Συνέχεια από Παρασκευή, 30 Μαΐου 2014
O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
531. « Δεν διακρίνονται πραγματικά η βούληση κι ο νους στον Θεό και Πατέρα, αλλά με μόνον τον λόγο ». Δεν είναι λοιπόν η βούληση κι ο νους στον Θεό ουσία, γιατί δεν διακρίνεται ούτε στην πραγματικότητα ( πραγματικώς ) ούτε με τον λόγο το απλούστατο της θείας ουσίας. Γιατί λέει κι ο ίδιος, ότι « είναι παντελώς αδιαίρετη η θεία ουσία ». Κι ακόμη, ότι « είναι παντελώς αδιαφοροποίητος ( αδιάφορος ) ο Θεός ». Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα λέγοντας, ότι « δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό ».
[Περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και της σχέσεως των θείων προσώπων]
532. « Η αγαθότητα του Θεού είναι το αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν ( είναι ) τα όντα ». Χρησιμοποιεί εδώ εκούσια έναν παραλογισμό κατά το πι και απλώς ι και πλανάται ( ψεύδεται ). Γιατί δεν είναι μόνη η αγαθότητα αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν τα όντα, αλλά κι η θεία δύναμη και σοφία. Γιατί κανείς δεν φέρνει χωρίς δύναμη και σοφία τη βούληση εις πέρας, όσο αγαθός κι αν είναι. Και λέει ακόμα˙ « και παρήγαγε με τη βούλησή του τα όντα στο είναι ». Τί λέει ο παντελώς διεφθαρμένος ( εξωλέστατος ), με τη βούλησή του, κι όχι με τη δύναμη και τη σοφία προηγουμένως ;παρ’ όλο που λέει βέβαια κι ο ίδιος˙ « είναι δυνατό και να θαυμάζης και να θεωρής, όσο γίνεται, απ’ τη μελέτη των ποιημάτων τη θεία σοφία ». Κι ακόμα˙ « οδηγεί σε ύμνο της υψηλής δύναμης του Θεού η θεωρία των κτισμάτων ». « Γιατί είναι ανάγκη να νοείται υψηλότερη απ’ τα γενόμενα έργα η δύναμη αυτού που ποιεί, γι’ αυτό και λέγεται στην προς Ρωμαίους˙ “ τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, ή τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης ” » Ρωμ. α΄20 ). Κι αν ισχύουν αυτά, είναι άρα ψέμμα το να λες μονομερώς, ότι είναι η αγαθότητα του Θεού αίτιο τού να βούλεται να υπάρχουν ( είναι ) τα όντα˙ γιατί είναι πριν απ’ την αγαθότητα η δύναμη κι η σοφία του Θεού αιτία των κτισμάτων.[ ολη η ''αναλογική θεολογία'' τού Γιανναρά στηρίζεται στήν κακοδοξία τής βουλήσεως, διότι πίσω από τήν απαίτηση τής νεωτερικότητος κρύβεται απλώς ο Ακινάτης, καί πώς τούς ονομάζει ο Αγγελικούδης;; Διεφθαρμένους]
533. Αλλά μεταβαίνει από μόνη τη βούληση, χωρίς κάποιαν ανάγκη, στη θεία αγάπη και λέει ο Θωμάς˙ « είναι η αγάπη λοιπόν, με την οποίαν αγαπά την αγαθότητά του, αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ». Είναι ψεύτης ο Θωμάς, που εκτρέπεται σ’ αυτά και αντιλέγει στα δικά του˙ γιατί αποκαλύπτεται ( αναφαίνεται ) προφανώς και καινοφανώς ( πρωτοφανώς ) η δύναμη κι η θεία σοφία στα όντα. Έπρεπε λοιπόν να πή, πως αρχική μεν αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων είναι η θεία γνώση κι η δύναμη κι η σοφία μέσα απ’ τη θέληση ( δια θελήσεως ), τελική δε αιτία η θεία αγαθότητα και η εξ αυτής αγάπη˙ και όπως λέει ακριβώς για τον Θεό ο Δαβίδ, ότι « πάντα εν σοφία εποίησεν » ( Ψαλμ. ργ΄24 ), έτσι λέει και « πάντα όσα ηθέλησεν ο Κύριος εποίησεν » ( Ψαλμ. ριγ΄11 ). Εξ ου και αποφαίνονται ( διακηρύττουν ) έργο της θείας θέλησης την κτίση οι θεοφόροι. Δεν αληθεύει άρα λέγοντας πως είναι μόνη η θεία αγάπη αιτία της δημιουργίας των πραγμάτων ο Θωμάς.[Ας ανοίξουν λοιπόν τά μάτια τους οι αγαπολόγοι]
534. « Το Πνεύμα » λέει « το άγιο προβαίνει ( πρόεισι ) κατά τον τρόπο της αγάπης ». Και είναι ψέμμα και ολοφάνερο αυτό, γιατί είναι ανεπινόητος ο τρόπος, κατά τον οποίον γεννάται ο Υιός απ’ τον Πατέρα και εκπορεύεται το Πνεύμα το άγιο, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος. Ο δε μέγας Διονύσιος απορεί τελείως ( διαπορείται ) και λέει ˙ « πώς φύτρωσαν ( εξέφυ ) τα εγκάρδια φώτα απ’ τον άυλο και αδιαίρετο Πατέρα ; » ( Ψευδο-Διονυσίου, Περί μυστικής θεολογίας ). Και όλοι δε οι θεοφόροι απαγορεύουν επίσης τη γνώση της θείας ουσίας και τη γέννηση του Υιού απ’ τον Πατέρα και την εκπόρευση του αγίου Πνεύματος σε όλη τη γενητή ( δημιουργημένη… ) κτίση. Κι αν είπαν κάποιοι γιά την αιτία και τον σύμφωνα μ’ αυτήν τρόπο του Υιού και του Πνεύματος, δεν το είπαν θεολογικά, αλλ’ όσο για να εικονίσουν, πώς είναι ο Θεός, η μονάδα, και τριάδα. Και δεν πρέπει να θέτουμε αυτά που λέγονται με εικονικό και τυπικό τρόπο στα θεολογικά και σ’ αυτά που είναι πέρα από κάθε απόδειξη˙ γιατί είναι γνωστή μόνο στη θεία Τριάδα η θεία ουσία κι ο τρόπος τής σύμφωνα μ’ αυτήν την ίδια γέννησης και εκπόρευσης, και ποιος είναι ο Πατέρας κι ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο, και πώς ο μεν Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται και το Πνεύμα το άγιο εκπορεύεται˙ είναι πέρα από κάθε πατρότητα και υιότητα οι σχέσεις ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και δεν είναι ούτε και Πνεύμα, όσα μας επιτρέπει να γνωρίζουμε το Πνεύμα το άγιο κατά τον μέγα Διονύσιο.
535. Κι αν λέγεται και κάτι γι’ αυτά, έχει γίνει ( ευρέθη ) για την παραμυθία ( παρηγοριά…) της δικής μας νόησης, αυτά δε είναι στ’ αλήθεια πέρα απ’ τη νόηση και τον λόγο κάθε νοερής και λογικής φύσης. Ψεύδεται ( πλανάται… ) άρα ο Θωμάς, προβάλλοντάς τα αυτά προς απόδειξη, και τον ντροπιάζει καταφανώς κι ο λόγος του Μεγάλου Διονυσίου, που λέει˙ « το ότι είναι μεν πηγαία θεότητα ο Πατήρ, ο δε Υιός και το Πνεύμα βλαστοί θεόφυτοι και όπως άνθη και υπερούσια φώτα, αν πρέπη έτσι να φανερωθή, το έχουμε παραλάβει απ’ τις ιερές παραδόσεις˙ το πώς δε είναι αυτά, δεν είναι δυνατόν ούτε να το πης ούτε να το εννοήσης » ( ψευδο-Διονυσίου, Περί θείων ονομάτων ).
536. Και οι μεν θεοφόροι καταφεύγουν στο απόρρητο αυτής της υπόθεσης, ενώ ο Θωμάς, που έθεσε όλα τα πέρα απ’ τον νου υπερφυή θεία υπό απόδειξη, δεν έχει αφήσει, απαίδευτα και τολμηρά, ούτε κι αυτό έξω απ’ την απόδειξη, γι’ αυτό και λέει˙ « προβαίνει ( πρόεισι ) το Πνεύμα το άγιο σύμφωνα με τον τρόπο της αγάπης, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του ». Και βγάζει μετά από τέτοιες ανοίκειες προτάσεις ψεύτικο συμπέρασμα, που λέει˙ « είναι άρα αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων το Πνεύμα το άγιο ». Αν προβαίνη κατά τον τρόπο της αγάπης απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα το άγιο, με την οποίαν αγαπά ο Θεός τον εαυτό του, είναι φανερό, ότι δεν είναι αγάπη το Πνεύμα το άγιο˙ γιατί αυτά που λέγεται πως προβαίνουν κατά τον ίδιον τρόπο δηλώνουν ομοιότητα κι όχι ταυτότητα αναμεταξύ τους˙ όπως όταν λέμε για το χρυσάφι, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιδήρου απ’ το ποτάμι, κι όταν λέμε, ότι προέρχεται σύμφωνα με τον τρόπο του σιταριού το κριθάρι όταν σπέρνεται απ’ τα χέρια του γεωργού, και λέμε τότε προφανώς ότι είναι διαφορετικό το σίδερο απ’ το χρυσάφι και το κριθάρι απ’ το στάρι. Και δεν το λέμε αυτό γι’ αυτά που ταυτίζονται, γιατί και κανείς δεν λέει, ότι προέρχεται κατά τον τρόπο του αλευριού του σίτου το αλεύρι του σίτου.
537. Αν προβαίνη λοιπόν κατά τον τρόπο της αγάπης, με την οποίαν αγαπά τον εαυτό του ο Θεός, το Πνεύμα το άγιο, είναι διαφορετικό απ’ τη θεία αγάπη το Πνεύμα το άγιο. Από πού είναι λοιπόν αναγκαίο, για τον λόγο, αν το υποθέσουμε αυτό, ότι προβαίνει κατά τον τρόπο της αγάπης το Πνεύμα το άγιο, να είναι αρχή το Πνεύμα το άγιο της δημιουργίας των πραγμάτων ; Αν μεν για φυσικό ( πεφυκότι ) λόγο, είναι άτοπη αυτή η γνώμη ( δόξα ) και οδηγεί μακριά απ’ την αλήθεια, γιατί δεν είναι καθόλου λιγότερο σύμφωνα μ’ αυτήν κι ο Πατέρας κι ο Υιός αρχές, και θα είναι μάλλον μιά αρχή η Τριάδα όλη όπως είναι φυσικό, εφ’ όσον είναι μιά και η ουσία των τριών, κι η βασιλεία μιά κι η δόξα κι η σοφία κι η δυναστεία και είναι όλα, για να το πούμε συνολικά, ένα αχώριστο η Τριάδα κατά τη φύση, χωρίς τη σύμφωνα με τα πρόσωπα ιδιότητα, οπότε είναι βέβαια κατά συνέπεια μια αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων ο Πατήρ κι ο Υιός και το Πνεύμα το άγιο, κι όχι μονάχα το ένα απ’ τα τρία.
538. Αν λογαριάζης δε πως είναι από προσωπικό ιδίωμα αρχή το Πνεύμα της δημιουργίας των πραγμάτων, αυτό θα είναι επίσης βέβαια σαφές ενδεικτικό σημείο ( επίδειγμα ) της λατινικής σοφίας, που έφτασε να εξηγή τα θεία και τά καταπάτησε ( μεταχειρίστηκε με απρέπεια, με ασέβεια…), για να φανή ότι λέει κατ’ αρχάς κάτι, και την αλήθεια και τις εξηγήσεις ( ερμηνείες… ) των πνευματοφόρων, που είναι αναντίρρητες σε όσους έχουν αποφασίσει να ευσεβούν. Παρ’ όλο που ανακηρύττει βέβαια, μ’ αυτά που εξιστορεί την κοσμογονία ( κοσμογένεια ) ο Μωυσής, εντελώς καταφανώς τον Θεό πατέρα αρχή της δημιουργίας των πραγμάτων, λέγοντας πως « εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην » ( Γένεσ. α΄1 ).Και φανερώνοντας το πρόσωπο της αρχής, λέει πως « είπεν ο Θεός˙ γενηθήτω στερέωμα » ( Γένεσ. α΄6 ) και « γενηθήτω φως » ( Γένεσ. α΄3 ) και « συναχθήτω το ύδωρ το υπό κάτω του στερεώματος » ( Γένεσ. α΄9 ) και απλώς το κάθε τι, ώστε να παρουσιάση φανερά, πως έχει λόγο και πνεύμα αυτός που είναι ο Πατέρας, που εποίησε αμέσως απ’ την αρχή τον ουρανό και τη γή.
539. Έπειτα, αφού είπε μεν εδώ, ότι εποίησε ο Θεός, και στη συνέχεια ότι είπε να γίνουν ( γενηθήτω ) αυτά κι αυτά και όσα απλώς έγιναν, ώστε να μην έχη στη νόησή του κάποιος διαιρεμένη καθ’ οιονδήποτε τρόπο στα πρόσωπα τη δημιουργία, σαν να είχε δημιουργήσει ( ετεκτήνατο ) το ένα μεν ο Θεός, το άλλο δε κάποια διαφορετική προσωπική δύναμη με θεία οπωσδήποτε προσταγή, αλλά να αναγνωρίζη μιά για πάντα ποιητή τών όλων τον Θεό με τον δικό του λόγο και πνεύμα και ν’ αποκτήση εξίσου μύηση θεολογική, τριαδική δηλαδή φανέρωση στη μοναρχία, λέει ότι « είπεν ο Θεός˙ ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν » ( Γένεσ. α΄26 ). Να ποιήσουμε άνθρωπο, έναν δηλαδή, αφού είναι μια σε μας τους τρεις η φύση κι η δύναμη κι η ενέργεια˙ κατ’ εικόνα δική μας, εφ’ όσον δεν είναι αποδεκτό ( ανένδεκτον ) να τον ποιήσουμε εντελώς τον ίδιο ( ταυτόν ), γιατί είμαστε άκτιστοι και άναρχοι εμείς, ενώ αυτός είναι ανάγκη να έχη αρχή και να κτισθή, καθώς δεν υπάρχει, αλλ’ ούτε είναι πάλι δυνατό να ποιήσουμε τρεις κατά την υπόσταση και να είναι ένα η ενέργεια, γιατί δεν το επιτρέπει αυτό η σύνθεση.
540. Να είναι λοιπόν ο ένας κατά τη δική μας εικόνα, ως προς τη φύση του ( κατά το πεφυκός ), και η ενέργεια καθ’ ομοίωσιν˙ να είναι η ύπαρξή του νους και λόγος και πνεύμα, και να τα ενεργή όλα ξεκινώντας απ’ τον νου με τον λόγο και το πνεύμα, δηλαδή τη διάνοια. Γιατί είναι λόγος και πνεύμα ολοφάνερα η διάνοια, με την οποίαν πράττει αυτά που θεωρεί εύλογα ( τα δοκούντα ) ο νους. Έτσι λοιπόν και το δικό μας πρωτότυπο, δηλαδή ο Θεός, η Τριάδα, που είναι νους και λόγος και πνεύμα, ξεκινά ισάξια ( εξ εφαμίλλου ) απ’ τον νου, δημιουργώντας με τον λόγο και τελειοποιώντας τα πάντα εν αγίω Πνεύματι. Από ’δώ ( προέρχεται… ) λοιπόν το « εν αρχή εποίησεν ο Θεός » ( Γένεσ. α΄1 ) ( εκείνου… ) του μεγάλου που το είπε και πρόσθεσε πως « είπεν ο Θεός˙ γεννηθήτω φως » ( Γένεσ. α΄3 ) και τα επόμενα, « και ενεφύσησεν έπειτ’ αύθις ο Θεός – εις το πρόσωπον τω ανθρώπω και εγένετο αυτώ εις ψυχήν ζώσαν » ( Γένεσ. β΄7 ) και διακήρυξε έτσι καταφανώς πως συνδημιουργούν ο Λόγος του Θεού και το Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα˙ και θέλοντας να καταστήση κατ’ εξοχήν καθαρό τον λόγο ο θείος Δαβίδ, λέει για τον ουρανό, κηρύσσοντάς τον έργο και ποίημα ολοφάνερα του Θεού, ότι « τω λόγω Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν και τω πνεύματι του στόματος αυτού πάσα η δύναμις αυτών » ( Ψαλμ. λβ΄6 ), όπου προηγείται ( ηγουμένου ) εξάπαντος κι εδώ ο Θεός που έχει λόγο και εμπνέει κατά τη φύση του ( πεφυκότως εμπνείντος ).
Συνεχίζεται
ΕΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ΟΤΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ.
ΑΣ ΜΗΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΟΤΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΔΕΝ ΕΔΩΣΕ ΜΑΧΗ ΚΑΙ ΝΙΚΗΣΕ ΜΟΝΟΝ ΤΟΝ ΒΑΡΛΑΑΜ, ΔΗΛ. ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟ, ΑΛΛΑ ΝΙΚΗΣΕ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟΥΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ, ΔΗΛ. ΤΟΝ ΑΚΙΝΑΤΗ, ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ, ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ.
Αμέθυστος
Ο ΤΡΑΓΕΛΑΦΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΑΝΕΛΑΒΑΝ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΟΙ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ( ΔΕΝ ΣΥΝΕΙΔΕΙΤΟΠΟΙΟΥΝ ΑΚΟΜΗ ΟΤΙ Ο ΜΑΓΑΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΙΚΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ, ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΕΠΙΜΕΝΕΙ ΣΤΟΝ ΑΙΩΝΑ ΝΑ ΒΑΖΕΙ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΚΡΑΣΙ ΣΤΟΥΣ ΠΑΛΑΙΟΥΣ ΑΣΚΟΥΣ.)
ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΝ ΟΤΙ ΟΙ ΕΝΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ, ΛΑΙΚΟΙ ΚΑΙ ΚΛΗΡΙΚΟΙ, ΠΑΓΙΔΕΥΤΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΚΑΡΠΟΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΜΕΝ ΑΛΛΑ ΤΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΑΠΕΞΩ ΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου