Το μόνο που επιτυγχάνει το Βερολίνο είναι η παράταση της αστάθειας και η καθήλωση της χερσονήσου στις έριδες
Η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ φτάνει αύριο στην Αθήνα με τη συνήθη (ήδη από την εποχή διά-λυσης της Γιουγκοσλαβίας) θεωρητική ατζέντα της Γερμανίας περί σταθερότητας των Βαλκανίων, αλλά στην πραγματικότητα το μόνο που επιτυγχάνει το Βερολίνο είναι η παράταση της αστάθειας και η καθήλωση της χερσονήσου στις έριδες και στην ύφεση.
Οι διπλωματικές επικοινωνίες μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου και οι προσωπικές συναντήσεις του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με την κυρία Μέρκελ εστιάζονται, τους τελευταίους μήνες, στα εγκώμια για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η γερμανική πλευρά συγχαίρει τις ηγεσίες της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ για την προσήλωσή τους, παρά το πολιτικό κόστος, στη συμφωνία, χωρίς να ενδιαφέρεται (ή χωρίς να συνειδητοποιεί) τον διχασμό που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν σχολιάζει -ούτε στις ανεπίσημες επαφές- τις διαλυτικές πολιτικές επιπτώσεις στην Αθήνα και την αναμενόμενη -σκληρή και μακρά- προεκλογική περίοδο, που ουσιαστικά δυναμιτίζει την ελληνική οικονομία ολόκληρο το 2019, ανεξάρτητα από τον ακριβή χρόνο διεξαγωγής των εκλογών και το αποτέλεσμά τους. Το Βερολίνο επιχαίρει για την υπογραφή και την αναμενόμενη επικύρωση των «Πρεσπών» με το θεωρητικό σχόλιο ότι «εκπέμπεται θετικός συμβολισμός» για τα δυτικά Βαλκάνια, ενώ παραδέχεται ότι στις έξι χώρες αυτής της περιοχής η κυρία Μέρκελ δεν έχει επιτύχει σχεδόν τίποτα, ούτε μέσω του -ήδη πενταετούς- Berlin Process ούτε διμερώς. Παρατηρείται, δηλαδή, το παράδοξο η Γερμανία και να αποτυγχάνει στις προσπάθειες εξευρωπαϊσμού των δυτικών Βαλκανίων και να ελπίζει ότι θα τους στείλει θετικά μηνύματα μέσω των διαλυόμενων κυβερνήσεων της Αθήνας και των Σκοπίων!
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών δεν σχολιάζει -ούτε στις ανεπίσημες επαφές- τις διαλυτικές πολιτικές επιπτώσεις στην Αθήνα και την αναμενόμενη -σκληρή και μακρά- προεκλογική περίοδο, που ουσιαστικά δυναμιτίζει την ελληνική οικονομία ολόκληρο το 2019, ανεξάρτητα από τον ακριβή χρόνο διεξαγωγής των εκλογών και το αποτέλεσμά τους. Το Βερολίνο επιχαίρει για την υπογραφή και την αναμενόμενη επικύρωση των «Πρεσπών» με το θεωρητικό σχόλιο ότι «εκπέμπεται θετικός συμβολισμός» για τα δυτικά Βαλκάνια, ενώ παραδέχεται ότι στις έξι χώρες αυτής της περιοχής η κυρία Μέρκελ δεν έχει επιτύχει σχεδόν τίποτα, ούτε μέσω του -ήδη πενταετούς- Berlin Process ούτε διμερώς. Παρατηρείται, δηλαδή, το παράδοξο η Γερμανία και να αποτυγχάνει στις προσπάθειες εξευρωπαϊσμού των δυτικών Βαλκανίων και να ελπίζει ότι θα τους στείλει θετικά μηνύματα μέσω των διαλυόμενων κυβερνήσεων της Αθήνας και των Σκοπίων!
Κατά τις ίδιες πηγές, η γερμανική Καγκελαρία ούτε καν ασχολήθηκε με το προ 20ημέρου ελληνικό αίτημα προς τον ειδικό εκπρόσωπο του ΟΗΕ για το ονοματολογικό Μ. Νίμιτς. Ο πεπειραμένος Αμερικανός μεσολαβητής υποτίθεται ότι θα αναλάμβανε πρωτοβουλία για τη σύνταξη μιας λίστας «διευκρινίσεων - διασαφηνίσεων» της Συμφωνίας των Πρεσπών, μετά τις προκλητικές δηλώσεις του πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Ζ. Ζάεφ και την απόρριψη (και από την ίδια την Αθήνα) της ιδέας ενός πρόσθετου ερμηνευτικού πρωτοκόλλου. Επίσης, ανεξάρτητα από την προσεκτική φρασεολογία που αναμένεται να χρησιμοποιήσει (μόνο) για ένα διήμερο στην Αθήνα η κυρία Μέρκελ, ελάχιστοι στην ελληνική διπλωματική υπηρεσία προσδοκούν ότι οι Γερμανοί αξιωματούχοι θα εγκαταλείψουν στο άμεσο μέλλον την αποκλειστική χρήση του όρου «Μακεδονία», υιοθετώντας «de jure» και «de facto» το «Βόρεια Μακεδονία». Πώς, άλλωστε, να επικρατήσει έστω αυτή η ονομασία, όταν η Ελλάδα έχει συνυπογράψει την αναγνώριση της ύπαρξης «Μακεδόνων» πολιτών και «μακεδονικής» γλώσσας, και της συνακόλουθης ψευδεπίγραφης ταυτότητας;
Η εικόνα του βαλκανικού χάους συμπληρώνεται με την κατάσταση στην Αλβανία. Η ελληνική εκτίμηση μέχρι πολύ πρόσφατα (ακόμα και μετά την αντικατάσταση στο υπουργείο Εξωτερικών του Ν. Κοτζιά, που ανέμενε λύσεις πριν από τις θερινές διακοπές) ήταν ότι οι διμερείς συζητήσεις προχωρούσαν ομαλά. Μόλις τώρα συνειδητοποιείται ότι η πολιτική του πρωθυπουργού Εντι Ράμα κατά της ελληνικής εθνικής μειονότητας, ειδικά στη Χειμάρρα, αποτελεί μικρό μόνον τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου. Ευτυχώς, στο σημείο αυτό η Γερμανίδα καγκελάριος και το επιτελείο της δείχνουν μεγαλύτερο ρεαλισμό, κρίνοντας ότι η αναβίωση, από τον κ. Ράμα, του οράματος της Μεγάλης Αλβανίας μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτικές συνέπειες. Γιατί ο φανατισμός των πληθυσμών στην Αλβανία και στο Κόσοβο μπορεί να κορυφωθεί ακόμα και πέραν των σχεδιαζόμενων ορίων που θα εξυπηρετούσαν τις ηγεσίες των Τιράνων και της Πρίστινα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμόδιοι Ελληνες αξιωματούχοι δεν αναμένουν ουσιαστική αλλαγή και βελτίωση της πολιτικής της Αλβανίας στο προσεχές διάστημα, καθώς ο κ. Ράμα, που πρόσφατα πραγματοποίησε κυβερνητικό ανασχηματισμό με την ένταξη πολλών «σκληρών» στελεχών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα και δεν κάνει ούτε βήμα προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που απαιτεί η Ε.Ε.
Το ερώτημα είναι αν το Βερολίνο αντιλαμβάνεται ή θα αντιληφθεί τελικά την κατάσταση στο Τίρανα, ώστε να μην τους προσφέρει το δώρο της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου. Εως τώρα, η Αθήνα ανέμενε σύγκρουση της Γερμανίας και της Γαλλίας, η οποία μπλόκαρε τις ενταξιακές συνομιλίες τόσο της Αλβανίας όσο και της ΠΓΔΜ, τον Ιούνιο του 2018, και επιθυμεί να συμβεί το ίδιο και φέτος. Επομένως, ελπίζεται ότι μια καλύτερη αντίληψη της κυρίας Μέρκελ για την κατάσταση στην Αλβανία ίσως συνέτιζε τον κ. Ράμα και διαμόρφωνε κοινή στάση Βερολίνου και Παρισιού.
Μια σοβαρή πτυχή, που δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, είναι η ακριβής στάση της Γερμανίας έναντι του Κοσόβου, καθώς θεωρεί ότι οι ηγέτες του «ελέγχονται» από τις ΗΠΑ και παίζουν επικίνδυνο παιχνίδι με την ιδέα περί ανταλλαγής εδαφών με τη Σερβία.
Η εικόνα του βαλκανικού χάους συμπληρώνεται με την κατάσταση στην Αλβανία. Η ελληνική εκτίμηση μέχρι πολύ πρόσφατα (ακόμα και μετά την αντικατάσταση στο υπουργείο Εξωτερικών του Ν. Κοτζιά, που ανέμενε λύσεις πριν από τις θερινές διακοπές) ήταν ότι οι διμερείς συζητήσεις προχωρούσαν ομαλά. Μόλις τώρα συνειδητοποιείται ότι η πολιτική του πρωθυπουργού Εντι Ράμα κατά της ελληνικής εθνικής μειονότητας, ειδικά στη Χειμάρρα, αποτελεί μικρό μόνον τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου. Ευτυχώς, στο σημείο αυτό η Γερμανίδα καγκελάριος και το επιτελείο της δείχνουν μεγαλύτερο ρεαλισμό, κρίνοντας ότι η αναβίωση, από τον κ. Ράμα, του οράματος της Μεγάλης Αλβανίας μπορεί να οδηγήσει σε εκρηκτικές συνέπειες. Γιατί ο φανατισμός των πληθυσμών στην Αλβανία και στο Κόσοβο μπορεί να κορυφωθεί ακόμα και πέραν των σχεδιαζόμενων ορίων που θα εξυπηρετούσαν τις ηγεσίες των Τιράνων και της Πρίστινα.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι αρμόδιοι Ελληνες αξιωματούχοι δεν αναμένουν ουσιαστική αλλαγή και βελτίωση της πολιτικής της Αλβανίας στο προσεχές διάστημα, καθώς ο κ. Ράμα, που πρόσφατα πραγματοποίησε κυβερνητικό ανασχηματισμό με την ένταξη πολλών «σκληρών» στελεχών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει εσωτερικά προβλήματα και δεν κάνει ούτε βήμα προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που απαιτεί η Ε.Ε.
Το ερώτημα είναι αν το Βερολίνο αντιλαμβάνεται ή θα αντιληφθεί τελικά την κατάσταση στο Τίρανα, ώστε να μην τους προσφέρει το δώρο της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ιουνίου. Εως τώρα, η Αθήνα ανέμενε σύγκρουση της Γερμανίας και της Γαλλίας, η οποία μπλόκαρε τις ενταξιακές συνομιλίες τόσο της Αλβανίας όσο και της ΠΓΔΜ, τον Ιούνιο του 2018, και επιθυμεί να συμβεί το ίδιο και φέτος. Επομένως, ελπίζεται ότι μια καλύτερη αντίληψη της κυρίας Μέρκελ για την κατάσταση στην Αλβανία ίσως συνέτιζε τον κ. Ράμα και διαμόρφωνε κοινή στάση Βερολίνου και Παρισιού.
Μια σοβαρή πτυχή, που δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, είναι η ακριβής στάση της Γερμανίας έναντι του Κοσόβου, καθώς θεωρεί ότι οι ηγέτες του «ελέγχονται» από τις ΗΠΑ και παίζουν επικίνδυνο παιχνίδι με την ιδέα περί ανταλλαγής εδαφών με τη Σερβία.
Αντίθετα, πάντως, προς την -εκτός κάθε λογικής- βαλκανική ατζέντα της, η Γερμανίδα καγκελάριος φέρεται, ευτυχώς, ότι έχει συναντίληψη με την ελληνική κυβέρνηση για την ενδεδειγμένη πολιτική έναντι της Αγκυρας. Το Βερολίνο, όπως και η Αθήνα, πιστεύει ότι πρέπει να διατηρηθεί ανοιχτή η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, ώστε να αποτραπεί η περαιτέρω διολίσθησή της μακριά από τη Δύση.
Το ιδανικό θα ήταν η κυρία Μέρκελ να αναγνώριζε και τις ελληνικές ανησυχίες για το Αιγαίο, με καταδίκη των αεροναυτικών παραβιάσεων και των απειλών περί casus belli, αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.
Το ιδανικό θα ήταν η κυρία Μέρκελ να αναγνώριζε και τις ελληνικές ανησυχίες για το Αιγαίο, με καταδίκη των αεροναυτικών παραβιάσεων και των απειλών περί casus belli, αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.
*Εκδότης του περιοδικού «Αμυνα & Διπλωματία» και σύμβουλος ξένων εταιριών μελέτης επιχειρηματικού ρίσκου για τη ΝΑ Ευρώπη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου