ΣΥΝΈΧΕΙΑ ΑΠΌ : ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2010
6. Το βλέμμα της σήραγγας (του τούνελ) κι ο συνολικός τρόπος θέασης
Όπως στη γλώσσα, διαθέτουμε και στην οπτική αντίληψη δυό στάσεις, οι οποίες παριστάνουν μια λειτουργική προσαρμογή σε διαφορετικές εργασίες και καθρεφτίζουν δυό διαφορετικά είδη της σχέσης μας προς τον εξωτερικό κόσμο. Όποτε προσδιορίζεται ακριβώς ένα αντικείμενο, όπως π.χ. στην ανάγνωση και τη γραφή, σμυκρίνονται αντανακλαστικά οι κόρες των ματιών. Αυτό συμβαίνει επίσης πάντα, όταν αναδύονται αισθήματα άμυνας. Στις αρχαϊκές κοινωνίες ανήκει ο προσδιορίζων (ατενίζων) οφθαλμός στις δραστηριότητες στο φως της μέρας όπως το κυνήγι κι η προστασία των μικρών ομάδων. Αυτό ήταν προπάντων εργασία των αντρών. Έναντι τούτου, ήταν εργασία των προμητόρων μας, να φροντίζουν τα παιδιά, τους ηλικιωμένους και ασθενείς ανθρώπους, να συντηρούν τη φωτιά και να αναζητούν φυτική τροφή. Αμύνονταν όχι με σκοπευμένες επιθέσεις, αλλά με προσεχτική αποτροπή αδιαφοροποίητων ακόμα κινδύνων. Για όλες αυτές τις εργασίες χρειάζονταν οι γυναίκες μιαν ευρεία προοπτική, μιαν εκτενή θέα, η οποία αντιστοιχεί σε μια διεύρυνση της κόρης του ματιού. Το ίδιο συμβαίνει τόσο σε γυναίκες όσο και σε άνδρες όταν βλέπουν στο σούρουπο και το σκοτάδι κι όταν δεσμεύονται θετικά συγκινησιακά. Οι κόρες των ματιών μας διευρύνονται αντανακλαστικά, όποτε παρατηρούμε κάτι ενδιαφέρον, ελκυστικό ή ευχάριστο.
Η ατροπίνη, το φάρμακο που προκαλεί αυτήν τη διεύρυνση της κόρης, ονομάζεται Belladona, γιατί οι άντρες βρίσκουν τις ευρέως ανοιγμένες κόρες στις γυναίκες ελκυστικές και ωραίες. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει την Ήρα, τη θεϊκή ουράνια βασίλισσα της αρχαίας Ελλάδας, ως τη «μεγαλομάτα» ή «βοϊδομάτα» Ήρα. Στον σταρ του σινεμά Κλιντ Ίστγουντ, ο οποίος παίζει τον ρόλο του κλειστού, ψυχρού, σκληρού άντρα, μιλάμε αντίθετα για «οξύ» βλέμμα, αφού οι μικρές κόρες περιγράφουν απόκρουση και αμυντική ετοιμότητα. Οι ευρείες κόρες συνδέονται με φαντασίες και συγκινήσεις, ενώ οι συνομολογημένες κόρες ταυτίζονται με την ανάλυση και την εστιάζουσα θέα.
Τα δυό είδη όρασης αντιστοιχούν στα δυό διαφορετικά είδη φωτο- υποδοχέων στον αμφιβληστροειδή μας. Οι σταφυλές είναι συγκεντρωμένες στη Fovea centralis (διάμετρος 0,5 mm), που είναι το κέντρο της εστιασμένης θέας. Τα ευρισκόμενα εκεί κύτταρα υποδοχής χρειάζονται έντονο φως, αντιλαμβάνονται χρώματα και μπορούν να διακρίνουν ελάχιστες λεπτομέρειες. Χρησιμεύουν στην ανάγνωση και στην ταυτοποίηση απομακρυσμένων αντικειμένων. Η «σταφυλική θέα» χρειάζεται λοιπόν για την εστίαση και συνδυάζεται με τη συστολή των οφθαλμικών κορών. Αυτή η κεντρικά εστιασμένη θέα αντιστοιχεί στη συνείδηση, καθόσον τα ζώα δεν διαθέτουν καθόλου αυτήν τη δυνατότητα του εστιάζοντος ανθρώπινου οφθαλμού, χάρις στον οποίον μπορούμε να προσδιορίσουμε και να αναγνωρίσουμε ακίνητες λεπτομέρειες όπως π.χ. τα γράμματα αυτού του κειμένου. Η περιφέρεια του αμφιβληστροειδούς καλύπτεται αντίθετα με υποδοχείς στη μορφή μικρών ραβδίων. Τα κύτταρα αυτά αντιδρούν και στο σούρουπο και σε κινούμενα αντικείμενα. Αυτή η «μικροραβδική θέα» της περιφέρειας βοηθά στη συνολική προοπτική και εξασφαλίζει μιαν ασυνείδητη ή μισοσυνειδητή αντίληψη του περιβάλλοντος.
Το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο ενισχύουν ως σημαντικά οπτικά όργανα (εργαλεία) της σύγχρονης φυσικής επιστήμης τη «σταφυλική θέα». Ο οργανικός (εργαλειακός) αποκλεισμός του εξωτερικού πεδίου όρασης οδηγεί όχι σπάνια σε μια μονόπλευρη στάση και μιαν ελλειπή κατάταξη σε μεγαλύτερες συνάφειες. Τίθεται συχνά από μη ειδικούς (όπως κι απ’ τον «Πέρση» στα όνειρα του Βόλφγκανγκ Πάουλι) ο ισχυρισμός, ότι πολλοί, απομονωμένοι μέσω της ειδίκευσής τους επιστήμονες, πρέπει να έχουν αναπτύξει μιαν πολύ στενή «ματιά σήραγγας» πάνω στα προβλήματά τους.
Το μοτίβο δυό διαφορετικών «οφθαλμών» υπάρχει σε μύθους σ’ ολόκληρον τον κόσμο. Στην αρχαία Αίγυπτο αντιπροσωπεύουν ο ηλιακός οφθαλμός κι ο κυκλικά εξαφανιζόμενος σεληνιακός οφθαλμός την καθολική αρχή δυό θεϊκών τρόπων θέασης. Στην προχριστιανική βόρεια θρησκεία ονομάστηκε ο παντοδύναμος θεός-πατέρας Όντιν (Βόταν). Χάρισε στους ανθρώπους τους ρούνους (αρχαιότατα τευτονικά σημεία γραφής…) και εντελώς γενικά κουλτούρα, ήταν όμως κι ένας θεός των άρκτων, μια θεότητα άρα της φύσης. Σύμφωνα με την παράδοση, κέρδισε ο Όντιν τη σοφία του και την ικανότητά του για απεριόριστη επισκόπηση, θυσιάζοντας το ένα απ’ τα δυό του μάτια στην πηγή του Mimir, η οποία ξεπηδά απ’ τα βάθη στις ρίζες του κοσμικού δέντρου Yggdrasil. Όποτε χρειάζεται και τα δυό του μάτια, διαθέτει ο Όντιν τόσο την εστιασμένη ανδρική ματιά όσο και τη συνολική «ιχθυοφθαλμική ματιά» της μητρικής αρχικής πηγής. Είναι τότε η θεότητα της σοφίας, της ιπποτικής ερωτικής φιλίας και της δημιουργικότητας. Όταν εμφανίζεται όμως ως μονόφθαλμος θεός, που κρύβει την κενή του οφθαλμική κοιλότητα με την παρυφή της κουκούλας του, τότε γίνεται ένας ακαταπόνητα περιφερόμενος θεός της φιλονικείας, του πολέμου και του θανάτου. Ο μύθος αυτός εικονογραφεί, πώς συνδυάζονται η ανεξέλεγκτη επίθεση και καταστροφή μ’ έναν μονόπλευρο ή ακριβώς μονόφθαλμο τρόπο θέασης, που έχει χάσει την επαφή με το συμπλήρωμά του.
Ο Γιουνγκ έδειξε, ότι αυτός ο «άλλος τρόπος θέασης» ή η θέα της περιφέρειας περιγράφηκε από ορισμένους αλχημιστές ως η l u m i n o s i t a s s e n s u n a t u r a e (φωτεινή αίσθηση της φύσης). Η θέα της περιφέρειας παρομοιάστηκε με τα μάτια του ψαριού, τα o c u l i p i s c i u m ή με το βιβλικό μοτίβο (θέμα) της πολυόμματης «θεϊκής θέας», που δεν κοιμάται ποτέ. Παρατηρήσεις, οι οποίες ανέρχονται απ’ το ψυχικό βάθος στη συνείδηση, κατάγονταν σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη από ένα l u m e n n a t u r a e (φως της φύσης), ένα φως απ’ το ψυχικό βάθος της αρχέγονης φύσης.
7. Ψυχική πολικότητα
Το «άλλο» στον άνθρωπο, η ασυνείδητη ψυχή του, φέρει, όπως έχει δείξει ο Γιουνγκ, χαρακτηριστικά του αντίθετου φύλου. Μια σχέση του ανθρώπου προς την εσωτερική του, του αντίθετου φύλου πλευρά προξενεί ένα αίσθημα ολότητας και συνδέσμου με κάτι μεγαλύτερο, που δεν μπορεί να εννοηθή διανοητικά. Εμπνεύσεις, δημιουργικότητα και ερωτοληψία είναι τέτοιες καταστάσεις, στις οποίες έχει ζωντανέψει η θηλυκή πλευρά στον άνδρα, όταν φιλήθηκε ούτως ειπείν απ’ την παιδιάστικη μούσα του. Στη γυναίκα μπορεί να δώση αυτή η άλλη πλευρά, ο εσωτερικός άντρας, πνευματική ζωντάνια, θάρρος κι ένα αίσθημα ανεξαρτησίας – ιδιότητες, που της επιτρέπουν να ανθίση και να ωριμάση στο άπαξ γινόμενο είδος της ύπαρξής της. Ο Γιουνγκ χαρακτήρισε την εσωτερική γυναίκα του άντρα ως anima και τον εσωτερικόν άντρα της γυναίκας ως animus.
Ο Γ ιουνγκ παρατήρησε, ότι η ευρισκόμενη στο σκοτάδι αλλοφυλική πλευρά μπορεί να έρθη και αρνητικά στην επιφάνεια, και μάλιστα ιδίως τότε, όταν είμαστε ερεθισμένοι, πληγωμένοι ή οργισμένοι. Όταν νοιώθη π.χ. ένας άντρας πληγωμένος απ’ τους συναδέλφους του και δεν είναι γι’ αυτό πρόθυμος, να συνεργαστή συναδελφικά με την ομάδα του, συμβαίνει, να χαρακτηριστή απ’ τους συναδέλφους του ως «πριμαντόνα» ή ως «ντίβα» - ας σκεφτούμε μόνον ήρωες των σπορ όπως ο Ρομάριο ή ο Μαραντόνα. Μπορεί ν’ ακούση κανείς αντίθετα κι όχι σπάνια σε μια γυναίκα, όταν αισθάνεται πληγωμένη ή πιεσμένη, ξαφνικά μιαν ψυχρή και στεγνή φωνή, που προκαλεί την εντύπωση, ότι έχει αποκοπή απ’ τη συναισθηματική της δυνατότητα (σ.σ.: Στο δράμα Β ά κ χ ε ς του Ευριπίδη φέρνει στο φως ο Διόνυσος, ο θεός της μέθης, στους άντρες τις θηλυκές και στις γυναίκες τις αρσενικές ιδιότητες. Μετατρέπει ο Διόνυσος τον ισχυρό, συνετό βασιλιά Πενθέα σε μια δουλοπρεπή χορεύτρια και την Αγαύη, τη βασιλομήτορα, σ’ έναν θριαμβεύοντα κυνηγό λεόντων, που καταξεσκίζει σ’ αυτήν τη μορφή τον ίδιο της τον γυιο. Όταν ανοίγονται οι νεροδεσιές (τα φράγματα) του ασυνείδητου, διατρέχει ο άντρας τον κίνδυνο, να χάση το κεφάλι του, την αντικειμενική του δηλαδή κρίση˙ η γυναίκα διακινδυνεύει απεναντίας την απώλεια της καρδιάς της, της αντίληψής της για τους άλλους με το αίσθημα και τη συμμετοχή).
8. Οι δυό τρόποι θέασης της αλχημείας και της πρώιμης φυσικής
Η ιστορία των φυσικών επιστημών είναι μια ιστορία του λογικού των αντρών, όχι των γυναικών. Στην επιστήμη «φωτίστηκε» έτσι περισσότερο ο αντρικός πόλος της έμφυτής μας δυαδικότητας – που την περιγράψαμε παραδειγματικά με τη βοήθεια των δύο ημισφαιρίων του μεγάλου εγκεφάλου και τους δυό τρόπους λειτουργίας του οφθαλμού μας. Θέλουμε να περιγράψουμε τώρα στη συνέχεια, πώς η «αφημένη στο σκοτάδι άλλη πλευρά» έπεσε σε λήθη ή προκάλεσε προβλήματα για ορισμένους επιστήμονες, ενώ έγινε αντίθετα συμπληρωματική πηγή εμπνεύσεων για άλλους.
Ο Πάουλι ενδιαφέρθηκε για την εξέλιξη των σύγχρονων φυσικών επιστημών κι εργάστηκε μαζί με τον Γιουνγκ, για να χτίση γέφυρες ανάμεσα στον αντικειμενικό, εστιασμένο τρόπο θέασης των μαθηματικών επιστημών και την ολιστική θέαση του συγκινησιακά παραστατικού. Ο Πάουλι περιγράφει δυό εισόδους προς τη φυσική γνώση, που βρίσκονται σε μια δυναμική σχέση αναμεταξύ τους: μιαν ολιστικο-πνευματική είσοδο, που προσωποποιείται με το παράδειγμα του Robert Fludd, και μιαν είσοδο με τον υπολογισμό, που βασίζεται σε ακριβείς παρατηρήσεις και μαθηματικές μεθόδους, όπως αντιπροσωπεύεται με τον Johannes Kepler.
Robert Fludd και Johannes Kepler
O Robert Fludd (1574-1637) ήταν ένας διάσημος γιατρός και αλχημιστής. Ήταν ροδοσταυρίτης και εφευρέτης κι επεξεργάζονταν μια γενική (καθολική) υλικο-πνευματική κοσμολογία. Αυτή συνέδεε θρησκευτικές ιδέες, μύθους, αλχημεία και λαϊκές πίστεις με τις προσωπικές του διαισθήσεις, φαντασίες και με τις γνώσεις του της μαγείας. Στα μάτια του Fludd δεν ήταν σύμμετρη η γραμμική γλώσσα των σύγχρονων φυσικών επιστημών με τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του. Χρησιμοποιούσε γι’ αυτό μιαν παραστατική (εικονική) γλώσσα με γεωμετρικά σύμβολα, αλληγορικές εικόνες και μαντάλες.
Ο Johannes Kepler (1571-1629) ήταν ένας εντελώς άλλος άνθρωπος. Είχε μια δυστυχισμένη παιδική ηλικία και υπέφερε εκτός απ’ την αιμοφιλία (ασθένεια του αίματος) κι από μια σειρά περαιτέρω σωματικών ασθενειών. Ήταν μυωπικός (κοντόθωρος) και είχε μιαν προσοφθαλμική πολυωπία (μη κανονικότητα της κόρης του οφθαλμού), η οποία οδηγούσε, στο να βλέπη μερικές φορές περισσότερες ταυτόχρονα, συγχεχυμένες εικόνες – μια οδυνηρή βλάβη για έναν αστρονόμο. Το έτος 1596 έγραψε ο Κέπλερ την αυτοβιογραφία του, μιαν εντυπωσιακή και ανηλεή ανάλυση, που είναι εντελώς απαλλαγμένη από αυτο-συμπόνοια. Τη φυσικο-επιστημονική διάθεση του Κέπλερ διαπερνούσαν θρησκευτικές ιδέες. Είχε την άποψη, ότι η ανθρώπινη ψυχή αποτελείται από δυό όψεις. Η μιά μπορεί να μετρηθή με αιτιώδεις, μαθηματικούς νόμους, η άλλη παριστάνει μιαν ανυπολόγιστη, μυστικά μη αιτιώδη πλευρά, η οποία είναι ένας κατοπτρισμός της κοσμικής ψυχής, της a n i m a m u n d i . Ο Κέπλερ φαίνεται πως υπήρξε ένας απ’ τους πρώτους σύγχρονους φυσικούς επιστήμονες, που αναγνώρισε (διέγνωσε) μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ αντικειμενικών, μετρήσιμων και μαθηματικά αποδεικτών γεγονότων και υποκειμενικών φαντασιών, ιδεών και θεωριών, που μπορούν να εμπνέουν και να είναι επίσης «αληθινές», που πρέπει όμως να εννοηθούν στο επίπεδο των συμβόλων και των μεταφορών.
Μεταξύ 1619 και 1623 αλληλογραφούσε ο Fludd με τον Κέπλερ και παραπονιόταν, πως η ολότητα, την οποίαν εκείνος έβλεπε, θα ακρωτηριάζονταν με την περιορισμένη επιστημονική γλώσσα του Κέπλερ. Ο Κέπλερ ισχυρίζονταν απ’ την πλευρά του στο έργο του H a r m o n i c e s M u n d i , ότι ο Fludd κατασκεύαζε σκοτεινές αυταπάτες, οι οποίες κ α λ ύ π τ ο υ ν τον πραγματικόν κόσμο. Εκείνος επιχειρούσε αντίθετα, να ξ ε σ κ ε π ά σ η κρυμμένα γεγονότα και να τα αναδείξη στο φως της συνείδησης. Βρίσκουμε όμως, από σημερινής σκοπιάς, πολυάριθμες ακόμα εσωτερικές, παρακελσικές ιδέες στα συγγράμματα του Κέπλερ. Ο οριστικός διαχωρισμός μεταξύ φαντασίας και ακριβών επιστημών επιτελέστηκε κατ’ αρχάς με τον Renè Descartes και τον Isaac Newton (Ισαάκ Νεύτωνα).
Η Marie-Louise von Franz τονίζει στο δοκίμιό της για το όνειρο του Descartes, ότι αυτός ο διαχωρισμός ήταν ένα αναγκαίο βήμα, για να επιτευχθή μια ορισμένη αντικειμενικότητα. Αυτό οδήγησε από μιαν ασυνείδητη ακόμα ολότητα, όπως συμβολίζεται π.χ. με τις παραστάσεις των μαντάλα στον Fludd, σ’ ένα «τριαδικό» σχέδιο, που επιδιώκει ακρίβεια, ακόμα κι όταν αυτή μένη ανολοκλήρωτη. Η εξάπλωση όμως της τριαδικο-εστιασμένης θέασης συνέβη σε βάρος μιας ολιστικής θέας. Το «τέταρτο» έγινε μια αποκλεισμένη, σκιώδης περιοχή και κατέστη σήμερα μια απειλή, η οποία μάς επιτίθεται απ’ την «περιφέρεια».
Η «οξυμμένη», αλλά περιορισμένη θέαση του Γαλιλαίου.
Το 1619 σοκαρίστηκε η τότε δημοσιότητα από μιαν επιστημονική εργασία του Galilei Galileo (1564-1642). Ο τίτλος της ήταν S i d e r e u s N u n c i u s (πρεσβευτής των άστρων) . Η εργασία αυτή αποκάλυπτε μυστικά, τα οποία δεν είχε δη κανένα θνητό μάτι μέχρι τότε. Ο Γαλιλαίος είχε στρέψει το τηλεσκόπιό του πάνω στο φεγγάρι και άλλα ουράνια σώματα και μπορούσε να λογοδοτήση (να εκφέρη λόγο) μ’ αυτόν τον τρόπο για την επιφάνεια της σελήνης, τα τέσσερα μεγαλύτερα φεγγάρια του Δία και πολλούς άγνωστους μέχρι τότε αστέρες. Δεν ήταν όμως μόνον αυτές οι μεγαλοπρεπείς ανακαλύψεις, που αιφνιδίασαν τους αναγνώστες. Το ύφος της δημοσίευσης του Γαλιλαίου ήταν εξίσου ασυνήθιστο, γιατί επενεργούσε ακριβώς «εστιασμένα» και «περιορισμένα» όπως το οπτικό πεδίο του χρησιμοποιηθέντος απ’ αυτόν οπτικού οργάνου. Ενώ χρειάζεται κανείς χρόνια, για να χωνέψη το o p u s (έργο) του Κέπλερ, χρειάζεται μόλις μιά ώρα, για να διαβάσης τις 24 σελίδες τού γραμμένου σε λακωνική γλώσσα S i d e r e u s n u n c i u s !
Απ’ την εποχή του Διαφωτισμού χαρακτήριζε κανείς τις φυσικές επιστήμες ως φυσική φιλοσοφία, αφού οι «μη διαφωτισθέντες ακόμα» επιστήμονες περιέγραφαν τις παρατηρήσεις και θεωρίες τους πάντοτε σε μια μεγαλύτερη συνάφεια. Ό,τι κι αν βρίσκονταν στην περιφέρεια (Peripherie), ήταν αποκλεισμένο στη «θέα της σήραγγας» του Γαλιλαίου. Απέκλεισε σκόπιμα την ιστορική συνάφεια καθώς και προσωπικές σκέψεις για τις πιθανές συνέπειες των ανακαλύψεών του. Ως ανώνυμος παρατηρητής έμεναν αυτός κι η υποκειμενική του σχέση προς τη φύση, χωρίς αναφορά, στο σκοτάδι. Η επιζητητική στάση του επιστήμονα παρομοιάστηκε από τότε προς εκείνην ενός παραμένοντος ινκόγνιτο κατασκόπου, ο οποίος θεωρεί (παρατηρεί) και διηγείται, χωρίς να γίνη αντιληπτός απ’ αυτά που παρατηρεί. Στην προσωπική του ζωή ήταν όμως ο Γαλιλαίος κάθε τι άλλο από ανώνυμος και κρυμμένος. Ήταν σαρκαστικός και αυθάδης (αλαζόνας), κάτι που οδηγούσε συχνά στο να αισθάνονται οι άλλοι προσβεβλημένοι ή αδιάθετοι. Περιστοιχίζονταν από εχθρούς και κατηγορήθηκε απ’ τους Ιησουίτες, αφού υποστήριζε την κοπερνίκεια, ηλιοκεντρική όψη του κόσμου. Κατά τη γνώμη του A. Koestler θα είχε αποφευχθή το μακρό και επίπονο φαινόμενο, αν κατείχε (διέθετε) μια λιγότερο δύσκολη προσωπικότητα ο Γαλιλαίος.
Δεν είναι εκπληκτικό περαιτέρω, ότι ανέπτυξε ένας άνθρωπος όπως ο Γαλιλαίος, που συγκεντρωνόταν τόσο ισχυρά σε μιαν περιορισμένη «προοπτική του σωλήνα», μιαν ορισμένην τυφλότητα στην προσωπική του ζωή: Αντιλαμβάνονταν πια μόνον υποδεέστερους ηλίθιους και κακοήθεις εχθρούς στο κοντινό του περιβάλλον. Η μονόπλευρη επιστημονική του αντικειμενικότητα στην περιοχή της διανοίας του έπρεπε να πληρωθή ίσως, με το ότι είχε μόνιμες δυσκολίες στην περιοχή της περιφέρειας, στον κοντινό του δηλαδή κοινωνικό περίγυρο και στην ψυχική, αισθηματική ζωή του. Αν διαθέτη κανείς μόνον έναν, στραμμένον σ’ ένα μοναδικό αντικείμενο τρόπο θέασης, τότε μόλις και αντιλαμβάνεται τον περίγυρο ή την περιφέρεια. Εξίσου λίγο παρατηρεί κανείς, τί συμβαίνει στις περιοχές του σκιόφωτος της ίδιας του της ψυχής. Η εστιάζουσα ματιά οδηγεί σε συνεσταλμένες κόρες των ματιών, ένα σωματικό σήμα της απόκρουσης – το αντίθετο απ’ τα ευρέα, «προσκαλούντα σε επαφή» μάτια της b e l a d o n n a . Κατ’ αρχάς ο Ισαάκ Νεύτων, που γεννήθηκε το έτος θανάτου του Γαλιλαίου, ήταν σε θέση, να ενώση στον εαυτό του τέτοιες φαινομενικά ασυμβίβαστες και αντιφατικές κοσμοθεωρίες.
Οι δυό κάμαρες (θάλαμοι) του Νεύτωνα
Παράλληλα προς τις μαθηματικές του έρευνες και τα επιστημονικά του πειράματα απασχολήθηκε ο Νεύτων μυστικά με την αλχημεία κι εργάστηκε πάνω από τριάντα χρόνια στον αλχημιστικό του κλίβανο (σ.σ.: Υπάρχει στη βιβλιοθήκη του Cambridge ένα σημειωματάριο με αναγραφές του Νεύτωνα των χημικών του πειραμάτων απ’ το 1660 έως περίπου το 1690. Ο χαρακτηρισμός λέει: Additional MS 3975. Μετήλθε μιαν εκτενή σπουδή της Αγίας Γραφής, εξέδωσε μια σειρά από λεξικά και προσπάθησε επίσης, να εννοήση τις εικόνες του Michael Maier). Αυτό το ενδιαφέρον του το έκρυβε απ’ τους άλλους. Λέει ως προς αυτό ο Jan Golinski: «Ο Νεύτων ήταν πιθανώς καλύτερα εξοικειωμένος με ολόκληρο το σύμπλεγμα αλχημιστικών συγγραμμάτων απ’ οποιονδήποτε πριν απ’ αυτόν και σίγουρα καλύτερα απ’ οποιονδήποτε μετά απ’ αυτόν» (σ.σ.: Στο “The secret life of an alchemist”). Το αμφίπλευρο των ενδιαφερόντων του Νεύτωνα είναι βέβαια συνυπεύθυνο για τη δημιουργικότητά του και την ακούραστη δημιουργική του δύναμη. Ο Νεύτων δημοσίευσε τα επιστημονικά του συμπεράσματα σε σαφή, σύντομη μορφή, συγκρίσιμη με το ύφος του Γαλιλαίου. Σε αντίθεση προς τον τελευταίο, εύρισκε ωστόσο η συμβολική και παράλογη «περιφερειακή θέαση» του Νεύτωνα αναγνώριση στην ιδιωτική του φιλοσοφία.
Κατά τον Golinski, δεν είναι τόσο σημαντικό για την εκτίμηση του έργου του Νεύτωνα, να διακρίνουμε μεταξύ αλχημείας και χημείας, αλλά μεταξύ ι δ ι ω τ ι κ ή ς α π α σ χ ό λ η σ η ς και δ η μ ό σ ι α ς δ ι δ α σ κ α λ ί α ς . Στη μοναξιά του ιδιωτικού του εργαστηρίου έκανε ακαταπόνητα ο Νεύτων πειράματα, αλλά δεν ανακοίνωνε σε άλλους πρακτικά τίποτα απ’ αυτά. Κατ’ αρχάς στο γήρας και ως εγκατεστημένος προστάτης των ακριβών επιστημών μεταβίβασε περαιτέρω στους μαθητές του τις αλχημιστικές εμπειρίες και διδασκαλίες του.
Η διατήρηση της μυστικότητας του ιδιωτικού αλχημιστικού του έργου αντιστοιχεί στους αιώνες αρχαίας παράδοσης αυτής της «τέχνης». Σε αναφορά προς τα μυστικά αλχημιστικά του πειράματα και σπουδές ανέπτυξε και εμβάθυνε ο Νεύτων τη θρησκευτική του ζωή. Η θρησκεία κι η ιστορία των Εβραίων τον γοήτευε εξίσου με τον θεϊκό κόσμο των αρχαίων Ελλήνων, Ρωμαίων, Αιγυπτίων και Περσών. Πίστευε, πως τα αρχαία ιερά συγγράμματα, οι μύθοι κι η ίδια η Παλαιά Διαθήκη ήταν στην πραγματικότητα συμβολικές παραστάσεις της αλχημιστικής λειτουργίας.
Οι ρηξικέλευθες έρευνες και ανακαλύψεις του Νεύτωνα στα μαθηματικά, την οπτική και τη μηχανική γονιμοποιήθηκαν απ’ αυτόν τον ενδοσκοπικό διαλογισμό και τα αλχημιστικά του πειράματα. Στη μηχανική και γεωμετρία των ουρανίων σωμάτων αναγνώρισε ο Νεύτων τη νοημοσύνη του Θεού. Όταν μπόρεσε να αποδείξη, ότι το φως των αστέρων και το φως του ήλιου έχουν την ίδια ποιότητα, αισθάνθηκε, πως είχε βρη μιαν όψη της ενότητας του Θεού. Και καθώς παριστάνει η βαρύτητα μιαν ελκτική δύναμη ανάμεσα σε φυσικά σώματα, θα μπορούσε να χαρακτηριστή κατά την άποψη του Νεύτωνα και ως «αγάπη» ή «έρως (Eros)».
Ο Νεύτων και άλλοι αλχημιστές διέκριναν τη c h e m i a v u l g a r i s (λαΐκή χημεία) απ’ την προσωπική τους απασχόληση με το o p u s a l c h y m i c u m (αλχημικό έργο) και τις συνδεδεμένες μ’ αυτό λειτουργίες ανάπτυξης και ζωής. Αν κατόρθωνε ο μύστης, να γνωρίση τις πορείες ανάπτυξης και ωρίμανσης της ύλης και να ενεργήση μ’ αυτό, τότε μπορούσε να πάρη μέρος στη θεϊκή δημιουργική δύναμη. Γι’ αυτό επιφυλάσσονταν αυτή η εργασία σε ηθικά ακέραιους ανθρώπους και χαρακτηρίζονταν πάντοτε ως ιερή – από όχι βέβαια εντελώς ακατανόητους λόγους, όπως διαισθανόμαστε σήμερα.
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου