Συνέχεια από:Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2021
O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
316. Έπρεπε να σταθής λοιπόν μέχρις αυτές τις έννοιες και να μην έχης γύρει προς την άλλη μεριά, σαν κάποιος που μεθάει και ταλαντεύεται , κι ούτε να προσθέτης στο καλό το κακό και αιρετικό, και να λες˙ « η θεία δύναμη είναι η ουσία του Θεού και η ενέργειά του είναι η ουσία του ». Κι ακόμα˙ « δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια ». Και να μη νομίζης απλώς και με ελληνικό τρόπο πως είναι όλα όσα υπάρχουν στη θεία ουσία και κάθε θεία ενέργεια ουσία του Θεού. Είναι μεγαλύτερο κακό οι κακοδοξίες σου και το σύμφωνα μ’ αυτές ψέμμα, απ’ όσο είναι αγαθό, το αγαθό που λες. Γιατί, κι όταν εσύ λείπης, καλώς πρεσβεύει και διακρίνει και κηρύττει βέβαια τη θεία αλήθεια ολόκληρη η Εκκλησία του Θεού˙ κι όταν παρίστασαι, εισάγεις πλαγίως σμήνος κακοδοξιών στην Εκκλησία του Θεού, εισάγοντας επίβουλα με χρηστολογία το κακό και αρτύοντας με μέλι, όπως και προανέφερα, το δηλητήριο, ώστε να μπορέσης να απατήσης τους απλούστερους και να τους οδηγήσης σε κακοδοξίες και να τους απομακρύνης απ΄τον Θεό, σαν ένας άλλος Σατανάς.
317. « Δεν υπάρχει κάτι, το οποίο να μην παίρνη μέρος απ’ τον ίδιον τον Θεό ». Αν παίρνουν λοιπόν όλα τα όντα μέρος απ’ τον Θεό, είναι φανερό, ότι δεν παίρνουν μέρος της ουσίας του Θεού˙ γιατί θα ήταν έτσι όλα ένα και το ίδιο, χωρίς να διαφέρουν, όπως είναι ακριβώς η ουσία του Θεού. Αλλ’ είναι βέβαια πολλά και ποικίλα και διαφορετικά τα όντα, και είναι άρα κι οι μετοχές τους πολλές και ποικίλες και διαφορετικές, όπως λέει σε κάποια σημεία κι ο Θωμάς˙ « λέμε πως υπάρχει μιά αρχή των όντων, που χορηγεί απ’ το πλήρωμα της τελειότητάς της το είναι σε όλα τα όντα ». Είναι διαφορετικό άρα η θεία ουσία και άλλο τα πολλά και διάφορα που μετέχονται απ’ τα όντα. Είναι ψεύτης άρα αυτός που νομίζει πως είναι όλα όσα υπάρχουν στον Θεό θεία ουσία και αιρετικός αυτός που διδάσκει, « ότι οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός ». Ελέγχθηκε αυτό ήδη με τα ρητά των αγίων και αποδείχθηκε πως είναι κακόδοξο και αιρετικό. Γι’ αυτό και ενέχεται ο Θωμάς σ’ αυτά τα εγκλήματα˙ είναι άρα κακόδοξος και αιρετικός ο Θωμάς.
318. Γιατί λέει πάλι˙ « επειδή είναι αδύνατο να υπάρχη μάταια η έφεση η φυσική, ό,τι κι αν ήταν τέλος πάντων, αν δεν μπορούσε να φθάση στο να νοή τη θεία ουσία, που την επιθυμούν απ’ τη φύση τους όλοι οι νόες, είναι αναγκαίο να λέμε πως είναι δυνατό να οράται με τον νου η θεία ουσία και στις νοερές και χωριστές ουσίες και στις δικές μας ψυχές ». Και γιατί είναι αναγκαίο να τα λέη κανείς αυτά ; « Επειδή είναι αδύνατο », λέει, « να υπάρχη μάταια η φυσική έφεση, και επιθυμούν οι νοερές δυνάμεις να βλέπουν την ουσία του Θεού». Θα είσαι όντως μάταιος, αν σου φανερώσουμε πως είναι μάταιη η φυσική έφεση.
319. Επιθυμούν φυσικώς να ζουν όλα όσα ζουν, και τα λογικά και τα άλογα, αλογώτατε, και μηχανεύονται πολλά στο να διαφεύγουν τον θάνατο και οι αλογόμυγες και τα ψάρια και κάθε τι που ζη. Τί λες λοιπόν, επειδή επιθυμούν να ζούν, δεν πεθαίνουν ; είναι τυφλότητα να το λες αυτό˙ έτσι δεν είναι και αναγκαίο να βλέπουν τα νοερά την ουσία του Θεού, διότι την επιθυμούν˙ απ’ τη φύση τους επιθυμούν μεν τα νοερά, ( ει και τούτο δοίημεν ) να γνωρίζουν την ουσία του Θεού, αλλά κατά ένα διαφορετικό είδος πρόνοιας, ώστε να έχουν ακίνητες τις εφέσεις και τις κινήσεις προς τον άπειρο Θεό και να φωτίζονται και να καταλάμπωνται και να κατατρυφούν στη θεία γνώση και να τρέφωνται, κι όχι για να δούν την ουσία του Θεού, που την γνωρίζει μόνη η Τριάδα, όπως αποδείξαμε ήδη με τις μαρτυρίες των αγίων.[Γι' αυτό καί ο φυσει έρως είναι πρός τόν θάνατον.Αλλο πράγμα είναι ο Θείος έρως]
320. Θα προσφέρης δήθεν εσύ να είναι εύκολα γνωστικοί όλοι οι άνθρωποι, και σοφοί, και πλούσιοι, κι ισχυροί, γιατί τα επιθυμούν απ’ τη φύση τους αυτά όλοι. Κι αν τα επιθυμούν όμως όλοι, δεν τα απολαμβάνουν και όλοι˙ είναι ψέμμα άρα το να λες απλά πως δεν υπάρχει μάταια η φυσική έφεση. « Δεν είναι κάτι διαφορετικό η δύναμη του Θεού απ’ την ενέργειά του ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα δικά του, αλλού˙ « τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια ». Και αντιφάσκει ολοφάνερα στον εαυτό του και δεν το κατανοεί, αφού είναι πάντα διαφορετικό αυτό που φανερώνει από εκείνο που φανερώνεται.
321. Λέγοντας πως « φανερώνει τη δύναμη η ενέργεια », λέει πάλι˙ δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια. Κι επειδή βλασφημεί και σ’ αυτά σε μεγάλο βαθμό, λέγοντας πως « είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη κι είναι η ουσία του η ενέργειά του », θα φανερώσουμε με απόφαση της ιεράς Εκκλησίας πως παρανομεί κι είναι ασεβής ο Θωμάς. Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος˙ «είναι ενδεικτικά της δύναμης και της σοφίας και της τέχνης, κι όχι της ίδιας της ουσίας, τα ποιήματα και δεν παριστάνουν αναγκαστικά ούτε και ολόκληρη τη δύναμη του δημιουργού, καθώς ενδέχεται να μην εναπέθεσε κάποια φορά ο τεχνίτης ολόκληρη την ισχύ του στις ενέργειες, αλλά να χρησιμοποίησε ελαττωμένους πολλές φορές στα έργα της τέχνης τους τόνους. Αλλά κι αν έχη ανακινήσει ολόκληρη τη δύναμη στο έργο, θα αναμετράται κι έτσι η ισχύς του μέσα απ’ τα έργα, και δεν θα καταλαμβάνεται, όποια κι αν είναι τέλος πάντων, η ουσία » ( Κατά Ευνομίου Β΄).
321 α. Και πάλι˙ « λέμε πως γνωρίζουμε τη μεγαλειότητα του Θεού και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και την πρόνοια, με την οποία μας επιμελείται, και το δίκαιο της κρίσης του , κι όχι την ίδια την ουσία. Αλλ’ είναι απλός, λένε, ο Θεός, κι ό,τι κι αν απαριθμήσης δικό του, γνωρίζεις την ουσία. Κι είναι ένα σόφισμα αυτό με μύριες ατοπίες. Γιατί ενώ είναι τόσα πολλά τα απαριθμημένα όντα, ποιο απ’ όλα τα ονόματα είναι της μιάς ουσίας ; και ισοδυναμούν αναμεταξύ τους το φοβερό του και το φιλάνθρωπο και το δίκαιο και το δημιουργικό, το προγνωστικό και το ανταποδοτικό, το μεγαλειώδες και το προνοητικό, ή όποιο ακριβώς κι αν πούμε απ’ αυτά, δεν φανερώνουμε την ουσία; Γιατί αν λένε αυτό ακριβώς, ας μη ρωτάν αν γνωρίζουμε την ουσία του Θεού, αλλά να ζητούν να μάθουν από μας, αν γνωρίζουμε πως είναι φοβερός ο Θεός ή δίκαιος ή φιλάνθρωπος˙ αυτά ομολογούμε πως γνωρίζουμε. Κι αν λένε πως είναι κάτι άλλο η ουσία, ας μη μας παραλογίζουν με την απλότητα, γιατί αυτοί ομολόγησαν πως είναι άλλο και άλλο και η ουσία και το καθένα απ’ τα απαριθμημένα. Αλλ’ είναι μεν οι ενέργειες ποικίλες, η δε ουσία απλή. Κι εμείς λέμε πως γνωρίζουμε απ’ τις ενέργειες τον Θεό μας, και δεν βεβαιώνουμε πως προσεγγίζουμε την ουσία του˙ γιατί οι μεν ενέργειές του κατεβαίνουν προς εμάς, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » ( Μεγ. Βασιλείου, Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ).
322. Λέει έτσι ο Θωμάς τα αντίθετα στην ιερά αλήθεια και τους θεοσόφους αγίους και προφανώς ασεβεί και αιρετικά φρονεί και περιφέρει τόσο πολύ εσκοτισμένη από δυσπιστία τη διάνοιά του, ώστε να μην αισθάνεται πως αναιρεί και τα δικά του. Γιατί λέει˙ « δεν είναι άρα διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ». Και συμπληρώνει μετά˙ « δεν υπάρχουν ο νούς κι η θέληση ως δυνάμεις, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό ». Και δεν χρειάζονται προφανώς έλεγχο αυτά, αλλ’ ή να κλάψης ή να γελάσης.
323. «Το έσχατο τέλος, στο οποίο οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, είναι η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ». Αποδείξαμε πως είναι μεγάλη ασέβεια προηγουμένως το να νομίζης πως θεωρείται ή καταλαμβάνεται από οποιαδήποτε κτιστή φύση η ουσία του Θεού. Νομίζει δε τώρα πως ταυτίζεται, μ’ αυτά που λέει, η χάρη του Θεού και η ουσία του και πως μεταλαμβάνεται, αλλά και γνωρίζεται, αλλίμονο, η ουσία του Θεού όχι μόνο στους αγγέλους αλλά και σε μας˙ γιατί λέγοντας πως « οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος στην κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ο άνθρωπος » και θέλοντας να γνωρίσουμε πως είναι κατ’ εξοχήν βλάσφημος και αιρετικός, λέει˙ « δεν μπορεί να θεωρείται με τον νου σε κάποιο κτιστό είδος η θεία ουσία, γι’ αυτό κι είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν την ίδια την ουσία τη θεία ουσία ο νους, ώστε να είναι ένα σ’ αυτήν τη θεωρία η θεία ουσία, και το ορώμενο και αυτό στο οποίο οράται ».
324. Και τα νομίζει έτσι όλα ουσία του Θεού, ο δυστυχής˙ γι’ αυτό και λέει πάλι πως « νοεί μέσα απ’ τη δική του ουσία την ουσία του ο ίδιος ο Θεός κι είναι ο ίδιος η μακαριότητά του. Γινόμαστε κατ’ εξοχήν όμοιοι λοιπόν σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεωρία με τον Θεό και μετέχουμε στη μακαριότητά του, γι’ αυτό και λέγεται στην Α΄ του Ιωάννη˙ « όταν δε φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα και οψόμεθα αυτόν, καθώς εστίν » ( Α΄Ιωάν. γ΄2 ). Μακριά από μας αυτή η αναισθησία κι η αίρεση, ας μη γίνη να πλανηθή να εισέλθη σε τέτοιες έννοιες κάποιος απ’ τους χριστιανούς, ότι είναι δυνατόν να συμβή να νομίσουμε ποτέ απ’ αυτήν την αποστολική ρήση πως θα ομοιωθούμε, ή εμείς ή οι άγγελοι, προς τον Θεό κατ’ ουσίαν˙ αλλ’ έτσι πιστεύουμε, όπως ήδη αποδείξαμε, πως αν συμπάσχουμε, θα συνδοξασθούμε με τον Χριστό˙ και πως γινόμαστε σύμμορφοι με τη δόξα του Χριστού, ενώ πως θα γίνουμε όμοιοι με τη θεία ουσία του δεν το λέει κανείς απ’ τους αγίους, ούτε και μαρτυρά η ιερή αλήθεια, πως θα ομοιωθή κατ’ ουσίαν με την απερινόητη και πάνω από κάθε όρο και λόγο θεία ουσία η κτιστή φύση, που είναι φρόνημα αιρετικό και ασεβές, όπως προαποδείξαμε.
325. Το δε « και οψόμεθα αυτόν » όχι τί είναι, αλλά « καθώς εστι »˙ είναι φανερό, πως δεν θα δούμε την ουσία, γιατί αυτό δηλώνει το τί είναι, αλλά τα περί την ουσία ( αλλ’ αυτά που είναι γύρω απ’ την ουσία ), γιατί αυτό δηλώνει το καθώς είναι. Είναι όμοιο με το πάθος του ελεεινού Ευνόμιου, αυτό που πάσχει ο δυστυχής Θωμάς˙ γιατί νομίζοντας κι εκείνος πως είναι όλα όσα λέγονται πως οπωσδήποτε υπάρχουν περί τον Θεό ή στον Θεό ουσία του Θεού, έλεγε κακώς πως είναι και η αγενησία του Θεού ουσία, προς τον οποίον και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ το αγένητο του Θεού φανερώνει το πώς είναι η ουσία του Θεού, κι όχι το τί είναι, κι έχει μεγάλη διαφορά το τί είναι απ’ το πώς είναι ( Κατά Ευνομίου Ε΄).
326. Έτσι πρέπει λοιπόν να ειπωθή και προς τον Θωμά˙ το καθώς είναι φανερώνει τη λαμπρότητα, τη δόξα, τη βασιλεία, τη διανομή των θείων δωρεών και τα άλλα παρόμοια˙ το δε τί είναι μένει και έτσι ανεπινόητο˙ γι’ αυτό και είναι ανόητο και αιρετικό να νομίζουμε το ότι θα τον γνωρίσουμε καθώς είναι, ως ότι θα τον γνωρίσουμε τί είναι. Γιατί είναι άλλο το καθώς κι άλλο το τί και μεγάλη η μεταξύ τους διαφορά. Παραλογίζεται άρα ο Θωμάς, δεν ξεύρω, είτε εκούσια είτε ακούσια, και κακώς συνάγει δήθεν εκ της ιεράς Γραφής τα αιρετικά.
327. Κι ας πιάσουμε ( αψώμεθα ) εμείς πάλι τα προκείμενα, για να δείξουμε πώς νομίζει όλα τα περί τον Θεό ουσία του Θεού και πέφτει μέσα σε πολλές αιρέσεις κακοδοξιών ο Θωμάς. Λέει, ότι « θεωρεί μέσα από τη θεία ουσία τη θεία ουσία ο νούς ». Μετά, πως « οδηγείται » σ’ αυτήν τη θεωρία « με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ». Κι ακόμα, πως « είναι αδύνατο να ανέλθη στο να θεωρή τη θεία ουσία χωρίς τη θεία ενέργεια ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να ανέλθη στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς την ενέργεια του Θεού ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να φθάσης στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς τη θεία δωρεά ». Και λέει, χωρίς να φείδεται ( αφήνει απείραχτο…) ούτε το θείο και υπερφυές φως ο εσκοτισμένος, πως « χρειάζεται κάποιαν επίρροια ( εισροή ) του θείου φωτός ο κτιστός νους, ώστε να οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « χρειάζεται να μετεωρισθή στην τοιουτοτρόπως τίμια θεωρία με κάποιαν επίρροια ( επιρροή…) της θείας αγαθότητας ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο το να βλέπης την ουσία του Θεού, χωρίς να έχη γίνει και η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ; - η νοεί ) ».
328. Τα δέχεται έτσι όλα αντί για τη θεία ουσία και νομίζει όλα τα περί τον Θεό θεία ουσία κι όλες τις θείες μετοχές ουσία του Θεού˙ γι’ αυτό και λογαριάζει τα μετέχοντα λογικά θεούς και φτάνει γρήγορα απ’ το « όμοιοι αυτώ εσώμεθα » στο κατ’ ουσίαν, κι επιχειρεί με παρρησία να παραστήση με λόγους και με γράμματα ένα πράγμα που αντιτίθεται σε όλους τους αγίους και συμφωνεί με πολλές αιρέσεις, λέγοντας˙ « αυτό που υφίσταται έτσι ( το ούτως υφεστώς ), ώστε να είναι είδος μοναδικό ( μόνο ), μπορεί να είναι και είδος ενός άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Και πάλι˙ « στο Θ΄ των Παροιμιών τρώνε και πίνουν στην τράπεζα του Θεού, αυτοί που απολαμβάνουν την ίδια ευδαιμονία, με την οποία είναι μακάριος κι ο Θεός, θεωρώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον ορά κι ο ίδιος τον εαυτό του ». Τόσο πολύ νομίζει πως θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό κατ’ ουσίαν και με τόσο μεγάλη αναίδεια προχωρά ενάντια στους αγίους και την ιερά Εκκλησία.
Συνεχίζεται
319. Επιθυμούν φυσικώς να ζουν όλα όσα ζουν, και τα λογικά και τα άλογα, αλογώτατε, και μηχανεύονται πολλά στο να διαφεύγουν τον θάνατο και οι αλογόμυγες και τα ψάρια και κάθε τι που ζη. Τί λες λοιπόν, επειδή επιθυμούν να ζούν, δεν πεθαίνουν ; είναι τυφλότητα να το λες αυτό˙ έτσι δεν είναι και αναγκαίο να βλέπουν τα νοερά την ουσία του Θεού, διότι την επιθυμούν˙ απ’ τη φύση τους επιθυμούν μεν τα νοερά, ( ει και τούτο δοίημεν ) να γνωρίζουν την ουσία του Θεού, αλλά κατά ένα διαφορετικό είδος πρόνοιας, ώστε να έχουν ακίνητες τις εφέσεις και τις κινήσεις προς τον άπειρο Θεό και να φωτίζονται και να καταλάμπωνται και να κατατρυφούν στη θεία γνώση και να τρέφωνται, κι όχι για να δούν την ουσία του Θεού, που την γνωρίζει μόνη η Τριάδα, όπως αποδείξαμε ήδη με τις μαρτυρίες των αγίων.[Γι' αυτό καί ο φυσει έρως είναι πρός τόν θάνατον.Αλλο πράγμα είναι ο Θείος έρως]
320. Θα προσφέρης δήθεν εσύ να είναι εύκολα γνωστικοί όλοι οι άνθρωποι, και σοφοί, και πλούσιοι, κι ισχυροί, γιατί τα επιθυμούν απ’ τη φύση τους αυτά όλοι. Κι αν τα επιθυμούν όμως όλοι, δεν τα απολαμβάνουν και όλοι˙ είναι ψέμμα άρα το να λες απλά πως δεν υπάρχει μάταια η φυσική έφεση. « Δεν είναι κάτι διαφορετικό η δύναμη του Θεού απ’ την ενέργειά του ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, έχοντας ξεχάσει τα δικά του, αλλού˙ « τη δύναμη τη φανερώνει η ενέργεια ». Και αντιφάσκει ολοφάνερα στον εαυτό του και δεν το κατανοεί, αφού είναι πάντα διαφορετικό αυτό που φανερώνει από εκείνο που φανερώνεται.
321. Λέγοντας πως « φανερώνει τη δύναμη η ενέργεια », λέει πάλι˙ δεν είναι διαφορετικό στον Θεό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια. Κι επειδή βλασφημεί και σ’ αυτά σε μεγάλο βαθμό, λέγοντας πως « είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη κι είναι η ουσία του η ενέργειά του », θα φανερώσουμε με απόφαση της ιεράς Εκκλησίας πως παρανομεί κι είναι ασεβής ο Θωμάς. Λέει λοιπόν ο Μέγας Βασίλειος˙ «είναι ενδεικτικά της δύναμης και της σοφίας και της τέχνης, κι όχι της ίδιας της ουσίας, τα ποιήματα και δεν παριστάνουν αναγκαστικά ούτε και ολόκληρη τη δύναμη του δημιουργού, καθώς ενδέχεται να μην εναπέθεσε κάποια φορά ο τεχνίτης ολόκληρη την ισχύ του στις ενέργειες, αλλά να χρησιμοποίησε ελαττωμένους πολλές φορές στα έργα της τέχνης τους τόνους. Αλλά κι αν έχη ανακινήσει ολόκληρη τη δύναμη στο έργο, θα αναμετράται κι έτσι η ισχύς του μέσα απ’ τα έργα, και δεν θα καταλαμβάνεται, όποια κι αν είναι τέλος πάντων, η ουσία » ( Κατά Ευνομίου Β΄).
321 α. Και πάλι˙ « λέμε πως γνωρίζουμε τη μεγαλειότητα του Θεού και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και την πρόνοια, με την οποία μας επιμελείται, και το δίκαιο της κρίσης του , κι όχι την ίδια την ουσία. Αλλ’ είναι απλός, λένε, ο Θεός, κι ό,τι κι αν απαριθμήσης δικό του, γνωρίζεις την ουσία. Κι είναι ένα σόφισμα αυτό με μύριες ατοπίες. Γιατί ενώ είναι τόσα πολλά τα απαριθμημένα όντα, ποιο απ’ όλα τα ονόματα είναι της μιάς ουσίας ; και ισοδυναμούν αναμεταξύ τους το φοβερό του και το φιλάνθρωπο και το δίκαιο και το δημιουργικό, το προγνωστικό και το ανταποδοτικό, το μεγαλειώδες και το προνοητικό, ή όποιο ακριβώς κι αν πούμε απ’ αυτά, δεν φανερώνουμε την ουσία; Γιατί αν λένε αυτό ακριβώς, ας μη ρωτάν αν γνωρίζουμε την ουσία του Θεού, αλλά να ζητούν να μάθουν από μας, αν γνωρίζουμε πως είναι φοβερός ο Θεός ή δίκαιος ή φιλάνθρωπος˙ αυτά ομολογούμε πως γνωρίζουμε. Κι αν λένε πως είναι κάτι άλλο η ουσία, ας μη μας παραλογίζουν με την απλότητα, γιατί αυτοί ομολόγησαν πως είναι άλλο και άλλο και η ουσία και το καθένα απ’ τα απαριθμημένα. Αλλ’ είναι μεν οι ενέργειες ποικίλες, η δε ουσία απλή. Κι εμείς λέμε πως γνωρίζουμε απ’ τις ενέργειες τον Θεό μας, και δεν βεβαιώνουμε πως προσεγγίζουμε την ουσία του˙ γιατί οι μεν ενέργειές του κατεβαίνουν προς εμάς, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » ( Μεγ. Βασιλείου, Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον ).
322. Λέει έτσι ο Θωμάς τα αντίθετα στην ιερά αλήθεια και τους θεοσόφους αγίους και προφανώς ασεβεί και αιρετικά φρονεί και περιφέρει τόσο πολύ εσκοτισμένη από δυσπιστία τη διάνοιά του, ώστε να μην αισθάνεται πως αναιρεί και τα δικά του. Γιατί λέει˙ « δεν είναι άρα διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ». Και συμπληρώνει μετά˙ « δεν υπάρχουν ο νούς κι η θέληση ως δυνάμεις, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό ». Και δεν χρειάζονται προφανώς έλεγχο αυτά, αλλ’ ή να κλάψης ή να γελάσης.
323. «Το έσχατο τέλος, στο οποίο οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος, είναι η κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ». Αποδείξαμε πως είναι μεγάλη ασέβεια προηγουμένως το να νομίζης πως θεωρείται ή καταλαμβάνεται από οποιαδήποτε κτιστή φύση η ουσία του Θεού. Νομίζει δε τώρα πως ταυτίζεται, μ’ αυτά που λέει, η χάρη του Θεού και η ουσία του και πως μεταλαμβάνεται, αλλά και γνωρίζεται, αλλίμονο, η ουσία του Θεού όχι μόνο στους αγγέλους αλλά και σε μας˙ γιατί λέγοντας πως « οδηγείται με τη βοήθεια της θείας χάριτος στην κατ’ ουσίαν θεωρία του Θεού ο άνθρωπος » και θέλοντας να γνωρίσουμε πως είναι κατ’ εξοχήν βλάσφημος και αιρετικός, λέει˙ « δεν μπορεί να θεωρείται με τον νου σε κάποιο κτιστό είδος η θεία ουσία, γι’ αυτό κι είναι ανάγκη, αν πρέπη να οράται η ουσία του Θεού, να βλέπη μέσα απ’ αυτήν την ίδια την ουσία τη θεία ουσία ο νους, ώστε να είναι ένα σ’ αυτήν τη θεωρία η θεία ουσία, και το ορώμενο και αυτό στο οποίο οράται ».
324. Και τα νομίζει έτσι όλα ουσία του Θεού, ο δυστυχής˙ γι’ αυτό και λέει πάλι πως « νοεί μέσα απ’ τη δική του ουσία την ουσία του ο ίδιος ο Θεός κι είναι ο ίδιος η μακαριότητά του. Γινόμαστε κατ’ εξοχήν όμοιοι λοιπόν σύμφωνα μ’ αυτήν τη θεωρία με τον Θεό και μετέχουμε στη μακαριότητά του, γι’ αυτό και λέγεται στην Α΄ του Ιωάννη˙ « όταν δε φανερωθή, όμοιοι αυτώ εσόμεθα και οψόμεθα αυτόν, καθώς εστίν » ( Α΄Ιωάν. γ΄2 ). Μακριά από μας αυτή η αναισθησία κι η αίρεση, ας μη γίνη να πλανηθή να εισέλθη σε τέτοιες έννοιες κάποιος απ’ τους χριστιανούς, ότι είναι δυνατόν να συμβή να νομίσουμε ποτέ απ’ αυτήν την αποστολική ρήση πως θα ομοιωθούμε, ή εμείς ή οι άγγελοι, προς τον Θεό κατ’ ουσίαν˙ αλλ’ έτσι πιστεύουμε, όπως ήδη αποδείξαμε, πως αν συμπάσχουμε, θα συνδοξασθούμε με τον Χριστό˙ και πως γινόμαστε σύμμορφοι με τη δόξα του Χριστού, ενώ πως θα γίνουμε όμοιοι με τη θεία ουσία του δεν το λέει κανείς απ’ τους αγίους, ούτε και μαρτυρά η ιερή αλήθεια, πως θα ομοιωθή κατ’ ουσίαν με την απερινόητη και πάνω από κάθε όρο και λόγο θεία ουσία η κτιστή φύση, που είναι φρόνημα αιρετικό και ασεβές, όπως προαποδείξαμε.
325. Το δε « και οψόμεθα αυτόν » όχι τί είναι, αλλά « καθώς εστι »˙ είναι φανερό, πως δεν θα δούμε την ουσία, γιατί αυτό δηλώνει το τί είναι, αλλά τα περί την ουσία ( αλλ’ αυτά που είναι γύρω απ’ την ουσία ), γιατί αυτό δηλώνει το καθώς είναι. Είναι όμοιο με το πάθος του ελεεινού Ευνόμιου, αυτό που πάσχει ο δυστυχής Θωμάς˙ γιατί νομίζοντας κι εκείνος πως είναι όλα όσα λέγονται πως οπωσδήποτε υπάρχουν περί τον Θεό ή στον Θεό ουσία του Θεού, έλεγε κακώς πως είναι και η αγενησία του Θεού ουσία, προς τον οποίον και λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ το αγένητο του Θεού φανερώνει το πώς είναι η ουσία του Θεού, κι όχι το τί είναι, κι έχει μεγάλη διαφορά το τί είναι απ’ το πώς είναι ( Κατά Ευνομίου Ε΄).
326. Έτσι πρέπει λοιπόν να ειπωθή και προς τον Θωμά˙ το καθώς είναι φανερώνει τη λαμπρότητα, τη δόξα, τη βασιλεία, τη διανομή των θείων δωρεών και τα άλλα παρόμοια˙ το δε τί είναι μένει και έτσι ανεπινόητο˙ γι’ αυτό και είναι ανόητο και αιρετικό να νομίζουμε το ότι θα τον γνωρίσουμε καθώς είναι, ως ότι θα τον γνωρίσουμε τί είναι. Γιατί είναι άλλο το καθώς κι άλλο το τί και μεγάλη η μεταξύ τους διαφορά. Παραλογίζεται άρα ο Θωμάς, δεν ξεύρω, είτε εκούσια είτε ακούσια, και κακώς συνάγει δήθεν εκ της ιεράς Γραφής τα αιρετικά.
327. Κι ας πιάσουμε ( αψώμεθα ) εμείς πάλι τα προκείμενα, για να δείξουμε πώς νομίζει όλα τα περί τον Θεό ουσία του Θεού και πέφτει μέσα σε πολλές αιρέσεις κακοδοξιών ο Θωμάς. Λέει, ότι « θεωρεί μέσα από τη θεία ουσία τη θεία ουσία ο νούς ». Μετά, πως « οδηγείται » σ’ αυτήν τη θεωρία « με τη βοήθεια της θείας χάριτος ο άνθρωπος ». Κι ακόμα, πως « είναι αδύνατο να ανέλθη στο να θεωρή τη θεία ουσία χωρίς τη θεία ενέργεια ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να ανέλθη στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς την ενέργεια του Θεού ένας κτιστός νους ». Και πάλι˙ « είναι αδύνατο να φθάσης στη θεωρία της θείας ουσίας χωρίς τη θεία δωρεά ». Και λέει, χωρίς να φείδεται ( αφήνει απείραχτο…) ούτε το θείο και υπερφυές φως ο εσκοτισμένος, πως « χρειάζεται κάποιαν επίρροια ( εισροή ) του θείου φωτός ο κτιστός νους, ώστε να οράται κατ’ ουσίαν ο Θεός ». Κι ακόμα˙ « χρειάζεται να μετεωρισθή στην τοιουτοτρόπως τίμια θεωρία με κάποιαν επίρροια ( επιρροή…) της θείας αγαθότητας ο κτιστός νους ». Κι ακόμα˙ « είναι αδύνατο το να βλέπης την ουσία του Θεού, χωρίς να έχη γίνει και η ίδια η θεία ουσία είδος του νου, που την νοεί ( ; - η νοεί ) ».
328. Τα δέχεται έτσι όλα αντί για τη θεία ουσία και νομίζει όλα τα περί τον Θεό θεία ουσία κι όλες τις θείες μετοχές ουσία του Θεού˙ γι’ αυτό και λογαριάζει τα μετέχοντα λογικά θεούς και φτάνει γρήγορα απ’ το « όμοιοι αυτώ εσώμεθα » στο κατ’ ουσίαν, κι επιχειρεί με παρρησία να παραστήση με λόγους και με γράμματα ένα πράγμα που αντιτίθεται σε όλους τους αγίους και συμφωνεί με πολλές αιρέσεις, λέγοντας˙ « αυτό που υφίσταται έτσι ( το ούτως υφεστώς ), ώστε να είναι είδος μοναδικό ( μόνο ), μπορεί να είναι και είδος ενός άλλου, εφόσον είναι τέτοιο το είναι του, ώστε να μπορή να μετέχεται από ένα άλλο ». Και πάλι˙ « στο Θ΄ των Παροιμιών τρώνε και πίνουν στην τράπεζα του Θεού, αυτοί που απολαμβάνουν την ίδια ευδαιμονία, με την οποία είναι μακάριος κι ο Θεός, θεωρώντας τον μ’ αυτόν τον τρόπο, με τον οποίον ορά κι ο ίδιος τον εαυτό του ». Τόσο πολύ νομίζει πως θα γίνουμε όμοιοι με τον Θεό κατ’ ουσίαν και με τόσο μεγάλη αναίδεια προχωρά ενάντια στους αγίους και την ιερά Εκκλησία.
Συνεχίζεται
ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΥΝΑΝΤΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΕΡΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ "ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΟΥΣ" ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΑΚΤΙΣΤΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΠΟΥ ΞΕΓΥΜΝΩΝΕΙ ΤΗΝ ΠΑΠΙΚΗ ΑΝΕΚΔΟΤΟΛΟΓΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου