Συνέχεια από Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011
Αμέθυστος
Η ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ όπως αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung.
Της Barbara Hannah
Κεφάλαιο 7ο (συνέχεια)
ANNA MARJULA : Η ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΕΠΊΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΣΕ ΜΙΑΝ ΕΙΔΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΝΕΥΡΩΣΗΣ
{ S.O. S. Tό κεφάλαιο πού ακολουθεί περιέχει ένα από τά πιό καλά κρυμένα μυστικά τής γυναικείας ψυχής καί ταυτόχρονα καί τή μεγαλύτερη ασθένειά της.}
Παρουσίαση του ιστορικού της περίπτωσης από την Anna Marjula
Στις επόμενες σελίδες έχω προσπαθήσει να περιγράψω τη σταδιακή εξέλιξη της διαδικασίας της εξατομίκευσης στην ζωή μου. Διάλεξα να δώσω τη μορφή της διάλεξης στο υλικό του ιστορικού μου, επειδή αυτό μού έδωσε τη δυνατότητα αντικειμενοποίησης του «ασθενή», ταυτίζοντάς με με έναν φανταστικό ομιλητή.
Η ενεργητική φαντασία, σύμφωνα με τη μέθοδο που αναπτύχθηκε από τον C.G.Jung, και η θεραπευτική της επίδραση στη νεύρωσή μου τονίζονται ιδιαίτερα σ’ αυτό το βιβλίο.
Θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στους εξής ανθρώπους, που με βοήθησαν να ετοιμάσω αυτό το χειρόγραφο για να δημοσιευθή: τη δεσποινίδα Barbara Hannah, την Dr. Marie-Louise von Franz, την ήδη αποβιώσασα κ. Marian Bayes και τη δεσποινίδα Mary Elliot.
Ι. Εισαγωγή στο ιστορικό της περίπτωσης.
Αυτό το κείμενο έχει σκοπό να παρουσιάση το θετικό αποτέλεσμα που πέτυχε κάποια ασθενής μέσω της γνήσιας προσπάθειάς της να κάνη συνειδητές και να αφομοιώση σκιώδεις περιοχές της ψυχής της, περιοχές που είχαν ξεχασθή ή καταπιεσθή, ή που δεν είχαν γίνει ποτέ γνωστές σ’ αυτήν, και – πράγμα που είναι ακόμη πιο σημαντικό – να δείξη τη θεραπευτική επίδραση που είχε επάνω της η συνειδητή και ενεργητική επαφή με το αρχετυπικό υπόβαθρο όλης της ανθρώπινης ζωής, επαφή με μερικές από τις μεγάλες ασυνείδητες δυνάμεις που υπάρχουν στη συλλογική, αιώνια πηγή της ζωής, και οι οποίες τρέφουν, ενεργοποιούν και επηρεάζουν όλες τις κινήσεις της ανθρωπότητας ή, σε μικρότερη ακτίνα, κάθε ανθρώπου στην καθημερινή ζωή του ή ζωή της.
Ο τρόπος που διάλεξε η ασθενής για την προσπάθειά της για μια τέτοια επαφή είναι αυτό που ονομάζει ο Jung ενεργητική φαντασία. Πρώτα προσπάθησε να αφήση τις ασυνείδητες ορμές να εκφρασθούν σε ζωγραφικές εικόνες, και έπειτα είχε έναν μεγάλο αριθμό συζητήσεων με μερικές μορφές του ασυνειδήτου. Επειδή η περίπτωση της νεύρωσής της ήταν πολύ επίμονη, και επειδή είχε δοκιμάσει διάφορα είδη θεραπείας πριν έρθη στον Dr. Jung, ίσως αξίζει να κοιτάξουμε μια σειρά από αυτές τις συζητήσεις, που στο τέλος την έφεραν στην πνευματική ηρεμία που αναζητούσε, και για την οποία αγωνιζόταν σε ένα διάστημα ουσιαστικά μιας ανθρώπινης ζωής.
Κατ’ αρχήν, μια εισαγωγή στην ιστορία των γεγονότων της ζωής της και στην περίπτωση της νεύρωσής της θα είναι απαραίτητη. Θα ακολουθήση μια περίληψη των διαλόγων της με αρχετυπικές μορφές, και θα προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε την αυξανόμενη επίδραση που είχαν αυτοί οι διάλογοι στην ασθενή, και σαν συνέπεια, στην πορεία τής θεραπείας μέσα στην ψυχή της.
Το ιστορικό της περίπτωσης
Η ασθενής γεννήθηκε στην Ευρώπη, κατά το τέλος του περασμένου αιώνα. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος. Η οικογένεια αποτελούνταν από τον πατέρα, τη μητέρα, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Η ασθενής ήταν η δεύτερη κόρη. Ήταν ένα πολύ ξύπνιο παιδί, είχε μεγάλες ικανότητες στο σχολείο, και ήταν ιδιαίτερα προικισμένη στην ποίηση και τη μουσική. Όταν ήταν δεκατριών χρονών έχασε τη μητέρα της, και όταν ήταν είκοσι, πέθανε ο αδελφός της· μερικά χρόνια αργότερα η αδελφή της έδωσε τέλος στην ζωή της. Ο πατέρας της πέθανε όταν ήταν σαράντα επτά χρόνων. Έτσι έμεινε σαν το μόνο επιζόν μέλος αυτής της οικογένειας. Αυτό είναι, με συντομία, το οικογενειακό της ιστορικό. Έμεινε ανύπαντρη και ακολούθησε σαν επάγγελμα τη μουσική. Το εσωτερικό της ψυχολογικό ιστορικό επηρεάσθηκε πάρα πολύ από τον αυταρχικό χαρακτήρα του πατέρα της (που προκάλεσε ένα αρνητικό πατρικό σύμπλεγμα) και από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας της.
Η ασθενής ήταν ένα νευρικό παιδί, και υπέφερε από αϋπνίες και ανορεξία. Όταν ήταν ακόμη πολύ νέα, η συμπεριφορά της ήταν αυτή ενός εσωστρεφούς. Έγραφε ποιήματα και συνέθετε μουσική, συνήθως στην τουαλέττα· αυτούς τους θησαυρούς της δεν τους έδειχνε σε κανέναν, εκτός από τις κούκλες της. Ήταν, εντούτοις, γεμάτη ζωή, ένα αρκετά ευτυχισμένο παιδί, καλή στα σπορ και στα παιχνίδια, και αγαπητή στους λίγους φίλους της. Ήταν τρομερό χτύπημα για το κορίτσι όταν πέθανε η μητέρας της, την οποία αγαπούσε πολύ. Αυτό εμπόδισε τον χαρακτήρα της από το να αναπτυχθή ομαλά. Στον εσωτερικό της κόσμο ήταν ένα παιδί πρόωρα μεγαλωμένο, και στον εξωτερικό κόσμο ήταν εξαιρετικά ντροπαλή, ιδίως με τα αγόρια. Τα αγόρια τής προκαλούσαν πανικό και επιπλέον δεν τους άρεσε, πράγμα που πλήγωνε τρομερά την υπερηφάνειά της. Έγινε νευρωτική, αλλά κανείς δεν έδειξε να το προσέχη αυτό. Εξ αιτίας της ντροπαλότητάς της, όλα τα αισθήματα άγχους και κατωτερότητας κλειδώνονταν μέσα της, σαν ένα πράγμα που έπρεπε να κρατηθή μυστικό. Αισθανόταν πολλή ντροπή γι’ αυτήν την κατωτερότητα, και προσπαθούσε να την εξισορροπήση με επιτυχίες στο σχολείο και στη μουσική. Αγωνιζόταν με όλες της τις δυνάμεις να είναι πάντα η καλύτερη μαθήτρια, και πάντα ή τ α ν η καλύτερη μαθήτρια. Η φιλοδοξία της μεγάλωνε με έναν δυσοίωνο τρόπο. Παρ’ όλα αυτά, αν και ο θάνατος της μητέρας της ήταν ένα μοιραίο γεγονός γι’ αυτήν στην παιδική της ακόμη ηλικία, η νεύρωση καθυστέρησε να ξεσπάση για μια περίοδο οκτώ ετών. Εντούτοις η κατάρρευση ήρθε όταν ήταν είκοσι ενός χρόνων. Προαναγγέλθηκε από ένα Όραμα, που αργότερα αποδείχθηκε πως ήταν το εστιακό σημείο της νεύρωσής της.
Το Μεγάλο της Όραμα
Την ίδια περίοδο που η ασθενής είδε αυτό το όραμα, που ήταν τόσο σημαντικό γι’ αυτήν, ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις της σαν πιανίστα συμφωνικής ορχήστρας. Η φιλοδοξία την είχε σπρώξει να δουλέψη πολύ σκληρά, και να δίνη υπερβολική σημασία στο γεγονός της επιτυχίας ή της αποτυχίας στις εξετάσεις. Υπέρμετρα ανυπόμονη για έναν καλλιτεχνικό θρίαμβο, και τρομερά φοβισμένη ότι θα καταστρέψη τις πιθανότητες επιτυχίας της με το τρακ επάνω στη σκηνή, είχε δουλέψει μέχρι το ακραίο σημείο της νευρικής υπερέντασης. Τη νύχτα πριν από τις εξετάσεις το ασυνείδητο την κατέκλυσε, και έφερε μπροστά της ένα «Μεγάλο Όραμα» ή «Άγγελμα» (Σ.τ.μ.: Η αγγλική λέξη “annunciation” σημαίνει κυρίως τον Ευαγγελισμό στην εκκλησιαστική γλώσσα), το εξής:
Μια φωνή τής έλεγε να θυσιάση τη φιλοδοξία της σ’ αυτές τις εξετάσεις με το να είναι εξίσου πρόθυμη και έτοιμη να δεχθή την αποτυχία ή την επιτυχία. Μετά από έναν άγριο εσωτερικό αγώνα η ασθενής υποσχέθηκε πρόθυμα να υπακούση αυτήν την εντολή. Έπειτα η προθυμία της να υπομείνη μια πιθανή ήττα τής έφερε ένα είδος θρησκευτικής έκστασης. Σ’ αυτήν την έκσταση, η φωνή τής αποκάλυψε ότι δεν ήταν η κλήση της στην ζωή να γίνη η ίδια ένα διάσημο πρόσωπο. Η αληθινή της κλήση ήταν να γίνη η μητέρα ενός ιδιοφυούς ανθρώπου. Για να μπορέση να εκπληρώση αυτήν την κλήση, θα έπρεπε να θυσιάση τις κανονικές της επιθυμίες σχετικά με τον έρωτα και τον γάμο, και να ψάξη για κάποιον που θα ταίριαζε να γίνη πατέρας μιας μεγαλοφυίας. Μ’ αυτόν τον άνδρα επρόκειτο να συλλάβη ένα παιδί σε μια συνουσία τελείως καθαρή από το σαρκικό πάθος. Εάν κατόρθωνε να αποφύγη κάθε είδους αισθησιασμό κατά τη διάρκεια της σύλληψης, και μόνον εάν αυτός ο όρος εκπληρωνόταν, τότε το παιδί της τελικά θα γινόταν η μεγαλοφυΐα που είχε κληθή να φέρη στο φως. Εάν ο πατέρας τύχαινε να είναι κάποιος παντρεμένος άνδρας, τότε θα έπρεπε να ξεπεράση τις προκαταλήψεις της και να γεννήση ένα νόθο παιδί.
Για το κορίτσι, αυτό το μήνυμα ήταν γεμάτο από mana (θεϊκή ιδιότητα). Το ένοιωσε σαν κάτι ιερό. Ήταν μια θρησκευτική εμπειρία, μια διαταγή που έπρεπε να εισακουσθή, και που δεν έπρεπε ποτέ να παραμερισθή ή να ξεχασθή. Κατέληξε να είναι το κρίσιμο περιστατικό της ζωής της, με το οποίο ήταν δύσκολο να αναμετρηθή. Θα πρέπη να επιμείνουμε αρκετά σ’ αυτό το εσωτερικό γεγονός, επειδή σημαίνει τόσα πολλά γι’ αυτήν. Η περασμένη της ζωή και η μελλοντική συναντώνται, ας πούμε, σ’ αυτό το αποκορύφωμα, επειδή αυτό το όραμα δεν ξεπήδησε από το τίποτα. Προετοιμάσθηκε από διάφορα γεγονότα στην παιδική και πρώτη εφηβική της ηλικία και από διεργασίες στον χαρακτήρα της, που όλα μαζί είχαν εμποδίσει το ομαλό ξεδίπλωμα της σεξουαλικότητάς της. Εξ αιτίας όλων αυτών, η επιτακτική φωνή που μιλούσε τόσο δυνατά στο «Άγγελμα» τρεφόταν ανέκαθεν μέσα στο ασυνείδητο. Οι δυνάμεις της μεγάλωσαν σε διαστάσεις γιγάντιες, ώσπου μπόρεσε να κατακλύση το εγώ αυτήν τη νύχτα πριν από τις εξετάσεις, επειδή το εγώ είχε εξασθενίσει τότε ακριβώς από τη νευρική υπερένταση.
Οι πρώτες αντιδράσεις της κοπέλλας στο Όραμα ήταν γεμάτες θαυμασμό. Όσο διαρκούσε η έκσταση, ζούσε σε ένα επίπεδο υψηλότερο από οποιοδήποτε άλλο είχε ζήσει πιο πριν. Πέρασε τις εξετάσεις της με επιτυχία, και η δειλία της εξαφανίσθηκε εντελώς. Αισθανόταν πολύ ευτυχισμένη και καθόλου νευρωτική, κι αυτή η ευτυχία μεγάλωνε το mana της φωνής. Αλλά η έκταση δεν μπορούσε να κρατήση για πάντα· έσβηνε λίγο-λίγο μέσα στη συνηθισμένη, καθημερινή ζωή, και ένας λόγος παραπάνω γι’ αυτό ήταν πως ο μελλοντικός πατέρας εκείνου του ιδιοφυούς παιδιού δεν εμφανιζόταν. Σταδιακά, βρέθηκε πάλι πίσω στη θέση ενός συνηθισμένου κοριτσιού, και το θεώρησε αυτό σαν μια ήττα. Η δειλία της αυξήθηκε. Αισθανόταν άρρωστη και εξαθλιωμένη, εξουθενωμένη από την εσωτερική αβεβαιότητα. Η υγεία της κατέρρευσε. Παρ’ όλα αυτά κατέφερε να κρατηθή και να μη βουλιάξη για τρία ακόμη χρόνια. Εντούτοις, επειδή βρισκόταν τώρα σε μιαν ηλικία όπου άλλες κοπέλλες έβρισκαν έναν σύζυγο και παντρεύονταν, η φύση άρχισε να ζητάη τα δικαιώματά της, και να οδηγή το κορίτσι σε μια σειρά από ανεπιτυχείς προσπάθειες για ερωτικούς δεσμούς. Αυτές τις αποτυχίες θα ήταν δύσκολο να τις αντέξη ακόμη και μια κοπέλλα με ομαλό ψυχολογικό υπόβαθρο· για την ασθενή μας, που η αυτοπεποίθησή της ήταν ήδη υπονομευμένη, αυτά τα περιστατικά σήμαιναν καθολική κατάπτωση. Σε ηλικία είκοσι τεσσάρων ετών βρέθηκε άρρωστη σε ψυχιατρείο, και μετά απ’ αυτό ήρθε η ψυχανάλυσή της με έναν Φροϋδιανό γιατρό.
Η Φροϋδιανή ανάλυση
Ο Φροϋδιανός ψυχαναλυτής ήταν ένας νέος γιατρός τριάντα ετών, μόνον έξη χρόνια μεγαλύτερός της. Είχε παντρευτή αλλά είχε χωρίσει και ζούσε μόνος. Ήταν όμορφος και τον ενδιέφερε πολύ η μουσική. Στην κοπέλλα άρεσε τρομερά, και συνέβη αυτό που θα έπρεπε να περιμένη κανένας: τον αγάπησε και ήθελε να τον παντρευτή. Οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που τίποτε δεν φαινόταν αντίθετο σ’ έναν γάμο, και οι χαρακτήρες τους θα μπορούσαν να ταιριάξουν αρμονικά. Αλλά ο ψυχαναλυτής προτίμησε μιαν άλλη κοπέλλα, που την παντρεύθηκε. Παραμέρισε τα αισθήματα τής ασθενούς, ονομάζοντάς τα απλή πατρική μεταβίβαση, και δεν ήξερε πώς να οδηγήση τουλάχιστον αυτήν τη μεταβίβαση σε μιαν εξέλιξη που θα ήταν αποδεκτή και υποφερτή από την ασθενή.
Η καλύτερη λύση θα μπορούσε να είναι η διακοπή της θεραπείας, αλλά η κοπέλλα ήταν πάρα πολύ γοητευμένη και επίσης πολύ αδύναμη στον χαρακτήρα για να τον αφήση· ο ψυχαναλυτής υποτιμούσε τα συναισθήματά της γι’ αυτόν και συνέχιζε την ανάλυση, επειδή ήλπιζε να θεραπεύση την περίπτωση. Η Φροϋδιανή του μέθοδος δεν ήταν εντελώς χωρίς αποτέλεσμα.. Μερικά από τα συμπτώματα της ασθένειας πραγματικά εξαφανίσθηκαν, και ένα ορισμένο ποσοστό ενεργητικότητας αποκαταστάθηκε. Επίσης, πέρα από τη θεραπεία, η κοπέλλα ωρίμασε μέσα από το βάθος της ίδιας της της αγάπης, και της λύπης που προκλήθηκε από το να είναι αυτή η αγάπη χωρίς ανταπόκριση. Εάν ο γιατρός είχε δείξει μόνο λίγη ευαισθησία και κατανόηση, θα μπορούσε να είχε φθάσει στο αποτέλεσμα που επεδίωκε. Αλλά όντας εκ πεποιθήσεως Φροϋδιανός, απωθούσε εντελώς και την απλή σκέψη ότι θα μπορούσε να έχη μιαν αντιμεταβίβαση. Έτσι και οι δυο τους γλύστρησαν σ’ αυτό που θα μπορούσε να ονομάση κανείς σεξουαλική διαστροφή, όπως θα δούμε αργότερα.
Χρειάσθηκαν έντεκα χρόνια στην κοπέλλα για να αποδευσμευθή από αυτήν τη γοητεία· το ότι μπόρεσε τελικά να αποδεσμευθή από την αγάπη της οφείλεται στο γεγονός ότι στο τέλος αυτός τής συμπεριφέρθηκε πραγματικά άσχημα και με αγένεια, πράγμα που ξεσήκωσε σ’ αυτήν θυμό και μίσος σε αρκετό βαθμό ώστε να προκαλέσουν μια τελική ρήξη. Προσβάλλοντας τη γυναικεία της φύση, προκάλεσε την υπερηφάνειά της. Αργότερα, η κοπέλλα αισθανόταν πάντα ευγνωμοσύνη για το τελικό αυτό γεγονός· ήταν το καλύτερο πράγμα που έκανε ποτέ αυτός γι’ αυτήν.
Τα χρόνια ανάμεσα στη Φροϋδιανή και τη Γιουγκιανή ψυχανάλυση.
Η ασθενής ήταν τώρα τριάντα τριών χρονών. Η νεύρωσή της δεν είχε φυσικά με κανέναν τρόπο θεραπευθή. Παρόλο που αποφάσισε πολύ ταπεινά, να ζήση όπως μπορούσε καλύτερα το υπόλοιπο της ζωής της, η ψυχή της δεν είχε ηρεμία. Είναι αλήθεια ότι είχε αποκτήσει σε έναν βαθμό κάποιο όνομα στον μουσικό κόσμο, αλλά ήξερε πάντοτε ότι, αν και η δουλειά που έφερνε στο φως αποτελούνταν από πολύτιμες εμπνεύσεις, δεν είχε το στέρεο υπόβαθρο της κανονικής, σκληρής δουλειάς, η οποία θα απαιτούσε κάτι περισσότερο απ’ αυτό που η κατάσταση της κατεστραμμένης υγείας της θα μπορούσε να αντέξη.
Η άλλη, περισσότερο γυναικεία δυνατότητα, δηλαδή να βρη έναν καλό σύζυγο και να παντρευθή, ήταν τόσο μακρυνή όσο ήταν πάντα, και η επόμενη στη σειρά δυνατότητα, μια ικανοποιητική ερωτική σχέση, ήταν κάτι εξ ίσου ακατόρθωτο. Υπήρχε ένα σεξουαλικό ταμπού που δεν είχε θεραπευθή από τη Φροϋδιανή της ψυχανάλυση. Εκτός από αυτό, και άλλες δυνάμεις έδειξαν ότι βρίσκονταν σε λειτουργία μέσα της, δυνάμεις που φαίνονταν να οδηγούν σε άγνωστες κατευθύνσεις, επειδή κάθε φορά που μια σπουδαία μουσική επιτυχία ή μια ικανοποιητική σχέση αγάπης εμφανιζόταν σαν κατορθωτή, κάτι από τον εξωτερικό κόσμο – όπως η αυτοκτονία της αδελφής της, το ξέσπασμα του πολέμου, ο θάνατος ενός φίλου – έμπαινε στον δρόμο της υλοποίησης του ονείρου και δρούσε σαν αξεπέραστο εμπόδιο. Μια αντικειμενική εκπλήρωση δεν επιτρεπόταν προφανώς στην περίπτωσή της. Αυτό το ψυχολογικό γεγονός έγινε αντιληπτό σ’ αυτήν, και αγωνίσθηκε όσο καλύτερα μπορούσε στην ζωή της για να το αντιμετωπίση.
Τα πρώτα χρόνια της Γιουγκιανής ψυχανάλυσης.
Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, όταν ήταν πενήντα ενός έτους, είδε τον C.G.Jung και του ανέφερε τα προβλήματά της. Μετά από συμβουλή του άρχισε ψυχανάλυση με μιαν από τις καλύτερες μαθήτριές του, την Toni Wolff, και στη συνέχεια με δύο άλλες, επίσης γυναίκες αναλύτριες. Ο Jung ο ίδιος επέβλεπε την πορεία της ψυχανάλυσης.
Υπήρχε τεράστια δυσκολία στο να πλησιάση κανείς τα πραγματικά δεδομένα, επειδή η εσωτερική μορφή που κατηύθυνε την ασθενή λίγο ή πολύ κατά τη διάρκεια όλων αυτών των δύσκολων χρόνων ήταν στην πραγματικότητα ο animus. Αυτός μπορούσε να ασκή τέτοιαν επίδραση στην ασθενή, εξ αιτίας των δυνατοτήτων που της άνοιγε το μουσικό της επάγγελμα. Όσο μια γυναίκα δεν έχει συνείδηση αυτής της μορφής τού animus μέσα στην ψυχή της, αυτός είναι ένας πάρα πολύ ισχυρός δεσπότης, ικανός να τη μαγεύη τόσο, ώστε να αποκτά τέλεια κυριαρχία επάνω της. Στην περίπτωση αυτής της ασθενούς, ο animus ήταν μια αμφίσημη μορφή, και η γοητεία που ασκούσε επάνω της –βοηθητική όσο και καταστροφική – ήταν σχεδόν ολοκληρωτική. Αν και οι μουσικές του εμπνεύσεις δεν έφερναν πραγματική λύση στο πρόβλημά της – στο τί να κάνη, με άλλα λόγια, με το υπόλοιπο της ζωής της – αυτές οι εμπνεύσεις συχνά ( και με πολύ βοηθητικό τρόπο) σήμαιναν αληθινά έναν προσωρινό δρόμο διαφυγής από την κρίση και την απελπισία. Όταν το βάρος των προβλημάτων της την έκανε να αισθάνεται απελπισμένη, ο animus και η μουσική του φαινόταν να είναι το μόνο της στήριγμα. Επομένως, αυτή δεν είχε σκοπό να τον δυσαρεστήση με το να κάνη συνειδητό κάποιον άλλο ρόλο που θα μπορούσε ίσως να παίξη στην ζωή της. Στην πραγματικότητα δ ε ν μ π ο ρ ο ύ σ ε, επειδή φοβόταν ότι θα τρελλαινόταν εάν το έκανε. Και απ’ αυτόν τον μεγάλο της φόβο μπορούμε θαυμάσια να συμπεράνουμε ότι αυτός ο «άλλος» ρόλος που ο animus έπαιζε στο ασυνείδητό της θα μπορούσε να είναι ένας πολύ αρνητικός ρόλος. Συνεπώς, δεν ήταν με κανέναν τρόπο εύκολη δουλειά στην ψυχανάλυσή της να κοιτάξη αυτήν την κυριαρχική προσωπικότητα στο πρόσωπο.
Μια άλλη εσωτερική μορφή, η σκιά, το σκοτεινό αντίστοιχο του συνειδητού εγώ, είχε σχεδόν εντελώς καταπιεσθή από τον θεληματικό, υπερήφανο και φαντασμένο χαρακτήρα της ασθενούς. Όπως εξηγεί ο Jung, είναι εξαιρετικά σημαντικό να έχουμε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη συνείδηση της σκιάς μας, επειδή, εάν ο animus (ή η anima) είναι κι αυτός ασυνείδητος, τότε το εγώ κάνει έναν άνισον αγώνα εναντίον δύο αντιπάλων, και πιθανόν να μην είναι αρκετά δυνατό για να νικήση. Στην περίπτωση της ασθενούς, αυτά τα δύο, ο animus και η σκιά, είχαν προ πολλού «παντρευθή» μέσα στο ασυνείδητο και ήταν τώρα αχώριστα. Διέπρατταν κάθε είδους αμαρτία σε βάρος της ασθενούς, η οποία εκείνον τον καιρό ήταν ανίκανη να κοιτάξη πραγματικά σε βάθος τα προβλήματά της.
Αλλά ήταν επίμονη και πεισματάρα· δεν εγκατέλειπε την ψυχανάλυση. Η αναλύτριά της τη συμβούλεψε να εφαρμόση την ενεργητική φαντασία. Τότε αυτή έκανε μερικά αυθόρμητα σχέδια. Μερικά απ’ αυτά ήταν πολύ ενδιαφέροντα, και της άρεσε αυτή η ασχολία. Τη γοήτευε. Παρ’ όλα αυτά, αυτές οι ζωγραφιές δεν έφεραν καμμιά πραγματική αλλαγή προς το καλύτερο. Κάποιο σημείο στα βάθη της ψυχής της έμενε ανέγγιχτο, και μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε ποιο ήταν αυτό το σημείο.
Η ασθενής έκανε μια περίληψη του υλικού κάθε ώρας ανάλυσης. Μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ξανακοιτάξη ολόκληρη την πορεία τής θεραπείας αργότερα. Όταν ξαναδιάβασε τις σημειώσεις της, της έκανε εντύπωση πόσο ευνοϊκά για την θεραπεία ήταν τα όνειρα και η ερμηνεία τους. Σ’ αυτό το πρώτο στάδιο, η ανάλυσή της φ α ι ν ό τ α ν επιτυχημένη, αλλά κάτι την εμπόδιζε από το να επωφεληθή απ’ αυτήν. Ο animus συνήθιζε πάντα να ξεφεύγη μαζί με κάθε ευνοϊκό αποτέλεσμα, πριν η ασθενής το αφομοιώση. Και πάντα την εντυπωσίαζε με τις γνώμες του. Ήταν μια μορφή πάρα πολύ ισχυρή για να της αντισταθή. Παρ’ όλα αυτά, με όλη την απελπισία της, δεν παραδινόταν εντελώς σ’ αυτόν. Η Γιουγκιανή μέθοδος την είχε εντυπωσιάσει περισσότερο ακόμη και από τις αντιρρήσεις του animus. Και συνέχισε.
Μια μέρα, συζήτησε με την αναλύτριά της (την κ. Jung) το περιστατικό του οράματος που της είχε συμβή στα νειάτα της (τη Φωνή και το μήνυμα). Σχετικά με το δεύτερο μέρος αυτού του Οράματος (το μελλοντικό γυναικείο της πεπρωμένο), η αναλύτρια εξέφρασε τη γνώμη, ότι θα μπορούσε να είναι ολόκληρη αυτή η ιδέα μια εντυπωσιακή γνώμη του animus! Υπέδειξε στην ασθενή ότι ο animus μπορεί να είναι ένας πολύ κακός σύμβουλος σε γυναικεία ζητήματα αγάπης· ότι στην πραγματικότητα η λέξη «αγάπη» δεν εμφανίζεται καθόλου στο μήνυμα της μυστηριώδους Φωνής. Και πόσο εντελώς μη θηλυκά ήταν πραγματικά τα περιεχόμενα αυτού του μηνύματος! Τόσο μη θηλυκά, στ’ αλήθεια, που δεν θα μπορούσαν σχεδόν να αποδοθούν σε άλλη μορφή εκτός απ’ αυτήν του animus! Αυτή η ερμηνεία φάνηκε να φωτίζη αμέσως την ασθενή, και άλλαξε επιτέλους τη στάση της απέναντι στην αυθεντία της Φωνής. Λύθηκαν τα μάγια. Το να θεωρήση τις παρατηρήσεις τής Φωνής σαν γνώμες του animus ήταν εκείνη τη στιγμή ένα σωσίβιο, που ελάττωσε τη δύναμη που είχε ο animus επάνω της. Σχεδόν έφθασε να παραμερήση εντελώς το όλο ζήτημα, και αισθανόταν πολλή ανακούφιση γι’ αυτό.
Σ’ ένα πολύ μεταγενέστερο στάδιο η θρησκευτική χροιά του Οράματος χρειάσθηκε να αποκατασταθή, επειδή κοιταγμένες από ένα ανώτερο επίπεδο, το mana και η αυθεντία της Φωνής φαίνονταν να δικαιώνονται, αλλά σε κατώτερες ή πιο πρωτόγονες περιοχές του πνεύματος η θέση τους ήταν εντελώς λανθασμένη, κι όταν τα έπαιρνε κανείς κατά γράμμα, πλησίαζαν επικίνδυνα στην τρέλλα. Για αρκετόν καιρό ακόμη, η ασθενής δεν βρισκόταν καθόλου σ’ αυτό το ανώτερο επίπεδο, και το πρώτο και πιο επείγον πράγμα που έπρεπε να κάνη ήταν να απαλλαγή απ’ αυτήν την καταπιεστική και καταστροφική ιδέα του animus. Έπειτα η αναλύτρια τη συμβούλεψε να διακόψη κάθε επαφή με τον animus όσο πιο απόλυτα μπορούσε, επειδή πραγματικά τη μεταχειριζόταν άσχημα. Ακόμη η αναλύτρια πρότεινε πως θα ήταν καλύτερα εάν η ασθενής επιχειρούσε μιαν προσέγγιση σε κάποιο θετικό θηλυκό αρχέτυπο, για παράδειγμα τη Μεγάλη Μητέρα. Υπαινισσόταν τη μορφή που οι Γιουγκιανοί συνήθως ονομάζουν «Χθόνια Μητέρα», αλλά η ασθενής, μη ξέροντας τίποτε σχετικά με αυτήν τη μορφή – κάλεσε τη δική της, προσωπική Μεγάλη Μητέρα, όπως θα δούμε.
Της έκανε βαθειά εντύπωση η πρόταση της αναλύτριας, και ακολούθησε τη συμβουλή της, πράγμα που λειτούργησε πολύ ευνοϊκά, επειδή είχε ένα πολύ θετικό μητρικό σύμπλεγμα. Ο πρόωρος θάνατος της μητέρας της είχε συμβεί στην πραγματικότητα πριν αρχίσει να βλέπη με κριτικό μάτι αυτήν την πολυαγαπημένη της ύπαρξη. Και το φωτοστέφανο τής αγιοσύνης που περιέβαλε τον θάνατό της έκανε την πραγματική μητέρα της σχεδόν μιαν αρχετυπική μορφή: σοφή, στοργική και αξιόπιστη. Χρειαζόταν μόνον ένα μικρό βήμα για να έχη η ασθενής μια θετική μητρική μεταβίβαση στην αληθινή, αρχετυπική μητρική μορφή που υπάρχει μέσα στο συλλογικό ασυνείδητο. Αυτήν τη μεταβίβαση τη βοηθούσε και την υποστήριζε επιπλέον η αυξανόμενη αγάπη τής ασθενούς για την όμοια με τη μητρική της μορφή αναλύτριά της, με την οποία είχε εξαιρετικά στενή επαφή. Σαν συνέπεια, κατέληξε να αποδώση στην αρχετυπική Μεγάλη Μητέρα την αυθεντία, σοφία και δύναμη του Ταυτού, αυτής της κατ’ εξοχήν κυριαρχικής μορφής, που λειτουργεί σαν ένα σύμβολο της ολότητας όλων των ψυχικών οντοτήτων. Ενισχυμένη μ’ αυτόν τον τρόπο, η Μεγάλη Μητέρα της ασθενούς μας θα μπορούσε προσωρινά να θεωρηθή σαν ένα κατάλληλο θηλυκό παράλληλο προς τον Θεό, ένα υποκατάστατό του, το οποίο θα μπορούσε πιο εύκολα να το προσεγγίση στις συζητήσεις από ό,τι θα ήταν δυνατόν με έναν αρσενικό Θεό, επειδή η συγκεκριμένη ασθενής είχε ένα αρνητικό πατρικό σύμπλεγμα, καθώς και έναν επικίνδυνο, αναξιόπιστο animus. Όταν η αναλύτρια τής το εξήγησε αυτό, δεν το απέρριψε, αλλά συνέχισε να ονομάζη τον εσωτερικό της σύμβουλο «Μεγάλη Μητέρα», απλώς για να αισθάνεται πιο κοντά σ’ αυτόν. Διαφορετικά, δεν θα μπορούσε να είχε πλησιάση το Ταυτό με τέτοιαν ευκολία και τόλμη.
Τώρα που η εισαγωγή στην περίπτωσή μας έχει γίνει με κάποια έκταση, ερχόμαστε στο κύριο μέρος. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να επιτύχουμε ένα διεισδυτικό κοίταγμα στην εσωτερική ανάπτυξη ή την εξατομίκευση, που προήλθε από τις συζητήσεις που είχε η ασθενής με τη Μεγάλη Μητέρα. Ύστερα από κάθε συζήτηση θα εξετάσουμε τις αντιδράσεις του animus (στον βαθμό που μπορούμε να τις γνωρίζουμε), δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στη λιγώτερο ή περισσότερο σαφώς ορατή επίδραση που και η Μεγάλη Μητέρα και ο animus είχαν επάνω στην ασθενή. Είναι σπουδαίο να παρατηρήσουμε πώς η φωνή του animus, τόσο εξουσιαστική στην αρχή, σωπαίνει σιγά-σιγά, και πώς αυτός ο πανίσχυρος δεσπότης κατεβαίνει από το ανυψωμένο του βάθρο στο τέλος και αρχίζει να εξελίσσεται σε μια περισσότερο θετική, και μάλιστα πολύ μεγάλη δύναμη. Αυτή η εξέλιξη της μορφής που στην αρχή εμφανιζόταν σαν ένας πολύ αρνητικός animus, συμβαδίζει και ταυτίζεται με τη θεραπευτική διαδικασία στην ψυχή της ασθενούς. Καθώς η εξατομίκευσή της ήταν μια διαδικασία αργή και λεπτομερής, το υλικό έπρεπε να συντομευθή αρκετά πριν μπορέση να παρουσιασθή. Τελικά επιλέχθηκαν τα κύρια σημεία, ενώ λεπτομέρειες μικρότερης ίσως σημασίας χρειάσθηκε να παραλειφθούν.
(Συνεχίζεται)Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου