Ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἄρτων (Κυριακὴ Η´Ματθαίου, Ματθ. ιδ´ 14-22) [1]
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
«Ὁμιλίες Δ´ – Κυριακοδρόμιο», ἐκδ. Πέτρου Μπότση, 2012)
«Γιατί
ἆραγε ὁ Κύριος δὲν μετέτρεψε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ
σατανᾶς, ἀλλὰ ἀργότερα πολλαπλασίασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τεράστια
ποσότητα;»
. Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος,
εἶναι ἀπαραίτητα. Δὲν κάνει τίποτα ἄσκοπο, τίποτα ὑπερβολικό, τίποτα ποὺ
νὰ μὴ χρειάζεται. Γιατί μερικοὶ ἄνθρωποι περιφέρονται τόσο ἄσκοπα καὶ
κάνουν τόσο ἀδιάφορα πράγματα; Ἐπειδὴ δὲν εἶναι βέβαιοι γιὰ τὸν σκοπὸ
τῆς ζωῆς τους, γιὰ τὸν προορισμὸ τοῦ ἐπίγειου ταξιδιοῦ τους. Γιατί
μερικοὶ ἄνθρωποι ὑπερφορτώνονται μὲ ἄσκοπες ὑποχρεώσεις, προβαίνουν σὲ
ὑπερβολικὲς ἐνέργειες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ μὴν μποροῦν νὰ κινοῦνται
ἐλεύθερα κάτω ἀπὸ τέτοιο βάρος ὑποχρεώσεων; Ἐπειδὴ δὲν γνωρίζουν τὸ ἕνα
πράγμα, «οὗ ἐστι χρεία».
. Γιὰ νὰ βοηθήσει ὁ Κύριος
τὸν ἄνθρωπο νὰ μαζέψει τὸν διασκορπισμένο νοῦ του, νὰ θεραπεύσει τὴ
διχασμένη καρδιά του καὶ νὰ συγκροτήσει τὴν ἀνεξέλεγκτη δύναμή του,
ἀποκάλυψε τὸν ἕνα καὶ μοναδικὸ στόχο ποὺ εἶναι ἀπαραίτητος: τὴν Βασιλεία
τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἄσκοπη εἶναι ἀλήθεια ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγωνίζεται
νὰ ἐπιτύχει διάφορους στόχους! Πόσο ἀναίσθητη εἶναι ἡ διχασμένη καρδιά!
Πόσο ἀδύναμη εἶναι ἡ θέληση, ὅταν ἡ δύναμή της κατακερματίζεται!
. Ἑνός ἐστι χρεία. Μόνο ἕνα
πράγμα μᾶς χρειάζεται: ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ θαυματουργὸς Χριστὸς
προσπάθησε νὰ στρέψει τὰ μάτια καὶ τὴν προσοχὴ ὅλων τῶν ἀνθρώπων πρὸς
αὐτὸν τὸν προορισμό. Ὅποιος σκέφτεται ἔτσι, ἔχει ἕνα μόνο στόχο: τὸν
Θεό. Ἕνα αἴσθημα: τὴν ἀγάπη. Μία νοσταλγία: νὰ πλησιάσει τὸν Θεό.
Μακάριος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔφτασε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς
ἔχει γίνει σὰν τὸ φακὸ ποὺ συγκεντρώνει τὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου γιὰ νὰ
δημιουργήσει φωτιά.
. Τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ
Χριστὸς στὴ Μάρθα, «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά• ἑνὸς
δέ ἐστι χρεία» (Λούκ. ι´ 41, 42), ἦταν στὴν πραγματικότητα ἕνας ἔλεγχος,
μία προειδοποίηση στὸν κόσμο ὁλόκληρο. Κι αὐτὸ τὸ ἕνα ποὺ ἔχουμε
πραγματικὴ ἀνάγκη, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (βλ. Ματθ. ϛ´ 33). Γιὰ ὅλα
ὅσα εἶπε καὶ ἔκανε ὁ Κύριος, εἶχε στὸν νοῦ του τὸν στόχο αὐτό. Ἐκεῖ εἶχε
συγκεντρωθεῖ ὅλη ἡ φλόγα, ποὺ φωτίζει τοὺς ταξιδιῶτες ἐκείνους ποὺ
περιφέρονται γύρω ἀπὸ τὶς χαράδρες καὶ τοὺς ἀνεμοστρόβιλους τῆς
πρόσκαιρης αὐτῆς ζωῆς.
. Ὅλα ὅσα κάνει ὁ Ὕψιστος,
εἶναι ἀπαραίτητα. Τὰ πάντα γίνονται μ᾽ αὐτὸν τὸν ὕψιστο, τὸ μοναδικὸ
στόχο. Ὅλα εἶναι ἀπαραίτητα, τόσο τὰ λόγια ποὺ λέει ὅσο καὶ τὰ ἔργα ποὺ
κάνει. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀργὸς λόγος, οὔτε ἕνα ἀχρείαστο ἔργο. Καὶ
πόσο καρποφόρα ἦταν τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα Του! Πόσα ἑκατομμύρια φορὲς
ἔχει καρποφορήσει κάθε λόγος καὶ κάθε Του πράξη, ὣς τὶς μέρες μας! Πόσο
γλυκός, εὐωδιαστὸς καὶ ζωογόνος εἶναι ὁ καρπὸς αὐτός!
. Γιατί ὁ Κύριος δὲν
μετέτρεψε τὶς πέτρες σὲ ψωμιά, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησε ὁ σατανᾶς; Σὲ δύο
μεταγενέστερες περιπτώσεις, ὅταν γύρω του ὑπῆρχε ἕνα πεινασμένο πλῆθος,
πολλαπλασίασε τὸ λίγο ψωμὶ σὲ μία τεράστια ποσότητα, ὥστε μετὰ τὴ
διατροφὴ τοῦ πλήθους, περίσσεψε περισσότερο ψωμὶ ἀπ᾽ ὅσο ἦταν ἀρχικά. Τὸ
πρῶτο θαῦμα ὅμως (ἡ μετατροπὴ τῶν λίθων σὲ ψωμί), ἦταν κάτι ἀδόκιμο,
ἀνάρμοστο, ἄτοπο. Τὸ δεύτερο θαῦμα (ὁ πολλαπλασιασμὸς τῶν ἄρτων) ἦταν
κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
. Γιατί ὁ Κύριος δὲν ἔδωσε
«σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ» στοὺς Φαρισαίους, ὅταν τοῦ τὸ ζήτησαν; Δὲν
ἔδωσε τέτοια σημεῖα ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὲ ἀμέτρητες περιπτώσεις, ὅπως σὲ
θαύματα-θεραπεῖες ἄρρωστων, λεπρῶν, δαιμονισμένων, δὲν ἀνέστησε νεκρούς;
Κάθε σημεῖο ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στοὺς φθονεροὺς Φαρισαίους ὅμως θὰ ἦταν
ἀνάρμοστο, ἀκατάλληλο καὶ ὑπερβολικό, ἐνῶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις θὰ ἦταν
κατάλληλο, ἀπαραίτητο καὶ ταιριαστό.
Μόνο οἱ δαίμονες κι οἱ ἁμαρτωλοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ θαύματα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ κι ἀχρείαστα, ὄχι ἀπαραίτητα»
. Γιατί ὁ Κύριος δὲν
μετακίνησε ὄρη ἀπὸ ἕνα σημεῖο σὲ ἄλλο ἢ δὲν τὰ ἔριξε στὴν θάλασσα; Θὰ
μποροῦσε νὰ τὸ κάνει κι αὐτό, δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία. Γιατί λοιπὸν δὲν τὸ
ἔκανε; Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ διατάξει τὴν τρικυμισμένη θάλασσα καὶ νὰ
γαληνέψει, τοὺς ἀνέμους καὶ νὰ ἠρεμήσουν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ
μετακινήσει ὄρη καὶ νὰ τὰ ρίξει στὴν θάλασσα. Ποιό σκοπὸ ὅμως θὰ εἶχε
ὑπηρετήσει ἔτσι; Κανέναν. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Κύριος δὲν ἔκανε τέτοιο θαῦμα.
Ὑπῆρχε ὅμως μεγάλη ἀνάγκη νὰ γαληνέψει ἡ θάλασσα καὶ νὰ ἠρεμήσει ὁ
ἄνεμος, γιατί ὑπῆρχαν ἄνθρωποι ποὺ ἔκραζαν γιὰ βοήθεια, ἐπειδὴ
κινδύνευαν νὰ πνιγοῦν.
. Μόνο οἱ δαίμονες κι οἱ
ἁμαρτωλοὶ ζητοῦν ἀπὸ τὸν Χριστὸ θαύματα ποὺ εἶναι ὑπερβολικὰ κι
ἀχρείαστα, ὄχι ἀπαραίτητα. Προσέξτε τί ἀνόητα πράγματα ζήτησε ὁ σατανᾶς
ἀπὸ τὸν Κύριο: νὰ μετατρέψει τὶς πέτρες σὲ ψωμιὰ στὴν ἔρημο, νὰ πηδήσει
κάτω ἀπὸ τὸ πτερύγιο τοῦ ναοῦ! Κοιτάξτε τώρα καὶ τοὺς σκληροτράχηλους
ἁμαρτωλούς, τοὺς Φαρισαίους. Εἶχαν δεῖ πολλὰ θαύματα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τά
᾽κανε ὅλα γιὰ νὰ βοηθήσει τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τοῦ ζητοῦσαν ἔπειτα νὰ
κάνει κάποια ἄσκοπα κι ἀνώφελα θαύματα, ὅπως τὸ νὰ ρίξει κάποιο βουνὸ
στὴν θάλασσα! Ὁ Κύριος ἀρνιόταν νὰ κάνει τέτοια θαύματα, νὰ ἱκανοποιήσει
τέτοιες ἀπαιτήσεις τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ὑποκριτῶν. Ποτὲ ὅμως δὲν
ἀρνήθηκε νὰ κάνει θαύματα ποὺ ἦταν ἀπαραίτητα, ἐπειδὴ ὑπηρετοῦσαν τὴν
σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
* * *
. Τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο
περιγράφει ἕνα τέτοιο ἀπαραίτητο καὶ χρήσιμο θαῦμα: τὸν πολλαπλασιασμὸ
τῶν ἄρτων στὴν ἔρημο. Αὐτὴ δὲν ἦταν κάποια ἀκατοίκητη ἔρημος, μία ἔρημος
ὅπου μόνο ὁ διάβολος κατοικοῦσε. Ἦταν μία ἔρημος ὅπου βρέθηκαν πάνω ἀπὸ
δέκα χιλιάδες πεινασμένοι ἄνθρωποι. Τὸ συμπέρασμα γιὰ τὸν ἀριθμό τους
προκύπτει ἀπ᾽ ὅσα γράφει ὁ εὐαγγελιστής, πὼς τὸ πλῆθος ἦταν πέντε
χιλιάδες ἄντρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίσει τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
. «Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς
εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾽ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς
ἀρρώστους αὐτῶν» (Ματθ. ιδ´ 14). Αὐτὸ ἔγινε τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ βασιλιὰς
Ἡρώδης εἶχε ἀποκεφαλίσει τὸν Ἰωάννη τὸν Βαπτιστή. Κι ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτὸ
ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε σ᾽ ἕνα πλοῖο κι ἀναχώρησε «εἰς ἔρημον τόπον κατ᾽
ἰδίαν» (Ματθ. ιδ´ 13). Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ ἀναφέρουν καὶ οἱ τέσσερις
εὐαγγελιστές. Μερικοὶ ἀναφέρουν περισσότερες λεπτομέρειες, ἄλλοι
λιγότερες. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἰωάννη, ὁ Κύριος μπῆκε στὸ πλοῖο κοντὰ στὴν
Τιβεριάδα καὶ πέρασε στὸ ἀπέναντι μέρος τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας, ποὺ
ὀνομάζεται καὶ θάλασσα τῆς Τιβεριάδας. Ὁ Λουκᾶς λέει πὼς «ὑπεχώρησε κατ᾽
ἰδίαν εἰς τόπον ἔρημον πόλεως καλούμενης Βηθσαϊδᾶ» (θ´ 10).
. Τὸ συνήθιζε ὁ Κύριος ν᾽
ἀποσύρεται συχνὰ στὴν ἔρημο, σὲ ἐρημικὲς τοποθεσίες καὶ σὲ βουνά. Τὸ
ἔκανε αὐτὸ γιὰ τρεῖς λόγους: Πρῶτον, γιὰ νὰ κάνει σύντομα διαλείμματα
ἀπὸ τὶς ἐντατικὲς καὶ πολυσχιδεῖς δραστηριότητές Του, ὥστε νὰ χωνέψουν
κι οἱ ἄνθρωποι τὶς διδαχές Του καὶ τὰ θαύματα ποὺ εἶχε κάνει. Δεύτερον,
γιὰ νὰ δώσει τὸ παράδειγμα στοὺς ἀποστόλους καὶ σὲ μᾶς πὼς εἶναι
ἀπαραίτητο ν᾽ ἀποσυρόμαστε, νὰ εἰσερχόμαστε στὸ ταμιεῖο μας (Ματθ. ϛ´
6), γιὰ νὰ παραμένουμε στὴν προσευχὴ μόνοι μας μὲ τὸν Θεό. Ἡ ἡσυχία κι ἡ
σιωπὴ καθαρίζουν τὸν ἄνθρωπο, τοῦ διδάσκουν τὴν ὑποταγὴ στὸν Θεὸ καὶ
τοῦ χαρίζουν πνευματικὴ διαύγεια καὶ δύναμη. Τρίτον, γιὰ νὰ μᾶς δείξει
πὼς ὁ καλὸς καὶ χρήσιμος ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ – «Οὐ δύναται
πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε´ 14). Ἔτσι ἔδειξε κι
ἐπισήμανε ποιὸς εἶναι ὁ πραγματικὸς τόπος γιὰ τοὺς ἐρημίτες καὶ τοὺς
μοναχούς.
. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία τὸ
ἔχει ἀποδείξει αὐτὸ χιλιάδες φορές. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνας μοναδικὸς
ἐρημίτης, ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς καὶ θαυματουργός, ποὺ νὰ κατόρθωσε νὰ
κρυφτεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Πολλοὶ ρωτᾶνε ἀναιτιολόγητα: Τί κάνει ὁ
μοναχὸς στὴν ἔρημο; Δὲν θά ᾽ταν καλύτερα ὁ μοναχὸς νὰ μένει στὸν κόσμο,
ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ τοὺς ὑπηρετεῖ; Πῶς ὅμως μπορεῖ νὰ
φωτίσει ἕνα κερὶ ποὺ δὲν εἶναι ἀναμμένο; Ὁ μοναχὸς κουβαλάει τὴν ψυχή
του στὴν ἔρημο σὰν κερὶ ἄκαφτο. Τὴν φέρνει στὴν ἔρημο γιὰ νὰ τὴν ἀνάψει
μὲ προσευχή, μὲ νηστεία, μὲ περισυλλογὴ καὶ ἄσκηση. Ἂν κατορθώσει νὰ τὴν
ἀνάψει, τὸ φῶς Του θὰ λάμψει σ᾽ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ὁ κόσμος θὰ τὸν
ἀκολουθήσει καὶ θὰ τὸν βρεῖ, ἀκόμα κι ἂν αὐτὸς κρυφτεῖ στὴν ἔρημο, σὲ
ἀπομακρυσμένα βουνὰ ἢ σὲ ἀπρόσιτες σπηλιές. Ὄχι, ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι
ἄχρηστος. Εἶναι ἱκανὸς νὰ γίνει πολὺ πιὸ χρήσιμος στοὺς ἄλλους ἀπὸ
ὁποιονδήποτε ἄλλον. Αὐτὸ φαίνεται πολὺ καθαρὰ σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση ἀπὸ
τὸν Κύριο Ἰησοῦ. Μάταια κρυβόταν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἔρημο, γιατί
τὰ πλήθη τὸν ἔβρισκαν καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν.
. Ὁ Κύριος τοὺς κοίταξε καὶ
«ἐσπλαχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμένοι ὡς πρόβατα
μὴ ἔχοντα ποιμένα» (Ματθ. θ´ 36). Κάτω στὶς πόλεις οἱ συναγωγὲς ἦταν
γεμάτες ἀπὸ αὐτόκλητους ποιμένες, ποὺ στὴν πραγματικότητα ἦταν λύκοι μὲ
ἐμφάνιση προβάτων. Οἱ ἄνθρωποι τὸ ἤξεραν αὐτό, τὸ ἔνιωθαν, ὅπως ἤξεραν
κι ἔνιωθαν τὴν ἀμέτρητη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ γι᾽ αὐτούς. Οἱ
ἄνθρωποι ἤξεραν καὶ ἔνιωθαν πὼς ὁ Χριστὸς ἦταν ὁ μόνος Καλὸς Ποιμένας,
πὼς ἡ μέριμνά Του γι᾽ αὐτοὺς ἦταν γνήσια, στοργική. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὸν
ἀκολουθοῦσαν στὴν ἔρημο. Κι ὁ Κύριος ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Οἱ
ἄνθρωποι ἔνιωθαν πὼς τὸν χρειάζονταν τὸν Χριστό, δὲν τοῦ ζητοῦσαν νὰ
θαυματουργήσει ἀπὸ μάταιη περιέργεια, ἀλλ᾽ ἀπὸ μεγάλη ἀνάγκη. Κι ὁ
Μάρκος μᾶς λέει πὼς ἐκεῖ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκει.
. «Ὀψίας δὲ γενομένης
προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα
ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας
ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα» (Ματθ. ιδ´ 15). Ὁ Ματθαῖος δὲν μᾶς λέει τί
τὸν κρατοῦσε τόσο πολὺ μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Γράφει μόνο πὼς θεράπευσε τοὺς
ἀρρώστους. Ὁ Μάρκος τὸ συμπληρώνει αὐτὸ καὶ λέει πὼς τοὺς δίδασκε πολλὰ
πράγματα. Προσέξτε πόσο ὄμορφα συμπληρώνουν ὁ ἕνας εὐαγγελιστὴς τὸν
ἄλλο! Ὁ Κύριος συνέχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους γιὰ πολλὲς ὧρες, ὡσότου
ἄρχισε νὰ νυχτώνει. Ὅλες αὐτὲς τὶς ὧρες ὁ Κύριος δίδαξε τόσο πολλὰ στὸν
λαό, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ γεμίσει ὁλόκληρο εὐαγγέλιο. Αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ
εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὅταν ἔγραψε πὼς «οὐδὲ αὐτὸν οἶμαι τὸν κόσμον
χωρῆσαι τὰ γραφόμενα βιβλία» (Ἰωάν. κα´ 25).
. Παρατηροῦμε ὅμως καὶ τὴν
ἀγάπη τῶν μαθητῶν: Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν. Τὸ
πλῆθος πεινάει κι εἶναι ἀργὰ πιὰ γιὰ νὰ φύγουν καὶ νὰ πᾶνε στὸν τόπο του
ὁ καθένας. Τὰ σπίτια τους εἶναι μακριά. Δές, ἐδῶ ἔχουμε καὶ πολλὲς
γυναῖκες, ἔχουμε καὶ παιδιά. Πρέπει νὰ βροῦν τροφὴ ὅσο πιὸ σύντομα
γίνεται. Ἂσ᾽ τους λοιπὸν νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ βροῦν κάτι νὰ
φᾶνε.
. Ὁ Χριστὸς σίγουρα εἶναι
πιὸ εὔσπλαχνος καὶ πιὸ στοργικὸς ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Μήπως δὲν ἔνιωθε
κι ὁ ἴδιος, ὅπως οἱ μαθητές Του, πὼς οἱ ἄνθρωποι πεινοῦσαν κι ἡ νύχτα
ἦταν κοντά; Καὶ βέβαια ὁ Χριστὸς ἦταν περισσότερο ἐλεήμων καὶ στοργικὸς
ἀπὸ τοὺς μαθητές Του. Τὶς ἀνάγκες τῶν ἀνθρώπων τὶς ἔνιωθε πρὶν ἀπὸ
ἐκείνους. Στὴν ἀρχή, ὅπως λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἐπάρας οὖν ὁ
Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν,
λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι;»
(Ἰωάν. ϛ´ 5). Ἡ συζήτηση μὲ τὸν Φίλιππο ὅμως τελείωσε κι οἱ ἄνθρωποι
μαζεύτηκαν γύρω ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τοὺς ἀσθενεῖς τους. Ὁ Κύριος θεράπευσε
πρῶτα ὅλους τοὺς ἀρρώστους κι ἔπειτα ἄρχισε νὰ διδάσκει τοὺς ὄχλους. Ἡ
διδασκαλία κράτησε ὣς τὸ βράδυ. Καὶ τότε μόνο σκέφτηκαν οἱ ἀπόστολοι πὼς
οἱ ἄνθρωποι θὰ πεινοῦσαν κι ἔπρεπε νὰ φᾶνε.
. Ὁ Κύριος τὸ εἶχε προβλέψει
αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν μίλησε ὅμως, σκοπίμως. Περίμενε τοὺς ἀποστόλους
νὰ θέσουν τὸ πρόβλημα. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ δύο λόγους: πρῶτα γιὰ νὰ
τοὺς διεγείρει τὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν συμπάθεια καὶ δεύτερον γιὰ ν᾽
ἀποδείξει πόσο ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον. Τοὺς εἶπε ὁ Χριστός: «οὐ
χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν» (Ματθ. ιδ´ 16).
Γνώριζε πὼς αὐτὸ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν, ἦταν ἀδύνατο ἀνθρωπίνως νὰ
γίνει. Τὸ εἶπε ὅμως γιὰ νὰ συνειδητοποιήσουν πλήρως καὶ νὰ ὁμολογήσουν
τὴν ἀδυναμία τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπαν: «οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε
ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας» (Ματθ. ιδ´ 17). Σύμφωνα μὲ τὸν εὐαγγελιστὴ
Ἰωάννη, τὰ λιγοστὰ αὐτὰ τρόφιμα δὲν ἦταν δικά τους, ἀνῆκαν σὲ κάποιο
μικρὸ παιδὶ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ. Γράφει ὁ εὐαγγελιστής: «Ἔστι παιδάριον
ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί
ἐστιν εἰς τοσούτους;» (Ἰωάν. ϛ´ 9). Στὸν Κύριο αὐτὸ τὸ εἶπε ὁ Ἀνδρέας.
Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ πρωτόκλητος τῶν ἀποστόλων ζοῦσε τόσο καιρὸ μαζί
Του, ἀκόμα δὲν εἶχε ἑδραιωθεῖ στὴν πίστη, δὲν εἶχε τελειοποιηθεῖ. Αὐτὸ
εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ εἶπε: ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; Τὸ
ψωμὶ ἦταν κρίθινο. Κι αὐτὸ δὲν ἦταν συμπτωματικό. Σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο
Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ἀπ’ αὐτὸ μαθαίνουμε πὼς πρέπει νὰ ἱκανοποιούμαστε
μὲ ἁπλὲς τροφές, νὰ μὴν εἴμαστε ἀπαιτητικοί. «Ἡ λαιμαργία κι ἡ
πολυφαγία εἶναι μητέρες τῆς ἀρρώστιας», συμπληρώνει ὁ ἅγιος πατέρας.
«Τότε καὶ μόνο τότε ἦρθε ἡ δική Του ὥρα. Τὸ κλίμα ἦταν ὥριμο γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα».
. «Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε»
(Ματθ. ιδ´ 18). Τώρα εἶχε ἔρθει ἡ δική Του ὥρα. Οἱ ὄχλοι δὲν μποροῦσαν
νὰ βροῦν τρόφιμα γιὰ νὰ φᾶνε. Οἱ ἀπόστολοι ὁμολόγησαν τὴν ἀδυναμία τους,
δὲν μποροῦσαν νὰ τοὺς βοηθήσουν. Τότε καὶ μόνο τότε ἦρθε ἡ δική Του
ὥρα. Τὸ κλίμα ἦταν ὥριμο γιὰ νὰ γίνει τὸ θαῦμα.
. «Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους
ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο
ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς
μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις» (Ματθ. ιδ´ 19). Γιατί
κοίταξε πρῶτα στὸν οὐρανὸ ὁ Κύριος; Ὅταν ἔκανε πολλὰ ἀπὸ τ᾽ ἄλλα θαύματά
Του δὲν τὸ εἶχε κάνει, δὲν εἶχε ξανακοιτάξει στὸν οὐρανό. Δὲν τὸ ἔκανε
ὅταν ἄνοιγε τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, ὅταν θεράπευε τοὺς λεπρούς, ἔβγαζε
δαιμόνια ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γαλήνευε τὴν θάλασσα, ἔκανε τὸ νερὸ κρασὶ
κι ὅταν ἀκόμα ἀνάσταινε νεκρούς. Γιατί λοιπὸν στὴν συγκεκριμένη αὐτὴ
περίπτωση ἔστρεψε τὰ μάτια Του πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα
Του; Πρῶτον, γιὰ νὰ κάνει σαφῆ στοὺς ἀνθρώπους τὴν ταυτότητα τῆς θέλησής
Του μ᾽ ἐκείνην τοῦ Πατέρα Του, νὰ καταρρίψει τὴν ἄποψη καὶ κατηγορία
τῶν Φαρισαίων, πὼς τὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ συνέργεια τῶν δαιμόνων.
Δεύτερον, γιὰ νὰ δώσει ὡς ἄνθρωπος στὸν κόσμο τὸ παράδειγμα τῆς
ταπείνωσης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, καθὼς καὶ τῆς εὐχαριστίας γιὰ κάθε ἀγαθὸ
ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεό. Ἕνα παρόμοιο παράδειγμα μᾶς ἔδωσε καὶ στὸ
Μυστικὸ Δεῖπνο: «Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε…»
(Ματθ. κϛ´ 26). Εὐχαρίστησε τὸν οὐράνιο Πατέρα Του κι ὕστερα εὐλόγησε τὸ
ψωμί, ὡς δῶρο Θεοῦ. Κι ἐμεῖς πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε καὶ νὰ ὑμνοῦμε τὸ
Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του σὲ κάθε γεῦμα, ὅσο λιτὸ κι ἂν εἶναι. Τρίτον, ὡς
Θεός, μὲ τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν ἄρτων – μία πράξη ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ
νέα δημιουργία – νὰ ἐκφράσει τὴν ἑνότητα δύναμης τῆς Ἁγίας Τριάδος: τοῦ
Πατρὀς, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου
Τριάδος, τοῦ Δημιουργοῦ τῶν πάντων.
. Ὁ Κύριος Ἰησοῦς
«ἔκλασε», ἔκοψε τὸν ἄρτο μὲ τὰ ἴδια Του τὰ χέρια. Γιατί; Γιατί δὲν ἔδωσε
ἐντολὴ στοὺς ἀποστόλους Του νὰ τὸ κάνουν; Γιὰ νὰ δείξει πὼς ἐπιθυμοῦσε
νὰ λογαριάσει τοὺς ἀνθρώπους ὡς φιλοξενούμενούς Του, νὰ τονίσει τὴ
μεγάλη ἀγάπη Του γι᾽ αὐτοὺς καὶ νὰ διδάξει ἔτσι κι ἐμᾶς πώς, ὅταν
δίνουμε ἐλεημοσύνη καὶ δῶρα, πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μὲ ἀγάπη καὶ
ἱλαρότητα, ὅπως κι Ἐκεῖνος.
. «Καὶ ἔφαγον πάντες
καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ᾖραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους
πλήρεις· οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν
καὶ παιδίων» (Ματθ. ιδ´ 20,21). Αὐτὸ εἶναι τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων, ἡ δόξα
ποὺ ξεπερνάει κάθε ἄλλη δόξα! Γιὰ νὰ πάρουν πέντε χιλιάδες ἄνθρωποι
(χωρὶς νὰ συνυπολογιστοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ) ἀπὸ μία μπουκιὰ
ψωμί, ὅπως τὸ ἀντίδωρο ποὺ παίρνουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ πέντε ψωμιὰ δὲν
θὰ ἔφταναν μὲ τίποτα. Ἐδῶ ὅμως ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν καὶ
μάλιστα περίσσεψαν καὶ δώδεκα κοφίνια. Ἂν αὐτὴ ἦταν κάποια ὀφθαλμαπάτη,
δὲν θὰ ἔγραφε ὁ εὐαγγελιστὴς πὼς ἐχορτάσθησαν. Ἂν κάποιος ἄνθρωπος
μποροῦσε νὰ ἐξαπατήσει ἕναν ἄλλο ὅτι ἔφαγε, δὲν θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ
πείσει ἕναν πεινασμένο ὅτι χόρτασε. Ἂν πράγματι ἦταν αὐτὸ κάποια
ὀφθαλμαπάτη, ἀπὸ ποῦ προέκυψαν τὰ περισσεύματα, ποὺ γέμισαν δώδεκα
κοφίνια ψωμιά;
. Ὄχι! Μόνο ἄνθρωποι
ποὺ ἡ καρδιά τους εἶχε νεκρωθεῖ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μποροῦν νὰ τὸ
ἀποκαλέσουν ὀφθαλμαπάτη αὐτό. Ἦταν πραγματικὸ γεγονός, ὅπως πραγματικὸς
εἶναι κι ὁ Θεός. Πρέπει νὰ προσέξετε ὅμως πὼς γιὰ τὸ θαῦμα αὐτὸ δὲν
ξεσηκώθηκαν φωνὲς ἐναντίον Του, δὲν τοῦ ἔδωσαν κάποιες ἀνόητες
ἑρμηνεῖες, ὅπως ἔκαναν οἱ Φαρισαῖοι σὲ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ θαύματά Του. Κι
ὄχι μόνο δὲν τὸ ἀμφισβήτησε κανένας, ἀλλὰ «οἱ ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ
ἐποίησε σημεῖον ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ
ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον (Ἰωάν. ϛ´ 14). Κι οἱ ὄχλοι ἤθελαν «ἁρπάζειν
αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα» (αὐτ. στίχ. 15). Τέτοια ἀπήχηση εἶχε
στὸν λαὸ τὸ καταπληκτικὸ αὐτὸ θαῦμα!
. Πότε προσπάθησε
κάποιος νὰ μετατρέψει μία ἀπάτη σὲ βασιλιά; Αὐτὸ ὅμως ἦταν πραγματικὸ
γεγονός. Οἱ ἄνθρωποι ξεσηκώθηκαν ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἤθελαν νὰ κάνουν
τὸν Χριστὸ βασιλιὰ μὲ τὸ ζόρι. Κι αὐτὸ θὰ εἶχε γίνει, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν
εἶχε ἀπομακρυνθεῖ μόνος Του. Κι ἔτσι ματαιώθηκε τὸ σχέδιο τοῦ πλήθους
ποὺ ριγοῦσε ἀπὸ ἐνθουσιασμό.
. «Καὶ εὐθέως
ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν
αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Ματθ. ιδ´ 22). Δὲν
εἶναι περίεργο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνάγκασε τοὺς μαθητές Του νὰ
μποῦν σὲ πλοῖο καὶ νὰ φύγουν πρὶν ἀπὸ τὸν ἴδιο; Γιατί τὸ ἔκανε αὐτό;
Πρῶτον, γι᾽ αὐτὸ ποὺ εἶχε γίνει. Καὶ δεύτερον, γι᾽ αὐτὸ ποὺ ἐπρόκειτο νὰ
γίνει. Τοὺς ἄφησε ν᾽ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸ πλῆθος ὅσο πιὸ γρήγορα
γινόταν, γιὰ νὰ συλλογιστοῦν καὶ νὰ συζητήσουν μεταξύ τους τὸ μεγάλο
θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Τοὺς ἄφησε νὰ ταξιδέψουν μὲ τὸ
πλοῖο, ὅπου ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἐπισκεπτόταν σύντομα μ᾽ ἕνα καινούργιο κι
ἀνήκουστο θαῦμα: θὰ τοὺς πλησίαζε περπατώντας πάνω στὸ νερό, ὅπως
περπατάει κανεὶς σὲ στέρεο ἔδαφος. Ὁ Κύριος γνώριζε ἐκεῖνο ποὺ ἐπρόκειτο
νὰ γίνει καὶ τί θὰ ἔκανε ὁ ἴδιος. Οἱ μαθητές Του, ποὺ δὲν ἔβλεπαν
τίποτα, ἐνίωσαν ἔκπληξη ποὺ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔστειλε πρὶν ἀπ᾽ Αὐτόν. Τὸν
ἄφησαν ὅμως μόνο Του μὲ τὸ πλῆθος, κατέβηκαν ἀπὸ τὸ ὄρος στὴν θάλασσα
καὶ ξεκίνησαν τὸ ταξίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου