Είτε θα πετύχει το νομοσχέδιο, οπότε οι Έλληνες θα χάσουν τα σπίτια τους παραμένοντας χρεωμένοι στο διηνεκές, είτε δεν θα πετύχει και θα το πληρώσουν οι φορολογούμενοι – με την αύξηση του δημοσίου χρέους τουλάχιστον κατά 12 δις €.
Εισήγηση
Όλα αυτά για να εξυγιανθούν ανήκοντας σε ξένους, έτσι ώστε να μπορέσουν να κατασχέσουν και να πλειστηριάσουν τα σπίτια των Ελλήνων – τους οποίους εμπαίζουμε τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη κατοικία, αφού το κράτος θα μπορούσε να τη διασώσει με λιγότερα από 6 δις €, με δεδομένο πως τα δάνεια πρώτης κατοικίας το 2015 ήταν 12 δις € και οι τράπεζες έχουν αποσβέσει πάνω από το 50%.
Για το σύνολο των ενυπόθηκων δανείων, θα αναφέρουμε ξανά το παράδειγμα των Η.Π.Α. από τη δεκαετία του 1930, όπου το κράτος δημιούργησε ένα επενδυτικό σχήμα για τη διαχείριση τους – με τελικό αποτέλεσμα να μη χάσουν τα σπίτια τους οι Πολίτες και να μην επιβαρυνθούν οι φορολογούμενοι.
Γιατί αλήθεια δεν κάναμε το ίδιο; Γιατί να τις διασώζουμε ξανά και ξανά; Γιατί δεν τις αφήσαμε έστω να κλείσουν ιδρύοντας καινούργιες στη θέση τους, αφού έτσι και αλλιώς χάσαμε τόσα πολλά χρήματα; Για να μη χαθούν οι καταθέσεις μας που ασφαλώς δεν τις έχουν στα ταμεία τους; Ή μήπως δεν γνωρίζουμε πως τα ίδια κεφάλαια τους είναι ανύπαρκτα, αποτελούμενα σχεδόν στο σύνολο τους από τους αναβαλλόμενους φόρους και άρα από αέρα;
Στο νομοσχέδιο τώρα, όλοι γνωρίζουμε πως συζητείται μυστικά από τον Αύγουστο – χωρίς καν να ενημερωθεί η Βουλή και χωρίς να έχουν απαντηθεί οι γραπτές ερωτήσεις που εμείς καταθέσαμε. Παρουσιάστηκε δε στην ΕΕ και όπως φαίνεται πήρε την έγκριση της στις 10 Οκτωβρίου του 2019. Γιατί όμως δεν προωθήθηκε αμέσως μετά και ήλθε στην αρμόδια επιτροπή χθες με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, για να ψηφιστεί σήμερα; Μήπως επειδή έπρεπε να εγκριθεί και από τους αμερικανούς κερδοσκόπους, τους οποίους επισκέφθηκε ο υπουργός οικονομικών τη Δευτέρα, για να τους πουλήσει Ελλάδα;
Τι θέλει αλήθεια να κρύψει η κυβέρνηση, αφού δεν ανάρτησε το νομοσχέδιο σε δημόσια διαβούλευση; Δεν την ενδιαφέρουν οι απόψεις του επενδυτικού κοινού ή μήπως έχει απλά υποσχεθεί να τα πουλήσει σε έναν κύκλο δικών της κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Δεν ήθελε τουλάχιστον να πουλήσει τα ασφαλή κρατικά εγγυημένα τραπεζικά ομόλογα στους Έλληνες Πολίτες; Μισελληνισμός ακόμη και εδώ;
Περαιτέρω, θα δώσουμε μία γενική θεωρητική εικόνα του εγχειρήματος, για να γίνει καλύτερα κατανοητό. Άλλωστε έχουμε αναφέρει τις τεχνικές λεπτομέρειες στην Επιτροπή, θέτοντας επί πλέον τα ερωτήματα μας – όπου έμειναν σχεδόν όλα αναπάντητα. Ειδικότερα, τα εξής:
Αρχικά οι τράπεζες ιδρύουν οχήματα ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle, SPV) – ενδεχομένως σε φορολογικές οάσεις, όπως στην Ιρλανδία. Στα οχήματα αυτά μεταφέρουν πακέτα τιτλοποιημένων δανείων, όπως τα γνωστά CDO’s, τα οποία προκάλεσαν την κρίση του 2008 με την κατάρρευση τους. Τα δάνεια αυτά διαχωρίζονται εσωτερικά σε τρία μέρη, τοποθετούνται δηλαδή σε τρία πακέτα, ανάλογα με το ρίσκο που εμπερικλείουν: χαμηλό, μεσαίο, υψηλό (senior bonds, mezzanine bonds, junior bonds).
Το κριτήριο του ρίσκου είναι η ποιότητα των δανείων που τοποθετούνται στο κάθε πακέτο – η οποία εκτιμάται από τις εταιρείες αξιολόγησης, τις γνωστές τρεις αδελφές που ελέγχουν σχεδόν το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Θυμίζουμε εδώ πως πριν το 2008 η ποιότητα των CDO‘s εκτιμούταν από τις εταιρείες αξιολόγησης που όμως πληρώνονταν από τους εκδότες τους – οπότε είχαν κάθε λόγο τους βοηθήσουν, εκτιμώντας τα υψηλότερα από την πραγματική τους αξία.
Στη συνέχεια το ελληνικό δημόσιο παρέχει εγγυήσεις στις τράπεζες, αλλά μόνο για τις ενδεχόμενες ζημίες που θα υποστούν από τα δάνεια του πρώτου πακέτου με το χαμηλό ρίσκο (senior bonds). Έναντι των εγγυήσεων αυτών το κράτος θα εισπράττει προμήθειες – οι οποίες όμως δεν μπορούν να υπολογιστούν με βάση το ασφαλιστήριο κινδύνου της κάθε τράπεζας (CDS) όπως στην Ιταλία (GACS ονομάζονται εκεί).
Η αιτία είναι το ότι, τα CDS των ελληνικών τραπεζών είναι απαγορευτικά υψηλά – εκτιμάται δηλαδή πως το ρίσκο χρεοκοπίας τους είναι πολύ μεγάλο (εύλογα, αφού όπως αναφέραμε, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων τους αποτελείται από τους αναβαλλόμενους φόρους – από αέρα δηλαδή). Υπολογίζεται πάντως πως η προμήθεια θα είναι ίση με τα spread (=διαφορά με τη Γερμανία) στα CDS (=ασφάλιστρα κινδύνου) του ελληνικού δημοσίου – ενδεχομένως στο 1,8% ή στα 200 εκ. € ετησίως που θα εισπράττει το κράτος από τις εγγυήσεις που θα δώσει στις τράπεζες.
Ανοίγοντας εδώ μία παρένθεση, από πού θα κερδίζουν οι τράπεζες αυτά τα 200 εκ. € που θα δίνουν στο κράτος; Από τους πελάτες τους προφανώς. Δεν είναι αυτή έμμεση φορολογία; Ασφαλώς. Δεν μας κοροϊδεύει η κυβέρνηση λέγοντας πως θα επιβάλει χαμηλότερες χρεώσεις στις αφελληνισμένες τράπεζες; Σίγουρα!
Συνεχίζοντας, οι εγγυήσεις αυτές (άλλη αλχημεία) δεν θα επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό – δεν θα έχουν επίδραση στο έλλειμμα ούτε στο χρέος, ενώ δεν θα χρησιμοποιηθεί καθόλου το μαξιλάρι των 37 δις €, εάν είναι ακόμη τόσο. Θα είναι δε 12 δις € – ενώ οι τράπεζες θα κρατήσουν στους ισολογισμούς τους τα δάνεια που θα είναι εγγυημένα από το δημόσιο (το πρώτο πακέτο), επειδή θα έχουν υψηλότερη λογιστική αξία από αυτήν που θα είχαν εάν τα πουλούσαν σε κάποια κερδοσκοπικά κεφάλαια!
Γιατί; Επειδή οι ζημίες τους θα είναι εγγυημένες από το δημόσιο – ως συνήθως δηλαδή από τα φορολογικά υποζύγια που θα τους πάρουν σταδιακά τα σπίτια τους, χρεώνοντας τους προμήθειες στις συναλλαγές τους που υπολογίζονται στα 100 εκ. € μηνιαία!
Περαιτέρω, υπολογίζεται πως στα οχήματα ειδικού σκοπού (SPV), θα μεταφερθούν κόκκινα δάνεια ύψους 30 δις € για να τιτλοποιηθούν. Θα δημιουργηθούν λοιπόν υποθετικά πακέτα ομολόγων 12 δις € χαμηλού ρίσκου (senior bonds), 6 δις € μεσαίου (mezzanine bonds) και 12 δις € υψηλού (junior bonds) που είναι ήδη εγγεγραμμένα στους ισολογισμούς των τραπεζών ως επισφάλειες – δηλαδή ζημίες, τις οποίες συμψηφίζουν με τα κέρδη τους, εις βάρος φυσικά των φορολογικών εσόδων του δημοσίου.
Έτσι τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών που όμως θα συνεχίσουν να επιβαρύνουν τα οχήματα (SPV), θα εξαφανισθούν ως δια μαγείας από τους ισολογισμούς τους – ενώ τα οχήματα τους (SPV) θα προσπαθήσουν να βρουν αγοραστές για να πουλήσουν τα πακέτα, σε όποιες τιμές τα καταφέρουν. Φυσικά αυτά που θα είναι εγγυημένα από το δημόσιο θα έχουν μεγαλύτερη αξία – ενώ τα υπόλοιπα θα πουληθούν με τιμές που δεν θα μπορεί να ελέγξει κανείς.
Εκτός αυτού τα οχήματα θα εντείνουν τις πιέσεις στους οφειλέτες με εισπρακτικές εταιρείες κλπ. – αφού δεν θα τους έχουν πια ανάγκη, όσον αφορά την εικόνα τους, όπως οι τράπεζες.
Στα επί μέρους τώρα θέματα του νομοσχεδίου, τα εξής:
Αν και δεν καθορίζεται το ποσό των κόκκινων δανείων που θα καλύψει το σχέδιο, σύμφωνα με δημοσιεύματα, κατά την αρχική 18μηνη εφαρμογή του, η μείωση των «κόκκινων» δανείων θα είναι περί τα 30 δις ευρώ – κάτι που αντιστοιχεί στο 40% περίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 75 δις €, που είναι εγγεγραμμένα στα βιβλία των τραπεζών και θα μεταφερθούν σε εταιρείες ειδικού σκοπού, οι οποίες θα κάνουν δύο πράγματα:
(α) Θα εκδώσουν ομόλογα, τα οποία θα αποπληρώνονται με τα έσοδα από την εξυπηρέτηση των δανείων και
(β) Θα προσλάβουν εταιρείες που ειδικεύονται στη διαχείριση πτωχεύσεων και στην είσπραξη δανείων, για να εισπράξουν όσα περισσότερα μπορούν από τα κόκκινα δάνεια. Οι εταιρείες αυτές θα προτείνουν ρυθμίσεις, αναδιαρθρώσεις, κουρέματα δανείων και βέβαια θα κάνουν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς.
Πόσοι αλήθεια συμπολίτες μας θα χάσουν τα σπίτια τους με αυτό το σχέδιο; Δεν γνωρίζουμε βέβαια, αλλά το σύνολο των δανειοληπτών των κόκκινων δανείων είναι 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι. Επομένως, πρόκειται για ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού. Αναλογιστείτε τις συνέπειες με κριτήριο επί πλέον τη λήξη του καθεστώτος προστασίας πρώτης κατοικίας και την επιτάχυνση των πλειστηριασμών από το 2020.
Συνεχίζοντας, το «Σχέδιο Ηρακλής» προσανατολίζεται στο ιταλικό σχέδιο μείωσης κόκκινων δανείων GACS – το οποίο όμως, σε αντίθεση με το ελληνικό, περιλάμβανε, έναντι αντιτίμου και εγγυήσεις για δάνεια με χαμηλότερο δείκτη φερεγγυότητας. Εκτός αυτού η ελληνική ιδιαιτερότητα έγκειται στο ότι, η Ελλάδα δεν έχει επιστρέψει ακόμα σε επενδυτική θέση.
Το ύψος των εγγυήσεων τώρα του Ελληνικού Δημοσίου, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 6, δεν μπορεί να ξεπεράσει τα 12 δις ευρώ. Σε περίπτωση κατάπτωσης, το Ελληνικό Δημόσιο θα επιβαρύνεται με το απαιτητό ποσόν. Δεν έχει διευκρινιστεί όμως αν θα χρειαστεί να υπάρχει αντίκρισμα σε μετρητά (cash collateral), έτσι ώστε να είναι σίγουρο πως θα υπάρχουν τα κεφάλαια για την εξόφληση αυτών των απαιτήσεων. Εκτός αυτού, τα περιθώρια εξόφλησης των απαιτήσεων από εγγυήσεις είναι εξαιρετικά στενά – 50 ημέρες, κατά το άρθρο 13. Τι θα συμβεί αλήθεια αν στα επόμενα δέκα χρόνια το μη βιώσιμο χρέος μας στραγγαλίσει ξανά την οικονομία; Αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνο για τους αγοραστές.
Περαιτέρω, ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματα του σχεδίου είναι το εξής: To κράτος δεν θα έχει κυριότητα των παγίων των εξασφαλίσεων (Παράρτημα Γ, 9. «παραίτηση από προνόμια» σελ 31 νόμου). Εάν λοιπόν υπάρξει κατάπτωση των δανείων, το κράτος πληρώνει μεν τις υποχρεώσεις μέσω των εγγυήσεων, αλλά τα ακίνητα παραμένουν στις τράπεζες ή στα ειδικά οχήματα – έτσι ώστε να συνεχίσουν με τους πλειστηριασμούς και την κερδοσκοπία!
Ένα δεύτερο είναι το ότι, ο Διαχειριστής δεν ελέγχεται από την Τράπεζα ή από το Δημόσιο (άρθρο 5), όπως και ο ανεξάρτητος επόπτης. Ποια είναι η εξασφάλιση για ηθικό κίνδυνο (moral hazard) σε περίπτωση που βάσει των πρακτικών τους δεν ανακτηθεί η εκτιμώμενη αξία αγοράς; Προβλέπεται βέβαια ένα ποσοστό μείωσης της αμοιβής κατά 30% (άρθρο 3.4 για αποκλίσεις μεγαλύτερες του 20%) και αντικατάσταση του διαχειριστή (άρθρο 12). Είναι όμως αρκετό, εάν έχει δημιουργηθεί μεγάλη ζημιά για το Δημόσιο;
Ένα τρίτο είναι πως εκτός από περιπτώσεις ελλιπούς ή ανεπαρκούς εκτέλεσης καθηκόντων θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά οι τιμές των κόκκινων αυτών δανείων λόγω εξωγενών παραγόντων. Για παράδειγμα, λόγω της υποτίμησης της αγοράς ακινήτων εάν οι Τράπεζες προβούν σε μαζικές ρευστοποιήσεις των ακινήτων που θα έχουν διατηρήσει στα χαρτοφυλάκιά τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ζημία θα επιβαρύνει το Δημόσιο ως εγγυητή και όχι τους αγοραστές ή τις τράπεζες. Ενδέχεται δε η επιθετική τακτική των τραπεζών να κλιμακωθεί, όπως και οι πλειστηριασμοί από του χρόνου.
Κλείνοντας, για όλα τα παραπάνω αλλά και για όσα αναλύσαμε στην επιτροπή, το σχέδιο Ηρακλής δεν αποτελεί λύση ούτε για τους δανειολήπτες, ούτε για την οικονομία – αλλά για τις Τράπεζες και για κάποιους επενδυτές.
ό Βασίλης Βιλιάρδος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου