Συνέχεια από:Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2019
HEIDEGER
HEIDEGER
6. Η ενότης τού Είναι σάν «δύναμις» και «ενέργεια».
Η νέα στάση προς τον Αριστοτέλη, ακριβώς αυτών τών μαθημάτων τού 1931, προσλαμβάνεται αμέσως από τις πρώτες φράσεις, όπου σχετικά με το βιβλίο Θ τής Μεταφυσικής ο Χάιντεγκερ δηλώνει: Το γεγονός ότι μαθεύτηκε πώς αυτή η πραγματεία τού Αριστοτέλη είναι μία «μεταφυσική» πραγματεία, όχι μόνον δεν λέει τίποτε, αλλά οδηγεί και σε λάθος. Και όχι μόνον από σήμερα, αλλά από δύο χιλιετίες. Εκείνο που αργότερα κατενοήθη μ’αυτή την λέξη και με την έννοιά της, σαν «μεταφυσική», δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή τού Αριστοτέλη. Ο οποίος εξάλλου δεν αναζήτησε ποτέ εκείνο το οποίο από την αρχαιότητα πιστεύεται ότι βρίσκεται σ’αυτόν κάτω από το όνομα τής «μεταφυσικής».
Εδώ ο Αριστοτέλης απαλλάσσεται ακόμη και από την γενική καταδίκη τής μεταφυσικής σαν οντο-Θεολογίας, παρότι σε άλλο μέρος, όπως είδαμε, κατηγορήθηκε σαν ο ιδρυτής της! Τίποτε δεν μπορούσε να εκφράσει με μεγαλύτερη επάρκεια την καλοπροαίρετη στάση την οποία πήρε σ’αυτή την περίπτωση ο Χάιντεγκερ απέναντί του!
Στην συνέχεια αναπτύσσοντας, σαν εισαγωγή σ’ολόκληρη τήν εννοιολόγηση τού αριστοτελικού Είναι, ο Χάιντεγκερ διευκρινίζει ότι η δύναμις και η ενέργεια δεν είναι «κατηγορίες» όπως η ουσία και οι καθορισμοί της, για παράδειγμα το ποιόν, το οποίο ο Χάιντεγκερ δεν το ερμηνεύει σαν ποιότητα, σύμφωνα με την παράδοση, αλλά σαν «Είναι-προϊόν», πιθανότατα σύμφωνα με μία υποτιθέμενη ετυμολογία από το ποιείν! Αυτό το τελευταίο σημείο αποκαλύπτει όλη την αντιπάθεια την οποία θρέφει ο Χάιντεγκερ προς την θεωρία τών κατηγοριών και επομένως την πρόθεση επαναξιολόγησης που τον εμψυχώνει απέναντι τού δυνάμει και ενεργεία, από την στιγμή που αποφασίζει να αποδείξει ότι αυτές δεν είναι κατηγορίες. Σ’αυτό εξάλλου υποστηρίζεται από το αριστοτελικό κείμενο το οποίο στην Μετφ. Θ1, 1045 b 32-35, αντιπαραθέτει καθαρά το Είναι λεγόμενο σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία, στο Είναι λεγόμενο σύμφωνα με το τί πράγμα είναι, το ποιο και το πότε, δηλαδή σύμφωνα με τις κατηγορίες!
Ακολουθεί στην συνέχεια η έκθεση, την οποία παρουσιάσαμε ήδη στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου, τής προσπάθειας την οποία ανέλαβε ο Σχολαστικισμός να ενώσει την πολλαπλότητα των σημασιών τού Είναι κάτω από την ουσία, μέσω τού δόγματος τής αναλογίας, την οποία εννοούσε σαν αναλογία μετοχής, ιδιότητος! Μία προσπάθεια την οποία απορρίπτει ο Χάιντεγκερ, δηλώνοντας ότι «αυτή η ερμηνεία είναι λανθασμένη» και αποδίδοντας αυτό το «θεμελιώδες λάθος» ακόμη και στο βιβλίο τού Jaeger (το οποίο στην πραγματικότητα δεν αξίζει μία τόσο αυστηρή κριτική). Γι’αυτό δηλώνει ότι στην έρευνα τής θεμελιώδους σημασίας τού Είναι, η οποία παραμένει παρ’όλα αυτά τυλιγμένη στην σκιά, «ακριβώς αυτή η πραγματεία (δηλαδή το βιβλίο στο δυνάμει και ενεργεία), εάν την ακολουθήσουμε φιλοσοφώντας, θα μας επιτρέψει να εισδύσουμε όσο πιο βαθειά είναι δυνατόν σ’αυτή την αοριστία».
Αυτή δεν είναι βεβαίως μία ξεκάθαρη δήλωση ότι το Είναι σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία συνιστά την θεμελιώδη σημασία, εκείνη η οποία είναι ικανή να δώσει ενότητα στο Είναι, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αυτό που εννοεί ο Χάιντεγκερ, παρότι στην αρχή τών μαθημάτων δεν μπορεί ακόμη να το πει διότι είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να αναδυθεί σαν συμπέρασμα, όπως ισχυρίζονται συμφωνώντας όλοι οι ερμηνευτές. Έτσι γράφει σχετικά με το θέμα ο Poggeler: «η παρουσίαση τού Αριστοτέλη το καλοκαίρι τού 1931 εκινείτο από τον υπολογισμό ότι όχι μόνον ο Νίτσε αλλά και ο Αριστοτέλης, πριν από κάθε υπολογισμό των κατηγοριών, συλλαμβάνει την αλήθεια τού ίδιου τού Είναι στον συνδυασμό τού δυνάμει και ενεργεία. Η πραγματικότης συλλαμβάνεται σαν ένα Είναι σε πράξη ξεκινώντας από την ανοιχτή δυνατότητα, και επομένως σαν ένα συμβάν το οποίο προπεριέχει κάθε κατεύθυνση προς κάτι ανώτερο και έσχατο και επομένως την κατεύθυνση βάσει τής αναλογίας»!
Οι εκπλήξεις αρχίζουν την στιγμή κατά την οποία ο Χάιντεγκερ περνά στον σχολιασμό της ιδιαίτερης θεωρίας τού Αριστοτέλη στο δυνάμει και ενεργεία. Στο κεφάλαιο 1 του βιβλίου Θ, πράγματι, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι η πρόθεση του είναι να ασχοληθεί πρώτα απ’όλα με το δυνάμει που το ονομάζει «μάλιστα κυρίως», διευκρινίζοντας όμως ότι το δυνάμει δεν είναι τό κυρίως ενδιαφέρον τής πραγματείας, διότι το δυνάμει και το ενεργεία εξαπλώνονται σε κάτι επί πλέον των πραγμάτων που λέγονται μόνον «σύμφωνα με την κίνηση» (1045 b 35-1046 a 4). Ο Χαιντεγκερ μεταφράζοντας και σχολιάζοντας αυτό το χωρίο, κατανοεί με ακρίβεια την έκφραση μάλιστα κυρίως σαν δεικνύουσα την σημασία με την οποία χρησιμοποιείται ώς επί το πλείστον η λέξις δύναμις, δηλαδή την συνηθισμένη σημασία στην κοινή καθομιλουμένη, επομένως δεν επαναλαμβάνει την βιαιότητα που εφαρμόζει συνήθως ο ίδιος σχετικά με το Κυριώτατα μιλώντας για το Είναι σαν αληθές!
Παρ’όλα αυτά ολοκληρώνει λέγοντας ότι ο Αριστοτέλης φτάνει στην ουσιώδη σημασία τού δυνάμει και ενεργεία ακριβώς σχετικώς με την Κίνηση, ακριβώς αναφερόμενος στην κίνηση, καθώς είναι αυτό που αναδύεται χωρίς αμφιβολία από την έρευνά τού Αριστοτέλη στην Κίνηση, Φυσικά, Γ, 1-3». Έτσι λοιπόν, αμέσως μετά την επίγνωση ότι η σημασία του δυνάμει και ενεργεία «σύμφωνα με την κίνηση» για τον Αριστοτέλη είναι μόνον η πιο συνηθισμένη, όχι η πιο ενδιαφέρουσα, ο Χάιντεγκερ δηλώνει ότι είναι η πιο ουσιώδης, η ουσιώδης και αντί να παραπέμψει στην περαιτέρω ανάπτυξη του βιβλίου Θ της Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται το δυνάμει και ενεργεία σχετικά με το Είναι, που είναι η πιο ενδιαφέρουσα σημασία γι’αυτόν από απόψεως φιλοσοφικής, παραπέμπει στο ΙΙΙ βιβλιο της Φυσικής, όπου αυτές οι έννοιες χρησιμοποιούνται για να ορίσουν την κίνηση!
Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα, όπως ελέχθη «ερμηνευτικής βίας», το οποίο μπορεί να παρομοιασθεί με την εισαγωγή, που ήδη αναφέρουμε, ενός «όχι» στο κεφάλαιο 10, σχετικά με το Είναι σαν αληθές. Και αυτό λοιπόν αποκαλύπτει από μέρους τού Χάιντεγκερ την επιθυμία του να οικειοποιηθεί τον Αριστοτέλη ακόμη και αν τού κοστίσει να τον υποχρεώσει να πεί το αντίθετο από αυτό που λέει!
Η νέα στάση προς τον Αριστοτέλη, ακριβώς αυτών τών μαθημάτων τού 1931, προσλαμβάνεται αμέσως από τις πρώτες φράσεις, όπου σχετικά με το βιβλίο Θ τής Μεταφυσικής ο Χάιντεγκερ δηλώνει: Το γεγονός ότι μαθεύτηκε πώς αυτή η πραγματεία τού Αριστοτέλη είναι μία «μεταφυσική» πραγματεία, όχι μόνον δεν λέει τίποτε, αλλά οδηγεί και σε λάθος. Και όχι μόνον από σήμερα, αλλά από δύο χιλιετίες. Εκείνο που αργότερα κατενοήθη μ’αυτή την λέξη και με την έννοιά της, σαν «μεταφυσική», δεν υπήρξε ποτέ στην κατοχή τού Αριστοτέλη. Ο οποίος εξάλλου δεν αναζήτησε ποτέ εκείνο το οποίο από την αρχαιότητα πιστεύεται ότι βρίσκεται σ’αυτόν κάτω από το όνομα τής «μεταφυσικής».
Εδώ ο Αριστοτέλης απαλλάσσεται ακόμη και από την γενική καταδίκη τής μεταφυσικής σαν οντο-Θεολογίας, παρότι σε άλλο μέρος, όπως είδαμε, κατηγορήθηκε σαν ο ιδρυτής της! Τίποτε δεν μπορούσε να εκφράσει με μεγαλύτερη επάρκεια την καλοπροαίρετη στάση την οποία πήρε σ’αυτή την περίπτωση ο Χάιντεγκερ απέναντί του!
Στην συνέχεια αναπτύσσοντας, σαν εισαγωγή σ’ολόκληρη τήν εννοιολόγηση τού αριστοτελικού Είναι, ο Χάιντεγκερ διευκρινίζει ότι η δύναμις και η ενέργεια δεν είναι «κατηγορίες» όπως η ουσία και οι καθορισμοί της, για παράδειγμα το ποιόν, το οποίο ο Χάιντεγκερ δεν το ερμηνεύει σαν ποιότητα, σύμφωνα με την παράδοση, αλλά σαν «Είναι-προϊόν», πιθανότατα σύμφωνα με μία υποτιθέμενη ετυμολογία από το ποιείν! Αυτό το τελευταίο σημείο αποκαλύπτει όλη την αντιπάθεια την οποία θρέφει ο Χάιντεγκερ προς την θεωρία τών κατηγοριών και επομένως την πρόθεση επαναξιολόγησης που τον εμψυχώνει απέναντι τού δυνάμει και ενεργεία, από την στιγμή που αποφασίζει να αποδείξει ότι αυτές δεν είναι κατηγορίες. Σ’αυτό εξάλλου υποστηρίζεται από το αριστοτελικό κείμενο το οποίο στην Μετφ. Θ1, 1045 b 32-35, αντιπαραθέτει καθαρά το Είναι λεγόμενο σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία, στο Είναι λεγόμενο σύμφωνα με το τί πράγμα είναι, το ποιο και το πότε, δηλαδή σύμφωνα με τις κατηγορίες!
Ακολουθεί στην συνέχεια η έκθεση, την οποία παρουσιάσαμε ήδη στην αρχή αυτού τού κεφαλαίου, τής προσπάθειας την οποία ανέλαβε ο Σχολαστικισμός να ενώσει την πολλαπλότητα των σημασιών τού Είναι κάτω από την ουσία, μέσω τού δόγματος τής αναλογίας, την οποία εννοούσε σαν αναλογία μετοχής, ιδιότητος! Μία προσπάθεια την οποία απορρίπτει ο Χάιντεγκερ, δηλώνοντας ότι «αυτή η ερμηνεία είναι λανθασμένη» και αποδίδοντας αυτό το «θεμελιώδες λάθος» ακόμη και στο βιβλίο τού Jaeger (το οποίο στην πραγματικότητα δεν αξίζει μία τόσο αυστηρή κριτική). Γι’αυτό δηλώνει ότι στην έρευνα τής θεμελιώδους σημασίας τού Είναι, η οποία παραμένει παρ’όλα αυτά τυλιγμένη στην σκιά, «ακριβώς αυτή η πραγματεία (δηλαδή το βιβλίο στο δυνάμει και ενεργεία), εάν την ακολουθήσουμε φιλοσοφώντας, θα μας επιτρέψει να εισδύσουμε όσο πιο βαθειά είναι δυνατόν σ’αυτή την αοριστία».
Αυτή δεν είναι βεβαίως μία ξεκάθαρη δήλωση ότι το Είναι σύμφωνα με το δυνάμει και ενεργεία συνιστά την θεμελιώδη σημασία, εκείνη η οποία είναι ικανή να δώσει ενότητα στο Είναι, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι αυτό που εννοεί ο Χάιντεγκερ, παρότι στην αρχή τών μαθημάτων δεν μπορεί ακόμη να το πει διότι είναι ακριβώς αυτό που πρέπει να αναδυθεί σαν συμπέρασμα, όπως ισχυρίζονται συμφωνώντας όλοι οι ερμηνευτές. Έτσι γράφει σχετικά με το θέμα ο Poggeler: «η παρουσίαση τού Αριστοτέλη το καλοκαίρι τού 1931 εκινείτο από τον υπολογισμό ότι όχι μόνον ο Νίτσε αλλά και ο Αριστοτέλης, πριν από κάθε υπολογισμό των κατηγοριών, συλλαμβάνει την αλήθεια τού ίδιου τού Είναι στον συνδυασμό τού δυνάμει και ενεργεία. Η πραγματικότης συλλαμβάνεται σαν ένα Είναι σε πράξη ξεκινώντας από την ανοιχτή δυνατότητα, και επομένως σαν ένα συμβάν το οποίο προπεριέχει κάθε κατεύθυνση προς κάτι ανώτερο και έσχατο και επομένως την κατεύθυνση βάσει τής αναλογίας»!
Οι εκπλήξεις αρχίζουν την στιγμή κατά την οποία ο Χάιντεγκερ περνά στον σχολιασμό της ιδιαίτερης θεωρίας τού Αριστοτέλη στο δυνάμει και ενεργεία. Στο κεφάλαιο 1 του βιβλίου Θ, πράγματι, ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι η πρόθεση του είναι να ασχοληθεί πρώτα απ’όλα με το δυνάμει που το ονομάζει «μάλιστα κυρίως», διευκρινίζοντας όμως ότι το δυνάμει δεν είναι τό κυρίως ενδιαφέρον τής πραγματείας, διότι το δυνάμει και το ενεργεία εξαπλώνονται σε κάτι επί πλέον των πραγμάτων που λέγονται μόνον «σύμφωνα με την κίνηση» (1045 b 35-1046 a 4). Ο Χαιντεγκερ μεταφράζοντας και σχολιάζοντας αυτό το χωρίο, κατανοεί με ακρίβεια την έκφραση μάλιστα κυρίως σαν δεικνύουσα την σημασία με την οποία χρησιμοποιείται ώς επί το πλείστον η λέξις δύναμις, δηλαδή την συνηθισμένη σημασία στην κοινή καθομιλουμένη, επομένως δεν επαναλαμβάνει την βιαιότητα που εφαρμόζει συνήθως ο ίδιος σχετικά με το Κυριώτατα μιλώντας για το Είναι σαν αληθές!
Παρ’όλα αυτά ολοκληρώνει λέγοντας ότι ο Αριστοτέλης φτάνει στην ουσιώδη σημασία τού δυνάμει και ενεργεία ακριβώς σχετικώς με την Κίνηση, ακριβώς αναφερόμενος στην κίνηση, καθώς είναι αυτό που αναδύεται χωρίς αμφιβολία από την έρευνά τού Αριστοτέλη στην Κίνηση, Φυσικά, Γ, 1-3». Έτσι λοιπόν, αμέσως μετά την επίγνωση ότι η σημασία του δυνάμει και ενεργεία «σύμφωνα με την κίνηση» για τον Αριστοτέλη είναι μόνον η πιο συνηθισμένη, όχι η πιο ενδιαφέρουσα, ο Χάιντεγκερ δηλώνει ότι είναι η πιο ουσιώδης, η ουσιώδης και αντί να παραπέμψει στην περαιτέρω ανάπτυξη του βιβλίου Θ της Μεταφυσικής, όπου ο Αριστοτέλης διαπραγματεύεται το δυνάμει και ενεργεία σχετικά με το Είναι, που είναι η πιο ενδιαφέρουσα σημασία γι’αυτόν από απόψεως φιλοσοφικής, παραπέμπει στο ΙΙΙ βιβλιο της Φυσικής, όπου αυτές οι έννοιες χρησιμοποιούνται για να ορίσουν την κίνηση!
Αυτό είναι ένα από τα καλύτερα παραδείγματα, όπως ελέχθη «ερμηνευτικής βίας», το οποίο μπορεί να παρομοιασθεί με την εισαγωγή, που ήδη αναφέρουμε, ενός «όχι» στο κεφάλαιο 10, σχετικά με το Είναι σαν αληθές. Και αυτό λοιπόν αποκαλύπτει από μέρους τού Χάιντεγκερ την επιθυμία του να οικειοποιηθεί τον Αριστοτέλη ακόμη και αν τού κοστίσει να τον υποχρεώσει να πεί το αντίθετο από αυτό που λέει!
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου