Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (8)-επανάληψη

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Θεολογική Σχολή - Τμήμα Θεολογίας 
Γεώργιος Η. Μπόρας
Μεταπτυχιακή Εργασία
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ
Α.Μ.: 1619
Σύμβουλος Καθηγητής: Δ. Τσελεγγίδης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΠΩΣ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ

2.2 Πολιτιστικός Μαρξισμός (cultural marxism).

Α. Πολιτική Ορθότητα και πολυπολιτισμός.

O William S. Lind[1] σχολιάζοντας το βιβλίο του Paul E. Gottfried ΄΄The Strange Death of Marxism: The European Left in the New Millenium[2]΄΄’ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ο Gottfried, αντί να γράψει την νεκρολογία του Μαρξισμού, αυτό που πραγματικά έχει γράψει είναι η ιστορία της μεταλλαξής του. Εκείνο που παρουσιάζει ο Gottfried είναι η ιστορία του παιδιού του Μαρξισμού: της Πολιτικής Ορθότητας και της Σχολής της Φρανκφούρτης (εφ’ εξής: Σχολή), κύριο υπεύθυνο της γεννησής της. Θεωρεί ότι ο πολιτιστικός μαρξισμός αποτελεί τη βάση της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού τα οποία σήμερα έχουν καταστεί η κυρίαρχη ιδεολογία στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και στις ΗΠΑ. Ο Gottfried παρακολουθεί την άνοδο της Πολιτικής Ορθότητας και του πολυπολιτισμού μέσω του Antonio Gramsci, του Georg Lukasc, καθώς και άλλων της Σχολής, δείχνοντας πως ο οικονομικός ντετερμινισμός[3] του Μαρξ εξελίχθηκε σε μια εμμονή με την «ανόσια τριάδα» του ρατσισμού, του σεξισμού και της ομοφοβίας[4], μια εμμονή που οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι απαιτεί πολλές «θυσίες» και εγκατάλειψη όλων των θεανθρώπινων ερεισμάτων της ανθρωπότητας. Ο Gottfried καταλήγει ότι ο «δεσποτισμός» του πολιτιστικού μαρξισμού είναι μια πολιτική θρησκεία. Ένα είδος ψευδο-χριστιανισμού που υπόσχεται, όπως άλλωστε όλες οι ιδεολογίες, τον παράδεισο επί γης μέσω των ανθρώπινων προσπαθειών.
Στο 10ο κεφάλαιο, του ΄΄The Culture-wise Family΄΄[5] ο William S. Lind μας δίνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή του φαινομένου. Νομίζουμε ότι ιχνογραφεί μέρος της πραγματικότητας που βιώνουμε. Ας την παρακολουθήσουμε. Για την κλασσική μαρξιστική θεωρία η εργατική τάξη όφειλε να επαναστατήσει με σκοπό την ανατροπή των ευρωπαϊκών αστικών κυβερνήσεων - μιας και οι εργάτες είχαν περισσότερα κοινά μεταξύ τους, πέρα και πάνω από εθνικά σύνορα, παρά με την αστική και άρχουσα τάξη της χώρας τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη. Αντίθετα, οι εργάτες σε όλη την Ευρώπη, κατά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από εθνικές σημαίες βάδισαν στη μάχη εναντίον άλλων εργατών άλλων χωρών[6]. Αυτό, για την μαρξιστική θεωρία, ήταν μη ορθό. Την ΄΄ανακολουθία΄΄ της εργατικής «τάξης» ανέλαβαν να αποκωδικοποιήσουν ο Antonio Gramsci στην Ιταλία και ο Georg Lukacs[7] στην Ουγγαρία. Έτσι, κατά τον Gramsci, οι εργάτες δεν αναγνωρίζουν τα αληθινά, ταξικά συμφεροντά τους διότι βρίσκονται υπό την επιρροή του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού ενώ ο Lukacs, το 1919, αναρωτιόταν: «Ποιος θα μας σώσει από τον δυτικό πολιτισμό;[8]». Θεωρούσε πως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην δημιουργία του μαρξιστικού παραδείσου ήταν ο δυτικός ιμπεριαλιστικός πολιτισμός. Η πολεμική εναντίον του δυτικού ιμπεριαλιστικού πολιτισμού, γέννημα του μαρξισμού, υιοθετήθηκε από τον πολιτιστικό μαρξισμό. Μολαταύτα θα λέγαμε ότι, ο πολιτιστικός μαρξισμός, ενσωματώθηκε πλήρως ή ήταν και είναι βασικός παράγων στην μεταλλαγμένη μορφή του σύγχρονου καπιταλισμού. Ο Gramsci αναπτύσοντας την έννοια της ηγεμονίας, υπεδείκνυε, με ποιον τρόπο οι αστοί αποκτούν την ηγεμονία και ελέγχουν τους μηχανισμούς του κράτους και κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα μιας τακτικής αντί-ηγεμονίας από τις εργατικές τάξεις. Η ηγεμονία περιέγραφε τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία μιας τάξης πάνω στις άλλες επιτυγχανόταν μέσα από ένα συνδυασμό πολιτικών και ιδεολογικών μέσων. Η αστική ηγεμονία αντιπροσωπεύει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο, αλλά και την ικανότητα της κυρίαρχης τάξης να προβάλλει τη δική της κοσμοθεωρία ως «λογική» και «φυσική» σε όσους είναι υποτελείς, οδηγώντας τους έτσι σε μια ενεργό συναίνεση[9]. Η ηγεμονία αυτή που είναι μια πολιτιστική ηγεμονία, όπως περιγράφεται από τον Gramsci, θα λέγαμε πως διαπλάθεται και νομιμοποιείται στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Θεσμοί όπως το σχολείο, τα αστικά ΜΜΕ, τα κόμματα, η εκκλησία, διαμορφώνουν το κλίμα συναίνεσης προς την αστική εξουσία. Φυσικά, αυτή η ικανότητα της κυρίαρχης αστικής τάξης να ηγεμονεύει ιδεολογικά, γεννιέται, κατά τον Gramsci, από το κύρος που αντλεί η κυρίαρχη ομάδα από τη θέση της στην παραγωγή[10]. Η ηγεμονία δεν αποτελεί καθαρά πολιτιστικό φαινόμενο αλλά υλικό και οικονομικό. Ο Gramsci ασχολείται με την δυνατότητα και την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να καταστρέψει την αστική ηγεμονία και να δημιουργήσει την καινούργια, δική της ηγεμονία, ξεκινώντας με τη δημιουργία αντί-ηγεμονικών θεσμών στο άμεσο παρόν. Η εργατική τάξη, οφείλει να ηγεμονεύσει στις άλλες υποτελείς κοινωνικές ομάδες και να κατακτήσει συνολικά την ηγεμονία, μέσω του πολέμου θέσεων, δηλαδή με αρχικό στόχο την σταδιακή αποδυνάμωση της ιδεολογικής, πνευματικής, πολιτιστικής και αξιακής ηγεμόνευσης της αστικής τάξης[11]. Προς τούτο θα πρέπει να αναλάβει την πολιτική εξουσία μετά από «μία μακρά πορεία μέσα από τα θεσμικά όργανα»—στα σχολεία, στα μέσα ενημέρωσης, ακόμα και στις εκκλησίες, σε κάθε ίδρυμα που θα μπορούσε να επηρεάζει και να παράγει πολιτισμό.
Το 1923 δημιουργείται στην Φρανκφούρτη το «Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών». Σε σύντομο χρονικό διάστημα η γνωστή ως «Σχολή της Φρανκφούρτης» (FrankfurterSchule), το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών, θα γίνει ο τόπος όπου η Πολιτική Ορθότητα, όπως την ξέρουμε σήμερα, θα γνωρίσει την θεωρητική της θεμελίωση. Την ενασχόληση του Ινστιτούτου με κλασσικά μαρξιστικά θέματα (εργατικό κίνημα κ.α.), διαδέχθηκε το 1930 μια έντονη αλλαγή στη θεματολογία του. Τη διεύθυνση της Σχολής ανέλαβε ο Max Horkeimer. Νεαρός μαρξιστής σκηνοθέτης, ο οποίος είχε επηρεαστεί έντονα από τον Georg Lukacs. Το ενδιαφέρον του εστιάστηκε στην ανάπτυξη της θεωρίας του Lukasc[12] και στο πως ο πολιτιστικός μαρξισμός θα μπορούσε να δομηθεί ως πλήρης και αυτοδύναμη ιδεολογία[13]. Προς επίτευξη του στόχου επιστράτευσε νέα μέλη. Ίσως ο σημαντικότερος να ήταν ο Theodor Adorno. Ο Erich Fromm, o Wilhelm Reich, ψυχολόγοι και γνωστοί υποστηρικτές του φεμινισμού και της μητριαρχίας, και ο Herbert Marcuse ήταν από τα γνωστότερα νέα μέλη της Σχολής. Με τη βοήθεια των νέων μελών ο Horkeimer όρισε τρεις νέες συνθήκες στοχεύοντας στην αυτοδύναμη ανάπτυξη του πολιτιστικού μαρξισμού απογαλακτιζοντάς τον από τον κλασσικό μαρξισμό. Πρώτον, ήρθε σε σύγκρουση με την άποψη του Μαρξ ότι ο πολιτισμός είναι απλώς μέρος του ΄΄εποικοδομήματος΄΄[14] της κοινωνίας, η πορεία της οποίας καθορίζεται από οικονομικούς παράγοντες. Ο Horkeimer θεωρεί ότι ο πολιτισμός είναι ένας ανεξάρτητος και πολύ σημαντικός παράγοντας στην διαμόρφωση της κοινωνίας. Δεύτερον, και πάλι σε αντίθεση με τον Μαρξ, θεωρεί ότι στο μέλλον, η εργατική τάξη δεν θα είναι παράγοντας της επανάστασης. Τρίτον, αναγνωρίζει την σπουδαιότητα της ψυχολογίας, και της προσφοράς του Φρόυντ[15]. Υποστήριξε ότι όπως οι εργάτες ήταν καταπιεσμένοι από τον καπιταλισμό, έτσι και ο δυτικός πολιτισμός δημιουργεί μια κατάσταση συνεχούς ψυχολογικής πίεσης σε όσους ζουν υπ’ αυτόν[16]. Η ΄΄απελευθέρωση΄΄ του καθενός από την καταπίεση ανήχθη σε κύριο στόχο του πολιτιστικού μαρξισμού. Επίσης, συνειδητοποίησαν ότι η ψυχολογία τους προσέφερε ένα πολύ πιο ισχυρό εργαλείο: τους ψυχολογικούς όρους[17].

Β. Η Κριτική Θεωρία.
Από τις θεωρητικές εργασίες τού Horkeimer καθορίστηκε το πολιτικό και φιλοσοφικό πρόγραμμα της Σχολής με την ονομασία «Kριτική Θεωρία[18]». Μολαταύτα η Κριτική Θεωρία δεν είναι γέννημα ενός ανθρώπου αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που εργάστηκαν στη Σχολή. Για τον Horkeimer είναι αναγκαίος ο συγκερασμός κοινωνικής φιλοσοφίας και κοινωνικών επιστημών (ψυχολογίας[19], κοινωνιολογίας, ιστορίας), καθώς και ο εμπλουτισμός της μαρξιστικής ανάλυσης με τη φροϋδική ψυχανάλυση. Αντίθετα από τον κλασσικό μαρξισμό, που υποστηρίζει ότι την ιστορία καθορίζει αυτός ο οποίος κατέχει τα μέσα παραγωγής, για την Σχολή η ιστορία καθορίζεται από τις ομάδες—άνδρες, γυναίκες, φυλές, θρησκείες κ.τ.λ.— οι οποίες έχουν την εξουσία ή την «δεσπόζουσα θέση». Έτσι το παρόν μπορεί να ερμηνεύεται με μαρξιστικούς όρους αλλά οι κοινωνικές επιστήμες είναι προϋποθέση στην ερμηνεία[20]. Ενσωμάτωσαν έτσι στον πολιτιστικό μαρξισμό τους αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «επαναξιολόγηση όλων των αξιών[21]». Αυτό με απλά λόγια σήμαινε ότι το σύνολο των αξιών που επιδημούσε στον δυτικό κόσμο, θα έπρεπε να υποστούν κριτική ανατομία η οποία θα οδηγούσε σε ανα-νοηματοδότηση τους. Για παράδειγμα η ομοφυλοφιλία είναι κάτι λεπτό και δείγμα ιδιαίτερης ευαισθησίας, αλλά όποιος νομίζει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν διαφορετική κοινωνική αποστολή ή διαφορετικούς γενετήσιους σκοπούς —θέσεις που προκύπτουν από το γεγονός ότι έτσι έχουν δημιουργηθεί— τότε είναι ένας κακός «φασίστας»[22].
Η πρακτική κυριαρχία της αστικής τάξης[23] είχε και αυτή στον πυρήνα της την εκμετάλλευση και ως εκ τούτου αρνήθηκε την ουσία και την καθολικότητα των συνθημάτων της. Η καθολικότητα αυτή ήταν ιδεολογική και κάλυπτε τη συγκεκριμένη ανελευθερία, ανισότητα και αδικία. Ο Horkeimer υποστήριζε ότι με μια τέτοια κριτική «από μέσα» κρίνεται η αλήθεια των εννοιών. Το αληθινό είναι αυτό που δεν καλύπτει τις κοινωνικές αντιφάσεις προς όφελος μιας κυρίαρχης τάξης και η αληθινή δράση είναι αυτή που προωθεί την κοινωνική αλλαγή στην κατεύθυνση μιας έλλογης κοινωνίας[24]. Έτσι, βασικό στοιχείο της Κριτικής Θεωρίας και της αντίληψης της για την αλήθεια είναι η άρνηση. Μέσω της άρνησης άλλων φιλοσοφικών επιχειρημάτων καθίσταται δυνατή η γνώση.

Ο κεντρικός σκοπός της Κριτικής Θεωρίας, αντλώντας από την παράδοση του γερμανικού ανθρωπισμού, ήταν η αποκατάσταση του Λόγου ως Vernunft. Ο κλασσικός γερμανικός ιδεαλισμός χώριζε τη σκέψη σε Verstand και Vernunft. Το πρώτο επίπεδο Verstand αναφερόταν σε μια κατώτερη λειτουργία της σκέψης που αντιλαμβανόταν τη φαινομενικότητα του κόσμου με βάση τις αρχές της ταυτότητας[25]. Το δεύτερο επίπεδο Vernunft περιέγραφε την ανώτερη φιλοσοφική διαλεκτική σκέψη που κατανοούσε την ουσία της πραγματικότητας ξεπερνώντας την επιφανειακή και αισθητηριακή αντίληψη της ύπαρξης της, κατανοώντας την ως προς τις εσωτερικές της δυνατότητες, την ουσία της[26]. Η Κριτική Θεωρία επιθυμούσε να αποκαταστήσει τη Vernunft και να κατανοήσει τις δυνατότητες που ενυπήρχαν στο κοινωνικό Είναι, δυνατότητες που επέτρεπαν την προσδοκία μιας έλλογης κοινωνίας. Οι δυνατότητες αυτές συνδεόταν με τις δυνάμεις της άρνησης[27].
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Ινστιτούτο επανιδρύθηκε από τα επαναπατρισθέντα μέλη της Σχολής. Ο Herbert Marcuse παρέμεινε στις ΗΠΑ και ξεκίνησε να μεταφράζει τα συγγράμματα των μελών της Σχολής.
Κεντρικό σημείο στη σκέψη του Marcuse αποτελεί η διατύπωση των προϋποθέσεων της ανθρώπινης ευτυχίας. Επιδιώκει να συμφιλιώσει το Λόγο με την ευτυχία διαμορφώνοντας έτσι μια ενότητα Λόγου-ευτυχίας ενάντια στον διαχρονικό τους διαχωρισμό από την ιδεολογία των ταξικών κοινωνιών, που υποτίμησαν την υλική ευτυχία αναγνωρίζοντας ως «καθαρή» ηδονή μόνο την πνευματικότητα[28]. Για να διοχετεύσει την ιδεολογία της η αστική τάξη σε πλατύτερα στρώματα του πληθυσμού χρησιμοποίησε την τέχνη. Η τέχνη δημιουργεί μια ψευδαίσθηση ευτυχίας κι έτσι εξυπηρετεί τη διατήρηση της κατεστημένης κοινωνίας καθώς βοηθάει στην εσωτερίκευση των αξιών από τους ανθρώπους. Στην απόλαυση της τέχνης, ο δέκτης μπορεί να αναπαράγει για πάντα μια τέτοια ευτυχία[29]. Αν ο ηδονισμός είχε ηθική αξία, οι άνθρωποι θα επιθυμούσαν εξίσου τις σωματικές απολαύσεις. Η αδυναμία όμως της απόλαυσης λόγω των οικονομικών δυσκολιών θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τις κοινωνικές συνθήκες που αναπαράγουν την φτώχεια και τη δυσάρεστη εργασία με προοπτική την ανατροπή τους. Αυτό θα ήταν επικίνδυνο για την κυριαρχία της αστικής τάξης. Έτσι η αυξημένη ηδονή θα ήταν άμεσα αυξημένη απελευθέρωση του ατόμου, διότι θα απαιτούσε ελευθερία στην επιλογή, στη γνώση και στην πραγμάτωση των δυνατοτήτων του. Θα ανέκυπτε το ερώτημα «αυτοί που παράγουν τις αξίες έχουν περισσότερο ηδονή ή πόνο;». Σκοπός της καταφατικής κουλτούρας είναι η καταστολή των επιθυμιών, οι οποίες μπορούν να έχουν ανατρεπτικό χαρακτήρα. Τέτοιες επιθυμίες είναι οι σεξουαλικές, και ως τέτοιες η αστική τάξη δεν θέλει την ελεύθερη έκφραση τους διότι οδηγούν στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας της[30]. Η τέχνη κατευνάζει την επιθυμία για εξέγερση[31] εξωραΐζει την παραίτηση καθώς ωθεί τον άνθρωπο σε μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας, λέγοντάς του ότι το σημαντικό είναι το εσωτερικό, το ψυχικό και όχι το υλικό, το σωματικό. Με αυτόν τον τρόπο, η ελευθερία της ψυχής χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογηθεί η αθλιότητα, το μαρτύριο και η υποδούλωση του σώματος. Υπηρέτησε την ιδεολογική παράδοση της ύπαρξης στην οικονομία του καπιταλισμού[32]. Προϋπόθεση της ευτυχίας είναι η ελεύθερη, ορθολογική, αναδιοργάνωση της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας.
Στο βιβλίο ΄΄Έρως και Πολιτισμός΄΄ γράφει: «Πολύμορφος σεξουαλισμός» ήταν ο όρος που χρησιμοποίησα, για να δείξω ότι η νέα κατευθυνσή της προόδου θα ήταν απόλυτα εξαρτημένη από την ευκαιρία της ενεργοποίησης απωθημένων ή αναχαιτισμένων οργανικών, βιολογικών αναγκών: Της αλλαγής του ανθρώπινου σώματος σε όργανο ηδονής μάλλον παρά εργασίας[33]». Ενώ «Όταν το σώμα δεν χρησιμοποιείται πια όλη την ώρα σαν όργανο εργασίας, θα ξαναφορτίζοταν με σεξουαλισμό»… «Ολόκληρο το σώμα θα γινόταν αντικείμενο καθεξής, πράγμα προορισμένο για απόλαυση—όργανο ηδονής[34]. Αυτή η αλλαγή στην αξία και την έκταση των λιμπιντικών σχέσεων θα οδηγούσε σε μια διάσπαση των θεσμών στους οποίους έχουν οργανωθεί οι ιδιωτικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, ιδιαίτερα η μονογαμική και πατριαρχική οικογένεια[35]». Ας σημειώσουμε ότι το «Έρως και Πολιτισμός» έγινε ένα από τα βασικά κείμενα της Νέας Αριστεράς στη δεκαετία του 1960. Ο Marcuse διεύρυνε επίσης το πνευματικό έργο της Σχολής. Στις αρχές του 1930 ο Horkeimer είχε αφήσει ανοιχτό το ερώτημα για το ποιος θα αντικαταστήσει την εργατική τάξη ως το υποκείμενο της άρνησης στην εξέλιξη της επανάστασης. Στην δεκαετία του 1950 ο Marcuse ορίζει ότι ένας συνασπισμός φοιτητών, μαύρων, φεμινιστριών και ομοφυλόφυλων — ο πυρήνας της εξέγερσης των φοιτητών της δεκαετίας του 1960, και οι ιερές ΄΄ομάδες θύματα΄΄ της Πολιτικής Ορθότητας σήμερα, θα αντικαταστήσουν το υποκείμενο της εν δυνάμει επανάστασης. Η λέξη «ανοχή» (tolerance) στάθηκε αφορμή για να ορίσει ο Marcuse την «απελευθερωτική ανεκτικότητα[36]». Την προσδιόρισε ως ανοχή για όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την αριστερά, και χαρακτήρισε «μισαλλοδοξία» όλες τις ιδέες και τα κινήματα που προέρχονται από την δεξιά. Όταν οι πολιτιστικοί μαρξιστές κάνουν έκκληση για «ανοχή», εννοούν την «απελευθερωτική ανεκτικότητα» του Marcuse. Όπως όταν μιλούν για «ποικιλομορφία[37]» (diversity), εννοούν την ομοιομορφία και την αποδοχή της δικής τους πίστης. Στην ουσία ευνοούν μια σταδιακή συρρίκνωση της δημιουργικής και πολιτισμικής πολλαπλότητας. Έναν συνεχή αποχρωματισμό του φύσει διαφορετικού και αντικαταστασή του, όπου είναι δυνατόν, από το τεχνηέντως διαφορετικό. Αν η ετερότητα ορίζεται ως ανουσία υπόσταση, τότε είναι σίγουρο ότι η ετερότητα, την οποία προπαγανδίζει η Πολιτική Ορθότητα, είναι αυτή ακριβώς η ισοπεδωτική ανούσια ομοιομορφία που βλέπουμε στην εποχή μας.

Γ. Χαρακτηριστικά πολιτιστικού μαρξισμού.
Όταν αναφερόμαστε στην Πολιτική Ορθότητα, συνειρμικά οδηγούμαστε σε ιδέες ή πολιτικές οι οποίες γεννούν διακρίσεις εναντίον μειονοτήτων που προσδιορίζονται από το φύλο, την φυλή, την θρησκεία, την εθνότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή κάποιου είδους ανικανότητα. Η απόπειρα καταπολέμησης των διακρίσεων απέναντι σε θεωρούμενες ευπαθείς κοινωνικές ομάδες (μαύρους, ομοφυλόφιλους, μετανάστες κτλ.) μοιάζει να είναι ο κύριος στόχος της Πολιτικής Ορθότητας. Ζητήματα για τα οποία ουδείς λογικός άνθρωπος αντιλέγει. Αλλά, όπως είδαμε, όλη αυτή η κριτική δεν είναι παρά η κριτική της άρνησης. Αυτό που κατατίθεται ως αλήθεια είναι ένα πελώριο ψέμα που εξυπηρετεί τον οπορτουνιστικό μεσσιανισμό του πολιτιστικού μαρξισμού.
Κάποιοι από τους βασικούς άξονες του πολιτιστικού μαρξισμού, όπως η επικράτηση του θηλυκού στοιχείου, η αποδόμηση της οικογένειας ως «καταπιεστικού θεσμού», η απόρριψη της έννοιας της ιεραρχίας στις κοινωνικές δομές και η απαλλαγή της σεξουαλικότητας απ’ την «τυραννία της γεννητικότητας» καί την στροφή της σε καταστάσεις «διεστραμμένες—πολυμορφικές» μαρτυρούν γνωστικές δοξασίες. Ο Lodovici ισχυρίζεται ότι οι πολυάριθμες «γνωστικές συμπεριφορές ποτέ δεν σταμάτησαν να διατρέχουν υπογείως σε όλη την Χριστιανική και Εβραϊκή παράδοση[38]». Οι «Adorno-Horkheimer επιδιώκουν τη γνωστική έκσταση της διάλυσης-συγχώνευσης με το απροσδιόριστο όλο. Στην αποκατάσταση, στη «Λύση» δεν δίνουν όνομα και μορφή, αντανακλώντας την άρνηση της «Κριτικής Θεωρίας» να συγκεκριμενοποιήσει την ουτοπιστική της οπτική. Όπως, πράγματι, είχε επισημάνει ο Jurgen Habermas, η άρνηση της Ιδεαλιστικής Γερμανικής φιλοσοφίας να δώσει μορφή στις ουτοπιστικές της ιδέες ήταν αρκετά όμοια με τους καββαλιστές που τόνιζαν περισσότερο τις λέξεις παρά τις εικόνες[39]».
Άλλωστε η σκιά του καββαλιστικού[40] γνωστικισμού συνοδεύει τις ερμηνευτικές διαδικασίες του Ινστιτούτου: Η επίδραση όμως της εβραϊκής σκέψης και των συνηθειών πάνω στον Walter Benjamin ήταν, κατά κάποιο τρόπο, διαφορετική. Το πιο βαθύ ενδιαφέρον του Benjamin ήταν για την Καββάλα, το πιο μυστηριώδες έργο του εβραϊκού μυστικισμού. Σ’ αυτό το ενδιαφέρον καθοριστική ήταν η φιλία του με τον Scholem. Όταν ο Max Bychner, εκδότης της Schweizer Rundscau ζήτησε από τον Benjamin εξηγήσεις πάνω στην εισαγωγή, ιδιαίτερα δύσκολη, στο βιβλίο του Ursprung des deutschen Trauerspiels (Η καταγωγή της Γερμανικής Τραγωδίας), ο Benjamin του είπε να μελετήσει την Καββάλα. Σε μία επιστολή του προς τον Bychner το 1931, πολύ καιρό αφότου άρχισε να ενδιαφέρεται για τον μαρξισμό, ο Walter Benjamin παρατήρησε: «Δεν μπόρεσα ποτέ να μελετήσω και να σκεφτώ διαφορετικά από ένα τρόπο που θα μπορούσα να τον ορίσω ως θεολογικό — δηλαδή σε συμφωνία με την Ταλμουδική διδασκαλία των σαρανταεννέα εννοιολογικών επιπέδων κάθε χωρίου της Torah[41]». Ο Walter Benjamin αντιλήφθηκε ότι θα μπορούσε να κάνει χρήση εργαλείων όπως το ραδιόφωνο, ο κινηματογράφος και αργότερα η τηλεόραση, επηρεάζοντας και διαμορφόνωντας την ψυχολογία των πολιτών[42]. Δεν είναι τυχαίο ότι η βιομηχανία του θεάματος, είναι στο δευτερο μισό του 20ου αιώνα και μέχρι της ημέρες μας, το πιο ισχυρό όπλο του πολιτιστικού μαρξισμού.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ξεσπούν εξεγέρσεις νέων στην Αμερική και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ κάνουν την εμφάνισή τους εκδόσεις που έχουν ως στόχο τους την αλλαγή των ηθών και υπηρετούν τον ακαθόριστο, αλλά πολιτικά ορθό όρο, «απελευθέρωση». Εστιάζουν στην σεξουαλική απελευθέρωση, στην θρησκευτική απελευθέρωση, στην αποδόμηση της οικογένειας, στον φεμινισμό κ.α. Κάνουν την εμφανισή τους συγκροτήματα μουσικής, οι μουσικοί των οποίων, δημιουργούν μουσικές συνθέσεις επηρεασμένοι από ψυχοδιεγερτικές ουσίες και σκληρά ναρκωτικά. Για αρκετούς μελετητές αυτή είναι η περίοδος που η μετανεωτερικότητα δίνει έντονα το στίγμα της.
Όλη αυτήν την αφήγηση θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε ως εξής:
παραδοσιακή κοινωνία → νεωτερικότητα → απομυθοποίηση παραδοσιακών θεσμών και ηθών (π.χ. διαφωτισμός, μαρξιστική θεωρία) → πολιτιστικός μαρξισμός → μετανεωτερικότητα.
Επιγραμματικά η νεωτερικότητα[43] χαρακτηρίζεται από τον έντονο ανθρωποκεντρισμό, την πόλωση στο Διαφωτιστικό όραμα του ορθολογικού εκσυγχρονισμού και την υπόσχεση της καθολικής χειραφέτησης. Θεμελιώδης αρχή της νεωτερικότητας είναι η αυτονομία και η αυτοδιάθεση του υποκειμένου, η πίστη στον προοδευτισμό και τον επιστημονισμό και γενικά σε όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούσαν να οδηγήσουν στην απομάγευση του κόσμου· στη διάρρηξη, δηλαδή, της σχέσης του ανθρώπου με το Θείο και τη συνακόλουθη καλλιέργεια της εντύπωσης πως η μόνη αλήθεια είναι αυτή που προέρχεται από την ανθρώπινη νόηση.
Ενώ η μετάνεωτερικότητα[44] μας εισάγει στην περίοδο μετά την νεωτερικότητα. Παρατηρείται, σε αντίθεση με την νεωτερικότητα, μια προσπάθεια επιστροφής στον ανορθολογισμό «και στην επαναμάγευση του κόσμου, αλλά σε μία μάγευση χωρίς αντικειμενικότητα, εφόσον, στα πλαίσια της μετά-νεωτερικότητας υπάρχουν τόσες αλήθειες όσες και οι άνθρωποι». Μία μάγευση, με άλλα λόγια, που δεν έχει στο κεντρό της τον Χριστό, αλλά το βύθισμα στην άβυσσο του New Age, της Θεοσοφίας και των συναφών αιρέσεων[45].
Συμπερασματικά στην νεωτερικότητα το υποκείμενο αυτονομείται και ορίζει την ταυτότητά του μέσω της σχέσης αλλά και της καθυπόταξης του ετέρου. Για τη νεωτερικότητα ο αυτοπροσδιορισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό και τον έλεγχο του ετέρου. Αντίθετα η μετανεωτερικότητα μάς ωθεί να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από το πρίσμα των άλλων. Η μετανεωτερικότητα αντιπροσωπεύει κατά κάποιο τρόπο την αλλαγή προτεραιότητας και την πριμοδότηση του έτερου[46], γιατί αντιστρέφοντας την ιεραρχία εαυτού και άλλου ορίζει την υποκειμενικότητα λαμβάνοντας υπόψη την ετερότητα και αναγνωρίζοντας τις υποχρεώσεις της έναντι τρίτων, είτε πρόκειται για τους ανθρώπους, τη φύση ή την ιστορία[47].
Η Πολιτική Ορθότητα λοιπόν, παρά τις, ενδεχόμενες, αρχικές καλές προθέσεις, εξετράπη σε υπερβολές, για να εξελιχτεί τελικά σε de facto φίμωση της γλώσσας. Προβλήθηκαν και προβάλλονται κατά κόρον ορισμένες αρνητικά φορτισμένες και άκρως δυσφημιστικές λέξεις (ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, τρανσοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία κτλ). Ταυτόχρονα οι λέξεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως ανεξίτηλα κοινωνικοπολιτικά στίγματα, το καθένα από τα οποία ήταν και είναι αρκετό για να καταδικάσει κάθε ανυπακοή ή παρέκκλιση. Έτσι απαγορεύει[48] και ποινικοποιεί προφορικές εκφράσεις ή συμπεριφορές που μπορούν να χαρακτηρισθούν προσβλητικές. Για το λόγο αυτό έχουν διαμορφώθει άκαμπτοι κώδικες ομιλίας και συμπεριφοράς, με νομοσχέδια ανά την υφήλιο. Έχει γίνει ένα δόγμα ακόμα πιο μισαλλόδοξο[49] από τις μισαλλόδοξες ιδέες που υποτίθεται ότι αντιμάχεται[50].
Ο Alfred W. Clark, γράφει[51] ότι οι χριστιανοί πάσχοντας από έναν εθνομαζοχισμό και έναν «παθολογικό αλτρουισμό», βασιζόμενοι στον συναισθηματισμό και έχοντας μια παραποιημένη εικόνα της χριστιανικής αγάπης οδηγούν τον χριστιανισμό σε μια «εκθήλυνση». Ο σύγχρονος δυτικός χριστιανισμός, ακόμα και στις λεγόμενες «συντηρητικές» εκφάνσεις του, έχει γίνει δυσδιάκριτος από τις βασικές ΄΄αξίες΄΄ του Πολιτιστικού Μαρξισμού που έχουν εισχωρήσει μέσα του. Η παραπάνω διαπίστωση αφορά και την σύγχρονη ορθόδοξη πραγματικότητα.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η περίοδος μετάβασης από τον κληρικαλισμό —που οικοδόμησε μια παραδοσιακή Εκκλησία στηριζόμενος στην έξαρση των Ιερών Κανόνων, στην εξουσία της Θείας Κοινωνίας κ.α.— στον Οικουμενισμό, στον Επισκοποκεντρισμό και την Ευχαριστιακή Εκκλησιολογία συνακόλουθα, μάλλον έχει τελειώσει. Ο Οικουμενισμός εχθρικός προς τον ησυχασμό—την πεμπτουσία της Ορθόδοξης πίστης— αγνοεί ή καλύτερα είναι απρόθυμος στο κήρυγμα της μετανοίας. Το έδαφος όμως είναι ήδη καλλιεργημένο. Δεν είναι παράξενο που δεν ζούμε την μετάνοια. Η επικράτηση του πνεύματος της νοησιαρχείας δεν μας επέτρεψε και δεν μας επιτρέπει να γίνουμε τα «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου[52]». Ο Οικουμενισμός εμφανίστηκε ως ένα είδος μεταμοντέρνου στην καρδιά της νεωρετικότητας. Τον στήριξε ο ορθός λόγος αλλά η ψυχή του είναι η άρνηση του Λόγου. Ανδρώθηκε στην νεωτερικότητα αλλά ζει και αναπνέει από την μετανεωτερικότητα, τα προτάγματα της οποίας υιοθετεί και εξελίσσει. Είδαμε ότι η μετανεωτερικότητα «ως ένα σύνολο ιδεών, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο την απεριόριστη πίστη στον ορθό λόγο και την πρόοδο, όσο και τις μεγάλες αφηγήσεις», άποψη την οποία ο Οικουμενισμός εγκολπώνεται διότι μέσα από την καθολική αμφισβήτηση καθίσταται η νέα μεγάλη αφήγηση. Είναι η μεγάλη αφήγηση της άρνησης. Η μεγάλη αφήγηση της άρνησης της αφήγησης. Είναι η αφήγηση της συγχύσεως. Δεν εμφορείται από πνεύμα διακρίσεως. Δεν είναι νοησιαρχικός αλλά ποτισμένος από το πνεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού εμφανίζεται ως «ένας πανθεϊσμός, ένας μονισμός που έφτασε ως την ταύτιση του Θεού και του κόσμου, της ψυχής και του σώματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου[53]». Ένας μονισμός του πνεύματος. Ως δύναμη άρνησης, αντιμάχεται την πατερική πίστη, αναζητώντας την ακαθόριστη μεταπατερική πραγματικότητα. Θέλει να συνδράμει έτσι στην απελευθέρωσή του ανθρώπου από τον ίδιο τον Κύριο — διότι τους Πατέρες ο Κύριος μας τους χάρισε ως αγιοπνευματικούς άξονες. Αντιλαμβάνεται την Εκκλησία ως σώμα πολιτισμού παρά ως το Σώμα του Κυρίου και αποδίδοντας συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά στην κάθε τοπική Εκκλησία αμφισβητεί την οικουμενικότητά της. (Θα σημειώσουμε ότι η Εκκλησία ως σώμα Κυρίου είναι σφοδρός ελεγκτής της αιρέσεως, αντιθέτως όταν σχετικοποιείται και μεταπίπτει σε πολιτισμικό φαινόμενο, με άλλα λόγια όταν εκκοσμικεύεται, είναι τροφός της αιρέσεως. Είναι σαφές ότι μία τέτοια Εκκλησία απλά δεν είναι η Εκκλησία του Κυρίου.) Υποβαθμίζει έτσι την Εκκλησία σε πολιτιστικό διαχειριστή, ενώ είναι η πύλη της σωτηρίας. Ως εκ τούτου μιλάει για ιστορική Εκκλησία που πορεύεται προς τα έσχατα έχοντας καταστήσει τον Κύριο και την Θεοτόκο θεατές αυτής της πορείας, λες και δεν ενανθρώπισε ο Κύριος στον χώρο της Θεοτόκου. Μια εσχατολογική πορεία που καταργεί την κατακόρυφη διάσταση της σωτηρίας μας και μας καθιστά δούλους της ιστορίας του χρόνου. Στην ουσία η ιστορία του χρόνου καταργεί το σχέδιο της ενανθρώπισης, το σχέδιο της σωτηρίας μας. Ο Οικουμενισμός είναι ο εκφραστής ενός ακαθόριστου κοσμικού μεσσιανισμού, μιας Βασιλείας της αποκατάστασης, που θα βραβεύσει την καλή μας πίστη κάποτε, κάπου και πουθενά. Το τέλος της ιστορίας το μόνο που μπορεί να επιβεβαιώσει είναι το τέλος της ιστορίας της σωτηρίας μας. Αυτό που η νεωτερικότητα δεν κατάφερε, έναν έλλογο κοσμικό μεσσιανισμό, το υπόσχεται ο Οικουμενισμός. Η πολυπολιτισμική ουτοπία, φορτωμένη με την μετανεωτερική αφήγηση της άρνησης (ομοφυλοφιλία, ανισότητα, διακρίσεις, σεξισμός, ξενοφοβία, ομοφοβία, εθνικισμός, ρατσισμός, φασισμός, ισλαμοφοβία, αγαπολαγνεία[54]) αναζητεί τόπο μέσα από την ενότητα στην πολυμορφία (κλαδική θεωρία) και την έξαρση του ετεροπροσδιοριζόμενου υποκειμένου. Είναι φυσικό ο Οικουμενισμός να μην αποδέχετε την Μια Αγία Καθολική Ορθόδοξη Αποστολική Εκκλησία, μιας και ο Κύριος ενεργεί ως καταλύτης κάθε είδους αυτοαναφορικής υποκειμενικότητας. Ο Κύριος ως η καθεαυτού αυτοαλήθεια δεν αναγνωρίζεται από τον Οικουμενισμό, παρά μόνο ως πρόσχημα επαναμάγευσης του κόσμου. Έτσι η αγάπη αυτονομημένη από τον Κύριο και ερμηνευμένη ως εμπαθής αγάπη καθίσταται το όχημα, το εργαλείο επαναμάγευσης του κόσμου και οπώς είδαμε η επαναμάγευση μάλλον νοείται ως αποδοχή του εξελιγμένου γνωστικισμού. Είδαμε ότι η πολιτική ορθότητα εννοεί ως αγάπη οτιδήποτε δεν αναιρεί τον κόσμο της άρνησης τον οποίο χτίζει. Η άρνηση ερμηνευεται ως αγάπη στην πολιτικη ορθότητα ενώ η αγαπολογία εννοείται ως η αγάπη των χριστιανικών εκκλησιών χωρίς τον Κύριο. Στην ουσία χτίζουν τον ίδιο κόσμο.
Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο με τα λόγια της Ida Magli[55] η οποία μιλάει για «υποβοηθούμενη αυτοκτονία ενός ολόκληρου πολιτισμού». Η θέαση της Ida Magli είναι κοσμική, δυτικοευρωπαϊκή. Με αυτές τις αφετηρίες αναλύει τα φαινόμενα που διαδραματίζονται στον οικείο χώρο της Ευρώπης. Μολαταύτα έχει αξία η κριτική της προσέγγιση. Για την Ida Magli «Η ’’Πολιτική Ορθότητα’’ αποτελεί την πιο ριζική μορφή πλύσης εγκεφάλου που οι κυβερνήτες επέβαλαν ποτέ στους υπηκόους τους. Η αντιστοιχία σκέψης-γλώσσας είναι, πράγματι, πρακτικά αυτόματη, η εισαγωγή μιας εννοιολογικής στρέβλωσης σε αυτήν την αντιστοιχία, σημαίνει ότι κατάσχουμε το φυσικό όργανο της ζωής στο οποίο έχει εναποτεθεί το ανθρώπινο είδος: την προσαρμογή του εγκεφαλικού λογικού συστήματος στην αντίληψη της πραγματικότητας κατά την γλωσσική διατύπωση των εννοιών, εμποδίζοντας έτσι και την οποιαδήποτε αλλαγή ή μετασχηματισμό[56]». Για το ζήτημα της μετανάστευσης γράφει: «Η αμφιβολία ότι, πράγματι, κανένας δεν θα συλλέξει τα ίχνη της ύπαρξης μας (=του πολιτισμού μας) έγινε με το πέρασμα του χρόνου σχεδόν μία βεβαιότητα. Η Ευρώπη, ιδιαίτερα το πιο ελκυστικό, το πιο πλούσιο, το πιο ευάλωτο στις επιδρομές μέρος της (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία) θα κατοικηθεί στην πλειοψηφία από μουσουλμάνους εξ Αφρικής, οι οποίοι θα έχουν την ευχαρίστηση και το καθήκον να εξαλείψουν όλα αυτά που μας ανήκουν. Όταν πλέον θα είναι οι κυρίαρχοι της Ευρώπης, οι μουσουλμάνοι ΄΄δικαίως΄΄ θα καταστρέψουν την Ευρωπαϊκότητα, όπως συνέβη πάντα όταν ένας πολιτισμός εισέβαλε μέσα σε έναν άλλο. Πρώτες θα αφανιστούν οι εκκλησίες με όλα όσα περιέχουν. Έργα ζωγραφικής, αγάλματα, τοιχογραφίες, απαγορευμένα από την Παλαιά διαθήκη ως οποιαδήποτε ΄΄αναπαράσταση΄΄ ή ΄΄εικόνα΄΄, θα εξαφανιστούν μαζί με αυτές. Επίσης τα μουσεία, ο Τζιότο, ο Ραφαήλ…. Ο τρόπος ζωής των μουσουλμάνων, ρυθμισμένος από τους Κανόνες που υπαγορεύτηκαν στην αρχαιότητα από τον Μωυσή στο λαό του, και που ο Μωάμεθ επιβεβαίωσε στο Κοράνι, το οποίο όντας ΄΄ιερό΄΄ πρέπει να τηρείται κατά γράμμα, θα εμποτίσει το ευρωπαϊκό περιβάλλον, σβήνοντας οποιοδήποτε ίχνος του δικού μας[57]». Η Ida Magli συνεχίζει μιλώντας για την παρακμή του δυτικού πνεύματος: «Η Ευρώπη έγινε θηλυκό· η ανικανότητα της να υπερασπίσει τον εαυτό της οφείλεται στην ολική απώλεια εκείνης της Πυγμής, που στο παρελθόν την καθιστούσε μία γεωγραφική-πολιτική-πολιτισμική οντότητα ΄΄διεισδυτική΄΄ στον υπόλοιπο κόσμο, και όχι ΄΄διεισδυμένη΄΄ από αυτόν…. Ο σχετικισμός της Εκκλησίας είναι ένα άλλο από τα στοιχεία της παρακμής. Οι κυβερνήτες, οι δημοσιογράφοι και ο ευρωπαϊκός κλήρος, σπρώχνουν κάθε ημέρα την ήπειρο τους στο να χάσει τα χαρακτηριστικά της, για να την ενοποιήσουν και να την ομολογοποιήσουν με τον υπόλοιπο κόσμο. Φυσικά αυτό σημαίνει ότι θέλουν το τέλος όχι μόνον του Χριστιανισμού, αλλά όλου του ευρωπαϊκού πολιτισμού, το τέλος των ΄΄λευκών΄΄[58]».
(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις




[1]Αμερικανός ιστορικός και δημοσιογράφος. Το άρθρο του William Lind δημοσιεύτηκε στο περιοδικό American Conservative 10 Οκτωμβριο του 2005 με τίτλο ’’Dead But Not Gone’’. American Conservative: 
http://www.theamericanconservative.com/articles/dead-but-not-gone/. Ασχολείται με θέματα πολυπολιτισμού.
[2]O Paul Edward Gottfried, είναι αμερικάνος πολιτικός φιλόσοφος, ιστορικός, αρθρογράφος και πρώην Καθηγητής Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Κολέγιο Ελίζαμπεθταουν, στην Πενσυλβάνια, καθώς και στο Guggenheim.
[3]Σύμφωνα με το Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge «ντετερμινισμός» είναι η άποψη ότι η κατάσταση του κόσμου σε κάθε στιγμή καθορίζει ένα μοναδικό μέλλον και ότι η γνώση όλων των θέσεων των πραγμάτων και των κυρίαρχων φυσικών δυνάμεων θα επέτρεπε σε κάποια διάνοια να προβλέψει τη μελλοντική κατάσταση του κόσμου.
[4]Ο πολιτιστικός Μαρξισμός ενίκησε κατά κράτος το δυτικό στρατόπεδο. Σήμερα σε όλο τον δυτικό κόσμο, επικρατούν οι ιδέες περί πολυπολιτισμού, περί ισλαμοφοβίας, περί φεμινισμού, περί ανοχής, περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περί αντιρατσισμού, περί αμβλώσεων, περί μεταναστεύσεως, περί ομοφυλοφιλίας, περί ποινικώς κολάσιμης άρνησης του ολοκαυτώματος, περί σεξισμού, έτσι όπως τις επεξεργάστηκαν τα πνευματικά εργαστήρια του πολιτιστικού Μαρξισμού, την δεκαετία του 1930.
[5]’’The Culture-wise Family: Upholding Christian Values in a Mass Media World’’ ("Η Σοφή Πολιτιστικά Οικογένεια: Προασπίζοντας τις Χριστιανικές Αξίες σε ένα Κόσμο Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης"), Published February 5th 2007 by Regal Hardcover, Author(s): Ted Baehr, Pat Boone, Theodore Baehr. Επίσης http://redskywarning.blogspot.gr/2012/11/blog-post_20.html
[6]Ο Lukacs θαύμαζε τον Τόμας Μαν. Ο Τόμας Μάν αν και απεχθάνοταν τον κεφαλαιοκρατικό ιμπεριαλισμό εν τούτοις επιθυμούσε την νίκη της Γερμανίας, Λιχτχάιμ, 1972, σ. 16
[7]Ο Lukacs είδε ότι «το προλεταριάτο (ουσιαστικά το κομμουνιστικό κόμμα που είναι η προφυλακή αυτού του κινήματος) είναι διάφορο από την αστική τάξη. Έτσι θεώρησε την ψεύτικη συνείδηση σαν χαρακτηριστικό της άρχουσας τάξης, ενώ η καταπιεζόμενη επαναστατική τάξη είχε αληθινή συνείδηση, που επειδή δεν εκφραζόταν ξεκάθαρα, καθιστούσε απαραίτητη την καθοδήγηση του κόμματος. Βέβαια το κόμμα δεν ήταν καθόλου το πιο προωθημένο κομμάτι του προλεταριακού κινήματος, αλλά μια «αταξική» δύναμη που είχε επιβληθεί πάνω σε ένα ανώριμο εργατικό κίνημα. Ο Μαρξ όταν έλεγε στους εργάτες πως δεν θα έφταναν πουθενά, αν δεν κατανοούσαν ποιος είναι ο τελικός σκοπός τους δεν εννοούσε μια τέτοια δομή, αλλα μιλούσε για την χειραφέτηση της εργατικής τάξης ως έργο αυτής της ίδιας της εργατικής τάξης και όχι μιας επαναστατικής ομάδας εκλεκτών διανοούμενων, Λιχτχάιμ, 1972, σ. 61-62.
[8]Ο Lukacs, σύμφωνα και με τον Λίχτχαιμ, θέτει το ερώτημα την εποχή της πτώσης των τριών ανατολικών αυτοκρατοριών (Ρωσσίας, Αυστροουγγαρίας και Γερμανίας). Ο Lukacs απεχθανόταν τον κεφαλαιοκρατικό ιμπεριαλισμό και τη Δυτική παρακμή, ομοίως και την Γερμανία. Λιχτχάιμ, 1972, σ. 16.
[9]Φούσκας, 1998, σ. 139.
[10]Φούσκας, 1998, σ. 142.
[11]Γκράμσι, 1973, σ. 55.
[12]O Lukacs στο άρθρο του «Παλαιά και Νέα κουλτούρα», (Το άρθρο περιλαμβάνεται στο Lukacs, 1975, σ. 132-150) εκκινεί από τη σαφή σύνδεση του προβλήματος του πολιτισμού (ως κουλτούρας) με τις οικονομικές συνθήκες.Η έννοια της κουλτούρας περιλαμβάνει όλα τα πολύτιμα προϊόντα που δεν είναι απαραίτητα για τον άμεσο πορισμό. Απαιτείται πρώτα η ικανοποίηση των βιωτικών αναγκών και μετά μένει ενέργεια για να διατεθεί στην κουλτούρα. Διαχωρίζει τον (τεχνικό-υλικό) πολιτισμό (Zivilisation) και την κουλτούρα (Kultur) και συνδέει την τελευταία με την ανεξαρτησία από τις αναγκαιότητες του πρώτου. Η συσχέτιση της κουλτούρας με την οικονομία, τον τεχνικό πολιτισμό και την κοινωνική ζωή εν γένει οδηγεί σε μια θεμελιώδη διάγνωση για τον σύχρονο αστικό πολιτισμό. Ενώ οι παλαιοί πολιτισμοί χαρακτηρίζονταν από μια οργανική εναρμόνιση κουλτούρας και τεχνικού πολιτισμού η σύγχρονη αστική δημοκρατία διακρίνεται από τη δυσαρμονία των δύο αυτών στοιχείων, ή ακόμη και από την υπονόμευση και εν τέλει ανυπαρξία της κουλτούρας. Έτσι η κουλτούρα της καπιταλιστικής εποχής έχει ήδη καταρρεύσει, πριν να προκύψει οικονομική και πολιτική κατάρρευση. Αυτό συμβαίνει διότι η αστική εποχή υποτάσσει τους πάντες στην αναγκαιότητα της εργασίας, κανοντας τους σκλάβους της παραγωγής υποσκάπτοντας την ανεξαρτησία της κουλτούρας, που αποτελεί όρο για την πραγματωσή της. Έτσι το αίτημα για κουλτούρα συνεπάγεται την ανατροπή της αστικής κοινωνίας προς αποκατάσταση της κουλτούρας και όχι απλώς την αλλαγή της. Ο κομμουνισμός θα θέσει τέρμα σε αυτήν την κυριαρχία του αστικού τεχνικού πολιτισμού για να ξεκινήσει η αληθινή ιστορία του ανθρώπινου είδους. Αυτή θα οδηγήσει στη συγκρότηση μιας νέας οργανικής δημοκρατικής κουλτούρας. Ο Τζώρτζ Λιχτχάιμ, εξ’ αιτίας της κεντρικής θέσης που κατέχει η τέχνη στο έργο του Lukacs, θεωρεί ότι είναι ένας φιλόσοφος της παράδοσης του γερμανικού ιδεαλισμού, Λιχτχάιμ, 1972, σ. 166-168. Αυτό που υπάρχει στο κέντρο αυτού του κινήματος, διακηρύσσεται με πολλή σαφήνεια από έναν εξέχοντα κριτικό, τον Rene Wellek. Σύμφωνα με τον Wellek «υπάρχει μια θεμελιώδης ενότητα σε ολόκληρη τη γερμανική φιλολογία από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα ως το θάνατο του Γκαίτε. Είναι μια προσπάθεια δημιιουργίας μιας νέας τέχνης διαφορετικής από την γαλλική τέχνη του 17ου αιώνα. Είναι μια προσπάθεια για μια νέα φιλοσοφία, που δεν είναι ούτε ορθόδοξη χριστιανική, ούτε του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Αυτή η νέα άποψη τονίζει το σύνολο των δυνάμεων του ανθρώπου, όχι μόνο της λογικής, ούτε μόνο του αισθήματος, αλλά περισσότερο της ενόρασης, της «πνευματικής ενόρασης», της φαντασίας. Είναι μια αναβίωση του πλατωνισμού, ένας πανθεϊσμός, ένας μονισμός που έφτασε ως την ταύτιση του Θεού και του κόσμου, της ψυχής και του σώματος, του υποκειμένου και του αντικειμένου. Εκείνοι που πρόβαλαν αυτές τις ιδέες είχαν πάντα συνείδηση πόσο πρόσκαιρες ήταν και ποιες δυσκολίες αντιμετώπιζαν αυτές οι απόψεις, που συχνά τις αντιλαμβανόντουσαν μόνο σαν απρόσιτα ιδανικά. Σ’ αυτό οφείλεται ο «αχόρταγος πόθος» των Γερμανών ρομαντικών, η επιμονή προς την εξέλιξη, προς την τέχνη, σαν φηλάφισμα προς το ιδανικό»,Wellek, 1963, σ. 165.
[13]Με το Horkheimer στη διεύθυνση του Ινστιτούτου, άλλαξε η έμφαση της κοινωνικής έρευνας και της θεωρητικής παραγωγής του. Επέμεινε ότι, για τη βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας χρειαζόταν ένας συνδυασμός της εμπειρικής έρευνας με τη διεπιστημονική θεωρητική ανάλυση. Όμως το ενδιαφέρον θα έπρεπε να μετατοπιστεί από τη μελέτη της οικονομίας στη μελέτη των πολιτιστικών και κοινωνικών φαινομένων.
[14]Τις υλικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες σε μια κοινωνία, ο Μαρξ τις ονόμαζε βάση αυτής της κοινωνίας. Τις αντιλήψεις, τον τρόπο της σκέψης της, το πολιτικό της σύστημα, τους νόμους της και, τέλος, τη θρησκεία, την ηθική, την τέχνη, τη φιλοσοφία και την επιστήμη της, ο Μαρξ τα ονόμαζε εποικοδόμημα. Συμφωνά με τον Μαρξ, οι υλικές συνθήκες "στηρίζουν" όλες τις σκέψεις κι όλες τις ιδέες που παρουσιάζονται σε μια κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι το εποικοδόμημα μιας κοινωνίας είναι, στην πραγματικότητα, παράγωγο της υλικής βάσης της
[15]Ο Lukacs σημειώνει την παρουσία του Φρόυντ, με σκοπό να καταδικάσει αυτό που έλεγε «φροϋδικό ιρρασιοναλισμό»—άποψη που δεν συμμεριζόταν οι επιφανείς μαρξιστές της Σχολής τη δεκαετία του 1930.
[16]Η αύξηση της παραγωγής και η πρόοδος της τεχνολογίας, συνοδεύεται από μια καταστροφή των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων. Αποτέλεσμα ολοένα και περισσότερο άνθρωποι ταυτίζονται με τις ίδιες τους τις παραγωγικές σχέσεις. Οι Horkeimer και Adorno απαντούν με όρους κοινωνικής ψυχολογίας η ακριβέστερα με μια παραλλαγή της ψυχολογίας των μαζών του Φρόυντ: Τα υποκείμενα ή τα άτομα ταυτίζονται με την εξουσία, επειδή η εξουσία τους επιτρέπει να γυρίσουν κατά πάνω στους άλλους (τους Εβραίους, τους αδύναμους, τις γυναίκες, τους τρελλούς) και να γλυτώσουν από την επιθετικότητα, το φόβο και την οδύνη που έχει προκληθεί από τις παρορμήσεις ή τις ορμές που πρέπει να απωθήσουν. Έτσι ο τυφλός δολοφόνος είδε στο πρόσωπο του θύματος τον διώκτη ενάντια στον οποίο έπρεπε να αντισταθεί. Αυτό δεν πρέπει μολαταύτα να θεωρηθεί εκδήλωση μιας θεμελιακής διαστροφής της ανθρώπινης φύσης αλλά ως ένδειξη της χρεοκοπίας του πολιτισμού της αστικής κοινωνίας, Βενσάν, 1977, σ. 112-114.
[17]Σήμερα, όταν οι πολιτιστικοί μαρξιστές του Χόλιγουντ θέλουν να "ομαλοποιήσουν" (να το περάσουν ως‘φυσιολογικό’κάτι σαν την ομοφυλοφιλία (και έτσι να μας "απελευθερώσουν" από την "καταπίεση"), βάζουν απανωτές τηλεοπτικές εκπομπές, όπου ο μόνος ΄΄νορμάλ΄΄ λευκός άντρας είναι ομοφυλόφιλος. Έτσι λειτουργεί το έργο στο ψυχολογικό επίπεδο. Οι άνθρωποι εγγράφουν τα μαθήματα που θέλουν να τους μάθουν χωρίς καν να γνωρίζουν αυτά που διδάσκονται.
[18]Η προσπάθεια του Horkheimer δεν είχε ως σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος γνώσης ή ενός συστήματος «αιώνιων αληθειών». Τα μέλη της Σχολής ήταν αντίθετα στη συστηματοποίηση και σε οποιαδήποτε προσπάθεια διαμόρφωσης μιας «τελικής» φιλοσοφίας. Αυτό που ονομάζεται Κριτική Θεωρία αποτελεί το σύνολο των παρεμβάσεων και των αλλαγών στο μαρξισμό, που έγινε με τη θεωρητική παραγωγή της Σχολής μέσα από την κριτική άλλων φιλοσοφιών κυρίως της γερμανικής παράδοσης. Η Κριτική Θεωρία άλλωστε ήταν ένα καθαρά γερμανικό ρεύμα σκέψης. Οι επιδράσεις που είχε από μη γερμανικά ρεύματα σκέψης είναι ελάχιστες. Η σταλινική φιλοσοφία, η οποία ήταν η επίσημη και ορθόδοξη «σοσιαλιστική» φιλοσοφία, υποβάθμισε τη δράση του υποκειμένου μέσα στην ιστορία, καθώς θεώρησε τα άτομα ως απλούς εκτελεστές μιας σχεδόν φυσικής αναγκαιότητας. Κάλφας, 1978, σ. 75.
[19]Ο Horkeimer θεωρεί ότι «η γνωστική δραστηριότητα δεν προκύπτει από μια υπερβατική φιλοσοφία, που θα έβαζε σκοπό της να φωτίσει τους τρόπους των apriori βεβαιοτήτων της γνώσης, αλλά πηγάζει από την ψυχολογία και την οικονομία, από την ψυχολογία που μελετά τη δόμηση της συνείδησης, και από την οικονομία που πραγματεύεται την κοινωνική εργασία μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία». Οπωσδήποτε δεν έχουμε να κανουμε με μια ψυχολογία που εμπνέεται από τις φιλοσοφίες του ιρρασιοναλισμού ή του σκοταδισμού που αποβλέπουν στην υπεράσπιση γνωστικών τρόπων που ξεφεύγουν από κάθε έλλογο και συνειδητό έλεγχο, Βενσάν, 1977, σ. 62. Ο Adorno αντιλαμβάνεται το ασυνείδητο σαν το σύνολο των ανεξέλεγκτων νόμων που κυβερνούν τις συνάφειες της συνείδησης οι οποίες είναι ανεξάρτητες από την αντίληψη. Συμφωνα με αυτή την άποψη, η ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ επιτρέπει να εννοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο το βίωμα (Erlebnis), σαν καταγωγή όλων των ψυχικών γεγονότων, αντιμετωπίζεται και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας για την συνείδηση. Δεν έχουμε επομένως ανάγκη να καταφεύγουμε σε αυτό που ξεπερνά την εμπειρία ή να προϋποθέσουμε ότι το ασυνείδητο είναι μια πραγματικότητα εξ’ ορισμού απρόσιτη στην συνείδηση, Βενσάν 1977, σσ. 62-63. Θα παρατηρήσουμε ότι ενώ το μεγαλύτερο μέρος των μαρξιστών θεωρούσε την ψυχανάλυση εκδήλωση της παρακμάζουσας αστικής ταξης, οι Horkeimer και Adorno διέβλεπαν την προοπτική νέων σχέσεων ανάμεσα στη συνείδηση και το ασυνείδητο στο μέτρο που διέκριναν απώλεια ψυχικών δυνάμεων των ατόμων στην δόμηση της συνείδησης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. «Η αναζήτηση της γνώσης απαιτεί το ξεπέρασμα του επιφανειακού άμεσου δεδομένου με σκοπό τη ριζική κριτική όλων των σχέσεων που περιβάλλουν τους ανθρώπους, δηλαδή μια νέα οργάνωση εξίσου ριζική», έτσι «η κριτική δεν έπρεπε να είναι κυρίως πολεμική και καταγγελτική των ταξικών θέσεων των αντιπάλων, αλλά να αποβλέπει στην διευκρίνιση νεων συναφειών με την εμπειρία του θεωρητικού πεδίου μέσα στο πεδίο των κοινωνικών πρακτικών. Η κριτική θεωρία δεν είναι παραγωγή μιας τάξης (orde) αλλά σταθερή παραγωγή της αταξίας που υφέρπει στην τάξη του κατεστημένου Λόγου, οποίος έχει μια ψεύτικη αυτοκυριαρχία», Βενσάν, 1977, σ. 64-65.
[20]Το ότι στον καπιταλισμό ο οικονομικός παράγοντας έγινε κυρίαρχος δεν σημαίνει ότι αυτό ίσχυε στο παρελθόν ή ότι θα ισχύει για πάντα. Μέσα στο πολιτιστικό εποικοδόμημα εκφράζονται οι αντιφάσεις της κοινωνικής ολότητας και εμπεριέχεται σε αυτό το σύνολο των κοινωνικών δυνάμεων, προοδευτικές και αντιδραστκές. Δεν αντανακλούνται συγκεκριμένα ταξικά συμφέροντα, όπως θεωρούσαν οι μαρξιστές. Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης για παράδειγμα, δεν εκδηλώνονται σε μια αστική ιδεολογία αλλά διαπερνούν όλο το φάσμα των πολιτιστικών σχέσεων. Jay, 1973, σ. 54-55.
[21]Ο άνθρωπος δημιούργησε έναν πλασματικό, ανώτερο, αληθινό κόσμο για τον εαυτό του, επειδή θέλει έναν καλύτερο κόσμο από την πραγματικότητα. Κανείς, όμως, δεν μπορεί να βεβαιώσει πως ο φαινομενικός, αισθητός κόσμος έχει μικρότερη αξία από τον πλασματικό, αληθινό. Ο άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να θέτει βαθμούς πραγματικότητας. Ο άγνωστος κόσμος μπορεί να είναι μια μίζερη μορφή ενθαδικής ύπαρξης και ο κόσμος των αισθήσεων μπορεί να είναι τέτοιου είδους, που να μας προκαλεί συγκριτικά ευχαρίστηση. Ο φιλόσοφος επινοεί έναν άλλο κόσμο αληθινό, όπου κυριαρχεί η λογική. Ο άνθρωπος της θρησκείας επινοεί έναν θεϊκό κόσμο, που είναι η καταγωγή του «αποφυσικοποιημένου, αντιφυσικού κόσμου». Ο ηθικός άνθρωπος επινοεί έναν ελεύθερο κόσμο, που είναι η καταγωγή του «καλού, τέλειου, δίκαιου, άγιου» κόσμου. Ο άλλος κόσμος, που έχουν δημιουργήσει η φιλοσοφία, η θρησκεία και η ηθική, πρέπει να ανατραπεί, γιατί είναι συνώνυμος του μη είναι, του μη ζην, της έλλειψης θέλησης για ζωή. Μια επαναξιολόγηση- μεταστοιχείωση των αξιών επιτυγχάνεται μόνο όταν υπάρχει μια ένταση από καινούριες ανάγκες, από ανθρώπους με καινούριες ανάγκες, που υποφέρουν από τις παλιές αξίες. Πρέπει να υπάρχει μια θαρραλέα συνειδητοποίηση και κατάφαση πως είναι αναγκαία η απελευθέρωση από τα δεσμά των παλιών αξιολογήσεων. Η θέληση για διατήρηση των παραδοσιακών αξιών θα δώσει τη θέση της στη θέληση για δύναμη του δημιουργικού ανθρώπου. Για το Nietzsche, η λύτρωση είναι η αναδημιουργία του κάθε «ήταν» σε «έτσι το ήθελα», Νικολαΐδου, 2007-2008, σ. 17.
[22]Ο Adorno στο «Η αυταρχική προσωπικότητα», που δημοσιεύθηκε το 1950, δημιούργησε την "F-Scale" ή «Φασιστική Κλίμακα». Είναι μια ψυχομετρική αξιολόγηση που προσπαθεί, κατά τον Adorno, να «ποσολογήσει τις αυταρχικές τάσεις». Η αυταρχική προσωπικότητα συντίθεται από τα εξής χαρακτηριστικά: 1)πίστη στις συμβατικές αξίες της κοινωνίας, 2)υποταγή σε αυταρχικές αξίες, 3)επιθετικότητα, 4)τάση να γίνεται αντιληπτή μόνο η επιφανειακή συμπεριφορά, και έλλειψη ευαισθησιών σε συναισθήματα και σκέψεις, 5)προλήψεις, 6)ψευτοδυναμικότητα, 7)ενδιαφέρον για εξουσία και δύναμη, 8)κυνισμός, 9)τάση να πιστεύει κανείς σε σκοτεινές, μεταφυσικές, καταστρεπτικές δυνάμεις που επηρεάζουν τον άνθρωπο, 10)πίστη ότι οι ερωτικές σχέσεις είναι ανήθικες. Αποτελέσματα από μελέτες στις Η.Π.Α.έχουν δείξει, ότι τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως αυταρχικά με βάση την F-scale συγχρόνως α)είναι προκατειλημμένα απέναντι σε μειονότητες, β)είναι πιστά σους παραδοσιακούς ρόλους της οικογένειας, γ)είναι πιο συντηρητικά στα πολιτικά τους φρονήματα, δ)έχουν προβλήματα προσαρμογής σε ομάδες με δημοκρατικό ύφος ή με laissez-faire ύφος, ε)δυσκολεύονται να αντιληφθούν την στάση των άλλων, στ)είναι καχύποπτα απέναντι στις προθέσεις των άλλων και συγχρόνως εκμεταλλεύονται τους άλλους και ζ)προέρχονται από οικογένειες με χαμηλή μόρφωση. Ο Adorno και οι συνεργάτες του υποστήριξαν ότι ο τύπος της αυταρχικής προσωπικότητας ήταν πολύ πιθανότερο να εμφανίσει εθνοκεντρικές τάσεις. Η αυταρχική προσωπικότητα, με όρους ψυχοδυναμικούς, θεωρείται ότι χαρακτηρίζεται τόσο από σαδιστικές όσο και από μαζοχιστικές τάσεις. Οι ισχυροί, αυστηροί γονείς δημιουργούν παιδιά που μαθαίνουν γρήγορα να υποτάσσονται στην εξουσία και φοβούνται να ορθώσουν το ανάστημά τους. Τέτοια παιδιά αναπτύσσουν μαζοχιστικές τάσεις και δουλοπρέπεια, καθώς υποτάσσονται στους γονείς. Τα κριτήρια των γονέων εσωτερικεύονται περίπου ολοκληρωτικά και έτσι αναπτύσσεται ένα ισχυρό υπερεγώ, μια τιμωρητική συνείδηση και ένα αίσθημα ότι οι κοινωνικοί κανόνες θα πρέπει να τηρούνται αυστηρά. Ενσταλάζονται λοιπόν στο παιδί η σημασία της υπακοής και ο σεβασμός για τις κοινωνικές συμβάσεις. Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται για όλη τη ζωή του: άλλες εξουσιαστικές μορφές θα αντικαταστήσουν τους γονείς και αναπτύσσουν σεβασμό προς ηγέτες που είναι εξίσου αυστηροί με τους γονείς. Ωστόσο η υπερβολική ενδοτικότητα δημιουργεί μνησικακία. Η εχθρότητα που δεν ξέσπασε ποτέ στους γονείς προβάλλεται σε άλλους στόχους (π.χ.μειονοτικές εθνοτικές ομάδες). O Adorno δεν υποστηρίζει ότι η προσωπικότητα και οι πρακτικές ανατροφής παιδιών γεννούν αυταρχικές και φασιστικές ιδεολογίες. Εισηγούνται ιδεολογίες που ταιριάζουν καλύτερα σε ορισμένους ανθρώπους εξαιτίας της ανατροφής τους. Το κεντρικό πρόβλημα για τις αναλύσεις του ρατσισμού είναι η ερμηνεία της συλλογικής κοινωνικής δράσης. Αν και η θεωρία της αυταρχικής προσωπικότητας μπορεί να εξηγήσει τις πράξεις μερικών ατόμων, οι κριτικοί της επισημαίνουν ότι η θεωρία δεν είναι σε θέση να εξηγήσει το ρατσισμό σε μια κοινωνία. Είναι πρακτικά αδύνατο να υποστηρίξει κανείς ότι ένα ολόκληρο έθνος παρασύρεται από τον αντισημιτισμό εξαιτίας κοινών χαρακτηριστικών προσωπικότητας. Γεώργας, 1995, σ. 139. Σήμερα, ο αγαπημένος όρος που η Πολιτική Ορθότητα χρησιμοποιεί για όποιον διαφωνεί μαζί της είναι η λέξη «φασίστας».
[23]Στην αστική εποχή, για παράδειγμα, υπήρχε αντίφαση μεταξύ των προταγμάτων της αστικής τάξης που παρουσιάζοταν ως καθολικά (ελευθερία, δικαιοσύνη, ισότητα) και της πραγματοποιησής τους. Όταν η αστική τάξη πήρε την εξουσία δεν έφερε μια απόλυτη και καθολική ελευθερία. Η ελευθερία της ήταν προσαρμοσμένη στις απαιτήσεις και τις επιδιώξεις της, καθώς έμενε σε μια τυπική και νομική ανάγνωριση της ανθρώπινης ελευθερίας χωρίς να αγγίζει τις υλικές της ρίζες
[24]Held, 1980, σ. 186 και Jay, 1973, σ. 63.
[25]Σύμφωνα με την αρχή αυτή κάθε έννοια νοείται ίση ή η αυτή προς αυτήν, ή προς το σύνολο των γνωρισμάτων της. Στην Αρχή της ταυτότητας βασίζονται οι ακόλουθοι κανόνες: α) η έννοια ισούται προς τα γνωρίσματά της, β) το όλο ισούται προς τα μέρη του και γ) το γένος ισούται προς τα είδη του.
[26]Επιστρέφουμε συνεχώς στο αίτημα της κατανόησης. Αντιστοιχο αίτημα εχει ανακύψει με τις λεγόμενες μεταφράσεις των λειτουργικών κειμένων. Η εντολή τού Κυρίου, "ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου", μάλλον δεν μας αφορά.
[27]Jay, 1973, σ. 61. Το υπόκείμενο της άρνησης για τους μαρξιστές ήταν το προλεταριάτο. Από το 1930 και μετά αυτή η αντίληψη εγκαταλέίφθηκε. Το νέο υποκείμενο το όρισε ο Marcuse, βλέπε στη συνέχεια σ. 67-68, της παρούσης εργασίας.
[28]Ο Marcuse εισάγει μια νέα έννοια στην κοινωνική του ανάλυση, αυτή της «καταφατικής κουλτούρας». Με αυτή εννοεί «την κουλτούρα της αστικής εποχής που οδηγεί, στην απόσπαση του κόσμου του πνεύματος και της ψυχής (ως ανεξάρτητου χώρου αξιών) από τον πολιτισμό και την ανύψωσή τους πάνω από αυτόν…. την ύπαρξη ενός καθολικά δεσμευτικού αιώνια καλύτερου και πιο αξιόλογου κόσμου που πρέπει να γίνει δεκτός χωρίς όρους… κάθε άτομο μπορεί να κάνει πραγματικότητα αυτόν τον κόσμο “από μέσα”, για τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς να αλλάξει τίποτε στην πραγματική κατάσταση». Μετά την επικράτηση της η αστική τάξη προπαγάνδισε την ευτυχία ως κάτι το εσωτερικό, ως κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μόνο στη ψυχή του ανθρώπου», Μαρκούζε, 1983, σ. 65-66. Η καταφατική κουλτούρα, θέτοντας την εσωτερική ευτυχία ως ανώτερη, αφαίρεσε την δυνατότητα μιας ευτυχίας στις πραγματικές ζωές των ανθρώπων, νομιμοποιώντας ηθικά τη φτώχεια και την αθλιότητα. Αφού η ευτυχία δεν είναι μέρος της καθημερινότητας, τότε η καθημερινή δυστυχία δεν έχει σημασία. Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι πνευματικό και ως εκ τούτου άσχετο με την υλική ζωή των ανθρώπων
[29]Μαρκούζε, 1983, σ. 91.
[30]Μαρκούζε, 1983, σ. 131-135.
[31]Μαρκούζε, 1983, σ. 93.
[32]Μαρκούζε, 1983, σ. 80.
[33]Μαρκούζε, 1981, σ. 279-280.
[34]Μαρκούζε, 1981, σ. 203.
[35]«Ο σεξουαλισμός παρέχει μιαν από τις πιο θεμελιακές και πιο πιθανές δυνατότητες ικανοποίησης και ευτυχίας. Αν αυτές οι δυνατότητες επιτρεπόντουσαν μέσα στα όρια που καθορίζει η ανάγκη για την παραγωγική ανάπτυξη της προσωπικότητας μάλλον παρά η ανάγκη για κυριαρχία πάνω στις μάζες, η εκπλήρωση αυτής της θεμελιώδους δυνατότητας ευτυχίας θα οδηγούσε αναγκαστικά σε μια αύξηση του αιτήματος για ικανοποίηση και ευτυχία μέσα σε άλλες σφαίρες της ανθρώπινης ύπαρξης. Η εκπλήρωση αυτού του αιτήματος απαιτεί τη διαθεσιμότητα των υλικών μέσων για την ικανοποίηση του και, γι’ αυτό πρέπει να συνεπάγεται την έκρηξη της επικρατούσας κοινωνικής τάξης», Μαρκούζε, 1981, σ. 245.
[36]«Απελευθερωτική ανεκτικότητα (Liberating tolerance) λοιπόν θα πρέπει να σημαίνει δυσανεξία κατά των κινημάτων που προέρχονται από την Δεξιά και ανεκτικότητα προς τα κινήματα που προέρχονται από την Αριστερά. Όσο για την έκταση αυτής της ανεκτικότητας και της δυσανεξίας: θα πρέπει να επεκτείνεται τόσο στο στάδιο της δράσης όσο και σε αυτό της συζήτησης και της προπαγάνδας, της πράξης όσο και του λόγου… Σε ολόκληρη την μετα-φασιστική περίοδο υπάρχει ξεκάθαρος και παρόντας κίνδυνος. Συνεπώς, η πραγματική ειρήνευση απαιτεί την άρση της ανεκτικότητας στο στάδιο πριν από την πράξη, στο στάδιο της επικοινωνίας σε λόγο, έντυπα, εικόνες. Τέτοια ακραία ακύρωση του δικαιώματος του λόγου και των ελευθέρων συγκεντρώσεων είναι πράγματι δικαιολογημένη μόνο αν το σύνολο της κοινωνίας είναι σε ακραίο κίνδυνο. Ισχυρίζομαι ότι η κοινωνία μας είναι σε μια τέτοια έκτακτη κατάσταση, και ότι έχει γίνει η κανονική κατάσταση των πραγμάτων… Οι μικρές και αδύναμες μειονότητες που παλεύουν ενάντια στην ψευδή συνείδηση και σε εκείνους που επωφελούνται από αυτήν πρέπει να βοηθηθούν. Η συνέχιση της ύπαρξής τους είναι πιο σημαντική από την διατήρηση καταχρηστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών που παρέχουν συνταγματικές εξουσίες σε εκείνους που καταπιέζουν αυτές τις μειονότητες. Θα πρέπει να είναι εμφανές πλέον ότι η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων από εκείνους που δεν τα έχουν προϋποθέτει την αφαίρεση πολιτικών δικαιωμάτων από εκείνους που εμποδίζουν την άσκησή τους, και ότι η απελευθέρωση των Κολασμένων της Γης προϋποθέτει την καταστολή όχι μόνο των παλιών αλλά και των νέων αφεντικών τους», Wolff, Moore, Marcuse, 1969, σ. 95-137.
[37]Ενότητα στην πολυμορφία (Unity in diversity—επίσης συνήθως αποδίδεται ως ενωμένοι στην πολυμορφία) ορίζεται ως "ενότητα χωρίς ομοιομορφία με ανοχή στη διαφορετικότητα, χωρίς κατακερματισμό" η οποία μετατοπίζει την ενότητα, που βασίζεται σε μια απλή ανοχή των φυσικών, πολιτιστικών, γλωσσικών, κοινωνικών, θρησκευτικών, πολιτικών, ιδεολογικών ή και ψυχολογικών διαφορών, προς μια πιο σύνθετη ενότητα που βασίζεται στην αρχή ότι η διαφορά εμπλουτίζει τις ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις.«Ενότητα στην πολυμορφία» είναι ένα δημοφιλές σύνθημα εντός και μεταξύ των εθνικών κρατών, καθώς επίσης και σε κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα. Ενδεικτικά χρησιμοποιείται από το Ισλάμ, τους Μπαχάϊ, το σύνολο των χριστιανικών ομολογιων, τη γιόγκα κ.α. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός δεν μπορεί να εννοήσει την ιστορική του πορεία χωρις την αποδοχή της ενότητας στην πολυμορφία. Δεν είναι θέμα της εργασίας, αλλά η μη αποδοχή της παραπάνω θέσης, πράγμα που ενισχύει την πολυμορφία, εισάγει την αντιπαλότητα και την απόρριψη. Μοιάζει σαν να έχει γίνει μία παγκόσμια κατάληψη του νου των ανθρώπων από μια διάθεση παραίτησης και απεμπόλησης του Τριαδικού δώρου του αυτεξουσίου. Οι χριστιανικές ομολογίες ομοφωνούν και υπερθεματίζουν. Στην 9η Γενικη Συνέλευση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών ανακοινώθηκε ότι: «Ομολογούμε μία, αγία, καθολική και αποστολική Εκκλησία, όπως εκφράζεται στο Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Ενότητα της Εκκλησίας είναι μια εικόνα της ενότητας του Τριαδικού Θεού όπως αυτή είναι στην κοινωνία των θείων Προσώπων. Η Αγία γραφή περιγράφει τη χριστιανική κοινότητα ως το σώμα του Χριστού, του οποίου η αλληλένδετη ποικιλότητα είναι απαραίτητη για την ολότητα του: «Τώρα υπάρχουν οι ποικιλίες των δώρων, αλλά το ίδιο Πνεύμα; Και υπάρχουν οι ποικιλίες των υπηρεσιών, αλλά ο ίδιος Κυρίος; Και υπάρχουν οι ποικιλίες των ενεργειών, αλλά είναι ο ίδιος ο Θεός που ενεργοποιεί όλα αυτά στον καθένα; Στον καθένα δίνεται η φανέρωση του Πνεύματος για το κοινό καλό », Προς Κορινθίους Α’ 12, 4-7. Έτσι, καθώς οι άνθρωποι του Θεού, το σώμα του Χριστού, και ναός του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία καλείται να εκδηλώνει την μοναδικότητά της στην πλούσια ποικιλομορφία», 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Porto Alegre, 2006, Statements & documents adopted, Christianunity and message to the churches, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 3.
[38]Lodovici, 1991, σ. ΙΙ-ΙΙΙ. Επίσης http://theodotus.blogspot.gr/2015/01/blog-post_27.html#more
[39]Jay, 1979, σ. 83-84.
[40]«Το γεγονός οτι οι Γνωστικές και οι Εβραϊκές πηγές μπορούν να εξηγήσουν η μία την άλλη δεν αποτελεί έκπληξη, αν και μέχρι σήμερα έχει γίνει μικρή χρήση, του περισσοτέρου, πέρα από το συνηθισμένο, υλικού που υπάρχει στις Εβραϊκές πηγές. Είναι,επίσης, κατανοητό ότι οι Γνωστικοί συχνά δανείζονταν το εν λόγω υλικό και το αλλάζαν σκόπιμα», Scholem, 5725-1965, σ.72 συγκεκριμένα αλλά και όλο το βιβλίο αναφέρεται γενικά σε αυτή την διαδρομή.
[41]Jay, 1979, σ. 309-310. Βλ.επίσης Marcus, J. και Tar, Z., The Judaic elements in the teachings of the Frankfurt School, στο Leo Baech Institute Year Book 21:339-353.(1986).
[42]Οι Horkeimer και Adorno θεωρούν ότι η παιδεία σαν συνολό διανοητικών μέσων που αποχτούν οι άνθρωποι για να κυριαρχήσουν στο περιβάλλον και στις καταστασεις που αντιμετωπίζουν, μετατράπηκε σε πολιτιστικό εμπόρευμα. Η μαζική καλλιέργεια, και τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας που έχουν παραχθεί από την ανάλογη πολιτιστική βιομηχανία, επιτυγχάνουν τη χειραγώγηση των ατόμων και τείνουν να εξομοιώσουν τα ανθρώπινα φερσίματα, να τα κάνουν να συμφωνήσουν με το γενικό συμφέρον του κεφαλαίου. Συμβάλλει έτσι στην διάλυση του ατόμου. Το άτομο δεν είναι μόνο μια αυταπάτη της τυποποίησης των παραγωγικών μέσων, αλλά γίνεται ανεκτό μόνο στο μέτρο που η συνολική του ταυτότητα με το γενικό είναι αναμφίβολη. Η ψευδοατομικότητα βασιλεύει και το εγώ είναι ένα βραβευμένο προιόν καθορισμένο από την κοινωνία που περνά για φυσικό. Τα άτομα έπαψαν να ταυτίζονται με τους εαυτούς τους και κατάντησαν σημεία όπου συναντιούνται γενικές τάσεις, γι’ αυτό και μπορούν να ενσωματωθούν ολοκληρωτικά στη γενικότητα, Βενσάν 1977, σ. 114-116.
[43]Ο όρος νεωτερικότητα είναι δηλωτικός μιας ιστορικής περιόδου. Χρονολογικά η έναρξη της νεωτερικότητας μπορεί να προσδιοριστεί στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, δηλαδή την περίοδο του εκκοσμικευμένου κινήματος του Διαφωτισμού και της έναρξης της βιομηχανικής επανάστασης. Επίσης, το καταληκτικό όριο της νεωτερικότητας μπορεί να προσδιοριστεί μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Υπόσχεται την καθολική χειραφέτηση, για να καταλήξει στον εικοστό αιώνα σε ζοφερή απαισιοδοξία μετά τις καταστροφές των παγκοσμίων πολέμων και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η νεωτερική περίοδος συνδέεται με την ανάδυση του έθνους κράτους και τον τονισμό της εθνικής κυριαρχίας και ταυτότητας, της εθνικής οικονομίας, της εθνικής κουλτούρας, καθώς και την ανάπτυξη των αστικών καπιταλιστικών κοινωνιών. Ακόμη, συνδέεται με την οργάνωση της κοινωνικής ζωής με όρους αναγνώρισης των ατομικών δικαιωμάτων και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η νεωτερικότητα ως προς τα τυπικά χαρακτηριστικά της είναι συνυφασμένη με τις προοπτικές και το «παράδειγμα» του Διαφωτισμού, δηλαδή, την απεριόριστη πίστη στον ορθό λόγο και στην ανθρώπινη λογική ως του μόνου οργάνου ανεύρεσης της αντικειμενικής πραγματικότητας και αλήθειας, αλλά και της διαρκούς πρόοδου. Η αναζήτηση μιας οικουμενικής αλήθειας αποτέλεσε αισιόδοξη προοπτική και επιδίωξη της νεωτερικής περιόδου. Εντός αυτού του πλαισίου η ιδέα της προόδου των επιστημών και των τεχνών θα επέφερε την ηθική πρόοδο και τη δικαιοσύνη. Μάλιστα, αυτή η πίστη στη διαρκή πρόοδο και τις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπινου νου κατά το «πρόσταγμα» του Διαφωτισμού ευνόησε την ανάπτυξη μεγάλων επιστημονικών θεωριών, που σύμφωνα με το πνεύμα της νεωτερικότητας είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν καθετί το επιστητό. Ο θετικισμός, ο μαρξισμός, ο φανξιοναλισμός αποτελούν τέτοιου είδους θεωρίες, οι οποίες διεκδικούν οικουμενική ισχύ. Συνεπώς η αέναη προόδος και η χειραφέτηση της κοινωνίας μέσω της γνώσης αποτέλεσαν κατά τον Lyotard τη βάση των «μεγάλων αφηγήσεων», των μεγάλων δηλαδή ηγεμονικών «παραδειγμάτων», που υπήρξαν και ερμήνευσαν ή έστω προσπάθησαν να δώσουν μια συνολική ερμηνεία του κόσμου. Ωστόσο, ενώ ο εξορθολογισμός της γνώσης, η ανάπτυξη και η προόδος των επιστημών αποσκοπούσαν στην απελευθέρωση, τη χειραφέτηση και την ώριμη ενηλικίωση του ανθρώπου, πολλές εμπειρίες μας πείθουν σύμφωνα με τον Φουκώ ότι η σύμπλοκη ιστορική διαδικασία του Διαφωτισμού δεν μας έκανε ώριμους ενήλικους. Αυτό συνέβη διότι αναμφίβολα, διαχρονικά υπήρξε η ταύτιση της εκγυρότητας του ορθού λόγου με τις επιλογές της εκάστοτε εξουσίας. Η ορατότητα και το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος αποτυπώθηκε σε ποικίλα πεδία, όπως είναι η δημιουργία «ισμών» ολοκληρωτικού τύπου (λ.χ. Χιτλερισμός, Ναζισμός, Σταλινισμός κ.λ.π.) που είναι εντελώς αντιφατικά με το αρχικό σχέδιο του Διαφωτισμού, που συνδεόταν με ένα περιβάλλον που υποσχόταν ανάπτυξη, δύναμη, χαρά και μετασχηματισμό του εαυτού. Επίσης, κλονίστηκε η πεποίθηση της θετικής προόδου της κοινωνίας μέσω της επιστήμης, εφόσον υπήρξε η συμβολή της σε οικολογικές καταστροφές (πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ ή η τρύπα του όζοντος). Ακόμη εξασθένισε και η πίστη στη μια και μοναδική αντικειμενική αλήθεια της επιστήμης. Η ανάδυση νέων θεωριών, όπως της θεωρίας του χάους ή της κβαντομηχανικής, συνέβαλλαν σε αυτή την εξασθένιση. Τέλος, η επικράτηση της λογικής της αγοράς, η πορεία κατάργησης του κράτους πρόνοιας, και η αβεβαιότητα που προκαλείται για τους πολίτες από τις ευέλικτες εργασιακές δομές—που συνδέονται με την μονιμότητα της εργασίας, που υπήρχε ως κυρίαρχο εργασιακό πρότυπο στο Δυτικό κόσμο—οδήγησαν στην αποκαθήλωση του ορθού λόγου και των συνδηλώσεών του ως της μοναδικής αντικειμενικής αλήθειας. Ασημάκη, Κουστουράκης, Καμαριανός, 2011, σ. 101-103.
[44]Χρονολογικά η μετανεωτερικότητα κάνει έντονη την παρουσία της προς το τέλος του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 συντελέστηκε στον πολιτισμό μας ένας έκδηλος μετασχηματισμός, που εντοπίζεται τόσο σε πολιτιστικές, κοινωνικές και οικονομικές πρακτικές, όσο και σε μια νέα κουλτούρα σκέψης. Η μετανεωτερικότητα διέπεται από μια διττή οπτική, που σχετίζεται, από τη μια πλευρά, με την φάση ανάπτυξης του πολιτισμού και ιδιαίτερα των τεχνών, κι από την άλλη πλευρά νοείται ως μια περίοδος ανάπτυξης ολόκληρης της κοινωνίας. Εντοπίζεται, επομένως, ένα δίλημμα σχετικά με το εάν η μετανεωτερικότητα αφορά τις τέχνες και τον πολιτισμό ή την κοινωνία στο σύνολό της….Σύμφωνα με τον Reichenbach στη Γερμανία γίνονται συχνές αναφορές στο έργο του Lyotard και στον χαρακτηρισμό της μετανεωτερικότητας από αυτόν ως εκδήλωσης της «απονομιμοποίησης» των «μεγάλων αφηγήσεων»…. Έπειτα, η μετανεωτερικότητα συνδέεται με τον περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας, με την παγκοσμιοποίηση της κουλτούρας και με τους ευέλικτους τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου. Ως προς τα τυπικά χαρακτηριστικά της, βρίσκεται σε απόλυτη σχέση με την εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας και ιδιαίτερα με τις δυνατότητες παραγωγής και διάδοσης της πληροφορίας (κοινωνία της πληροφορίας), πέρα από κάθε περιορισμό εθνικών συνόρων και χρονικών διαμεσολαβήσεων. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια και την εμφάνιση νέων τρόπων με τους οποίους βιώνουμε τον χώρο και το χρόνο. Ακόμη, η τεχνολογική επανάσταση ως ένα κυρίαρχο και θεμελιώδες στοιχείο της μετανωτερικότητας μετατρέπει την «φύση της γνώσης», η οποία δεν θα είναι δυνατόν να επιζήσει ως έχει αν δεν μετασχηματισθεί…. Ο Baudrillard επιχειρώντας μια γενικότερη ερμηνεία της μετανεωτερικότητας και των πολυπρισματικών μετασχηματισμών που επέφερε και επιφέρει στο σύγχρονο κόσμο, σχολιάζει ότι η υπερκατανάλωση της πληροφορίας παράγει μια κατάσταση «υπερπραγματική» (hyperreality). Πρόκειται για έναν κόσμο «υπερβατικών σημείων», όπου η πραγματικότητα αντικαθίσταται και, συγχρόνως, η αντικειμενικότητα, η ιεραρχία και η ύπαρξη θεμελιωδών αρχών και αξιών παύουν να υπάρχουν. Επίσης, είναι εμφανής η σύνδεση της μετανεωτερικότητας με την κατάσταση διάβρωσης των εθνικών, πολιτισμικών και γλωσσικών ταυτοτήτων στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Επιπλέον, η θέαση και η προσέγγιση της μετανεωτερικότητας μοιάζει να ευνοεί την ετερογένεια, τη διαφορά, την απροσδιοριστία και τον κατακερματισμό. Αντίθετα προς την κοινωνική τάξη των πραγμάτων και την τυποποίηση της γνώσης, που αποτελούν βασικές αρχές της νεωτερικότητας, η μετανεωτερικότητα φαίνεται «να τέρπεται από την αποσπασματικότητα, το εφήμερο και την ασυνέχεια, προτιμώντας τη διαφορά από την ομοιομορφία». Το κυριότερο, όμως, γνώρισμα της μετανεωτερικής σκέψης είναι η δυσπιστία απέναντι σε κάθε «ολοκληρωτικό-οικουμενικό λόγο». Την αναζήτηση, δηλαδή, μιας οικουμενικής αλήθειας με βάση την οποία θα μπορούν να ερμηνεύονται όλα τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα. Με έναν λόγο, η μετανεωτερική σκέψη, ως ένα σύνολο ιδεών, θέτει σε αμφισβήτηση τόσο την απεριόριστη πίστη στον ορθό λόγο και την πρόοδο, όσο και τις μεγάλες αφηγήσεις. Σε αντιδιαστολή προς αυτή τη νεωτερική τάση, η μετανεωτερική σκέψη θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν ο ανθρώπινος λόγος να συλλάβει όλη την εμβέλεια της πραγματικότητας του κόσμου και να την εκφράσει με μια μεγάλη αφήγηση. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Lyotard «οι μεγάλες αφηγήσεις σήμερα έχουν γίνει ελάχιστα αξιόπιστες» και τη θέση τους λαμβάνουν τώρα οι «μικροαφηγήσεις», που είναι δυνατόν να ερμηνεύσουν μικρής εμβέλειας πρακτικές, τοπικά συμβάντα παρά μεγάλης κλίμακας οικουμενικές και παγκόσμιες έννοιες…. Αφορούν, δηλαδή, συγκεκριμένες συγχρονικές καταστάσεις και ως τέτοιες δεν δύνανται να διεκδικούν αναφορές σε οικουμενικότητα, αλήθεια και ορθό λόγο, τις θεμελιώδεις, συνεπώς, παραδοχές του νεωτερικού οράματος. Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η μετανεωτερικότητα στέκεται αρνητικά ή κατά τον Lyotard, είναι η «δυσπιστία απέναντι στις μεγάλες αφηγήσεις», είναι ένας τρόπος σκέψης, που αντιτίθεται στην αντικειμενική αλήθεια, στην θεμελιώδη ιδέα της παγκόσμιας προόδου και της χειραφέτησης, στα μεγάλα παραδείγματα, στις παραδόσεις, και στις εσχατολογικές ερμηνείες. Κάτω από αυτή την οπτική, τείνει προς την «αποδόμηση» των ριζικών διακρίσεων μεταξύ αντικειμενικότητας-υποκειμενικότητας ή αλήθειας-μη αλήθειας, γνώσης-εξουσίας, παρελθόντος-παρόντος, πραγματικότητας-επιφαινομένου και, γενικότερα, όλων των νεωτερικών διχοτομιών. Ασημάκη, Κουστουράκης, Καμαριανός, 2011, σ. 103-106.
[45]Συνέντευξη του καθηγητή κ. Ροζάνη: «Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος, δηλαδή το ανθρώπινο υποκείμενο της φιλοσοφικής μας γλώσσας, έχει πλήρως αποξηρανθεί ψυχικά, συναισθηματικά, ιδεολογικά και κοινωνικά. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου η προφητεία του Μαξ Βέμπερ για έναν κόσμο απομυθευμένο, με ειδικούς χωρίς πνεύμα και ηδονοθήρες χωρίς καρδιά, έχει σχεδόν πλήρως επαληθευτεί. Είναι λοιπόν ανάγκη σήμερα, περισσότερο από ποτέ, να επιχειρήσουμε, σε αντίθεση με το διαφωτιστικό-πραγματιστικό πρόταγμα της εποχής μας, μια καινούρια ριζοσπαστική επαναμύθευση του κόσμου(…)Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο μου είναι μάλλον μια αναζήτηση στις ρίζες αυτή της επαναμύθευσης μέσω μιας πανίσχυρης εικόνας που μας παρέχει ο Γνωστικισμός, μιας εικόνας η οποία επιβιώνει στον σύγχρονο κόσμο μας μέσα από τη σύγχρονη επιστήμη, τη φιλοσοφία, την ψυχανάλυση και τη λογοτεχνία.(…) Το βιβλίο μου έχει ως αντικείμενό του τον Γνωστικισμό. Για τον Γνωστικισμό στην Ελλάδα υπάρχει βαθιά άγνοια. Όμως, αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το έργο σπουδαίων επιστημόνων και φιλοσόφων του καιρού μας, θα διαπιστώσουμε ότι π.χ. πίσω από την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, πίσω από τις ψυχαναλυτικές ενοράσεις του Φρόιντ, πίσω από τις φιλοσοφικές εναισθήσεις του Χάιντεγκερ, βρίσκεται αναμφισβήτητα η μύθευση του κόσμου την οποία έχει εγκαθιδρύσει από τον 2ο μ.Χ. αιώνα ο Γνωστικισμός. Να, λοιπόν, μια πανίσχυρη επαναμύθευση του κόσμου, η οποία ποτέ δεν έπαψε να λειτουργεί, αλλά η οποία ενταφιάστηκε μέσα από τα διαφωτιστικά προτάγματα, παλαιά και νέα, στον βαθμό ώστε, ενώ υπάρχει ως επιστήμη και φιλοσοφία, έχει αποκρυβεί, έχει λησμονηθεί και τελικά κινδυνεύει να αφανιστεί». Αυγή, 24/11/2013. Επίσης http://theodotus.blogspot.gr/2014/01/blog-post_27.html
[46]Μπορούμε να αναγνωρίσουμε κάποιες από τις πηγές—μέσα από τις παραπάνω αναφορές στις προτεραιότητες της μετανεωτερικότητας—της σύγχρονης θεολογίας του προσώπου (βλέπε κεφάλαιο 3 παρακάτω) και άξονες του οικουμενιστικού οράματος.
[47] Τζιόβας, 2000, σ. B11, Κωδικός άρθρου: B13152B111, ID: 231254.
[48]Στο αντιρατσιστικό νομοσχέδιο (4285/2014 (ΦΕΚ Α΄ 191) που ψηφίστηκε από την Ελληνική Βούλη συμπεριλήφθηκαν ρυθμίσεις που ποινικοποιούν την άρνηση γενοκτονιών και εγκλημάτων πολέμου που έχουν αναγνωριστεί από το ελληνικό κοινοβούλιο αλλά και την εκφορά λόγου που προτρέπει σε βία εναντίoν προσώπων με βάση το σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Παρόμοιοι νόμοι, σχετικά με την άρνηση ιστορικών μαζικών εγκλημάτων και ειδικότερα του Ολοκαυτώματος, ισχύουν σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες όπως οι Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Αυστρία, Πορτογαλία, Ελβετία ενώ ειδικά στις πρώην κομμουνιστικές χώρες διώκεται και η άρνηση εγκλημάτων των κομμουνιστικών καθεστώτων. Η Βασιλική Κατριβάνου βουλευτής, εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση στη Βουλή της 2.9.2014 για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο αναφέρει: «Δεν προστατεύονται τα θύματα ρατσιστικής βίας (και οι ουσιώδεις μάρτυρες) ρατσιστικών εγκλημάτων. Όταν μιλάμε για μετανάστες χωρίς χαρτιά (βασικά θύματα της ρατσιστικής βίας) η προστασία τους είναι απαραίτητη. Αλλιώς, ποιος μετανάστης θα τολμήσει να καταγγείλει τη βία που υπέστη, όταν το επόμενο βήμα είναι η κράτηση και η απέλασή του; Δεν είναι θέμα ανθρωπισμού, είναι θέμα στοιχειώδους λειτουργίας του κράτους δικαίου…. Το νομοσχέδιο ποινικοποιεί τον εγκωμιασμό και την κακόβουλη άρνηση εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αναγνωρισμένων από τα διεθνή όργανα, αλλά και από την Ελληνική Βουλή. Είμαστε αντίθετοι στη δίωξη των «αρνητών», ακόμη και εκείνων που αρνούνται το Έγκλημα των Εγκλημάτων, το Ολοκαύτωμα. Όχι βέβαια από καμιά «συμπάθεια» για τους αρνητές, αλλά επειδή η ποινικοποίηση και πλήττει την ελευθερία του λόγου και αναποτελεσματική είναι. Ασφαλώς αναγνωρίζουμε το έγκλημα σε βάρος των Ποντίων και των Αρμενίων, αναγνωρίζουμε και σεβόμαστε τα θύματα, τον πόνο των οικείων, τη μνήμη τους και τη μνήμη του πόνου τους. Το κάνουμε όμως ουσιαστικά, όχι με εθνικιστικές κορώνες και μισαλλόδοξες μεγαλοστομίες… Το νομοσχέδιο, τέλος, δεν λέει λέξη για την αντιρατσιστική εκπαίδευση στα σχολεία. Ο ρατσισμός όμως δεν αντιμετωπίζεται μόνο ποινικά. Χρειάζεται ένα πολύ ευρύτερο πλέγμα μέτρων: εκπαίδευση των μαθητών ενάντια στον ρατσισμό, στην ομοφοβία και στην τρανσοφοβία….. Ο θεσμικός ρατσισμός: η μη διεύρυνση του συμφώνου συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια.Το διευρυμένο σύμφωνο συμβίωσης, που περιλαμβάνει και τα ομόφυλα ζευγάρια, αποτελεί θεσμικό ρατσισμό μιας και αποκλείει μεγάλο αριθμό συμπολιτών μας από το δικαίωμα στην οικογενειακή ζωή. Είναι, πρωτίστως, ζήτημα ισονομίας και δικαιοσύνης για όσους ζουν σε αυτή τη χώρα: μια ολόκληρη κατηγορία συμπολιτών μας έχει λιγότερα δικαιώματα, δεν μπορεί να συμβιώσει θεσμικά με τον σύντροφό της –αυτό είναι η καρδιά του ρατσισμού. Αυτός ο θεσμικός αποκλεισμός παράγει πολύ απτά και εξαιρετικά οδυνηρά αποτελέσματα: οι γκέι δεν μπορούν να κληρονομήσουν τα υπάρχοντά τους στον άνθρωπο που έζησαν μαζί, δεν μπορούν να δουν τον σύντροφό τους στην εντατική. Με δυο λόγια, το ελληνικό κράτος τους αντιμετωπίζει σαν να είναι ανύπαρκτοι ως ζευγάρι. Δημιουργεί ένα ολόκληρο φάσμα αποκλεισμού, κλείνει τον ορίζοντα για έναν νέο άνθρωπο –όπως μου έλεγαν πολλοί με τους οποίους έχω μιλήσει– που θέλει να φανταστεί το μέλλον με τον σύντροφό του. Οι νέοι άνθρωποι δεν μπορούν να οραματιστούν, να ονειρευτούν τη ζωή τους μέσα σε ένα πλαίσιο συμβίωσης με προοπτική, αναγνώριση και μη περιθωριοποίηση. Και αυτό είναι άδικο, σκληρό, απάνθρωπο, παράγει πολύ πόνο». Ενώ ο νόμος δόθηκε από τον Θεό για να γνωρίσει την αμαρτία ο άνθρωπος, εδώ βλέπουμε μια αντιστροφή των πραγμάτων. Ο νόμος είναι το μέσο για να αγνοήσουμε την αμαρτία. Φυσικό επόμενο θα είναι η επικράτηση της αντι-χάριτος. Βλέπουμε μια πορεία που οδηγεί στην αντιστροφή των παραδεδομένων με ότι συνεπάγεται αυτό για το γένος των ανθρώπων Η Εκκλησία της Ελλάδος είναι θετική και εκτιμα ότι: «…καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την προστασία της κοινωνικής ειρήνης και όλων ανεξαιρέτως των προσώπων ή ομάδων προσώπων, τα οποία προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική καταγωγή και ευρίσκονται εντός των ορίων της χώρας μας….η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος έχει δεινοπαθήσει από διωγμούς αλλοθρήσκων, αλλά και από κηρύγματα μίσους προερχόμενα από αντορθόδοξα θρησκευτικά μορφώματα γνωστών αιρετικών προπαγανδών, που προσπαθούν με μύριες παράνομες μεθόδους να αποσπάσουν τους ορθοδόξους Χριστιανούς από τη Μητέρα Εκκλησία, η οποία κηρύσσει επί αιώνες, αλλά και τώρα, την αγάπη, την ειρήνη και τη συνεργασία μεταξύ των λαών, χωρίς να ενοχλεί κανένα…. διδάσκει όχι απλώς την ανοχή απέναντι στον «άλλον», όπως επιδιώκεται με το νομοσχέδιο, αλλά- πολύ περισσότερο- την έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον», Ανακοίνωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, 26 Αυγούστου 2014 που συμψηφίζει με δόλιο τρόπο ετερόκλητα στοιχεία. Θα είχε τραγικό ενδιαφέρον να δουμε στην μελλοντική σχολή Ισλαμικών Σπουδών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, μια ανάλογη εξέλιξη με αυτην που δημιουργηθηκε στην Αγγλία, όπου οι Άγγλοι ανακάλυψαν ότι υπήρχε σχέδιο ισλαμιστών με το κωδικό όνομα «Δούρειος Ίππος» με το οποίο είχαν σκοπό να αλώσουν σχολεία στο Birmingham και αλλού, συκοφαντώντας εκπαιδευτικούς για «ρατσισμό», ώστε να βάλουν στη θέση τους ισλαμιστές που θα επέβαλλαν την ισλαμική προπαγάνδα!!http://www.theguardian.com/commentisfree/2014/may/23/muslim-trojan-horse-schools-frenzy-masks-integration.
[49]Αρκεί να δούμε π.χ. τα γνωστά gayparade, τα οποία κρίνονται πολιτικά ορθά. Καθίσταται απολύτως φυσιολογικό να πριμοδοτείται το παραφύση και να επέχει θέσει κατήγορου για όσους το καταδικάζουν απερίφραστα. Ή τις δηλώσεις του Πάπα Φραγκίσκου για τους ομοφυλόφιλους: «Συχνά θέλουν να συναντήσουν μια εκκλησία που θα τους καλωσορίσει. Είναι οι κοινότητές μας σε θέση να το παράσχουν αυτό, λαμβάνοντας υπ' όψιν το σεξουαλικό τους προσανατολισμό, χωρίς να εκθέτουν το καθολικό δόγμα σε θέματα γάμου και οικογένειας;», (Εφημερίδα Πρώτο Θέμα 14-10-2014).
[50]Η Πολιτική Ορθότητα και ο πολυπολιτισμός είναι όπλο, είναι εργαλείο διαχείρισης μαζών που εξυπηρετεί οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. που ευνοούν και διαιωνίζουν την παγκόσμια ελίτ. Οι ’’πολυπολιτισμικές’’ κοινωνίες αποτελούνται από πολιτικά δυσαρμονικές ομάδες οι οποίες εκ των πραγμάτων ακυρώνουν την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Τούτο είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα προς την σταδιακή κατάρρευση των εθνών—κρατών και την αιχμαλωσία τους σε πανίσχυρα οικονομικά κέντρα. Ποιος δεν βλέπει τον σκοπό της πολυπολιτισμικής (και κατά βάση ισλαμικής) ανάμιξης; Να χάσει ο κάθε λαός την ιστορία του,τις παραδόσεις του, την διατροφή του και τον ιστορικό τρόπο διαβίωσής του; Το σκουλήκι του πολυπολιτισμού είναι το ψέμα ότι όλοι οι πολιτισμοί είναι άξιοι του ίδιου σεβασμού και ότι εξίσου όλοι ασπάζονται τις ατομικές ελευθερίες και τη δημοκρατία. Για τους οπαδούς της Πολιτικής Ορθότητας, η μέθοδος είναι η αποδόμηση, υπό την έννοια ότι μέσω αυτής καθετί μπορεί να κενωθεί από το περιεχόμενό του και να αντικατασταθεί με οποιοδήποτε άλλο, Ηλιάδης, 2013, σ. 18-19.
[51]http://www.radixjournal.com/blog/2014/3/27/what-is-identitarian-religion.
[52]Προς Κορινθίους Α΄, 1, 27.
[53]Βλ.υποσημείωση 218, σ. 61.
[54]http://www.lefigaro.fr/musique/2014/10/08/03006-20141008ARTFIG00122-conchita-wurst-invite-a-chanter-devant-le-parlement-europeen.php. Σύμφωνα με τον χορηγό της, «η συναυλία θα είναι ένα μήνυμα κατά των διακρίσεων. Το μεγάλο σημάδι της ελπίδας και της καταπολέμησης των διακρίσεων που ο ευρωπαϊκός λαός έδωσε στην ConchitaWurst μέσω των ψήφων του, θα πρέπει να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας κοινωνίας και ενός νομικού πλαισίου που θα επιτρέπει σε όλους να ζουν και να αγαπούν χωρίς φόβο». Το αίτημα της αγάπης μετασχηματίζεται σε δαμόκλειο σπάθη στα χέρια των πάσης φύσεως αγαπολάγνων, για τους έχοντας σώας τας φρένας.
[55]Η Ida Magli είναι μία από τις πιο γνωστές ανθρωπολόγους της Ιταλίας. Δίδαξε στα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας της, και έχει συγγράψει εκατοντάδες έργα που αναλύουν τα κοινωνικά φαινόμενα με την μέθοδο της ανθρωπολογικής επιστήμης. Στο βιβλίο της με τον τίτλο «Μετά την Δύση», εξηγεί τους κινδύνους που κρύβουν για την ανθρώπινη υπόσταση και τον Δυτικό πολιτισμό, η επιβολή της ''Πολιτικής Ορθότητας'' και το πολυπολιτισμικό μοντέλο κοινωνιών.
[56]Magli, 2012, σ. 11.
[57]Magli, 2012, σ. 20-37.
[58]Magli, 2012, σ. 97-143.

Δεν υπάρχουν σχόλια: