει από όλα, αλλά μάλλον τα πάντα ζωογονούνται και τρέφονται από αυτόν.
Εάν π.χ. ο ήλιος που έγινεν από αυτόν και ημείς τον βλέπομεν να περιφέρεται εις τον ουρανόν, δεν μολύνεται όταν έρχεται εις επαφήν με τα επίγεια πράγματα, ούτε χάνει την λάμψιν του εξ αιτίας του σκότους, αλλ’ αντιθέτως αυτός τα φωτίζει και τα καθαρίζει, πολύ περισσότερον ο πανάγιος Λόγος του Θεού, ο ποιητής και Κύριος του ηλίου, με το να ζη με το σώμα δεν εμολύνετο, αλλά μάλλον, επειδή αυτός ήτο άφθαρτος, εζωοποίει και ηγίαζε και το σώμα που ήτο θνητόν. Διότι λέγει· «Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι αυτού» (Α’ Πε 2, 22).
Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου