Ἔφυγε σήμερα ἀπὸ τὸν κόσμο τοῦτο ὁ λογοτέχνης καὶ ζωγράφος Νίκος Χουλιαράς! Ἡ μορφή του εἶχε κάτι ἱερατικό, καὶ τὸ χαμόγελό του σὲ κέρδιζε ἀμέσως. Τὸν θαύμαζα καὶ τοῦ ζήτησα πρὶν 20 ἔτη νὰ καταθέσει τὴ σκέψη του γιὰ τὸν κυρ Φώτη Κόντογλου. Καὶ ὁ Χουλιαρὰς πρόσφερε ἕνα θαυμάσιο κείμενο τὸ ὁποῖο ἀντιγράφω τώρα ἀπὸ τὴν ἔκδοση ποὺ εἶχα ἐπιμεληθεῖ Φώτης Κόντογλους ἐν εἰκόνι διαπορευόμενος (Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1995). Γιὰ τὴ μνήμη του. Στὸ κείμενο ἀνακαλύπτω ἐκ νέου τὴ συγγένεια ποὺ ἔνιωθε μὲ τὸν ἀϊβαλιώτη ἑλληνολάτρη, τὴν τρυφερότητα καὶ τὴ συγκίνηση γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν συγγραφέα. Καὶ στὶς μέρες αὐτὲς τὶς κουρασμένες, μὲ τὸ ἀγκομαχητό, αἰσθάνομαι μιὰ παρηγοριά, σὰ νὰ ἐπιστρέφω στὴν οὐσία τῶν πραγμάτων.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ
Ὁ Κόντογλου ὑπάρχει μέσα μου. Τὰ λόγια δὲν μοῦ φτάνουν νὰ μιλήσω γιὰ τὸν Κόντογλου, γιατὶ γιὰ μένα δὲν εἶναι ἕνα πρόσωπο εἶναι ἕνα βασικὸ αἴσθημα ποὺ ἔχω γιὰ τὴ ζωή. Δὲν μπορῶ νὰ ξεχωρίσω τὸ ζωγράφο ἀπ᾽ τὸ λογοτέχνη Κόντογλου. Ἴσως γιατὶ γνώρισα τὶς ζωγραφιές του μέσα ἀπὸ τὰ βιβλία του. Τὰ βιβλία μου τὰ κοσμῶ κι ἐγὼ μὲ ζωγραφιὲς γιατὶ τὸ βιβλίο εἶναι ἕνα ἀγαπησιάρικο πράγμα. Πρωτοδιάβασα Ντοστογιέφσκι στὰ Γιάννενα ἀπὸ καροτσάκι καὶ Κόντογλου ὅταν ἦρθα στὴν Ἀθήνα στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Καὶ περίεργο πράγμα σ᾽ ἕνα βιβλίο τοῦ Κόντογλου ἕνας παλιὸς συμφοιτητής μου, ὁ Κώστας Τσέλιος, μοῦ εἶχε γράψει τὴν ἀφιέρωση: «Μὲ τὸ συγγραφέα αὐτοῦ τοῦ βιβλίου μοιάζεις πάρα πολὺ στὴν πρωτοτυπία καὶ τὴν εὐαισθησία, στὴν ἀνθρωπιὰ καὶ τὴν τέχνη». Ἐνδεχομένως, νὰ περιεῖχα τὸν Κόντογλου καὶ χωρὶς νὰ τὸν ἔχω διαβάσει καθόλου. Σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ οἱ ψυχὲς δὲν χάνονται, ἐδῶ εἶναι πάνω, κυκλοφοροῦν. Ἴσως μὲ τὶς εἰσπνοὲς ἡ αὔρα τους σὲ κάποιους κάθονται.
……………………………………………………………………………………………
Στὸν Κόντογλου μὲ γοητεύει τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς κατοικεῖ στοὺς ἀνθρώπους καὶ εἶναι πάρα πολὺ κοντά, κάτω στὰ πιὸ μικρὰ πράγματα, στὰ νησάκια, στὴ θάλασσα καὶ στοὺς ἀνθρώπους της. Δὲν εἶναι ψηλὰ ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ κοντά. Μὲ γοητεύει ἐπίσης αὐτὴ ἡ αἴσθηση τοῦ ἐλέους ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἡ γλώσσα του εἶναι μαγική, πλούσια, μυστικὴ καὶ ταυτόχρονα τρυφερὴ καὶ ἀνθρώπινη. Ὅταν διαβάζω Κόντογλου ὅπως καὶ Παπαδιαμάντη νομίζω ὅτι μυρίζω τὰ χορταράκια, ἔχω τὶς μυρωδιὲς τῶν ἀνθρώπων, τὶς συμπεριφορές τους, παρ᾽ ὅλο ποὺ κάνει περιγραφὲς κι ὄχι ἀναλύσεις, ἐν τούτοις καὶ μόνο τὸ ὄνομα κάποιου ἥρωα μπορεῖ νὰ παραπέμψει στὴν οὐσιαστικὴ πλευρὰ τοῦ ἀνθρώπου. Πιστεύω ὅτι εἶναι μιὰ συνέχεια τοῦ Παπαδιαμάντη. Περισσότερο βέβαια ὁ Κόντογλου εἶναι καταγραφέας αἰσθήσεων, εἰκόνων καὶ μιᾶς στάσης στὴ ζωή. Ἀπὸ μιὰ ἄποψη τὰ γραπτά του εἶναι δοκίμια ὑψηλοτάτου ἐπιπέδου. Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι καὶ ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν βαθύτατα θρησκευόμενος καὶ γνώστης τῆς εὐρωπαϊκῆς λογοτεχνίας.
……………………………………………………………………………………………
Δὲν μ᾽ ἐνδιαφέρουν οἱ ἐμμονές του τῶν τελευταίων χρόνων καὶ ἡ προσήλωσή του στὸ τυπικό. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὑποθέτω ὅπως οἱ δερβίσηδες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἐπανάληψη βρίσκουν τὸν πυρήνα τους. Περισσότερο μ᾽ ἀρέσουν οἱ εἰκονογραφήσεις στὰ βιβλία του, οἱ θαλασσίτσες, τὰ νησιὰ καὶ οἱ ἄνθρωποι. Τὰ σχέδιά του εἶναι φοβερὰ φορτισμένα καὶ νομίζω ὅτι εἶναι φανερὴ ἡ ἐπίδραση ἀπὸ τὸ θέατρο Σκιῶν. Ἀπ᾽ τὸν Κόντογλου προέκυψαν ὁ Τσαρούχης, ὁ Ἐγγονόπουλος, ὅσο κι ἂν φαίνεται περίεργο ἀκόμη κι ὁ Φασιανός, ἀλλὰ καὶ στοὺς παλαιότερους χαράκτες φαίνεται ἡ δική του ἐπιρροή.
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν τὸν ἔχω γνωρίσει τοῦ πάθους, ποὺ θὰ μποροῦσε, ἂν ἦταν ἀλλιῶς τὰ πράγματα, νὰ εἶναι χαρτοπαίκτης, ὅπως ἦταν στὰ νειάτα του ὁ Ντοστογιέφσκι, ἀλλὰ τελικὰ ἔγινε ἄνθρωπος τῆς θρησκείας. Πα᾽ ὅλο ποὺ ἦταν σοφὸς εἶχε καὶ μονομανίες καὶ αὐτὸ δὲν τὸ βρίσκω κακό. Δὲν τὸν ἐξιδανικεύω, δὲν σκέφτομαι τὸν ἄνθρωπο Κόντογλου. Μέσα στὰ βιβλία του ζῶ μαζί του αὐτὰ ποὺ περιγράφει, τὰ ταξίδια του τὰ πραγματικά, ἀλλὰ καὶ τὰ νοητικὰ σὲ κόσμους ποὺ δὲν εἶχε ἐπισκεφθεῖ. Πρόκειται γιὰ τὴν μαγευτικότερη γεωγραφία ποὺ δὲν ἔχω συναντήσει σὲ πεζὸ λόγο, μὲ ἕναν πλοῦτο ἀπίστευτο. Οἱ λέξεις του ἠχοῦν καὶ τὰ μέρη γίνονται μυθικὰ μὲ τὸν τρόπο ποὺ τὰ γράφει. Πιστεύω ὅτι παιδί του εἶναι ὁ Νίκος Καββαδίας, ὁ ὁποῖος εἶναι μέσα στὸ ἴδιο πνεῦμα˙ εἶναι σὰν νὰ ταξιδεύει στὰ γραπτὰ τοῦ Κόντογλου. Αὑτὸ ποὺ μᾶς δίνει μὲ τὸ δικό του τρόπο καὶ εἶναι δραστικὸ καὶ ἀπίστευτα ποιητικό, εἶναι ὅτι οἱ λέξεις ἔχουν ἕνα εἰδικὸ βάρος. Ἡ ποίηση τοῦ Καββαδία εἶναι μιὰ νυχτερινὴ μυθικὴ γεωγραφία ποὺ ἔχει τὴν καταγωγή της ἀπ᾽ τὸν Κόντογλου.
……………………………………………………………………………………………
Ὁ Κόντογλου εἶναι ἡ μυστικὴ ὁδὸς τῆς Ἀνατολῆς, ποὺ ὑπάρχει μέσα μας, ἐνῶ περιέχει καὶ τὴν Εὐρώπη˙ τὴν περιέχει γιὰ νὰ τὴν ἀρνηθεῖ. Ὁ Πέδρο Καζὰς εἶναι ἕνα πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν ἐποχή του κείμενο. Μόνο στὸν Μπόρχες βρίσκουμε κάτι ἀντίστοιχο χωρἰς βέβαια νὰ ἔχει αὐτὴ τὴ βαθειὰ μυστικότητα ποὺ ἔχει ὁ Κόντογλου˙ ὁ Μπόρχες εἶναι πιὸ ἐγκεφαλικός. Ὁ Κόντογλου κάνει ἀνατροπὲς ὄχι μὲ τὴ λογικὴ ἀλλὰ μὲ τὴ στάση του γιατὶ εἶναι ἕνας ἄνθρωπος μοναχὸς καὶ τὸ ξέρει. Αὐτὸ βγαίνει ἀβίαστα μ᾽ ἕναν τρόπο τόσο σοφὸ ἀλλὰ καὶ ἀνθρώπινο ποὺ μὲ μαγεύει.
……………………………………………………………………………………………
Στὸν Πρόλογο τῆς πρώτης ἔκδοσης τοῦ Πέδρο Καζὰς σημειώνει: «Τίποτα δὲ μοῦ πειράζει τὰ νεῦρα ὅσο ὁ σωβινισμὸς σ᾽ ἕναν ἄνθρωπο τῆς τέχνης. Ἡ φανατικὴ καὶ κουτὴ τούτη προσήλωση σὲ μικρὸν κύκλο, καταντᾶ νὰ λογαριάζεται γιὰ ἀρετὴ στοὺς περισσότερους λαούς. Αὐτὴ εἶναι ἡ αίτία ποὺ κάνει νὰ ἐπικρατοῦν τὰ μετριότερα ἔργα». Ὁ Κόντογλου ἀπὸ μιὰ ἄποψη ἦταν σωβινιστής. Αὐτὸ ὅμως φαίνεται ἐξωτερικά. Δὲν περιέγραφε τὴν Ἑλλάδα. Περιέγραφε τὴν πατρίδα του ποὺ εἶχε μέσα του, δηλαδὴ τὴν πατρίδα τῶν παιδικῶν του χρόνων. Αὐτὴ εἶναι ἡ μοναδικὴ καὶ πραγματική μας πατρίδα. Θὰ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἕνας πολεμιστὴς τοῦ «μοναχικοῦ». Πατρίδα του δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα. Πατρίδα του εἶναι αὐτὰ ποὺ βλέπει, αὐτὰ ποὺ νοιώθει καὶ αὐτὰ ποὺ περιγράφει. Εἶναι ἕνα πνεῦμα: τὸ πνεῦμα τοῦ μυστικοῦ καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ Ἀϊβαλί ἡ πατρίδα μου, τὸν ρωτάει κάποιος, ποὺ ὁ Κόντογλου τὸν χαρακτηρίζει ὡς «κουφιοκεφαλάκη μοντέρνο»: «Μὰ δὲν καταλάβατε ὅτι ὁ πολιτισμένος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει χωρὶς νὰ ἔχει τὶς φιλοδοξίες καὶ ὅτι ἡ ζωή μας πρέπει νὰ εἶναι ἕνας διαρκὴς ἀνταγωνισμός;» «ἤθελα νὰ τοῦ πῶ», συνεχίζει ὁ Κόντογλου, «ὅτι ἴσα ἴσα, τὸ κατάλαβα καὶ ἀπόμεινα ἔτσι ποὺ εἶμαι». Σ᾽ ἕνα ἄλλο κείμενο μιλάει γιὰ ἕνα γέρο ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ δουλέψει ἀλλὰ ἀνοίγει ἕνα μαγαζὶ ποὺ δὲν πουλάει ἀλλὰ ἀγοράζει ἀπὸ τοὺς πιτσιρικάδες κάτι παλιοσίδερα καὶ τὰ ἔχει ἐκεῖ γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ ζωή. Αὐτὴ ἡ ἀντιστροφὴ μ᾽ ἀρέσει πάρα πολύ.
……………………………………………………………………………………………
Ὁ Κόντογλου γιὰ μένα εἶναι πάντα ἐπίκαιρος δὲν ἔχει χρόνο, ὅπως κάθε τι οὐσιαστικὸ στὴν τέχνη. Οι δημιουργοὶ ποὺ δὲν στοχεύουν στὴν ἐπικαιρότητα εἶναι διαχρονικοί. Ἀντιθέτως αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ περιγράψουν τὴν ἐποχή τους ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως. Ὁ Γουῶρχολ εἶχε πεῖ: «στὴ ζωὴ ποὺ ζοῦμε ὅλοι θὰ εἶναι γιὰ ἕνα λεπτὸ διάσημοι». Θὰ συμβούλευα εἰδικὰ τοὺς λογοτέχνες νὰ διαβάσουν Κόντογλου. Κόντογλου, Παπαδιαμάντη καὶ Βιζυηνό. Πιστεύω ὅτι αὐτὴ ἡ τριάδα ἀνήκει στοὺς μεγαλύτερους συγγραφεῖς ποὺ ἔχει βγάλει ὁ κόσμος. Παρόλο ποὺ περιγράφει σὲ πολλὰ κείμενά του τὸ Ἀϊβαί μὲ ἀγάπη καὶ τρυφερότητα καὶ κλαίει γι᾽ αὐτό, ἐν τούτοις τὸ σπίτι του δὲν ἦταν πουθενά. Τὸ σπίτι του ἦταν στὸν οὐρανό. Πολὺ στενοχωριέμαι, ὅταν οἱ σημερινοὶ λογοτέχνες δὲν μιλοῦν γιὰ τὸν Κόντογλου. Σήμερα τὰ εἴδωλα εἶναι πολὺ προσιτά, εἶναι στὰ μέτρα μας γι᾽ αὐτὸ εἶναι δύσκολο νὰ ταυτισθεῖς μὲ γενναῖες ψυχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου