του Κωνσταντίνου Γρίβα*
Ένας λόγος που ωθεί το «φιλοευρωπαϊκό» κομμάτι της κυπριακής ηγεσίας σε μια σχιζοειδή πολιτική έναντι της Τουρκίας, είναι μια ακραία απαισιόδοξη άποψη αναφορικά με τις στρατιωτικές δυνατότητες τόσο της Κυπριακής Δημοκρατίας όσο και της Ελλάδας, να αντιμετωπίσουν τυχόν τουρκική στρατιωτική επίθεση εναντίον του ελεύθερου κομματιού της Μεγαλονήσου. Πολύ απλά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αντίληψη αυτή συμπυκνώνεται στην άποψη ότι η γείτων μπορεί να κάνει μια χαψιά την Κύπρο όποτε το θελήσει, άρα μία όπως όπως «επίλυση» του Κυπριακού είναι προτιμότερη από μια μετωπική αντιπαράθεση...
Μια στρατιωτική σύρραξη που θα απειλούσε να οδηγήσει σε τουρκική εισβολή και σε συντριπτική ήττα, πιθανώς και σε πλήρη εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αντίληψη αυτή δρα αποδομητικά εδώ και καιρό δημιουργώντας έναν ηττοπαθή βρόχο ανάδρασης.
Συγκεκριμένα, η πίστη στη ματαιότητα της στρατιωτικής αντίστασης σε περίπτωση τουρκικής εισβολής οδηγεί σε απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς, που με τη σειρά της εδραιώνει περαιτέρω την αντίληψη της «βέβαιης ήττας», που εν συνεχεία οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια, έχει δημιουργηθεί μια μοιρολατρική αντίληψη ότι η Κύπρος είναι έρμαιο των τουρκικών διαθέσεων και κατά συνέπεια, η «ρεαλιστική» επιλογή είναι η «επίλυση» του Κυπριακού, έστω και υπό τους όρους της Άγκυρας, τουτέστιν η εθελούσια εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου γεωπολιτικού δρώντος.
Τα τελευταία χρόνια, η φαταλιστική αυτή αντίληψη έχει ενισχυθεί υπέρμετρα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και συνεπακόλουθα και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με αποτέλεσμα το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και γενικότερα η ικανότητα της Ελλάδας να υποστηρίξει στρατιωτικά τη Μεγαλόνησο να προβάλλονται από κάποιους ότι είναι εξαιρετικά μειωμένα.
Ωστόσο, η αντίληψη αυτή είναι απλώς λανθασμένη. Όπως ο γράφων έχει τονίσει και σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα», δεν υπάρχει απόλυτη στρατιωτική ισχύς, παρά μόνο σχετική, η οποία λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με τα γεωγραφικά, πολιτικά και άλλα δεδομένα της εκάστοτε αντιπαράθεσης. Κατά συνέπεια, οι τεράστιες διαφορές στα μεγέθη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας θα έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο μόνον στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου ολοκληρωτικού πολέμου, ο οποίος εύκολα γίνεται σε κάποιο πολεμικό παίγνιο, δύσκολα όμως μπορεί να προκύψει στην πολύπλοκη σημερινή διεθνή γεωπολιτική πραγματικότητα.
Βέβαια, εδώ προκύπτουν μια σειρά από οργισμένες αντιρρήσεις από πλευράς των οπαδών της «ρεαλιστικής ηττοπάθειας». Η πρώτη εξ αυτών είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο 1974 και η Τουρκία κατέχει ήδη ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου και διαθέτει εκεί μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Η δεύτερη είναι ότι η Τουρκική Αεροπορία απολαμβάνει πλήρη κυριαρχία πάνω από τη Μεγαλόνησο και σχεδόν από μόνη της μπορεί να συντρίψει την κυπριακή άμυνα.
Παρεμπιπτόντως, η άποψη αυτή ενισχύεται από μια γενικότερη αντίληψη περί πρωτοκαθεδρίας της αεροπορικής ισχύος και της δυνατότητάς της να ολοκληρώσει επιτυχώς μια πολεμική αναμέτρηση από μόνη της. Τέλος, προβάλλεται η άποψη ότι και αν ακόμη ήταν δυνατή η επιτυχής άμυνα της Εθνικής Φρουράς, αυτό θα απαιτούσε την αγορά ακριβών οπλικών συστημάτων, η απόκτηση και συντήρηση των οποίων είναι εκτός των οικονομικών ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, μια αρχική ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου μας υποδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρός αντίλογος και για τις τρεις αυτές απόψεις. Ας ξεκινήσουμε από το θέμα των χρημάτων για εξοπλισμούς. Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους στις αγορές οπλικών συστημάτων είναι συνήθως αυτό της απόκτησης πλατφορμών μάχης, δηλαδή μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων, αρμάτων μάχης κ.λπ. Τείνουμε όμως να ξεχνάμε ότι κατ’ ουσίαν η δουλειά κάθε πλατφόρμας είναι να μεταφέρει βλήματα τα οποία καταστρέφουν στόχους.
Όλες αυτές οι πλατφόρμες, δηλαδή, αποτελούν μέσα μεταφοράς βλημάτων. Αν, λοιπόν, τα βλήματα μπορούν να μετακινηθούν από το σημείο Α στο σημείο Β χωρίς να χρειάζεται η πλατφόρμα μεταφοράς, τότε το κόστος περιορίζεται δραστικότατα. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε γεωγραφικά περιορισμένους χώρους, όπως είναι η Κύπρος, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συστημάτων πυροβολικού αυξημένου βεληνεκούς, που είναι μια από τις κυρίαρχες τάσεις στην τεχνολογία του πολέμου ή με την ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων πυροβολικού – αεροπορικών όπλων.
Για παράδειγμα, ένα από τα πιο εξελιγμένα αεροπορικά όπλα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η «Βόμβα Μικρής Διαμέτρου» (Small Diameter Bomb / SDB). Το έξυπνο αυτό όπλο μπορεί να μεταφερθεί στον στόχο του στην εσωτερική αποθήκη οπλισμού ενός πανάκριβου μαχητικού αεροσκάφους stealth F-35 ή πάνω σε μια ρουκέτα του πολλαπλού εκτοξευτή ρουκετών MLRS. Παρόμοιο είναι και το σερβικό σύστημα Kosava, το οποίο μεταφέρει πάνω σε μια ρουκέτα μια αεροπορική βόμβα με σύστημα ανεμοπορίας.
Άρα, αν ο χώρος μάχης είναι αρκετά μικρός ώστε η βόμβα να μπορεί να φθάνει τους στόχους της πάνω σε μια ρουκέτα δεν χρειάζεσαι το πανάκριβο αεροπλάνο μεταφοράς. Επιπροσθέτως, οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών τείνουν να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο βεληνεκές διεθνώς. Το κινεζικό σύστημα WS-2D, για παράδειγμα, φθάνει σε βεληνεκές τα 400 χλμ, ενώ 300 χλμ είναι το βεληνεκές του πολωνικού WR-300 Homar και του βραζιλιάνικου ASTROS 2020 και 200 χλμ του λευκορωσικού Polonez.
Το άκρως φονικό ρωσικό Smerch φθάνει σε βεληνεκές τα 90 χλμ, ενώ μεγάλη ποικιλία σχετικών συστημάτων παραθέτουν και οι Ισραηλινοί. Μάλιστα, οι τελευταίοι με το σύστημα Trajectory Correction System (TCS), επιτρέπουν την ενοποίηση πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών σε ένα δικτυοκεντρικό σύστημα – συστημάτων, όπου ένας κινούμενος στόχος, όπως για παράδειγμα μια επιλαρχία αρμάτων, βρίσκεται διαρκώς υπό επιτήρηση από κάποιους αισθητήρες και οι ρουκέτες ανανεώνουν τα δεδομένα στοχοποίησης ενώ βρίσκονται εν πτήσει μέσω ζεύξης δεδομένων, τροποποιώντας ανάλογα την τροχιά τους, ώστε να την προσβάλουν. Μπορούν, δηλαδή, να λειτουργούν ως υποκατάστατα αεροπορίας σε αποστολές κρούσης εναντίον κινούμενων μηχανοκίνητων σχηματισμών.
Επίσης, υπάρχει μια τάση για ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση στη φονικότητα των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, τόσο δια της ενίσχυσης της καταστρεπτικότητας των κεφαλών των ρουκετών όσο και του όγκου πυρός που μπορεί να εκπέμψουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του συστήματος Jobaria MCL των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, μιας χώρας, παρεμπιπτόντως, που φημίζεται για τον πετρελαϊκό της πλούτο αλλά επ’ ουδενί για την πολεμική της βιομηχανία. Η αραβική εταιρεία, λοιπόν, πήρε έναν αρματοφορέα, πάνω στον οποίο τοποθέτησε εκτοξευτές με κοντέινερ ρουκετών στο «κλασικό» σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, με τη λογική ότι είναι ένα φθηνό όπλο και υπάρχουν πολλοί κατασκευαστές στον πλανήτη που το παράγουν. Κάθε ρουκετοβόλο μεταφέρει, ούτε λίγο ούτε πολύ, 240 ρουκέτες με βεληνεκές 40 χλμ. και έχει πλήρωμα μόλις τριών ατόμων.
Δέκα τέτοιοι εκτοξευτές μπορούν να εξαπολύσουν μέσα σε μερικά λεπτά μια ομοβροντία 2400 ρουκετών. Εφοδιασμένες με θερμοβαρικές κεφαλές, οι ρουκέτες αυτές μπορούν να επιτύχουν καταστρεπτικό αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό μιας ατομικής βόμβας. Σε περιορισμένους χώρους, όπως είναι η Μεγαλόνησος, παρόμοιες ομοβροντίες είναι σε θέση να κρίνουν τα αποτελέσματα μιας σύγκρουσης (‘game changers’).
Τα αποτελέσματα παρόμοιων συστημάτων προσβολής στόχων περιοχής μπορούν να συμπληρωθούν με τα επιλεκτικά πυρά συστημάτων προσβολής σημειακής ακριβείας. Η πιο υποσχόμενη κατηγορία σε αυτόν τον τομέα είναι εξελιγμένοι διάδοχοι βαρέων όπλων πεζικού, που μπορούν να προσβάλουν στόχους σε αποστάσεις δεκάδων χλμ. Χαρακτηριστικός σε αυτήν την κατηγορία είναι ο ισραηλινός πύραυλος Spike NLOS (non line of sight), που παλαιότερα αναφερόταν ως Tamuz, ο οποίος αποτελεί έκδοχο του αντιαρματικού πυραύλου Spike, εκτοξεύεται από ένα μικρό όχημα σαν το Humvee και μπορεί να προσβάλει στόχους σε αποστάσεις 25 χλμ. Διαθέτει σύστημα ραδιοζεύξης μέσω του οποίου ο αισθητήρας του πυραύλου μεταδίδει την εικόνα που βλέπει στον χειριστή του συστήματος, ο οποίος τον καθοδηγεί ανάλογα. Έτσι, μπορεί να εξαπολυθεί προς την γενική κατεύθυνση κάποιου στόχου, ας πούμε μιας ομάδας αρμάτων μάχης και εν συνεχεία ο χειριστής του να επιλέξει ποιο από αυτά θα προσβάλει μόλις εμφανιστούν στην οθόνη του.
Ισραηλινό είναι όμως και το πυραυλικό σύστημα Nimrod 3 με βεληνεκές 50 χλμ. Και αυτός είναι ένας μικρός πύραυλος που μπορεί να εκτοξευτεί από ένα μικρό φορτηγό ή ένα ταχύπλοο σκάφος, αλλά, σε αντίθεση με τον Spike NLOS, χρησιμοποιεί σύστημα ημιενεργής καθοδήγησης με κατάδειξη λέιζερ (SAL) για την προσβολή του στόχου. Δηλαδή, θα πρέπει κάποιος (για παράδειγμα ένας στρατιώτης των Ειδικών Δυνάμεων) να «φωτίζει» τον στόχο ώστε το βλήμα να τον προσβάλει. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και ο μικρός σερβικός πύραυλος ALAS-C που καθοδηγείται με οπτική ίνα και έχει βεληνεκές περίπου 25 χλμ.
Μια άλλη, ιδιαίτερα υποσχόμενη κατηγορία μικρών, φθηνών και αποτελεσματικών βλημάτων είναι τροποποιημένες «χαζές» ρουκέτες Hydra 70 των 2,75 ιντσών (70 χιλιοστών). Υπάρχουν πολλά σχετικά προγράμματα διεθνώς, ωστόσο αυτό που περισσότερο θα βόλευε την Εθνική Φρουρά, κατά την άποψη του γράφοντος, θα ήταν ένα αντίστοιχο του συστήματος LOGIR (LOw cost Guided Imaging Rocket) της κορεατικής Hanwha και της αμερικανικής Raytheon. Το σύστημα αυτό δεν χρησιμοποιεί ημιενεργή καθοδήγηση λέιζερ αλλά κεφαλή υπερύθρων που καθιστά τη ρουκέτα όπλο fire – and – forget. Δηλαδή, o αισθητήρας της ρουκέτας μπορεί να εντοπίσει τον στόχο της χωρίς την παρέμβαση του χειριστή. Επίσης, οι ρουκέτες μπορούν να εξαπολυθούν σε ομοβροντίες εναντίον ομάδων οχημάτων. Το μόνο που έχει να κάνει το πλήρωμα του εκτοξευτή είναι να εξαπολύσει τα βλήματα προς τη γενική περιοχή των στόχων, (π.χ. ομάδα οχημάτων), έστω και αν αυτά βρίσκονται εκτός της θέας πίσω από κάποιον λόφο.
Δεδομένου του μικρού μεγέθους των ρουκετών, ένας πολλαπλός εκτοξευτής μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα μικρό αγροτικό φορτηγάκι. Επιπροσθέτως, εκτός από επίγειους στόχους μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν είδει αντιαεροπορικού συστήματος εναντίον μιας ομάδας, για παράδειγμα, επερχόμενων ελικοπτέρων, μαχητικών ή μεταφορικών.
Όλα τα προαναφερθέντα οπλικά συστήματα είναι χαμηλού έως πολύ χαμηλού κόστους και χαμηλής τεχνολογίας, με εξαίρεση την SDB, η οποία, έτσι και αλλιώς, λόγω της αμερικανικής προέλευσής της, πολύ δύσκολα θα έβρισκε τον δρόμο της για το οπλοστάσιο της Εθνικής Φρουράς. Σε περιορισμένης έκτασης χώρους επιχειρήσεων, όπως είναι η Κύπρος, παρόμοια όπλα θεωρούνται στρατηγικά ή έστω υποστρατηγικά, υπό την έννοια ότι μπορεί να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας σύγκρουσης.
Επιπροσθέτως, σε έναν μικρό χώρο όπου θα κυριαρχούν παρόμοια συστήματα, ικανά να ασκήσουν σαρωτικό πλήγμα εναντίον μεγάλων μηχανοκίνητων σχηματισμών, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων από πλεονέκτημα μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα, προσφέροντας απλώς μεγαλύτερους στόχους στα μέσα προσβολής του αντιπάλου. Ιδιαίτερα δε αν η δομή και η φιλοσοφία διοίκησης των «πλατφορμοκεντρικών» μονάδων είναι συγκεντρωτική, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει με τις τουρκικές δυνάμεις.
Και εδώ προκύπτει και μια απάντηση στο πρόβλημα της τουρκικής αεροπορικής κυριαρχίας, που είναι η αποκεντρωτική φιλοσοφία επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τεχνικές και τακτικές απόκρυψης, παραλλαγής και παραπλάνησης. Η γερμανική σχολή αποκεντρωτικής διοίκησης που βασίζεται στην αντίληψη της Auftragstaktik (στα αγγλικά αποδίδεται ως Mission Command και στα ελληνικά ως διοίκηση δια της αποστολής), καθώς και μεθοδολογίες υβριδικού πολέμου, μπορούν να προσφέρουν σημαντικές λύσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της τουρκικής αεροπορικής ισχύος , ενώ και η δραστική ενίσχυση των συστημάτων αεράμυνας της Εθνικής Φρουράς δεν είναι εκτός πραγματικότητας.
Όπως και να ‘χει, όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά, και δεν αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής πολεμικής μηχανής από την Εθνική Φρουρά είναι εύκολη υπόθεση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι μια αδύνατη υπόθεση. Άλλωστε η Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου ο ισχυρός στα χαρτιά ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, ακόμη και αν η διαφορά ισχύος φάνταζε συντριπτική υπέρ του.
Βέβαια, κάθε πολεμική αντιπαράθεση στην Κύπρο θα ήταν μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση που θα πρέπει να αποφευχθεί παντί τρόπω. Όμως, η «ρεαλιστική ηττοπάθεια», δηλαδή η άκριτη και άλογη πίστη στην τουρκική στρατιωτική παντοδυναμία, δεν είναι η κατάλληλη μέθοδος για την αποφυγή του πολέμου. Αντιθέτως, μια αποτρεπτική λογική, που θα βασίζεται στην πιθανότητα της νίκης της Εθνικής Φρουράς σε τυχόν πολεμική αντιπαράθεση, είναι μια πολύ πιο σίγουρη μέθοδος για τη διατήρηση της ειρήνης.
Επίσης, ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της «συμβιβαστικής» επίλυσης του Κυπριακού λογικά θα πρέπει να καλοδέχονταν μια ασάφεια αναφορικά με τα πιθανά αποτελέσματα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης Κύπρου – Τουρκίας, η οποία πιθανώς θα μείωνε την αυταρέσκεια και αλαζονεία της τουρκικής πλευράς και θα την οδηγούσε σε πιο μετριοπαθείς θέσεις.
Εκτός και αν αυτό δεν είναι και τόσο επιθυμητό από κάποιους και η πραγματική στόχευση των πιο ακραίων οπαδών της «πάση θυσία λύσης» δεν είναι μια ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος, αλλά η μετατροπή της σε γεωπολιτικό εξάρτημα της Τουρκίας.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Μια στρατιωτική σύρραξη που θα απειλούσε να οδηγήσει σε τουρκική εισβολή και σε συντριπτική ήττα, πιθανώς και σε πλήρη εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αντίληψη αυτή δρα αποδομητικά εδώ και καιρό δημιουργώντας έναν ηττοπαθή βρόχο ανάδρασης.
Συγκεκριμένα, η πίστη στη ματαιότητα της στρατιωτικής αντίστασης σε περίπτωση τουρκικής εισβολής οδηγεί σε απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς, που με τη σειρά της εδραιώνει περαιτέρω την αντίληψη της «βέβαιης ήττας», που εν συνεχεία οδηγεί σε περαιτέρω απαξίωση των μαχητικών ικανοτήτων της Εθνικής Φρουράς και πάει λέγοντας. Με άλλα λόγια, έχει δημιουργηθεί μια μοιρολατρική αντίληψη ότι η Κύπρος είναι έρμαιο των τουρκικών διαθέσεων και κατά συνέπεια, η «ρεαλιστική» επιλογή είναι η «επίλυση» του Κυπριακού, έστω και υπό τους όρους της Άγκυρας, τουτέστιν η εθελούσια εξάλειψη της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητου γεωπολιτικού δρώντος.
Τα τελευταία χρόνια, η φαταλιστική αυτή αντίληψη έχει ενισχυθεί υπέρμετρα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα και συνεπακόλουθα και οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με αποτέλεσμα το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου και γενικότερα η ικανότητα της Ελλάδας να υποστηρίξει στρατιωτικά τη Μεγαλόνησο να προβάλλονται από κάποιους ότι είναι εξαιρετικά μειωμένα.
Ωστόσο, η αντίληψη αυτή είναι απλώς λανθασμένη. Όπως ο γράφων έχει τονίσει και σε προηγούμενα άρθρα στα «Επίκαιρα», δεν υπάρχει απόλυτη στρατιωτική ισχύς, παρά μόνο σχετική, η οποία λαμβάνει υπόσταση ανάλογα με τα γεωγραφικά, πολιτικά και άλλα δεδομένα της εκάστοτε αντιπαράθεσης. Κατά συνέπεια, οι τεράστιες διαφορές στα μεγέθη της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Τουρκίας θα έπαιζαν τον κυρίαρχο ρόλο μόνον στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου ολοκληρωτικού πολέμου, ο οποίος εύκολα γίνεται σε κάποιο πολεμικό παίγνιο, δύσκολα όμως μπορεί να προκύψει στην πολύπλοκη σημερινή διεθνή γεωπολιτική πραγματικότητα.
Βέβαια, εδώ προκύπτουν μια σειρά από οργισμένες αντιρρήσεις από πλευράς των οπαδών της «ρεαλιστικής ηττοπάθειας». Η πρώτη εξ αυτών είναι ότι δεν βρισκόμαστε στο 1974 και η Τουρκία κατέχει ήδη ένα μεγάλο μέρος της Κύπρου και διαθέτει εκεί μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις. Η δεύτερη είναι ότι η Τουρκική Αεροπορία απολαμβάνει πλήρη κυριαρχία πάνω από τη Μεγαλόνησο και σχεδόν από μόνη της μπορεί να συντρίψει την κυπριακή άμυνα.
Παρεμπιπτόντως, η άποψη αυτή ενισχύεται από μια γενικότερη αντίληψη περί πρωτοκαθεδρίας της αεροπορικής ισχύος και της δυνατότητάς της να ολοκληρώσει επιτυχώς μια πολεμική αναμέτρηση από μόνη της. Τέλος, προβάλλεται η άποψη ότι και αν ακόμη ήταν δυνατή η επιτυχής άμυνα της Εθνικής Φρουράς, αυτό θα απαιτούσε την αγορά ακριβών οπλικών συστημάτων, η απόκτηση και συντήρηση των οποίων είναι εκτός των οικονομικών ορίων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ωστόσο, μια αρχική ανάγνωση των διεθνών εξελίξεων στην τέχνη, την επιστήμη και την τεχνολογία του πολέμου μας υποδεικνύει ότι υπάρχει σοβαρός αντίλογος και για τις τρεις αυτές απόψεις. Ας ξεκινήσουμε από το θέμα των χρημάτων για εξοπλισμούς. Εδώ θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το μεγαλύτερο μέρος του κόστους στις αγορές οπλικών συστημάτων είναι συνήθως αυτό της απόκτησης πλατφορμών μάχης, δηλαδή μαχητικών αεροσκαφών, ελικοπτέρων, αρμάτων μάχης κ.λπ. Τείνουμε όμως να ξεχνάμε ότι κατ’ ουσίαν η δουλειά κάθε πλατφόρμας είναι να μεταφέρει βλήματα τα οποία καταστρέφουν στόχους.
Όλες αυτές οι πλατφόρμες, δηλαδή, αποτελούν μέσα μεταφοράς βλημάτων. Αν, λοιπόν, τα βλήματα μπορούν να μετακινηθούν από το σημείο Α στο σημείο Β χωρίς να χρειάζεται η πλατφόρμα μεταφοράς, τότε το κόστος περιορίζεται δραστικότατα. Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε γεωγραφικά περιορισμένους χώρους, όπως είναι η Κύπρος, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη συστημάτων πυροβολικού αυξημένου βεληνεκούς, που είναι μια από τις κυρίαρχες τάσεις στην τεχνολογία του πολέμου ή με την ανάπτυξη υβριδικών συστημάτων πυροβολικού – αεροπορικών όπλων.
Για παράδειγμα, ένα από τα πιο εξελιγμένα αεροπορικά όπλα των Ηνωμένων Πολιτειών είναι η «Βόμβα Μικρής Διαμέτρου» (Small Diameter Bomb / SDB). Το έξυπνο αυτό όπλο μπορεί να μεταφερθεί στον στόχο του στην εσωτερική αποθήκη οπλισμού ενός πανάκριβου μαχητικού αεροσκάφους stealth F-35 ή πάνω σε μια ρουκέτα του πολλαπλού εκτοξευτή ρουκετών MLRS. Παρόμοιο είναι και το σερβικό σύστημα Kosava, το οποίο μεταφέρει πάνω σε μια ρουκέτα μια αεροπορική βόμβα με σύστημα ανεμοπορίας.
Άρα, αν ο χώρος μάχης είναι αρκετά μικρός ώστε η βόμβα να μπορεί να φθάνει τους στόχους της πάνω σε μια ρουκέτα δεν χρειάζεσαι το πανάκριβο αεροπλάνο μεταφοράς. Επιπροσθέτως, οι πολλαπλοί εκτοξευτές ρουκετών τείνουν να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο βεληνεκές διεθνώς. Το κινεζικό σύστημα WS-2D, για παράδειγμα, φθάνει σε βεληνεκές τα 400 χλμ, ενώ 300 χλμ είναι το βεληνεκές του πολωνικού WR-300 Homar και του βραζιλιάνικου ASTROS 2020 και 200 χλμ του λευκορωσικού Polonez.
Το άκρως φονικό ρωσικό Smerch φθάνει σε βεληνεκές τα 90 χλμ, ενώ μεγάλη ποικιλία σχετικών συστημάτων παραθέτουν και οι Ισραηλινοί. Μάλιστα, οι τελευταίοι με το σύστημα Trajectory Correction System (TCS), επιτρέπουν την ενοποίηση πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών σε ένα δικτυοκεντρικό σύστημα – συστημάτων, όπου ένας κινούμενος στόχος, όπως για παράδειγμα μια επιλαρχία αρμάτων, βρίσκεται διαρκώς υπό επιτήρηση από κάποιους αισθητήρες και οι ρουκέτες ανανεώνουν τα δεδομένα στοχοποίησης ενώ βρίσκονται εν πτήσει μέσω ζεύξης δεδομένων, τροποποιώντας ανάλογα την τροχιά τους, ώστε να την προσβάλουν. Μπορούν, δηλαδή, να λειτουργούν ως υποκατάστατα αεροπορίας σε αποστολές κρούσης εναντίον κινούμενων μηχανοκίνητων σχηματισμών.
Επίσης, υπάρχει μια τάση για ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση στη φονικότητα των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών, τόσο δια της ενίσχυσης της καταστρεπτικότητας των κεφαλών των ρουκετών όσο και του όγκου πυρός που μπορεί να εκπέμψουν. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του συστήματος Jobaria MCL των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, μιας χώρας, παρεμπιπτόντως, που φημίζεται για τον πετρελαϊκό της πλούτο αλλά επ’ ουδενί για την πολεμική της βιομηχανία. Η αραβική εταιρεία, λοιπόν, πήρε έναν αρματοφορέα, πάνω στον οποίο τοποθέτησε εκτοξευτές με κοντέινερ ρουκετών στο «κλασικό» σοβιετικό διαμέτρημα των 122 χιλιοστών, με τη λογική ότι είναι ένα φθηνό όπλο και υπάρχουν πολλοί κατασκευαστές στον πλανήτη που το παράγουν. Κάθε ρουκετοβόλο μεταφέρει, ούτε λίγο ούτε πολύ, 240 ρουκέτες με βεληνεκές 40 χλμ. και έχει πλήρωμα μόλις τριών ατόμων.
Δέκα τέτοιοι εκτοξευτές μπορούν να εξαπολύσουν μέσα σε μερικά λεπτά μια ομοβροντία 2400 ρουκετών. Εφοδιασμένες με θερμοβαρικές κεφαλές, οι ρουκέτες αυτές μπορούν να επιτύχουν καταστρεπτικό αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό μιας ατομικής βόμβας. Σε περιορισμένους χώρους, όπως είναι η Μεγαλόνησος, παρόμοιες ομοβροντίες είναι σε θέση να κρίνουν τα αποτελέσματα μιας σύγκρουσης (‘game changers’).
Τα αποτελέσματα παρόμοιων συστημάτων προσβολής στόχων περιοχής μπορούν να συμπληρωθούν με τα επιλεκτικά πυρά συστημάτων προσβολής σημειακής ακριβείας. Η πιο υποσχόμενη κατηγορία σε αυτόν τον τομέα είναι εξελιγμένοι διάδοχοι βαρέων όπλων πεζικού, που μπορούν να προσβάλουν στόχους σε αποστάσεις δεκάδων χλμ. Χαρακτηριστικός σε αυτήν την κατηγορία είναι ο ισραηλινός πύραυλος Spike NLOS (non line of sight), που παλαιότερα αναφερόταν ως Tamuz, ο οποίος αποτελεί έκδοχο του αντιαρματικού πυραύλου Spike, εκτοξεύεται από ένα μικρό όχημα σαν το Humvee και μπορεί να προσβάλει στόχους σε αποστάσεις 25 χλμ. Διαθέτει σύστημα ραδιοζεύξης μέσω του οποίου ο αισθητήρας του πυραύλου μεταδίδει την εικόνα που βλέπει στον χειριστή του συστήματος, ο οποίος τον καθοδηγεί ανάλογα. Έτσι, μπορεί να εξαπολυθεί προς την γενική κατεύθυνση κάποιου στόχου, ας πούμε μιας ομάδας αρμάτων μάχης και εν συνεχεία ο χειριστής του να επιλέξει ποιο από αυτά θα προσβάλει μόλις εμφανιστούν στην οθόνη του.
Ισραηλινό είναι όμως και το πυραυλικό σύστημα Nimrod 3 με βεληνεκές 50 χλμ. Και αυτός είναι ένας μικρός πύραυλος που μπορεί να εκτοξευτεί από ένα μικρό φορτηγό ή ένα ταχύπλοο σκάφος, αλλά, σε αντίθεση με τον Spike NLOS, χρησιμοποιεί σύστημα ημιενεργής καθοδήγησης με κατάδειξη λέιζερ (SAL) για την προσβολή του στόχου. Δηλαδή, θα πρέπει κάποιος (για παράδειγμα ένας στρατιώτης των Ειδικών Δυνάμεων) να «φωτίζει» τον στόχο ώστε το βλήμα να τον προσβάλει. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και ο μικρός σερβικός πύραυλος ALAS-C που καθοδηγείται με οπτική ίνα και έχει βεληνεκές περίπου 25 χλμ.
Μια άλλη, ιδιαίτερα υποσχόμενη κατηγορία μικρών, φθηνών και αποτελεσματικών βλημάτων είναι τροποποιημένες «χαζές» ρουκέτες Hydra 70 των 2,75 ιντσών (70 χιλιοστών). Υπάρχουν πολλά σχετικά προγράμματα διεθνώς, ωστόσο αυτό που περισσότερο θα βόλευε την Εθνική Φρουρά, κατά την άποψη του γράφοντος, θα ήταν ένα αντίστοιχο του συστήματος LOGIR (LOw cost Guided Imaging Rocket) της κορεατικής Hanwha και της αμερικανικής Raytheon. Το σύστημα αυτό δεν χρησιμοποιεί ημιενεργή καθοδήγηση λέιζερ αλλά κεφαλή υπερύθρων που καθιστά τη ρουκέτα όπλο fire – and – forget. Δηλαδή, o αισθητήρας της ρουκέτας μπορεί να εντοπίσει τον στόχο της χωρίς την παρέμβαση του χειριστή. Επίσης, οι ρουκέτες μπορούν να εξαπολυθούν σε ομοβροντίες εναντίον ομάδων οχημάτων. Το μόνο που έχει να κάνει το πλήρωμα του εκτοξευτή είναι να εξαπολύσει τα βλήματα προς τη γενική περιοχή των στόχων, (π.χ. ομάδα οχημάτων), έστω και αν αυτά βρίσκονται εκτός της θέας πίσω από κάποιον λόφο.
Δεδομένου του μικρού μεγέθους των ρουκετών, ένας πολλαπλός εκτοξευτής μπορεί να τοποθετηθεί σε ένα μικρό αγροτικό φορτηγάκι. Επιπροσθέτως, εκτός από επίγειους στόχους μπορούν να χρησιμοποιηθούν και εν είδει αντιαεροπορικού συστήματος εναντίον μιας ομάδας, για παράδειγμα, επερχόμενων ελικοπτέρων, μαχητικών ή μεταφορικών.
Όλα τα προαναφερθέντα οπλικά συστήματα είναι χαμηλού έως πολύ χαμηλού κόστους και χαμηλής τεχνολογίας, με εξαίρεση την SDB, η οποία, έτσι και αλλιώς, λόγω της αμερικανικής προέλευσής της, πολύ δύσκολα θα έβρισκε τον δρόμο της για το οπλοστάσιο της Εθνικής Φρουράς. Σε περιορισμένης έκτασης χώρους επιχειρήσεων, όπως είναι η Κύπρος, παρόμοια όπλα θεωρούνται στρατηγικά ή έστω υποστρατηγικά, υπό την έννοια ότι μπορεί να παίξουν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας σύγκρουσης.
Επιπροσθέτως, σε έναν μικρό χώρο όπου θα κυριαρχούν παρόμοια συστήματα, ικανά να ασκήσουν σαρωτικό πλήγμα εναντίον μεγάλων μηχανοκίνητων σχηματισμών, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, η συγκέντρωση μεγάλων δυνάμεων από πλεονέκτημα μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα, προσφέροντας απλώς μεγαλύτερους στόχους στα μέσα προσβολής του αντιπάλου. Ιδιαίτερα δε αν η δομή και η φιλοσοφία διοίκησης των «πλατφορμοκεντρικών» μονάδων είναι συγκεντρωτική, όπως φαίνεται ότι συμβαίνει με τις τουρκικές δυνάμεις.
Και εδώ προκύπτει και μια απάντηση στο πρόβλημα της τουρκικής αεροπορικής κυριαρχίας, που είναι η αποκεντρωτική φιλοσοφία επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τεχνικές και τακτικές απόκρυψης, παραλλαγής και παραπλάνησης. Η γερμανική σχολή αποκεντρωτικής διοίκησης που βασίζεται στην αντίληψη της Auftragstaktik (στα αγγλικά αποδίδεται ως Mission Command και στα ελληνικά ως διοίκηση δια της αποστολής), καθώς και μεθοδολογίες υβριδικού πολέμου, μπορούν να προσφέρουν σημαντικές λύσεις όσον αφορά την αντιμετώπιση της τουρκικής αεροπορικής ισχύος , ενώ και η δραστική ενίσχυση των συστημάτων αεράμυνας της Εθνικής Φρουράς δεν είναι εκτός πραγματικότητας.
Όπως και να ‘χει, όλα τα παραπάνω είναι ενδεικτικά, και δεν αποσκοπούν στο να αποδείξουν ότι η αντιμετώπιση της τουρκικής πολεμικής μηχανής από την Εθνική Φρουρά είναι εύκολη υπόθεση. Σε καμία περίπτωση όμως δεν είναι μια αδύνατη υπόθεση. Άλλωστε η Ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου ο ισχυρός στα χαρτιά ηττήθηκε στο πεδίο της μάχης, ακόμη και αν η διαφορά ισχύος φάνταζε συντριπτική υπέρ του.
Βέβαια, κάθε πολεμική αντιπαράθεση στην Κύπρο θα ήταν μια άκρως επικίνδυνη κατάσταση που θα πρέπει να αποφευχθεί παντί τρόπω. Όμως, η «ρεαλιστική ηττοπάθεια», δηλαδή η άκριτη και άλογη πίστη στην τουρκική στρατιωτική παντοδυναμία, δεν είναι η κατάλληλη μέθοδος για την αποφυγή του πολέμου. Αντιθέτως, μια αποτρεπτική λογική, που θα βασίζεται στην πιθανότητα της νίκης της Εθνικής Φρουράς σε τυχόν πολεμική αντιπαράθεση, είναι μια πολύ πιο σίγουρη μέθοδος για τη διατήρηση της ειρήνης.
Επίσης, ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί της «συμβιβαστικής» επίλυσης του Κυπριακού λογικά θα πρέπει να καλοδέχονταν μια ασάφεια αναφορικά με τα πιθανά αποτελέσματα μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης Κύπρου – Τουρκίας, η οποία πιθανώς θα μείωνε την αυταρέσκεια και αλαζονεία της τουρκικής πλευράς και θα την οδηγούσε σε πιο μετριοπαθείς θέσεις.
Εκτός και αν αυτό δεν είναι και τόσο επιθυμητό από κάποιους και η πραγματική στόχευση των πιο ακραίων οπαδών της «πάση θυσία λύσης» δεν είναι μια ενιαία και ανεξάρτητη Κύπρος, αλλά η μετατροπή της σε γεωπολιτικό εξάρτημα της Τουρκίας.
* Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου