Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Η Τουρκία σε κρίσιμο ιστορικό σταυροδρόμι

http://kurdistan24.blob.core.windows.net/filemanager/resources/files/2017/12/YPGYPJTw.jpg
Μάχη του YPG με τον τουρκικό στρατό

Η Τουρκία βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή της ιστορίας της, καθώς οι βασικοί άξονες επί των οποίων λειτουργούσε από την ίδρυσή της φαίνεται να ακυρώνονται. Το γεγονός αυτό την καθιστά εντελώς απρόβλεπτη, και, ως εκ τούτου, το επόμενο διάστημα είναι ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα, κάτι που ο ελληνισμός, σε Ελλάδα και Κύπρο, οφείλει να λάβει σοβαρά υπ’ όψιν του.
Η Τουρκία συγκροτείται επί των ερειπίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μετά την, σχεδόν ολοκληρωτική, εξάλειψη του χριστιανικού στοιχείου εντός της επικράτειάς της (η τελευταία πράξη έλαβε χώρα το 1955, με τα Σεπτεμβριανά στην Πόλη). Αφότου ο κοινός εχθρός εξολοθρεύθηκε, η νεαρή Τουρκική Δημοκρατία κατέστη το πεδίο ενός αδυσώπητου εσωτερικού ανταγωνισμού τριών, διαφορετικών εθνολογικών στον πυρήνα τους, συνισταμένων:
α. των δυτικόστροφων κεμαλικών, κατοίκων, επί το πλείστον, των αστικών κέντρων του δυτικού τμήματος, στους οποίους είχαν προσχωρήσει και μη σουνιτικοί πληθυσμοί, οι οποίοι επέλεξαν την κοσμική ανοχή από την ισλαμιστική καταπίεση της ούμμας.
β. των, πλέον καθυστερημένων πολιτισμικά, σουνιτών της Ανατολίας, και
γ. των Κούρδων, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην εκκαθάριση των Χριστιανών, κυρίως των Αρμενίων, με τους οποίους διεκδικούσαν την κυριότητα των ίδιων εδαφών.
Η διαμάχη μεταξύ αυτών των ομάδων ήταν αδιάπτωτη επί δεκαετίες. Η ισορροπία των αντιθέσεων διατηρείτο με:
·         την στρατοκρατική δομή της κοινωνίας, δια της οποίας οι κεμαλικοί-κοσμικοί ασκούσαν ακραία καταστολή,
·         την από τα πάνω επιβολή μιας ενιαίας τουρκικής συνείδησης,
·         τη συντήρηση του σωβινισμού εναντίον των «εχθρών» του τουρκισμού, ως ενοποιητικό στοιχείο, και
·         την ενεργό συμμετοχή στους δυτικούς θεσμούς.
Η Τουρκία επέπρωτο, για δεκαετίες, να εκπληρώσει δύο βασικές αποστολές προς όφελος των δυτικών συμφερόντων:
α. να παραμείνει ως τείχος αναχαίτισης της σοβιετικής καθόδου στην Μέση Ανατολή και στις «θερμές θάλασσες», και
β. να στηρίξει την ύπαρξη του Ισραήλ σε ένα εχθρικό περιβάλλον στην ανατολική Μεσόγειο.
Ως εκ τούτου, το κεμαλικό κατεστημένο ήταν απόλυτα ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ. Η στρατιωτική ελίτ, και όχι μόνον, εκπαιδευόταν και καθοδηγείτο από την ατλαντική υπερδύναμη.
Στις δεκαετίες αυτές, όμως, οι πληθυσμιακές ισορροπίες θα αλλάξουν ραγδαία. Η Ανατολία και οι Κούρδοι θα έχουν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά γεννήσεων[1]. Οι συσχετισμοί μεταβλήθηκαν, και μάλιστα η εσωτερική μετανάστευση, που είχε ως σκοπό και την αποδυνάμωση των αποσχιστικών κινημάτων, μετέφεραν το πρόβλημα στα κεμαλικά κοσμικά αστικά κέντρα, όπως η Κωνσταντινούπολη. Στους δε Κούρδους, το επαναστατικό πνεύμα, με τη αναμφίβολη «βοήθεια» και της Μόσχας, πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Ο κεμαλισμός ως ιδεολογία είχε αρχίσει ήδη από την δεκαετία του 1980 να μην δύναται να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες – χούντα του Εβρέν. Έκτοτε ξεκίνησε η προώθηση του Ισλάμ ως ενοποιητικής ιδεολογίας, που θα έβαζε τους Κούρδους υπό την νέα εθνική ομπρέλα, αλλά και ως όχημα επιρροής στους ισλαμικούς πληθυσμούς των αραβικών κρατών, όπου είχαν επικρατήσει μπααθικά αντιδυτικά καθεστώτα, όπως και του σοβιετικού υπογαστρίου. Να υπενθυμίσουμε ότι ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 είχε πέσει το «ισλαμικό χαρτί» στο σοβιετοκρατούμενο Αφγανιστάν -αντιστρόφως στο Ιράν, το επαναστατημένο σιιτικό Ισλάμ είχε αντιαμερικανικό προσανατολισμό, και ανέκυπτε η ανάγκη για μια εναλλακτική απάντηση. Η τακτική της ενίσχυσης του Ισλάμ εκ μέρους της Δύσης δεν ήταν καινούργια, αλλά είχε εφαρμοστεί κατά κόρον και με μεγάλη επιτυχία από τη βρετανική πολιτική στο «Μεγάλο Παιχνίδι» ήδη από το 1830, όταν υποδαύλισε τις εξεγέρσεις των Τσερκέζων στον άρτι κατακτηθέντα από τη Ρωσία βόρειο Καύκασο, ώστε να κλείσει η συγκεκριμένη οδός προς την Ινδία[2].

Κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, μετά και την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτων, οι νέες πραγματικότητες της τουρκικής κοινωνίας εκδηλώθηκαν και πολιτικά. Η Ανατολία θα έπαιρνε τελικώς τα ηνία της εξουσίας, παραγκωνίζοντας για πρώτη φορά από το 1922 τους κεμαλιστές, έχοντας βρει στον Ερντογάν τον ηγέτη που εκπροσωπούσε τα δικά της κοινωνικο-οικονομικά συμφέροντα αλλά και τον ιδεολογικό της ορίζοντα. Η Δύση θα δώσει την ενεργό στήριξή της στον νέο προσανατολισμό της Τουρκίας. Οι στόχοι προφανείς. Το, υποτιθέμενο, μετριοπαθές τουρκικό μοντέλο του Ισλάμ, που παραμένει μέλος του ΝΑΤΟ και με σοβαρή προοπτική να ενταχθεί στην Ε.Ε., μπορούσε να αποτελέσει υπόδειγμα για κάθε μουσουλμάνο. Έτσι, η Τουρκία θα καταστεί το κέντρο επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακος, που θα επιδιώξουν να αναδιαμορφώσουν τον χάρτη από τα Βαλκάνια μέχρι το ανατολικό Τουρκεστάν, και από την Λιβύη μέχρι το Ιράκ. Ιδιαίτερα, στον βόρειο άξονα, το τουρκικό Ισλάμ θα υπονομεύει καθοριστικά τη ρωσική επιρροή σε κάθε περιοχή όπου υπάρχει μουσουλμανικό στοιχείο -στα κεντροασιατικά κράτη, στο Ταταρστάν, στην Κριμαία, στον Καύκασο, σ’ ολόκληρη την βαλκανική ενδοχώρα, μέχρι τα κράσπεδα της Κεντρικής Ευρώπης. Ιδιαίτερο οργανωτικό όχημα για τη διείσδυση αυτή θα αναδειχθεί το «δίκτυο Γκιουλέν», που είναι, ταυτοχρόνως, και το «μακρύ χέρι» δυτικών υπηρεσιών. Μέσω του δικτύου, οι νέες μουσουλμανικές ελίτ ήταν στενά ελεγχόμενες. Όπως, άλλωστε συνέβη και με τον ίδιο Ερντογάν, που αναδείχθηκε από ανάλογες διαδικασίες και για τον ίδιο σκοπό.
Η στρατηγική αυτή υπήρξε για αρκετό καιρό πολύ αποδοτική. Χαρακτηριστική απόδειξη αυτής της διαπίστωσης είναι ότι ακόμη και στην Ελλάδα βρέθηκαν διανοούμενοι που έβλεπαν στον ισλαμιστή ηγέτη της γείτονος όχι απλά την πιθανότητα για μια ειρηνική γειτνίαση, αλλά το όραμα ενός βαθέος συνεταιρισμού Ελλάδος-Τουρκίας, με παραπομπή στο οθωμανικό παρελθόν.[3] Ένα σενάριο, άλλωστε, που προωθείται παλαιόθεν από διάφορους επιδοτούμενους κύκλους, και προλείανε ιδεολογικά το έδαφος για την «αποκατάσταση της παρέκκλισης» που δημιούργησε η ίδρυση ενός κυρίαρχου ελληνικού κράτους. Στη δε Κύπρο ήταν η πλειοψηφία των ελληνοκυπρίων που σταμάτησε με το «Όχι» του στο «σχέδιο Ανάν», κυριολεκτικά στο παρά ένα, την πράξη απορρόφησής του νησιού από την ισλαμική Τουρκία.
Το τουρκικό μοντέλο, ωστόσο, του δυτικόφιλου Ισλάμ κάποια στιγμή άρχισε να κλυδωνίζεται μέχρι που, αναπάντεχα, εκτροχιάστηκε εντελώς. Σήμερα, η Τουρκία  διατηρεί χείριστες σχέσεις με τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. - πάντα πλην Μ.Βρετανίας, έχει προσεγγίσει τη Μόσχα ενώ βρίσκονται υπό απηνή διωγμό κεμαλικοί και «δίκτυο Γκιουλέν», εντός και εκτός Τουρκίας.
Τι συνέβη και φθάσαμε σ’ αυτήν την, ιστορικών διαστάσεων, ανατροπή της τουρκικής πολιτικής; Τι πήγε λάθος στον κεντρικό σχεδιασμό των κέντρων που στήριξαν την επιλογή Ερντογάν; Τι δεν είχαν προβλέψει σωστά;
Είναι προφανές ότι εδώ συνέπεσε ένας συνδυασμός υποκειμενικών και αντικειμενικών συνθηκών.
Κατ’ αρχάς, ο Ερντογάν δεν υποκρινόταν για τα όσα διακήρυττε αλλά τα πίστευε ακράδαντα. Το νεο-οθωμανικό δόγμα, που διατύπωσε στις λεπτομέρειές του ο Νταβούτογλου, ο νεο-σουλτάνος το ενστερνίζεται από το α μέχρι το ωμέγα. Είναι πεπεισμένος ότι αυτός θα αποκαταστήσει το «μεγαλείο» της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ίσως μάλιστα ως εκλεκτός του Αλλάχ, υποτάσσοντας, όπου χρειάζεται τις χώρες που στασίασαν και απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Ο ρόλος, λοιπόν, μιας Τουρκίας ως περιφερειακής μόνον υπερδύναμης, που θα λειτουργούσε ως ατζέντης των συμφερόντων των ΗΠΑ και συμπληρωματικά με το Ισραήλ, του έπεφτε «στενός». Επεδίωξε, επομένως, την χειραφέτησή του από τις ξένες επιρροές για να επιβάλει τη δική του ατζέντα. Η μεγαλομανία, προφανώς, του συσκότισε τη δυνατότητα της αντικειμενικής αντίληψης των δεδομένων, αλλά σε κάθε περίπτωση δημιούργησε τετελεσμένα.
Επιπλέον, η πίστη του στο Ισλάμ, και η πρόθεσή του να αναδειχθεί σε χαλίφη, εκτός από σουλτάνο, τον ώθησε να επιδιώξει την ανάδειξή του σε ηγέτη όλου του ισλαμικού κόσμου. Για τον λόγο αυτό επέλεξε να κτυπήσει στο σημείο που «πονάει» περισσότερο τους απανταχού μουσουλμάνους, το Ισραήλ! Η αυτοαναγόρευσή του σε προστάτη των Παλαιστινίων ήταν μια δική του «θεόπνευστη» έμπνευση. Η επίθεση στον Σιμόν Πέρες στο Νταβός, το «Μαβί Μαρμαρά» στη Γάζα και η ακραία αντϊεβραϊκή ρητορεία του έσπασαν, στην ουσία, τον έναν από τους δύο άξονες, πάνω στους οποίους η Δύση είχε τροχοδρομήσει την Τουρκική Δημοκρατία. Γιατί χωρίς την Τουρκία, το Ισραήλ βρίσκεται εκτεθειμένο σε μια θάλασσα αραβικών και περσικών μαζών, που όσο και αν «σφάζονται» μεταξύ τους, κανείς δεν εγγυάται για το τι θα συμβεί την επόμενη ημέρα. Παρεμπιπτόντως, και για να μην μένουν ψευδαισθήσεις, ας σημειωθεί ότι ο ανταγωνισμός Τουρκίας-Ισραήλ ήταν ο βασικός παράγων του φιάσκου των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, και όχι, δυστυχώς, η, ανύπαρκτη, αντίσταση της ελληνικής και ελληνοκυπριακής πλευράς, που έδινε αφειδώς «γη και ύδωρ» στους Τούρκους.
Ανάμεσα στις αντικειμενικές αιτίες, εξέχουσα θέση κατέχει η παταγώδης αποτυχία της «Αραβικής Άνοιξης». Η Άγκυρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα σε Αίγυπτο και Συρία. Μπορεί η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ να πλήρωναν αδρά, και διάφορες «υπηρεσίες» να οργάνωναν, η Τουρκία, όμως, ήταν αυτή που εμφανιζόταν ως το κράτος-μοντέλο και κέντρο του νέου πολιτικού ισλαμικού τόξου από την Β. Αφρική μέχρι την Ευρώπη, μέσω της Μ. Ανατολής. Η ανατροπή, ωστόσο, του Μόρσι από την στρατιωτική ελίτ της Αιγύπτου, η αντοχή του Άσαντ και η πολεμική ικανότητα των Κούρδων γύρισαν ως μπούμερανγκ την νεο-οθωμανική επεκτατικότητα των Τούρκων. Γιατί, στο τέλος, αντί να επεκτείνονται, αναγκάζονται να αμυνθούν ώστε να μην φουντώσει η «φωτιά» στο εσωτερικό της χώρας. Η αγωνία του Ερντογάν έφθασε στα όρια της παραφροσύνης, καθώς η επιτυχής διαχείριση του κουρδικού συνιστά το βασικό κριτήριο για την παραμονή μια πολιτικής δύναμης στην τουρκική εξουσία. Το άγχος του δε επιτάθηκε από την διαπίστωση ότι οι ΗΠΑ, εξ ανάγκης, βρήκαν στο YPG, παρακλάδι του ΡΚΚ στη Συρία, την κύρια δύναμη πυρός για να κρατηθούν στο παιχνίδι, ιδιαίτερα μετά την αναπάντεχη είσοδο των Ρώσων, που θα άλλαζε καταλυτικά τις ισορροπίες δεκαετιών στον μεσανατολικό χάρτη. Αφού, πέρασε μια περίοδο που η Τουρκία έγινε, κυριολεκτικά, εχθρός με όλους ανεξαιρέτως, ο Ερντογάν άρχισε να ερωτοτροπεί με τη Μόσχα, παρά τις εντάσεις μεταξύ τους, αντιλαμβανόμενος ότι μόνον από τον Πούτιν θα μπορούσε να λάβει την άδεια για να κινηθεί εντός της Συρίας. Έτσι, όμως, διέβη τον Ρουβίκωνα, και εκδηλώθηκε το, αποτυχημένο, πραξικόπημα – που, όποια θεωρία συνωμοσίας και να κυκλοφορεί κάνει «μπαμ» ότι σχετίζεται με ξένες υπηρεσίες. Το αποτέλεσμα θα είναι, τελικώς, ακριβώς το αντίστροφο από αυτό που, μάλλον είχαν υπ’ όψιν τους οι εμπνευστές του. Ο Ερντογάν, απελπισμένος και αγριεμένος, πέφτει ολοκληρωτικά στις αγκάλες του Πούτιν, εντείνοντας την εσωτερική καταστολή και κόβοντας κι άλλο τις γέφυρες με τη Δύση. Ως εκ τούτου, έσπασε και ο δεύτερος βασικός άξονας της λειτουργίας του τουρκικού κράτους. Αντί η Τουρκία να συνιστά την αιχμή του δόρατος στην υπονόμευση της ρωσικής απειλής, καθίσταται ο χώρος της απρόσκοπτης επικοινωνίας του ρωσικού στρατού με την Μ. Ανατολή και την Μεσόγειο. Αυτό, μάλλον, δεν θα υπήρχε ούτε στα χειρότερα σενάρια του ΝΑΤΟ.
Αυτή τη στιγμή, παρά το γεγονός ότι τουρκικός στρατός επιχειρεί εντός του συριακού εδάφυς, στο τρίγωνο Τζαραμπλούς- Αλ Μπαμπ- Αζάζ και νοτίως του κουρδικού καντονιού Αφρίν, στην επαρχία Ιντλίμπ, η Άγκυρα αντιλαμβάνεται ότι δεν θα μπορέσει να αποτρέψει τη δημιουργία μιας κουρδικής οντότητας στα νότιά της σύνορα. Ούτε οι Αμερικανοί, εννοείται και οι Ισραηλινοί, θα εγκαταλείψουν τους βασικούς τους συμμάχους στη Συρία, αλλά ούτε και οι Ρώσοι είναι διατεθειμένοι να χαρίσουν τους Κούρδους εξ ολοκλήρου στην αμερικανική επιρροή. Ο κίνδυνος για την εσωτερική ενότητα της Τουρκίας είναι θανάσιμος. Η αίσθηση της απειλής εκδηλώνεται, άλλωστε, στην όξυνση του εσωτερικού εθνικιστικού λόγου, όπου ισλαμιστές και κεμαλιστές πλειοδοτούν στη σωβινιστική ρητορεία.
Για τη Δύση, η Τουρκία παραμένει υπερπολύτιμη και επιδιώκει παντί τρόπω να την επαναφέρει στο δυτικό «μαντρί», θέτοντας ένα τέλος στην ρωσο-τουρκική συνεργασία, που διευρύνεται εντέχνως από τον Πούτιν ως ιστός αράχνης, όπως και στην όποια προσέγγιση Άγκυρας-Τεχεράνης. Ωστόσο, άμεσα αυτό φαντάζει αδύνατο. Η παράδοση των Κούρδων της Συρίας στις ορέξεις του τουρκικού στρατού συνεπάγεται την πανωλεθρία της αμερικανικής πολιτικής στην Μέση Ανατολή. Πέραν τούτου, ένας θριαμβευτής Ερντογάν θα γίνει ακόμη πιο αλαζονικός και απρόβλεπτος. Μια φορά έγινε το λάθος.
Για το λόγο αυτό οι «προσφορές» προς την Άγκυρα γίνονται στα δυτικά της Τουρκίας, ήγουν έναντι του «γονατισμένου» ελληνισμού. Τόσο η διαδικασία «επίλυσης» του κυπριακού, όσο και οι αναζωπυρωμένες ελληνο-τουρκικές επαφές, με κορυφαία την επίσκεψη φιάσκο του σουλτάνου  σε Αθήνα και Θράκη, έχουν εντός τους προσφερόμενα «δώρα» προς το τουρκικό σωβινισμό. «Δώρα», ωστόσο, τα οποία ούτε τα επινόησαν οι Δαναοί, ούτε είναι προς όφελός τους.
Παρ’ όλα αυτά για τον Ερντογάν οι προσφορές αυτές δεν επαρκούν.
·         Οι δωρεές στα δυτικά δεν επιθυμεί να γίνουν σε ζημία των συμφερόντων της Τουρκίας στον νότο, με πιθανές συνέπειες για την ακεραιότητά της στο βάθος του χρόνου.
·         Η επιδίωξη είναι κέρδη παντού, και μάλιστα, όχι στα ποσοστά που προσφέρονται, αλλά πολύ περισσότερο. Έτσι, στην Κύπρο, ο στόχος της Άγκυρας παραμένει να είναι ο ελέγχου ολόκληρου του νησιού, και όχι ενός τμήματος. Και για τούτο δεν συναινεί σε μια «λύση», όπου, μετά από την βέβαιη κατάρρευση της εφαρμογής ενός μοντέλου τύπου Κραν Μοντανά, να έχουν τρίτοι τη διαχείριση του χάους της επόμενης ημέρας.
·         Στο Αιγαίο και στην Θράκη, οι Τούρκοι θέλουν να επιβάλουν με την απειλή της βίας την αλλαγή των ισορροπιών. Ενώ από τους δυτικούς ουσιαστικά προωθείται μια ελληνο-τουρκική συνεκμετάλλευση των πόρων υπό την αμερικανική υψηλή επιστασία -που ίσως συνοδεύεται και από την ύψωση φραγμών στην κάθοδο του ρωσικού πολεμικού ναυτικού μέσω του Αιγαίου- για την Τουρκία η απειλή πολέμου, που θα έβαζε φωτιά στον νοτιοανατολικό σκέλος του ΝΑΤΟ, χρησιμοποιείται για τον εκβιασμό στο μέτωπο της Συρίας και στον καταμερισμό των ενεργειακών πόρων στην νοτιο-ανατολικό Μεσόγειο.
·         Παράλληλα, η ανθελληνική υστερία, και μάλιστα από κεμαλιστές και ισλαμιστές, σκοπεύει στη συσπείρωση της τουρκικής κοινωνίας, στην οποία επικρατούν οι πιο ακραίες απόψεις. Το στοιχείο αυτό είναι καθοριστικό για την αποτροπή μιας σφοδρής σύγκρουσης μεταξύ των ισλαμιστών με τους κεμαλιστές, που πάντα καραδοκεί και αναβάλλεται λόγω κουρδικού.
Θα μπορούσε, επομένως ο Ερντογάν, εγκλωβισμένος στα αδιέξοδά του και πιεζόμενος από την αντιπολίτευση, να κάνει την παραπάνω κίνηση έναντι της Ελλάδος; Το πιθανότερο είναι να συνεχίσει να πιέζει εξαντλώντας κάθε μέσο, ίσως φοβούμενος ότι μια αναταραχή θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για μια εκ νέου απόπειρα ανατροπής του. Ωστόσο, πολλά θα κριθούν από τα τετελεσμένα στη Συρία, όπου οι πολεμικές συγκρούσεις οδηγούνται σ’ ένα σημείο αιχμής, όπου μοιραία απαιτείται κάποια συνολική διευθέτηση. Να μην λησμονείται σ’ αυτό το σημείο και το γεγονός ότι οι ελεγχόμενοι από το ΝΑΤΟ ανώτατοι αξιωματικοί έχουν εκδιωχθεί από τον τουρκικό στρατό, κι αυτό μειώνει τα περιθώρια συγκράτησης του παρορμητικού Ερντογάν.
Εν κατακλείδι, από πλευράς ελληνισμού αυτό που απαιτείται αυτήν τη στιγμή είναι να πάψει πλέον να ζει με τις ψευδαισθήσεις του και να αντιμετωπίσει με σθεναρή ματιά την πραγματικότητα, στοχεύοντας, κυρίως, στην εσωτερική του, οικονομική, στρατιωτική και ηθικο-ιδεολογική ανασυγκρότηση. Δυστυχώς, είμαστε ακόμη πολύ μακριά απ’ αυτό το σημείο, όπως καταδεικνύουν τα γεγονότα και στην Ελλάδα, με τα όσα συνέβησαν με την επίσκεψη Ερντογάν αλλά και με τα όσα ακολούθησαν, και στην Κύπρο, όπου οδεύουμε σε προεδρικές εκλογές στις οποίες οι πολίτες φαίνεται να είναι έτοιμοι να επικροτήσουν για μια ακόμη φορά τις πολιτικές της εθελοδουλίας.


[1] Εξαιρετικά κατατοπιστικό και διεισδυτικό για τις δημογραφικές τάσεις της τουρκικής κοινωνίας, το βιβλίο του Δημητρίου Πουλάκου «Η σύγχρονος Τουρκία -κοινωνικά και οικονομικά θέματα», εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών -ΙΜΧΑ, Αθήνα 1957.
[2] Στο κλασικό του, πλέον, βιβλίο «The Great Game – The Struggle forEmpire in Central Asia», ο Peter Hopkrik περιγράφει πολύ γλαφυρά τις επιχειρήσεις των ισλαμικών εξεγέρσεων εναντίον της Ρωσίας, που επαναλαμβάνονταν κάθε φορά όποτε και όπου υπήρχε ανάγκη. Η πρώτη μυστική επιχείρηση έλαβε χώρα στο Β. Καύκασο, και καθοδηγήθηκε από τον David Urquhart, ο οποίος από φιλέλληνας εθελοντής στον πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας, έγινε θαυμαστής και στενός συνεργάτης των Τούρκων (στην εκδ. Kodansha, 1994, σελ. 153-164).
[3] Είναι χαρακτηριστικά τα όσα έγραφε ο Χ.Γιανναράς στις 10.6.2007 στην «Καθημερινή»: «Μια τέταρτη εκδοχή θα μπορούσε ίσως να αρχίσει να συζητείται: [ ] Η εκδοχή ή το ενδεχόμενο μιας πολιτικής προσέγγισης Ελλάδας και Τουρκίας σε επίπεδο μετα-εθνικιστικό» και «Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν η ανεκτικότερη στη συνύπαρξη κοινωνικών ομάδων με τη δική της η καθεμιά κοινωνική-πολιτιστική συνοχή. Ομάδων [ ] που ωστόσο συζούσαν αρμονικά και κοινωνούσαν τη χρεία, όχι και την πίστη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: