Συνέχεια από Τετάρτη, 1 Απριλίου 2020
ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΗ ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΤΡΟΠΟΙ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΑΥΤΟΜΕΤΑΔΟΣΕΩΣ : Καρλ Ράνερ
Εάν, όπως παρατηρεί ο Μπονόφερ, η κλασσική οντολογία κατανοεί το Είναι σε πλήρη ανεξαρτησία από την σκέψη και το αντιθέτει σε αυτή, και ο Ιδεαλισμός μεταφέρει το υπερβατικό Είναι στο εσωτερικό της σκέψης, η υπερβατική φιλοσοφία (αυτού που υπερέχει) κατανοεί το Είναι «σε σχέση» με την υπερβατικότητα (την υπεροχή). Ο καθολικός θεολόγος ο οποίος διαλέγει την υπερβατική φιλοσοφία και εξάγει τις συνέπειές της για τον τριαδικό λόγο είναι ο Καρλ Ράνερ (Karl Rahner).
Σε συνέπεια λοιπόν με την «υπερβατική» του θέση ο Ράνερ δεν ξεκινά όπως ο Μπαρτ από την υποκειμενικότητα του θεού, αλλά αντιθέτως από την υποκειμενικότητα του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο ο Ράνερ φανερώνει εξ’ αρχής την πρόθεσή του να κατανοήσει τον άνθρωπο «σε σχέση» με τον Θεό και κατά συνέπεια τον Θεό σαν το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Έχουμε δηλαδή σωτηρία, κατά τον Ράνερ, όταν η ανεπαρκής, ακατάλληλη, αλλά «συστατική» ακριβώς «υπερβατική» αναφορά του ανθρώπου στο απόλυτο μυστήριο πληρούται από την αυτομετάδοση, ή αυτοεπικοινωνία. Η οποία είναι ελεύθερη δωρεά αυτού του ιδίου του μυστηρίου. Η αυτομετάδοση του μυστηρίου, εξισούται με την απόλυτη γειτνίαση του θεού, ο οποίος καθεαυτός παραμένει ακατανόητος.
Από την έννοια της αυτομεταδόσεως, που ανεπτύχθη στην βάση ενός υπερβατικού στοχασμού πάνω στις ανθρωπολογικές συνθήκες της δυνατότητός του, ο Ράνερ κινείται στην συνέχεια να κατανοήσει το τριαδικό δόγμα. Διακρίνει τοιουτοτρόπως δύο διαφορετικούς τρόπους, περιπλεγμένους και αμοιβαίως επηρεαζόμενους, της αυτομεταδόσεως του θεού. Τον Ιησού Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, δύο τρόπους που είναι δυνατόν να κατανοηθούν σαν στιγμές μιας και μοναδικής αυτοεπικοινωνίας.
Έτσι λοιπόν δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αληθινή σχέση και επομένως αληθινή αυτοεπικοινωνία του θεού στον άνθρωπο, εάν ο οικονομικός τρόπος με τον οποίο ο θεός αυτομεταδίδεται στον άνθρωπο, δεν ανταποκρινόταν στον σταθερό και ενυπάρχοντα τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο ο θεός είναι στην αιωνιότητά του, δεν θα είχαμε αληθινή αυτοεπικοινωνία του θεού και επομένως ούτε αληθινή σωτηρία. Και με αυτή τήν έννοια ο Ράνερ μπορεί να ισχυρισθεί το θεμελιώδες αξίωμα: «Η οικονομική Τριάδα είναι η αιώνια Τριάδα και αντιστρόφως».
[Εδώ βρίσκεται σε δράση η ιδέα του θεού. Ακολουθώντας την πορεία των πλατωνικών ιδεών, οι οποίες υπερβατικές καθ’ εαυτές μεταμορφώνονται σε ενυπάρχουσες, αιώνιες μορφές, ο θεός, η Αγία Τριάδα, αυτομεταδίδεται, όπως και οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν τον νοητό κόσμο. Ο Ράνερ επιστρέφει φυσικώς στο κατ’ εικόνα, στην πνοή ζωής του θεού στον άνθρωπο, την οποία ταυτίζει με τον ίδιο τον Θεό, ακολουθώντας τα χνάρια τού Χέγκελ, ο οποίος ταύτισε τον χριστιανικό Θεό με το ΕΝΑ του Πλωτίνου. Το απόλυτο βρίσκεται μέσα στο υποκείμενο. Γι’ αυτό και κατήργησαν την Ουσία του Θεού. Η ειρωνεία όμως είναι πως ούτε ο Θεός του Πλάτωνος, ούτε του Αριστοτέλη ήταν ενυπάρχοντες αλλά και απόλυτοι, άσχετοι. Πώς συνδύασαν οι Γερμανοί τα ασυνδύαστα; Με την επινόηση του ΕΓΩ. Του αυτό! Αυτογνωσία, αυτοεπικοινωνία, αυτομεταδοσή, αυθυπέρβαση! Γι’ αυτό και σήμερα ομιλούμε για τις υποστάσεις ή πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, σαν Τρία Εγώ].
Ο Ράνερ λοιπόν με την λογικο-υπερβατική απαγωγή (σκέψη), προσπαθεί να επαναφέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κλασικού τριαδολογικού στοχασμού. Αλλά προσπαθεί να αποφύγει και την αναλογία, την analogia entis, την κλασική σχολαστική οπτική και η προσπάθεια του εστιάζεται μέσα στον ορίζοντα της ιστορίας της σωτηρίας. Χρησιμοποιεί δε, για την επιτυχία του σκοπού του, την μοντέρνα φιλοσοφία του υποκειμένου. Το αποτέλεσμα του ονομάστηκε «ένα οικοδόμημα οπωσδήποτε επιτυχημένο και μεγαλειώδες, που μπορεί να συγκριθεί μόνον με τις μεγάλες μορφές της χριστιανικής θεολογίας».
Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως στον Ράνερ το τριαδικό δόγμα δεν συστήνει πλέον την δομή η οποία φέρει ολόκληρη την νοημοσύνη της πίστεως όπως συνέβαινε στην αρχαία Εκκλησία. Ας σκεφτούμε μόνον τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει το τριαδολογικό υλικό, στο εμβληματικό του συμπέρασμα στο βιβλίο του "Βασικά μαθήματα στην πίστη". Όπου στο θέμα αυτό αφιερώνει μόνον μια παράγραφο τεσσάρων σελίδων περίπου, από τις οποίες στις δύο ασκεί κριτική στο παραδοσιακό δόγμα και στις υπόλοιπες μόνον εκθέτει θετικά τις σκέψεις του.
Στον Ράνερ η τριάδα δεν καθορίζει την ίδια την μορφή τής θεολογικής ανθρωπολογίας, παρά μόνον χρησιμεύει σαν συνθήκη της πιθανότητος τού δόγματος της σωτηρίας και της χάριτος. Αυτή η μετάλλαξη τής λειτουργικότητός της επενεργεί και στην βαθειά σημασία του τριαδικού δόγματος. Εάν στον Μπαρθ ο καθορισμός της τριάδος σαν ένα απόλυτο υποκείμενο, εξαφανίζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, στον Ράνερ ο καθορισμός τής υποκειμενικότητος του ανθρώπου εξαφανίζει το τριπρόσωπο του θείου ΕΣΥ. Και αυτό το γεγονός εξηγεί την απόρριψη της μοντέρνας έννοιας τής υποκειμενικότητος όταν πρόκειται να την εφαρμόσουμε στα ξεχωριστά τρία πρόσωπα της Τριάδος.
Εάν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την αντίθεση και την ενότητα του ανθρώπου με τον θεό στην προοπτική της υπερβατικότητος, μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να γίνει πλέον κατανοητή η αντίθεση και η ενότης των τριών προσώπων στον θεό. Θα φαίνονται περισσότερο σαν στιγμές της οικονομικής αυτοεπικοινωνίας ενυπαρχούσης σε έναν τριπλό θεό.
Είναι αλήθεια βεβαίως πως ο Ράνερ, πολύ πιο καθαρά από τον σχολαστικισμό, κατορθώνει να εκθέσει την ιστορικοσωτήρια λειτουργία των τριών θείων προσώπων και πολεμά συνεχώς με την θέση σύμφωνα με την οποία καθένα από αυτά θα μπορούσε να ενσαρκωθεί. Δεν κατορθώνει όμως να αντλήσει τις ενυπάρχουσες ιδιότητες: ο τριαδικός του στοχασμός δεν ξεκαθαρίζει σε τι πράγμα συνίσταται ακριβώς η ιδιαιτερότης και η διαφορετικότης ανάμεσα στις υποστάσεις και τι νόημα προσλαμβάνουν. Και από το άλλο μέρος, εάν οι θείες υποστάσεις, στα μάτια του Ράνερ, δεν είναι υποκείμενα καθ' εαυτά, πώς μπορούν να ενεργήσουν και να μιλήσουν σαν υποκείμενα για μας, μέσα στην Ιστορία της σωτηρίας;
Ακριβώς λοιπόν επειδή δεν σκέπτεται τον θεό μέσα στα σχήματα του αρχαίου στοχασμού του μεσαίωνος, δηλαδή σαν απόλυτη ουσία, αλλά σαν απόλυτο υποκείμενο, ο Ράνερ δεν είναι πλέον σε θέση να βεβαιώσει τα τρία πρόσωπα σαν ολοκληρωμένα υποκείμενα, παρά μόνον σαν ξεχωριστούς τρόπους ενυπάρξεως (τρόπους υπάρξεως). Ή καλύτερα, επειδή ακριβώς εφαρμόζει στον όρο πρόσωπο, την μοντέρνα έννοια του υποκειμένου, φτάνει σε αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τον σχεδιασμό των τριών της τριάδος σαν πρόσωπα.
Βεβαίως και ο Ράνερ είναι πεπεισμένος, πως η διατύπωση του δόγματος τού μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, ανακαλεί σήμερα τέτοιες έννοιες που είναι πλέον ασύμβατες με μία ακριβή έννοια της νοημοσύνης της πίστεως. Όπως και ο Μπάρθ, ο Ράνερ, μας εφιστά την προσοχή στις συνέπειες που απορρέουν από την ομολογία πίστεως, όταν παρουσιάζεται με κατηγορίες οι οποίες έχουν υποστεί την επεξεργασία τους σε ένα μακρινό παρελθόν και οι οποίες δεν γίνονται πλέον άμεσα κατανοητές από τους χρόνους μας.
Και ο Ράνερ συμφωνεί πως με τον όρο πρόσωπο, ο σύγχρονος άνθρωπος, κατανοεί ουσιαστικώς, την αυτοσυνειδησία. Οποιαδήποτε προσπάθεια γίνει για να στριμωχτεί ο όρος πρόσωπο σε μια σημασία που θα είναι λιγότερο ψυχολογική και περισσότερη οντολογική, θα έχει πενιχρά αποτελέσματα. Εάν εκφραστούμε με αυτόν τον τρόπο για το δόγμα, αναπόφευκτα θα σκεφτούμε την ύπαρξη στον θεό, τριών πνευματικών κέντρων δράσης, τριών υποκειμένων, τριών ελευθεριών. Μόνον που αυτό εξισούται με ένα πραγματικό τριθεϊσμό.
Το δόγμα όμως θέλει να τονίσει στον θεό, μία μόνον συνείδηση, και τρία υποκείμενα αμοιβαίως συνειδητοποιημένα μέσω αυτής της μοναδικής συνειδήσεως, η οποία κατέχεται διαφορετικώς από το καθένα. Η συνείδηση ακριβώς, κατά τον Ράνερ, στον θεό, ανήκει στην Φύση: είναι μια ιδιότης του θείου όντος, κοινή στα τρία πρόσωπα. Έτσι η αναπαράσταση στον θεό τριών πνευματικών κέντρων δραστηριότητος ισοδυναμεί με την πτώση στον τριθεϊσμό.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να κυριαρχήσει στην ανθρώπινη γλώσσα και να καθορίσει την Ιστορία των εννοιών. Έτσι η θεολογία έχει σήμερα το καθήκον να εξακριβώσει εάν ο όρος πρόσωπο πρέπει να γίνει αποδεκτός στο τριαδικό πεδίο ή όχι. Με το πλεονέκτημα που διαθέτει ο όρος πρόσωπο, από την χρήση του για πάνω από χίλια πεντακόσια χρόνια, δεν υπάρχει και δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποιος καλύτερος, πιο καθολικά κατανοητός και με τις λιγότερες δυνατές αντιφάσεις φορτωμένος. Πρέπει να συνεχίσουμε λοιπόν να χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, λέει ο Ράνερ, παρότι γνωρίζουμε πως πίσω από αυτό το όνομα υπάρχει μια ιστορία και γι' αυτό πως δεν είναι πλέον ό,τι καλύτερο για να εκφράσει σήμερα αυτό που θέλει να σημάνει, και παρότι δεν προσφέρει πλέον πολλά πλεονεκτήματα. Για να πλησιάσουμε επομένως, στο μυστήριο της Τριάδος, ομολογεί ο Ράνερ, πρέπει να αφήσουμε το πλεονέκτημα στην οπτική της ίδιας της Οικονομίας της Σωτηρίας.
Κατ' αρχάς πρέπει να διαθέτουμε μια έννοια προσώπου, απολύτως ταιριαστή στην ιστορία της αποκαλύψεως. Ξεκινώντας από την παρουσία τού πατρός, του θεού, η οποία κοινωνείται στην Οικονομία μέσω του λόγου του μέσα στο πνεύμα του, θα πρέπει να αποδείξουμε πως αυτή η διαφοροποίηση του θεού-για-μας, είναι η ίδια πραγματικότης του καθ' εαυτού θεού. Και να εξηγήσουμε στην συνέχεια πως αυτή η τριπλή διάσταση του καθ' εαυτού θεού, μπορεί να ονομασθεί «τρι-μία προσωπικότης». Βεβαίως με αυτόν τον τρόπο δεν λύνονται όλες οι δυσκολίες, αλλά μπορεί να εμφανιστούν λιγότερο αιχμηρές, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο του τριθεϊσμού.
Συνεχίζουμε λοιπόν να ομιλούμε για πρόσωπο στον θεό. Ο θεολόγος δεν μπορεί να καταργεί όρους, σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, κανόνες, την γραμματική της θεολογικής γλώσσας, όσα είναι απαραίτητα δηλαδή σε μια εκκλησία για να ομολογήσει την πίστη της όχι μόνον στην λειτουργία της αλλά μπροστά στον κόσμο όλον. Το καλύτερο λοιπόν που μπορεί να κάνει ο θεολόγος, κατά τον Ράνερ, είναι η χρήση του όρου πρόσωπον, μετά την προσπάθεια του να τον εξηγήσει, ώστε ο σύγχρονοί του να μην πέσουν σε αμφιβολίες. Και αυτή η προσπάθεια είναι δυνατή μόνον εάν γίνει επεξεργασία νέων εννοιών. Γι' αυτό και ο Ράνερ εισάγει δύο επεξηγηματικές έννοιες του όρου πρόσωπον: εκείνη της θείας αυτοεπικοινωνίας ή αυτομεταδόσεως και εκείνην του διαφορετικού τρόπου ενυπάρξεως. Ας προσέξουμε όμως ότι και ο Μπάρθ είχε μιλήσει για "τρόπο υπάρξεως" (existenz - weise). O Ράνερ τώρα προτείνει να μιλήσουμε για το μοναδικό θεό σε τρεις τρόπους ενυπάρξεως (immanence), τρεις υποστατικούς τρόπους (subsistenz-weise) ελπίζοντας να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο, τόσο την υποψία τροπισμού, όσο και την κατηγορία για τριθεϊσμό.
Αυτή όμως η πρόταση του Ράνερ, της αποδόσεως στον όρο πρόσωπο, τής διπλής έννοιας του "τρόπου αυτομεταδόσεως" και του "τρόπου ενυπάρξεως", ικανοποιεί πλήρως και δεν εγείρει αντιρρήσεις, ακόμη και μαζικές αντιρρήσεις; Χωρίς αμφιβολία το πέρασμα από τον "τρόπο υπάρξεως" του Μπάρθ, στον "τρόπο που υφίσταμαι, ενυπάρχω" με σταθερότητα, του Ράνερ, φανερώνει μια μεγαλύτερη ανησυχία να σωθεί η αντικειμενικότης των θείων μορφών, οι οποίες φανερώθηκαν στην αποκάλυψη, μέσω της βοήθειας μιας πιο στέρεης οντολογίας, η οποία θα μπορούσε να αποκτήσει το πλεονέκτημα της καταγωγής της από τον Ακινάτη.
Ας θυμηθούμε, πως ο Ακινάτης, είχε αλλάξει την κατηγορία της ουσίας, που επιδεικνυόταν από τον ορισμό του Βοήθιου τού προσώπου, ακριβώς με την έννοια της υποστάσεως (σαν να ταυτίζονται), δηλαδή σε μια έννοια που σημαίνει υφίσταμαι σταθερά, ενυπάρχω και δίνω σταθερότητα. Μια έννοια που εξελίχθηκε γρήγορα στην έννοια του υποκειμένου, το οποίο προσλαμβάνει στον εαυτό του όλες αυτές τις σημασίες κατ' αναλογίαν του θείου υποκειμένου. Υφίσταμαι και δίνω σταθερότητα και μονιμότητα, υπάρχω.
Θα μπορούσαμε όμως εύκολα να ξαναπροτείνουμε την κατηγορία του Μπαρτ, την οποία απηύθυνε στην προγενέστερη θεολογία. Δηλαδή ότι δεν μπορούμε να απευθύνουμε την προσευχή μας σε έναν "τρόπο αυτομεταδόσεως " ή σε έναν "τρόπο ενυπάρξεως". Ο δε W. Kasper δηλώνει πως ο "ιδιαίτερος, διαφορετικός, διακεκριμένος τρόπος ενυπάρξεως", εκφράζει μια έννοια αποκλειστικώς μεταγλωσσική, η οποία δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο κήρυγμα. Διότι η ομολογία πίστεως στην Τριάδα δεν πρέπει να είναι ξεκάθαρη μόνον από την μεριά της λογικής, αλλά πρέπει να προσαρμοστεί στο κήρυγμα. Διότι η ομολογία πίστεως στην Τριάδα δεν πρέπει μα είναι ξεκάθαρη μόνον από την μεριά της λογικής, αλλά πρέπει να χρησιμεύει και στην δοξολογία, στην Ευχαριστία. Και ένας διακριτός τρόπος ενυπάρξεως, δεν μπορεί να λατρευθεί και να δοξαστεί (W. Kasper, Ο θεός του Ιησού Χριστού).
Δυστυχώς όμως, σπανίως, η προσευχή, μπορεί να κάνει χρήση των θεολογικών στοχασμών, ακόμη και εάν είναι συνεπείς και αληθινοί. Η θεολογία σπάνια μπορεί νά χρησιμεύσει στην πίστη, εκ φύσεως, και δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί σε δοξολογία. [Κάτι που αφορά άμεσα μόνον την παποσύνη, την Λατινική αίρεση, διότι ο Ρωμανός ο μελωδός δεν βρήκε κανένα πρόβλημα να εμφυτεύσει τον Γρηγόριο θεολόγο στην λατρεία και ο Συμεών ο Ν. Θεολόγος μας πρόσφερε έτοιμη την θεολογία του σαν δοξολογία και Ευχαριστία. Αυτή την απελευθέρωση της θεολογίας από την πίστη, προωθεί σήμερα το παιδαγωγικό ινστιτούτο, την αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογία και την εξέλιξη της θεολογίας από την ομολογία πίστεως, που προωθεί η Ακαδημία Προτεσταντικών σπουδών του Βόλου].
Η μόνη σοβαρή κατηγορία εναντίον του Ράνερ είναι η κατηγορία για τροπισμό, από την οποία δεν μπορεί να ελευθερωθεί λόγω ακριβώς της υπερβατολογικής του θέσεως.
Σχόλιο: Ας προσέξουμε πως η ενυπάρχουσα Τριάδα, (inherent, immanent), δεν έχει καμία σχέση με την Θεολογική Τριάδα, την Τριάδα πριν από την Δημιουργία. Της οποίας διαθέτουμε μαρτυρίες από τις εμπειρίες των Αγίων μας. (Συμεών Νέος Θεολόγος). Η μόνη ενυπάρχουσα Τριάδα είναι το κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν, το οποίο βεβαίως δεν έχει καμία αναλογία με την άκτιστο Αγία Τριάδα. Επειδή η Δύση δεν αναφέρεται στην άκτιστο Αγία Τριάδα, γι’αυτό και ο Γιανναράς μπορεί και Θεολογεί δια της αναλογίας και ο Ζηζιούλας δια της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου.
Σε συνέπεια λοιπόν με την «υπερβατική» του θέση ο Ράνερ δεν ξεκινά όπως ο Μπαρτ από την υποκειμενικότητα του θεού, αλλά αντιθέτως από την υποκειμενικότητα του ανθρώπου. Με αυτόν τον τρόπο ο Ράνερ φανερώνει εξ’ αρχής την πρόθεσή του να κατανοήσει τον άνθρωπο «σε σχέση» με τον Θεό και κατά συνέπεια τον Θεό σαν το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου. Έχουμε δηλαδή σωτηρία, κατά τον Ράνερ, όταν η ανεπαρκής, ακατάλληλη, αλλά «συστατική» ακριβώς «υπερβατική» αναφορά του ανθρώπου στο απόλυτο μυστήριο πληρούται από την αυτομετάδοση, ή αυτοεπικοινωνία. Η οποία είναι ελεύθερη δωρεά αυτού του ιδίου του μυστηρίου. Η αυτομετάδοση του μυστηρίου, εξισούται με την απόλυτη γειτνίαση του θεού, ο οποίος καθεαυτός παραμένει ακατανόητος.
Από την έννοια της αυτομεταδόσεως, που ανεπτύχθη στην βάση ενός υπερβατικού στοχασμού πάνω στις ανθρωπολογικές συνθήκες της δυνατότητός του, ο Ράνερ κινείται στην συνέχεια να κατανοήσει το τριαδικό δόγμα. Διακρίνει τοιουτοτρόπως δύο διαφορετικούς τρόπους, περιπλεγμένους και αμοιβαίως επηρεαζόμενους, της αυτομεταδόσεως του θεού. Τον Ιησού Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, δύο τρόπους που είναι δυνατόν να κατανοηθούν σαν στιγμές μιας και μοναδικής αυτοεπικοινωνίας.
Έτσι λοιπόν δεν θα μπορούσαμε να έχουμε αληθινή σχέση και επομένως αληθινή αυτοεπικοινωνία του θεού στον άνθρωπο, εάν ο οικονομικός τρόπος με τον οποίο ο θεός αυτομεταδίδεται στον άνθρωπο, δεν ανταποκρινόταν στον σταθερό και ενυπάρχοντα τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο ο θεός είναι στην αιωνιότητά του, δεν θα είχαμε αληθινή αυτοεπικοινωνία του θεού και επομένως ούτε αληθινή σωτηρία. Και με αυτή τήν έννοια ο Ράνερ μπορεί να ισχυρισθεί το θεμελιώδες αξίωμα: «Η οικονομική Τριάδα είναι η αιώνια Τριάδα και αντιστρόφως».
[Εδώ βρίσκεται σε δράση η ιδέα του θεού. Ακολουθώντας την πορεία των πλατωνικών ιδεών, οι οποίες υπερβατικές καθ’ εαυτές μεταμορφώνονται σε ενυπάρχουσες, αιώνιες μορφές, ο θεός, η Αγία Τριάδα, αυτομεταδίδεται, όπως και οι ιδέες, οι οποίες αποτελούν τον νοητό κόσμο. Ο Ράνερ επιστρέφει φυσικώς στο κατ’ εικόνα, στην πνοή ζωής του θεού στον άνθρωπο, την οποία ταυτίζει με τον ίδιο τον Θεό, ακολουθώντας τα χνάρια τού Χέγκελ, ο οποίος ταύτισε τον χριστιανικό Θεό με το ΕΝΑ του Πλωτίνου. Το απόλυτο βρίσκεται μέσα στο υποκείμενο. Γι’ αυτό και κατήργησαν την Ουσία του Θεού. Η ειρωνεία όμως είναι πως ούτε ο Θεός του Πλάτωνος, ούτε του Αριστοτέλη ήταν ενυπάρχοντες αλλά και απόλυτοι, άσχετοι. Πώς συνδύασαν οι Γερμανοί τα ασυνδύαστα; Με την επινόηση του ΕΓΩ. Του αυτό! Αυτογνωσία, αυτοεπικοινωνία, αυτομεταδοσή, αυθυπέρβαση! Γι’ αυτό και σήμερα ομιλούμε για τις υποστάσεις ή πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, σαν Τρία Εγώ].
Ο Ράνερ λοιπόν με την λογικο-υπερβατική απαγωγή (σκέψη), προσπαθεί να επαναφέρει τα χαρακτηριστικά στοιχεία του κλασικού τριαδολογικού στοχασμού. Αλλά προσπαθεί να αποφύγει και την αναλογία, την analogia entis, την κλασική σχολαστική οπτική και η προσπάθεια του εστιάζεται μέσα στον ορίζοντα της ιστορίας της σωτηρίας. Χρησιμοποιεί δε, για την επιτυχία του σκοπού του, την μοντέρνα φιλοσοφία του υποκειμένου. Το αποτέλεσμα του ονομάστηκε «ένα οικοδόμημα οπωσδήποτε επιτυχημένο και μεγαλειώδες, που μπορεί να συγκριθεί μόνον με τις μεγάλες μορφές της χριστιανικής θεολογίας».
Πρέπει όμως να σημειώσουμε πως στον Ράνερ το τριαδικό δόγμα δεν συστήνει πλέον την δομή η οποία φέρει ολόκληρη την νοημοσύνη της πίστεως όπως συνέβαινε στην αρχαία Εκκλησία. Ας σκεφτούμε μόνον τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει το τριαδολογικό υλικό, στο εμβληματικό του συμπέρασμα στο βιβλίο του "Βασικά μαθήματα στην πίστη". Όπου στο θέμα αυτό αφιερώνει μόνον μια παράγραφο τεσσάρων σελίδων περίπου, από τις οποίες στις δύο ασκεί κριτική στο παραδοσιακό δόγμα και στις υπόλοιπες μόνον εκθέτει θετικά τις σκέψεις του.
Στον Ράνερ η τριάδα δεν καθορίζει την ίδια την μορφή τής θεολογικής ανθρωπολογίας, παρά μόνον χρησιμεύει σαν συνθήκη της πιθανότητος τού δόγματος της σωτηρίας και της χάριτος. Αυτή η μετάλλαξη τής λειτουργικότητός της επενεργεί και στην βαθειά σημασία του τριαδικού δόγματος. Εάν στον Μπαρθ ο καθορισμός της τριάδος σαν ένα απόλυτο υποκείμενο, εξαφανίζει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, στον Ράνερ ο καθορισμός τής υποκειμενικότητος του ανθρώπου εξαφανίζει το τριπρόσωπο του θείου ΕΣΥ. Και αυτό το γεγονός εξηγεί την απόρριψη της μοντέρνας έννοιας τής υποκειμενικότητος όταν πρόκειται να την εφαρμόσουμε στα ξεχωριστά τρία πρόσωπα της Τριάδος.
Εάν τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την αντίθεση και την ενότητα του ανθρώπου με τον θεό στην προοπτική της υπερβατικότητος, μέσα στον άνθρωπο, δεν μπορεί να γίνει πλέον κατανοητή η αντίθεση και η ενότης των τριών προσώπων στον θεό. Θα φαίνονται περισσότερο σαν στιγμές της οικονομικής αυτοεπικοινωνίας ενυπαρχούσης σε έναν τριπλό θεό.
Είναι αλήθεια βεβαίως πως ο Ράνερ, πολύ πιο καθαρά από τον σχολαστικισμό, κατορθώνει να εκθέσει την ιστορικοσωτήρια λειτουργία των τριών θείων προσώπων και πολεμά συνεχώς με την θέση σύμφωνα με την οποία καθένα από αυτά θα μπορούσε να ενσαρκωθεί. Δεν κατορθώνει όμως να αντλήσει τις ενυπάρχουσες ιδιότητες: ο τριαδικός του στοχασμός δεν ξεκαθαρίζει σε τι πράγμα συνίσταται ακριβώς η ιδιαιτερότης και η διαφορετικότης ανάμεσα στις υποστάσεις και τι νόημα προσλαμβάνουν. Και από το άλλο μέρος, εάν οι θείες υποστάσεις, στα μάτια του Ράνερ, δεν είναι υποκείμενα καθ' εαυτά, πώς μπορούν να ενεργήσουν και να μιλήσουν σαν υποκείμενα για μας, μέσα στην Ιστορία της σωτηρίας;
Ακριβώς λοιπόν επειδή δεν σκέπτεται τον θεό μέσα στα σχήματα του αρχαίου στοχασμού του μεσαίωνος, δηλαδή σαν απόλυτη ουσία, αλλά σαν απόλυτο υποκείμενο, ο Ράνερ δεν είναι πλέον σε θέση να βεβαιώσει τα τρία πρόσωπα σαν ολοκληρωμένα υποκείμενα, παρά μόνον σαν ξεχωριστούς τρόπους ενυπάρξεως (τρόπους υπάρξεως). Ή καλύτερα, επειδή ακριβώς εφαρμόζει στον όρο πρόσωπο, την μοντέρνα έννοια του υποκειμένου, φτάνει σε αρνητικές συνέπειες όσον αφορά τον σχεδιασμό των τριών της τριάδος σαν πρόσωπα.
Βεβαίως και ο Ράνερ είναι πεπεισμένος, πως η διατύπωση του δόγματος τού μοναδικού θεού σε τρία πρόσωπα, ανακαλεί σήμερα τέτοιες έννοιες που είναι πλέον ασύμβατες με μία ακριβή έννοια της νοημοσύνης της πίστεως. Όπως και ο Μπάρθ, ο Ράνερ, μας εφιστά την προσοχή στις συνέπειες που απορρέουν από την ομολογία πίστεως, όταν παρουσιάζεται με κατηγορίες οι οποίες έχουν υποστεί την επεξεργασία τους σε ένα μακρινό παρελθόν και οι οποίες δεν γίνονται πλέον άμεσα κατανοητές από τους χρόνους μας.
Και ο Ράνερ συμφωνεί πως με τον όρο πρόσωπο, ο σύγχρονος άνθρωπος, κατανοεί ουσιαστικώς, την αυτοσυνειδησία. Οποιαδήποτε προσπάθεια γίνει για να στριμωχτεί ο όρος πρόσωπο σε μια σημασία που θα είναι λιγότερο ψυχολογική και περισσότερη οντολογική, θα έχει πενιχρά αποτελέσματα. Εάν εκφραστούμε με αυτόν τον τρόπο για το δόγμα, αναπόφευκτα θα σκεφτούμε την ύπαρξη στον θεό, τριών πνευματικών κέντρων δράσης, τριών υποκειμένων, τριών ελευθεριών. Μόνον που αυτό εξισούται με ένα πραγματικό τριθεϊσμό.
Το δόγμα όμως θέλει να τονίσει στον θεό, μία μόνον συνείδηση, και τρία υποκείμενα αμοιβαίως συνειδητοποιημένα μέσω αυτής της μοναδικής συνειδήσεως, η οποία κατέχεται διαφορετικώς από το καθένα. Η συνείδηση ακριβώς, κατά τον Ράνερ, στον θεό, ανήκει στην Φύση: είναι μια ιδιότης του θείου όντος, κοινή στα τρία πρόσωπα. Έτσι η αναπαράσταση στον θεό τριών πνευματικών κέντρων δραστηριότητος ισοδυναμεί με την πτώση στον τριθεϊσμό.
Η Εκκλησία δεν μπορεί να κυριαρχήσει στην ανθρώπινη γλώσσα και να καθορίσει την Ιστορία των εννοιών. Έτσι η θεολογία έχει σήμερα το καθήκον να εξακριβώσει εάν ο όρος πρόσωπο πρέπει να γίνει αποδεκτός στο τριαδικό πεδίο ή όχι. Με το πλεονέκτημα που διαθέτει ο όρος πρόσωπο, από την χρήση του για πάνω από χίλια πεντακόσια χρόνια, δεν υπάρχει και δεν φαίνεται στον ορίζοντα κάποιος καλύτερος, πιο καθολικά κατανοητός και με τις λιγότερες δυνατές αντιφάσεις φορτωμένος. Πρέπει να συνεχίσουμε λοιπόν να χρησιμοποιούμε αυτόν τον όρο, λέει ο Ράνερ, παρότι γνωρίζουμε πως πίσω από αυτό το όνομα υπάρχει μια ιστορία και γι' αυτό πως δεν είναι πλέον ό,τι καλύτερο για να εκφράσει σήμερα αυτό που θέλει να σημάνει, και παρότι δεν προσφέρει πλέον πολλά πλεονεκτήματα. Για να πλησιάσουμε επομένως, στο μυστήριο της Τριάδος, ομολογεί ο Ράνερ, πρέπει να αφήσουμε το πλεονέκτημα στην οπτική της ίδιας της Οικονομίας της Σωτηρίας.
Κατ' αρχάς πρέπει να διαθέτουμε μια έννοια προσώπου, απολύτως ταιριαστή στην ιστορία της αποκαλύψεως. Ξεκινώντας από την παρουσία τού πατρός, του θεού, η οποία κοινωνείται στην Οικονομία μέσω του λόγου του μέσα στο πνεύμα του, θα πρέπει να αποδείξουμε πως αυτή η διαφοροποίηση του θεού-για-μας, είναι η ίδια πραγματικότης του καθ' εαυτού θεού. Και να εξηγήσουμε στην συνέχεια πως αυτή η τριπλή διάσταση του καθ' εαυτού θεού, μπορεί να ονομασθεί «τρι-μία προσωπικότης». Βεβαίως με αυτόν τον τρόπο δεν λύνονται όλες οι δυσκολίες, αλλά μπορεί να εμφανιστούν λιγότερο αιχμηρές, ελαχιστοποιώντας τον κίνδυνο του τριθεϊσμού.
Συνεχίζουμε λοιπόν να ομιλούμε για πρόσωπο στον θεό. Ο θεολόγος δεν μπορεί να καταργεί όρους, σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, κανόνες, την γραμματική της θεολογικής γλώσσας, όσα είναι απαραίτητα δηλαδή σε μια εκκλησία για να ομολογήσει την πίστη της όχι μόνον στην λειτουργία της αλλά μπροστά στον κόσμο όλον. Το καλύτερο λοιπόν που μπορεί να κάνει ο θεολόγος, κατά τον Ράνερ, είναι η χρήση του όρου πρόσωπον, μετά την προσπάθεια του να τον εξηγήσει, ώστε ο σύγχρονοί του να μην πέσουν σε αμφιβολίες. Και αυτή η προσπάθεια είναι δυνατή μόνον εάν γίνει επεξεργασία νέων εννοιών. Γι' αυτό και ο Ράνερ εισάγει δύο επεξηγηματικές έννοιες του όρου πρόσωπον: εκείνη της θείας αυτοεπικοινωνίας ή αυτομεταδόσεως και εκείνην του διαφορετικού τρόπου ενυπάρξεως. Ας προσέξουμε όμως ότι και ο Μπάρθ είχε μιλήσει για "τρόπο υπάρξεως" (existenz - weise). O Ράνερ τώρα προτείνει να μιλήσουμε για το μοναδικό θεό σε τρεις τρόπους ενυπάρξεως (immanence), τρεις υποστατικούς τρόπους (subsistenz-weise) ελπίζοντας να αποφύγει με αυτόν τον τρόπο, τόσο την υποψία τροπισμού, όσο και την κατηγορία για τριθεϊσμό.
Αυτή όμως η πρόταση του Ράνερ, της αποδόσεως στον όρο πρόσωπο, τής διπλής έννοιας του "τρόπου αυτομεταδόσεως" και του "τρόπου ενυπάρξεως", ικανοποιεί πλήρως και δεν εγείρει αντιρρήσεις, ακόμη και μαζικές αντιρρήσεις; Χωρίς αμφιβολία το πέρασμα από τον "τρόπο υπάρξεως" του Μπάρθ, στον "τρόπο που υφίσταμαι, ενυπάρχω" με σταθερότητα, του Ράνερ, φανερώνει μια μεγαλύτερη ανησυχία να σωθεί η αντικειμενικότης των θείων μορφών, οι οποίες φανερώθηκαν στην αποκάλυψη, μέσω της βοήθειας μιας πιο στέρεης οντολογίας, η οποία θα μπορούσε να αποκτήσει το πλεονέκτημα της καταγωγής της από τον Ακινάτη.
Ας θυμηθούμε, πως ο Ακινάτης, είχε αλλάξει την κατηγορία της ουσίας, που επιδεικνυόταν από τον ορισμό του Βοήθιου τού προσώπου, ακριβώς με την έννοια της υποστάσεως (σαν να ταυτίζονται), δηλαδή σε μια έννοια που σημαίνει υφίσταμαι σταθερά, ενυπάρχω και δίνω σταθερότητα. Μια έννοια που εξελίχθηκε γρήγορα στην έννοια του υποκειμένου, το οποίο προσλαμβάνει στον εαυτό του όλες αυτές τις σημασίες κατ' αναλογίαν του θείου υποκειμένου. Υφίσταμαι και δίνω σταθερότητα και μονιμότητα, υπάρχω.
Θα μπορούσαμε όμως εύκολα να ξαναπροτείνουμε την κατηγορία του Μπαρτ, την οποία απηύθυνε στην προγενέστερη θεολογία. Δηλαδή ότι δεν μπορούμε να απευθύνουμε την προσευχή μας σε έναν "τρόπο αυτομεταδόσεως " ή σε έναν "τρόπο ενυπάρξεως". Ο δε W. Kasper δηλώνει πως ο "ιδιαίτερος, διαφορετικός, διακεκριμένος τρόπος ενυπάρξεως", εκφράζει μια έννοια αποκλειστικώς μεταγλωσσική, η οποία δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο κήρυγμα. Διότι η ομολογία πίστεως στην Τριάδα δεν πρέπει να είναι ξεκάθαρη μόνον από την μεριά της λογικής, αλλά πρέπει να προσαρμοστεί στο κήρυγμα. Διότι η ομολογία πίστεως στην Τριάδα δεν πρέπει μα είναι ξεκάθαρη μόνον από την μεριά της λογικής, αλλά πρέπει να χρησιμεύει και στην δοξολογία, στην Ευχαριστία. Και ένας διακριτός τρόπος ενυπάρξεως, δεν μπορεί να λατρευθεί και να δοξαστεί (W. Kasper, Ο θεός του Ιησού Χριστού).
Δυστυχώς όμως, σπανίως, η προσευχή, μπορεί να κάνει χρήση των θεολογικών στοχασμών, ακόμη και εάν είναι συνεπείς και αληθινοί. Η θεολογία σπάνια μπορεί νά χρησιμεύσει στην πίστη, εκ φύσεως, και δεν είναι δυνατόν να μεταφραστεί σε δοξολογία. [Κάτι που αφορά άμεσα μόνον την παποσύνη, την Λατινική αίρεση, διότι ο Ρωμανός ο μελωδός δεν βρήκε κανένα πρόβλημα να εμφυτεύσει τον Γρηγόριο θεολόγο στην λατρεία και ο Συμεών ο Ν. Θεολόγος μας πρόσφερε έτοιμη την θεολογία του σαν δοξολογία και Ευχαριστία. Αυτή την απελευθέρωση της θεολογίας από την πίστη, προωθεί σήμερα το παιδαγωγικό ινστιτούτο, την αλλαγή του μαθήματος των θρησκευτικών σε θρησκειολογία και την εξέλιξη της θεολογίας από την ομολογία πίστεως, που προωθεί η Ακαδημία Προτεσταντικών σπουδών του Βόλου].
Η μόνη σοβαρή κατηγορία εναντίον του Ράνερ είναι η κατηγορία για τροπισμό, από την οποία δεν μπορεί να ελευθερωθεί λόγω ακριβώς της υπερβατολογικής του θέσεως.
Σχόλιο: Ας προσέξουμε πως η ενυπάρχουσα Τριάδα, (inherent, immanent), δεν έχει καμία σχέση με την Θεολογική Τριάδα, την Τριάδα πριν από την Δημιουργία. Της οποίας διαθέτουμε μαρτυρίες από τις εμπειρίες των Αγίων μας. (Συμεών Νέος Θεολόγος). Η μόνη ενυπάρχουσα Τριάδα είναι το κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν, το οποίο βεβαίως δεν έχει καμία αναλογία με την άκτιστο Αγία Τριάδα. Επειδή η Δύση δεν αναφέρεται στην άκτιστο Αγία Τριάδα, γι’αυτό και ο Γιανναράς μπορεί και Θεολογεί δια της αναλογίας και ο Ζηζιούλας δια της διαλεκτικής κτιστού και ακτίστου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου