«Το δε δυσάρεστον είναι ότι τα τοιαύτα τεύχη, τα ουδενός εξάπτοντα την φιλοκτημοσύνην και ούτε εις εξωτερικόν δανεισμόν ούτε εις άλλον τρόπον υπεξαιρέσεως αποτίοντα ως τα λοιπά δεκάτην, απειλούσι προϊόντος του χρόνου να επεκτείνωσι το κράτος εφ’ όλης της βιβλιοθήκης…».
Το απόσπασμα που υπογράφει ο Εμμανουήλ Ροΐδης το παραθέτει ο Δημήτρης Δημηρούλης στο άρθρο του με τον τίτλο «Ο Ροΐδης, η βιβλιοθήκη, τα βιβλία». Το πολύ ενδιαφέρον κείμενο που περιγράφει τις περιπέτειες του μεγάλου συγγραφέα ως εφόρου της Εθνικής Βιβλιοθήκης φιλοξενείται στο τελευταίο τεύχος της επιθεώρησης Athens Review of Books.
«Τα τοιαύτα τεύχη» στα οποία αναφέρεται είναι όλη η άχρηστη «σαβούρα» που σωρεύεται στο Ιδρυμα. Ο Ροΐδης σημειώνει έργο που απογράφει τα σκευοφυλάκια και τους ενοριακούς ναούς της Ιταλίας, «σωρούς εφημέρων στιχουργημάτων επί τη γεννήσει, τω γάμω ή τω θανάτω όλως αγνώστων ανθρώπων… ηκρωτηριασμένας δημωδών μυθιστορημάτων μεταφράσεις, πρακτικά επαρχιακών ακαδημιών και άλλα τοιαύτα εκβράσματα…». Η αγωνία του εφόρου είναι ότι αυτά κανείς δεν ενδιαφέρεται ούτε να τα κλέψει, ούτε να τα δανειστεί για να τα διαβάσει. Σε αντίθεση με τα αξιόλογα συγγράμματα των οποίων ο πληθυσμός ελαττώνεται με την πάροδο του χρόνου αφού ένα σημαντικό ποσοστό όσων δανείζονται δεν τα επιστρέφουν ποτέ και οι κλοπές τόμων, ακόμη και σελίδων, ενίοτε δε και παραγράφων ήταν συνήθης πρακτική.
Αν η Εθνική Βιβλιοθήκη είναι η παρακαταθήκη της γνώσης και της λογοτεχνίας και η περιουσία της ελαττώνεται με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο ανάξιος πληθυσμός της, τότε θα έρθει μια στιγμή όπου ο αναγνώστης δεν θα μπορεί να βρει τίποτε άξιο λόγου να διαβάσει. Ή χειρότερα ακόμη θα έρθει μια στιγμή κατά την οποία ο επισκέπτης θα είναι αναγκασμένος να παραδεχθεί πως η παρακαταθήκη της νεοελληνικής γραμματείας δεν είναι παρά το άθροισμα των εκβρασμάτων που στεγάζονται εκεί.
Στην πραγματικότητα ο Ροΐδης περιγράφει αυτό που σήμερα αποκαλούμε brain drain. Ο,τι αξιότερο διαθέτει ο τόπος είτε το δανείζονται κάποιοι χωρίς να έχουν πρόθεση να το επιστρέψουν, είτε απλώς το σουφρώνουν. Το αποτέλεσμα είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού: στη χώρα μένουν όσοι δεν ενδιαφέρουν κανέναν, κοινώς όσοι δεν έχουν καμία άλλη αξία να καταθέσουν πέραν της υπηκοότητός τους. Οσοι δε εξακολουθούν να πιστεύουν σε κάποιες αξίες και να τις υπερασπίζονται, αυτοί είναι αναγκασμένοι είτε να αποδεχθούν την ήττα τους είτε να χαμηλώσουν τον πήχυ των απαιτήσεών τους για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Το ίδιο φαινόμενο ίσχυσε και για τις μεταναστευτικές ροές. Οι μορφωμένοι Σύροι πέρασαν από την Ελλάδα και βρήκαν τον δρόμο για τη Γερμανία ή κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Εδώ εγκλωβίστηκαν μόνον όσοι δεν είχαν να προσφέρουν τίποτε παραπάνω από τη δυστυχία τους. Μια δυστυχία που ήρθε να προστεθεί στην ήδη υπάρχουσα της ελληνικής κοινωνίας.
Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι το φαινόμενο δεν είναι σημερινό. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Ελλάδα, στα περίπου διακόσια χρόνια της ανεξαρτησίας της ποτέ δεν μπόρεσε να προσελκύσει τους άξιους του ελληνισμού που δραστηριοποιούνταν εκτός συνόρων. Σε αντίθεση με το κράτος του Ισραήλ το οποίο, παρά το ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ένα εχθρικό περιβάλλον, κατάφερε να προσελκύσει ένα σημαντικό τμήμα της Εβραίων της διασποράς.
Η φτώχεια της μπορεί να χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα ως δικαιολογία. Ομως, ας μην παραγνωρίσουμε και το γεγονός ότι εκτός από την οικονομική υπάρχει και η πολιτισμική φτώχεια. Με την περίφημη σύγκρουση αυτοχθόνων και ετεροχθόνων που καθόρισε τη φυσιογνωμία του ελληνικού κράτος υπεγράφη ένα πρωτόκολλο συμβιβασμού με την πολιτισμική φτώχεια από την οποία έπασχε το νεογέννητο τότε κρατίδιο. Προτίμησαν να μείνουν μεταξύ τους με τα λίγα που είχαν παρά να τους διοικήσουν οι Κωνσταντινουπολίτες με τα πολλά που ήξεραν. Η επικράτηση των αυτοχθόνων επέβαλλε το καθεστώς της αναξιοκρατίας το οποίο, ακόμη και σήμερα, δύο αιώνες μετά αδυνατούμε να θεραπεύσουμε.
Θεωρούν πολλοί ότι η χώρα απειλείται με δημογραφική ερήμωση. Θα άξιζε όμως κάποτε να κάνουμε τον κόπο να ιεραρχήσουμε τους κινδύνους. Είναι εύκολο να λες ότι οι μετανάστες μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε το δημογραφικό μας πρόβλημα. Θα αυξηθεί ο πληθυσμός όμως, όπως στη βιβλιοθήκη του Ροΐδη, η αναλογία θα αποβεί εις βάρος της αξίας.
Το ζητούμενο είναι πώς θα κάνουμε την Ελλάδα ελκυστική για τους Ελληνες. Πώς εμείς οι ίδιοι δεν θα βλέπουμε τον τόπο μας σαν τουρίστες, περιμένοντας τα ακρογιάλια του καλοκαιριού, αλλά σαν τόπο που μας επιτρέπει να αναπτύξουμε τη δημιουργικότητα και τα ταλέντα μας. Μπορεί το αίσθημά μας να είναι με την Ελλάδα, όμως η πραγματικότητα της ζωής μας, η καθημερινότητά της, συγκρούεται μαζί του και το διαψεύδει. Ας το ομολογήσουμε. Φτάσαμε στο σημείο να μην παράγουμε ούτε πορτοκάλια ούτε αξίες. Είμαστε καταναλωτές του ίδιου μας του εαυτού τον οποίον και κοντεύουμε να εξαντλήσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου