Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΚΟΥΔΗΣ - Α ΜΕΡΟΣ (ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2)

Συνεχίζεται απο Κυριακή, 9 Φεβρουαρίου 2014

O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη

 Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
201. Και δεν λέει μόνον τα άνομα, αλλά και τα ανόητα και ολοφάνερα ψευδή και δεν αισχύνεται ο Θωμάς. Λέει λοιπόν· «επειδή είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν καθ' υπερβολήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Φανέρωσε με λίγες λέξεις πολλές ατοπίες. Δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη. Προέρχεται αντιθέτως απ’ την ευφροσύνη η αγάπη και προηγείται απ’ την αγάπη η ευφροσύνη. Γιατί αυτό που δεν ευφραίνει ούτε και αγαπάται· γεύεται τα νοητά ο νους και ευφραινόμενος αγαπά. Και το γνωρίζουν αυτό σαφώς, όσοι βλέπουν τον Θεό εν αληθεία και πνεύματι.

202. Αν είναι αίτιο της ευφροσύνης η αγάπη, είναι πιο πέρα απ’ την αγάπη και είναι τέλος τής αγάπης η ευφροσύνη· αλλ’ είναι βέβαια το πιό κορυφαίο και το ακρότατο απ’ όλα τα ενεργούμενα στην ψυχή αγαθά η αγάπη, όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, αλλού κι ο ίδιος· «είναι εσχάτη τελείωση της φύσεως του λόγου το να αγαπάς τον Θεό, επειδή ενώνεται μ' αυτό κατά κάποιον τρόπο (ο λόγος...) με τον Θεό». Γιατί είναι ένα πολυδύναμο πράγμα ο νούς· έχει λοιπόν και αίσθηση νοερή· όταν βλέπη λοιπόν σύμφωνα μ' αυτό που του ταιριάζει το κάλλος του Θεού, γεμίζοντας ευφροσύνη αγαπά· κι όταν στρέψη το βλέμμα προς τα πάθη και αισθανθή την ασχήμια τους, λυπάται πρώτα και τότε τα απεχθάνεται.

203. Και πήγαινε κι απ’ τα αισθητά στα νοητά· αποδεικνύεται πρώτα ευφρόσυνος ο οίνος και τότε αγαπάται, όχι επειδή είναι απλώς οίνος, αλλ’ επειδή είναι ευφρόσυνος· και δεν αγαπώνται οι πολύτιμοι λίθοι και τα μαργαριτάρια όπως ο μόλιβδος κι ο χαλκός· γιατί; επειδή δεν τέρπουν εξίσου την αίσθηση. Και θα το βρης αυτό, παρατηρώντας τα όλα ανεξαιρέτως· αυτό που περισσότερο ευφραίνει αγαπάται και περισσότερο, και το πικρό ή δριμύ στη γεύση δεν αγαπάται, επειδή δεν ευφραίνει την αίσθηση. Απ’ το ευφραίνειν άρα και την ευφροσύνη προέρχεται η αγάπη κι όχι το αντίθετο, όπως υποθέτει ο Θωμάς· «όπου είναι μεγαλύτερη η αγάπη, είναι μεγαλύτερη κι η ευφροσύνη». «Παύεται λοιπόν κατ’ εξοχήν η έφεση του Θεού και είναι τελειότερη η μακαριότητά του». Ούτε τον Θεό ευλαβείται, ούτε τους ανθρώπους αισχύνεται, έχοντας αποδώσει με τέτοιες προτάσεις τέτοιο συμπέρασμα.

204. Και δεν είναι μόνον ψευδείς, αλλά και σφόδρα ανάρμοστες με το συμπέρασμά τους οι προτάσεις, κι όχι μόνον ανακόλουθο προς τις ελεεινές αυτές προτάσεις, αλλά και καθ’ υπερβολήν ασεβές και αιρετικό το συμπέρασμα, αν συμπεραίνη πως παύεται (σταματά...) η έφεση του Θεού. Γιατί αν αμφιβάλλουμε σ’ αυτό, νομίζουμε ολοφάνερα πως είναι τρεπτός ο Θεός, που παύεται απ’ την ίδια του την έφεση και μειώνεται απ’ την αγάπη, την οποίαν έχει, το οποίο είναι ακριβώς υπερβολικά άτοπο.

205. Και λέει πως είναι «τελειότερη η μακαριότητά του». Λέει τελειότερη, και δεν προσθέτει από τί. Αν είναι λοιπόν τελειότερη απ’ τη δική του μακαριότητα, καθώς παύεται η έφεσή του, πάλι υποτίθεται τροπή· αν είναι δε τελειότερη απ’ τη μακαριότητα των νοερών δυνάμεων η μακαριότητά του, απομακρύνεται σφόδρα απ’ τη λογική, συγκρίνοντας τον άκτιστο και άπειρο σε όλα με τα κτιστά και πεπερασμένα. Όποιο απ’ τα δυό κι αν εννοή λέγοντας το τελειότερη, είναι ασεβές και ανόητο. Παύεται σύμφωνα με σένα, αμβλύτατε στη διάνοια, απ' την ίδια του την έφεση ο παντελώς ακίνητος Θεός; αλλίμονό σου, αναίσχυντε και πραγματικέ εχθρέ της αλήθειας.

206. «Τίποτα» λέει «το οποίο πράττει (ποιούν) σύμφωνα με το δικό του είδος, δεν σκοπεύει (θεωρεί...) σ' ένα υψηλότερο απ’ το δικό του είδος». Είναι λόγος και ανοησίας και απαιδευσίας αυτό. Γιατί κάθε νοερή φύση θεωρεί με τη νόησή της προς υψηλότερο κατ' εξοχήν είδος. Και λέει ο μέγας Διονύσιος˙ “επιθυμώντας ακατάληκτα την κυριότητα, τάξη τής όντως κυριότητας και κυριαρχίας και διαπλάττοντας  αγαθοειδώς και τον εαυτό της και αυτά που είναι μαζί της (τα μετ' αυτήν) επεστραμμένη συνολικά προς το κυρίως ον και γινόμενη, όσο τής είναι δυνατόν, σε μετουσία της κυριαρχικής πάντοτε θεοείδιας· και λένε πως οι δυνάμεις αρρεπώς αφορούν στην υπερούσια και δυναμοποιό δύναμη και γίνονται δυναμοειδής, κατά το εφικτό, εικόνα της” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Η).

207. Και λέει ακόμα πως “οι λογικές και νοερές διακοσμήσεις, αποτυπώνοντας νοητώς προς το θεομίμητο τούς εαυτούς τους και ορώντας υπερκοσμίως προς τη θεαρχική εμφέρεια (ομοίωση...) και επιθυμώντας να δώσουν μορφή (μορφούν) στο νοερό τους είδος, έχουν αφθονώτερες όπως είναι εύλογο τίς προς αυτήν κοινωνίες” (Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί ουρανίας ιεραρχίας, Κεφάλαιο Δ). Αναζητά άρα ο νους σύμφωνα με το δικό του είδος ένα υψηλότερό του είδος, το οποίο είναι ακριβώς ο Θεός, έστω κι αν δυσαρεστείται ο Θωμάς, που είναι ελληνόφρων.

208. Και λέει πάλι ο Θωμάς· «όσο πιο κοντά είναι κάτι στο τέλος, τόσο περισσότερο τείνει προς αυτό με μεγαλύτερη επιθυμία. Γι’ αυτό και βλέπουμε να επιτείνεται περισσότερο η φυσική κίνηση των σωμάτων προς το τέλος· είναι δε πιο κοντά στη θεία γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών (των αγγέλων...) απ’ ό,τι ο δικός μας νους, επιθυμούν λοιπόν με μεγαλύτερη επίταση τη γνώση εκείνοι, απ’ ό,τι εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παύουμε να τον επιθυμούμε, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Και πάλι· «είναι αδύνατο να θελήση να στερηθή ποτέ η νοερή ουσία, που βλέπει τον Θεό, αυτήν τη θεωρία».

209. Κι ακόμα· «αυτό που θεωρείται με θαυμασμό κινεί την επιθυμία, οράται δε πάντοτε με θαυμασμό η θεία ουσία από τον κτιστό νου· γιατί κανένας κτιστός νούς δεν την περιλαμβάνει· είναι αδύνατον άρα να ιλιγγιά (να αισθάνεται ίλιγγο...) η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία». Θά 'λεγες, πως δεν είναι ο ίδιος που λέει˙ «δεν φτάνει στο έσχατο τέλος η νοερή φύση, αν δεν παυθή (δεν σταματήση...) η έγεσή της». Και πάλι· «ομολογούν όλοι πως είναι ένα αγαθό η ευδαιμονία, γιατί δεν θα έκανε αλλιώς να ηρεμή την έφεση».

210. Αλλά πώς θα ηρεμήση, αλλοπρόσαλλε, η έφεση της νοερής ουσίας που δεν θέλει να στερηθή ποτέ τη θεωρία του Θεού; αν είναι ακριβώς αδύνατο να ιλλιγιά η νοερή ουσία περί τη θεία θεωρία, πώς θα ηρεμήση η έφεσή της; αλλ' είναι φανερό, ότι δεν θα ηρεμήση, αλλά θα κινηθή περισσότερο, όπως λες κι εσύ, έχοντας λησμονήσει τα δικά σου λόγια · « επιθυμούν με  μεγαλύτερη επίταση τη γνώση οι νόες των χωριστών ουσιών, απ’ ό,τι ακριβώς εμείς. Κι όσο κι αν γνωρίζουμε εμείς τον Θεό, δεν παυόμαστε απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε ακόμα κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες».



Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: