ΤΟΥ Enrico Berti.
Τί είναι η γνώση;
Στα πρώτα κεφάλαια της Μεταφυσικής, στοχεύοντας να ξεκαθαρίσει "ποιά είναι η φύση τής επιστήμης που ερευνάται (983 α 21) την οποία ονομάζει για την ώρα σοφία, ο Αριστοτέλης συζητά την φύση τής γνώσεως γενικά (το ειδέναι), διότι καθώς δηλώνει : ού δ' ένεκα ποιούμεθα τον λόγον τούτ' εστίν, ότι την ονομαζομένην σοφίαν περί τα πρώτα αίτια και τας αρχάς υπολαμβάνουσι πάντες, ώστε ο μέν έμπειρος των οποιανούν εχόντων αίσθησιν είναι δοκεί σοφώτερος, ο δέ τεχνίτης των έμπειρων, χειροτέχνου δέ αρχιτέκτων, ού δέ θεωρητικαί των ποιητικών μάλλον, ότι μέν ούν σοφία περί τίνας αρχάς και αιτίας εστίν επιστήμη! (981 α 26-30).
Αφού παρατηρήσει ότι η άσκηση της γνώσεως έχει την ουσία της μέσα στην ίδια την ανθρώπινη φύση, διακρίνει στην συνέχεια διάφορες μορφές γνώσεως : την αίσθηση, την φαντασία (το φάντασμα), την επιστήμη και την σοφία. Εάν αφαιρέσουμε την τελευταία την οποία εξετάζουμε στην συνέχεια, οι άλλες μπορούν να συμπτυχθούν βασικά σε τρείς, διατεταγμένες σε προοδευτική τάξη. Η πρώτη περιλαμβάνει αίσθηση, φάντασμα και μνήμη. Τρείς μορφές γνώσεως οι οποίες ώς πρός το περιεχόμενο είναι αφομοιώσιμες μεταξύ τους. Το φάντασμα, η εικόνα, είναι αυτό που γίνεται σωστό, που γίνεται αντιληπτό στην αίσθηση, ενώ η μνήμη είναι η διατήρηση της εικόνος, αφού έχει αναγνωρισθεί σαν εικόνα του αντικειμένου τού πράγματος. Η δεύτερη είναι η εμπειρία, η τρίτη περιλαμβάνει την τέχνη και την επιστήμη, τα οποία χαρακτηρίζει με τον ίδιο τρόπο,ώστε τα διακρίνει στην Ηθική.
Ποιές όμως απο αυτές τις τρείς μορφές γνώσεως, αποτελούν την σοφία; Αποκλείεται λοιπόν κατ'αρχάς η αίσθηση (981 b 10). Όσον αφορά τα υπόλοιπα, δηλώνει στην συνέχεια ότι η σοφία υποστηρίζεται περισσότερο απο την τέχνη, παρά απο την εμπειρία! (981 α 24-25). Διότι η εμπειρία δηλώνει-γεννάται στους ανθρώπους απο την μνήμη, διότι πράγματι οι πολλές μνήμες του ιδίου πράγματος ολοκληρώνουν την δυνατότητα μίας εμπειρίας. Και η τέχνη γεννάται όταν απο πολλές εννοιολογήσεις της εμπειρίας, γεννάται μόνον μια καθόλου υπόληψις γύρω απο παρόμοια πράγματα!
Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι η εμπειρία φαίνεται σχεδόν όμοια με την επιστήμη και την τέχνη. Αυτή η ομοιότης, δηλαδή το κοινό στοιχείο στις δύο μορφές γνώσεως, συνίσταται στο γεγονός ότι και οι δύο αποτελούν την ενότητα μίας πολλαπλότητος, (μία εμπειρία, μία υπόληψις). Η εμπειρία ενώνει τις πολλές μνήμες, η τέχνη ενώνει τις πολλές έννοιες της εμπειρίας. Αυτό το ίδιο στοιχείο διακρίνει την εμπειρία και την τέχνη απο την αίσθηση η οποία, καθώς είναι ο πρώτος βαθμός γνώσεως δέν μπορεί να ενώσει καμμία προηγούμενη γνώση.
Μπορούμε λοιπόν να συμπεράνουμε ότι το πρώτο χαρακτηριστικό της γνώσεως, είναι η ενότης μίας πολλαπλότητος. Χωρίς ενότητα δέν υπάρχει ούτε καθορισμός ούτε νόηση. Η απόλυτη πολλαπλότης είναι ανόητη! Αυτή η ενότης λοιπόν στην περίπτωση της εμπειρίας είναι ακόμη ιδιαίτερη, καθότι αφορά πολλές μνήμες του αυτού πράγματος, ενώ στην τέχνη είναι πιό πλατειά, καθώς αφορά πολλά πράγματα όμοια μεταξύ τους (περί των ομοίων). Εάν είναι αλήθεια λοιπόν ότι η τέχνη γεννιέται απο την εμπειρία-καθότι της προσφέρει το υλικό για ένωση-και επομένως δέν είναι δυνατή χωρίς την εμπειρία, σε απόλυτο βαθμό, είναι αλήθεια επίσης ότι για να συσταθεί η εμπειρία είναι αναγκαία η παρουσία ενός πρώτου τρόπου εκείνης της ενότητος, της οποίας η ολοκληρωμένη μορφή είναι η τέχνη.
Η εμπειρία λοιπόν είναι μία ενότης μίας πολλαπλότητος μνημείων, όλων όμως σχετικών με ένα μοναδικό και ίδιο πράγμα. Απο την εμπειρία, δηλαδή απο κάθε καθόλου που βρήκε ησυχία στην ψυχή (η εκ παντός ηρεμήσαντος του καθόλου εν τη ψυχή), το ένα ενάντια στα πολλά, το οποίο σε όλα αυτά είναι παρόν ένα και το ίδιο, ένα και το αυτό, προέρχεται η αρχή της τέχνης και της επιστήμης. (Αναλυτικά ύστερα, 100 α 3-9). Η εμπειρία λοιπόν περιέχει ήδη εις εαυτή το καθόλου, σαν αυτό που είναι παρόν ένα και το αυτό σε μία πολλαπλότητα πραγμάτων, αντικειμένων. Γι'αυτό η αρχή, δηλαδή το σημείο εκκίνησης, της τέχνης και της επιστήμης οι οποίες συλλαμβάνουν ακριβώς την ενότητα μίας πολλαπλότητος πραγμάτων, προέρχεται απο την εμπειρία, δηλαδή προσέρχεται σ'αυτή.
Η σχέση ανάμεσα στην εμπειρία και στο καθόλου ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο σε άλλα δύο χωρία του ιδίου κεφαλαίου. "Γεννώντας πολλές τέτοιες γνώσεις, γεννιέται ήδη κάποια διαφορά, και έτσι σε μερικά ζώα απο την παραμονή τέτοιων γνώσεων γεννιέται ένας λόγος, σε άλλα όχι". Η ανάδυση του λόγου, εδώ συνδέεται με την εμφάνιση μίας διαφοράς, δηλαδή ενός χαρακτήρος ικανού να καθορίσει μία ομάδα πραγμάτων, διακρίνοντας τα απο αλλα και εξομοιώνοντας τα μεταξύ τους! Στο δεύτερο χωρίο διαβάζουμε : παραμένοντας λοιπόν ένα μόνον απο τα πράγματα τα αδιαφοροποίητα (στάντος γάρ των αδιαφόρων ενός), υπάρχει για πρώτη φορά στην ψυχή το καθόλου. Και πράγματι έχουμε μία ξεχωριστή αίσθηση, μόνον που η αίσθηση είναι του καθόλου, για παράδειγμα του ανθρώπου, όχι του ανθρώπου Σωκράτη". (100 15-18). Τα αδιαφοροποίητα πράγματα (τα αδιάφορα) είναι εκείνα στα οποία δέν παρουσιάσθηκε ακόμη η διαφορά, δηλαδή εκείνα που είναι αντικείμενα της εμπειρίας. Είναι αρκετό και ένα μόνον εξ'αυτών να σταθεροποιηθεί, δηλαδή να γίνει γνωστό, ώστε να υπάρχει μέσα στην ψυχή το καθόλου.
Για να προσλάβουμε όμως ένα μόνο πράγμα είναι αρκετή μία μόνον αίσθηση; Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε πώς ήδη στην αίσθηση περιέχεται το καθόλου, όχι με την έννοια ότι μέσω αυτής το γνωρίζουμε ήδη, αλλά με την έννοια πώς το γνωσθέν πράγμα γνωρίσθηκε μέσω αυτής καθότι είναι συγκεκριμένο, δηλαδή διαθέτει μία μορφή, η οποία είναι καθαυτή καθολική. Προκειμένου όμως να γνωσθεί το καθόλου είναι αναγκαίο το ξεχωριστό πράγμα να γνωσθεί απο πρίν με όλη του την ακρίβεια, δηλαδή είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί εκείνη η ενοποίηση των αισθήσεων και της μνήμης, που αποτελούν την εμπειρία. Γι'αυτό είναι σωστό να πούμε ότι το καθόλου περιέχεται ακριβέστερα στην εμπειρία παρά στην αίσθηση ή στην ανάμνηση και ότι η αρχή της τέχνης και της επιστήμης προέρχεται απο την εμπειρία.
Ας προσέξουμε όμως επίσης ότι σ'αυτά τα χωρία, στον χαρακτήρα της ενότητος, ο οποίος ήδη στην Μεταφυσική είχε χρησιμεύσει να διακρίνει την εμπειρία απο τις κατώτερες μορφές γνώσεως, προστίθεται και εκείνος της ησυχίας, της σταθερότητος. Η εμπειρία πράγματι προσδιορίζεται σαν απόκτηση ηρεμίας (ηρεμείν) στην ψυχή, ή σαν το σταμάτημα (στήναι) των προηγουμένων εμπειριών. Είναι βεβαίως αυτονόητο ότι πρόκειται για μία σταθερότητα με σχετική έννοια, σε σχέση δηλαδή με τις αισθήσεις και τις μνήμες, όπου εδώ εννοούνται σε απόλυτη κινητικότητα! Δέν πρόκειται για μία καθοριστική τελειωτική σταθερότητα, διότι σε σχέση με τις ανώτερες μορφές γνώσεως, η εμπειρία είναι κινητική με την σειρά της. Η σταθερότης λοιπόν είναι ένας χαρακτήρας απολύτως ανάλογος με εκείνον της ενότητος, και μαζί μ'αυτόν συστήνει, αποτελεί μία απαραίτητη συνθήκη και ένα ουσιώδες προνόμιο της γνώσεως
Εάν η εμπειρία, όπως είδαμε, είναι γνώση χάρη σ' αυτό που έχει κοινό με την τέχνη και την επιστήμη, η γνώση με την ιδιαίτερη σημασία της, συνίσταται απο την τέχνη και απο την επιστήμη, χάρη σ'αυτό που τις διακρίνει απο την εμπειρία. Αυτή η διάκριση εμφανίζεται καθαρά στο πρώτο κεφάλαιο της Μεταφυσικής, ιδιαιτέρως μέσω τού παραδείγματος που παρουσιάζει ο Αριστοτέλης και μέσω μίας ακριβέστατης διατυπώσεως. Η γνώση ότι ο Καλλίας, άρρωστος αυτής της ασθένειας, ωφελήθηκε απο αυτό το φάρμακο, το οποίο ωφέλησε και τον Σωκράτη και πολλούς ακόμη θεωρημένους ξεχωριστά (καθ' έκαστον), είναι εμπειρία. Η γνώση όμως ότι αυτό ωφέλησε όλους αυτούς τους ασθενείς, οριζόμενους βάσει ενός μόνου είδους (κατ'είδος έν αφορισθείσι), που υποφέρουν απο αυτή την ασθένεια, για παράδειγμα όσους έχουν πυρετό, τους φλεγματικούς, ή τους χολερικούς, είναι τέχνη (Μεταφ 981 α 7-12).
Εδώ το χαρακτηριστικό της εμπειρίας είναι η αναφορά της σε κάθε περίπτωση, λαμβανόμενη σαν ξεχωριστή, δηλαδή την ασθένεια του Καλλία, του Σωκράτη και των άλλων, χωρίς να υπολογίζει εάν όλες αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν μία και μοναδική ασθένεια. Αντιθέτως το χαρακτηριστικό τής τέχνης είναι να υπολογίζει αυτή την μοναδική ασθένεια, παρούσα σε όλες τις περιπτώσεις, και επομένως καθολική. Γι' αυτό και ο Αριστοτέλης μπορεί να ανακεφαλαιώσει την διαφορά, λέγοντας: "αίτιον δ' ότι η μέν εμπειρία τών καθ'εκαστον εστι γνώσις ή δέ τέχνη των καθόλου" (981 α 15-16). Αυτό σημαίνει ότι το καθόλου, το οποίο περιέχεται στην εμπειρία σαν συνθήκη της ίδιας της τής δυνατότητος, δέν γνωρίζεται μέσω τής εμπειρίας. Επομένως η εμπειρία χαρακτηρίζεται κατά ένα μέρος απο την παρουσία, κατά ένα άλλο απο την απουσία τού καθόλου, της καθολικότητος. Γι'αυτό και θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ουσιαστικώς μία ανάγκη τής γνώσεως τού καθόλου, είναι δηλαδή μία τάση πρός μία ανώτερη μορφή γνώσεως. Έτσι φανερώνεται όλη η σημασία τής αριστοτελικής έννοιας τής εμπειρίας ώς διάμεσου σταδίου ανάμεσα στην αισθητηριακή γνώση, την αντίληψη ή την μνήμη, και την εννοιολογική γνώση, την τέχνη ή την επιστήμη.
Αμέσως μετά την διάκριση ανάμεσα στην εμπειρία και στην τέχνη ο Αριστοτέλης επαναλαμβάνει ότι η γνώση ενυπάρχει περισσότερο στην τέχνη απο τήν εμπειρία και όσοι κατέχουν την τέχνη είναι πιό γνωστικοί απο όσους διαθέτουν την εμπειρία. Και το δικαιολογεί δηλώνοντας. "Και αυτό διότι οι μέν γνωρίζουν την αιτία και οι άλλοι όχι. Διότι οσοι διαθέτουν την εμπειρία γνωρίζουν το ότι, αλλά δέν γνωρίζουν το διότι και την αιτία. (Μεταφ 981 α 28-30).
Μ'αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης αφομοιώνει αντιστοίχως το ατομικό στο ότι, και το καθολικό στο διότι, δηλαδή στην αιτία, και υπολογίζει στην γνώση τού διότι και της αιτίας σαν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γνώσεως. Στο τέλος δέ του κεφαλαίου θα δηλώσει ότι η σοφία είναι επιστήμη η οποία αφορά ορισμένες αρχές και αιτίες.
Σχετικά τώρα με την νομιμότητα της αφομοιώσεως τού καθόλου στην αιτία τελευταίως ήρθε στην επιφάνεια κάποια αμφιβολία. Μπορεί όμως να αναγνωρισθεί η νομιμότητά της, όταν υπολογίσουμε ότι το καθόλου είναι ουσιαστικώς η ενότης μίας πολλαπλότητος, και ότι τέτοια είναι και η αιτία αναφορικά με τα αιτιατά της. Απο την αναφερόμενη αφομοίωση πάντως συνάγεται μία σημαντική συνέπεια σχετικά με την αριστοτελική έννοια της γνώσεως.
Εάν όπως είδαμε ήδη, η εμπειρία είναι μία γνώση τού ξεχωριστού και ιδιαίτερου, στην οποία όμως περιέχεται η χρεία τού καθολικού, και το καθολικό και το ιδιαίτερο συμπίπτουν αμοιβαίως με το ΓΙΑΤΙ και το ΤΙ, μπορούμε να πούμε επίσης ότι η εμπειρία είναι μία γνώση του Τί, στην οποία περιέχεται ήδη η ερώτηση του ΓΙΑΤΙ, είναι μία γνώση δηλαδή θεμελιωδώς προβληματική.
Αλλά επειδή η απαίτηση καθολικότητος αποτελεί τον λόγο για τον οποίο η εμπειρία μπορεί να θεωρηθεί το ξεκίνημα τής γνώσεως και αυτή η απαίτηση τής καθολικότητος σχηματίζεται σαν ερώτηση τού ΓΙΑΤΙ, δηλαδή σαν κάτι προβληματικό, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η γνώση συνίσταται κυρίως σαν προβληματισμός κάθε προηγούμενης βεβαιότητος. Αυτό επιβεβαιώνεται στο ίδιο το πρώτο βιβλίο τής Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης, ξαναχρησιμοποιώντας μία πλατωνική έννοια, δηλώνει ότι οι άνθρωποι υποχρεώθηκαν να φιλοσοφήσουν για πρώτη φορά, να αγαπήσουν δηλαδή την γνώση, και την αγαπούν ακόμη μέχρι σήμερα, ακριβώς λόγω τού θαυμασμού, καθώς θαύμασαν κατ'αρχάς τα παράξενα που συνέβαιναν δίπλα τους, και έφτασαν σιγά-σιγά να αναρωτιούνται γύρω απο τα μέγιστα πράγματα. (Μεταφ 982 b 12-15).
Η προβληματικότης που χαρακτηρίζει μ' αυτόν τον τρόπο την γνώση, σαν συνέπεια της αφομοιώσεως ανάμεσα στο καθολικό και την αιτία, ανανεώνεται συνεχώς, λόγω τού χαρακτήρος τού συνεχούς ανοίγματος και την αοριστία πού ανήκουν ακριβώς στο καθόλου. Αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα απο την συνέχεια τού χωρίου των Αναλυτικών που παρουσιάσαμε προηγουμένως, το οποίο, παρόλη την μεγάλη του ακρίβεια, διαθέτει πολύ πυκνή θεωρητική σημασία. Αφού έχει περιγράψει λοιπόν την στάση τού πρώτου καθόλου στην ψυχή, ο Αριστοτέλης συνεχίζει: "Εκ νέου όμως συμβαίνει σ'αυτό μία στάσις (ίσταται) εώς ότου σταθούν εκείνα που δέν διαθέτουν μέρη δηλαδή τα κατεξοχήν καθόλου, όπως για παράδειγμα ένα συγκεκριμένο ζώο, έως ότου σταθεροποιηθεί το ζώο, και σ' αυτό άλλο τόσο" (Αναλυτικά ύστερα ΙΙ 19,100b 1-3).
Η σημασία του χωρίου είναι ξεκάθαρη: μετά την μορφοποίηση τών πρώτων καθόλου, τα οποία αντιπροσωπεύουν την πρώτη στάση της ροής της εμπειρίας, η κίνηση επαναλαμβάνεται δηλαδή έχουμε έναν νέο προβληματισμό, τον οποίο ακολουθεί μία νέα στάση δηλαδή ένα νέο καθόλου, και η πρόοδος συνεχίζεται, μέχρις ότου φθάσουμε στην μέγιστη καθολικότητα, η οποία αντιπροσωπεύεται απο τα κατεξοχήν καθόλου, τα απλούστερα, τα οποία δέν διασπώνται περαιτέρω σε μέρη, δέν ορίζονται δηλαδή εκ του γένους και τής ειδικής διαφοράς, δηλαδή οι κατηγορίες, τα υπέρτατα γένη.
Φτάνοντας σ'αυτό το τέρμα, ολοκληρώνεται και η πρόοδος την οποία περιγράψαμε μόλις, δηλαδή η καθολικοποίηση, η ενότης των προηγουμένων δεδομένων. Αυτό σημαίνει ότι πέραν των κατηγοριών δέν είναι δυνατή καμμία στάση. Αλλά δέν έχει λεχθεί επίσης ότι οι κατηγορίες συνιστούν μία ενότητα, και επομένως δέν δέχονται επιπλέον προβληματισμούς. Το γεγονός μάλιστα ότι είναι πολλές και δέν ανάγονται σε κάποια υπέρτερη ενότητα, σημαίνει ότι η πολλαπλότητα των γίνεται αιτία ενός πιό ριζικού προβληματισμού απο τις προηγούμενες φάσεις τής προόδου, στον οποίο θα επιστρέψουμε στην συνέχεια. Αυτό που μπορούμε να διασώσουμε όμως είναι το συνεχές άνοιγμα της προόδου, η συνεχής της ακαθοριστία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου