Συνέχεια από Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020
HANS – GEORG GADAMER
(DIE IDEE DES GUTEN ZWISCHEN PLATO UND ARISTOTELES)
Η ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ
ΘΕΤΟΝΤΑΣ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ
Επισκοπώντας κανείς τα τελευταία 50 χρόνια στο πεδίο τής έρευνας για την αρχαία φιλοσοφία – και είναι πάνω από 50 χρόνια, που προσέδωσε με το έργο του για τον Αριστοτέλη νέα σημαντική ώθηση στην έρευνα ο Werner Jӓger - , βλέπει να ‘εμπλέκεται’ σε μιαν όλο και μεγαλύτερην αμηχανία από τα αποτελέσματα αυτής τής έρευνας. Κυριαρχούσε ακόμα ένα απλό σχήμα στον Werner Jӓger, που περιέγραφε την εξέλιξη του Αριστοτέλη από πλατωνικού σε κριτικό τής πλατωνικής διδασκαλίας τών Ιδεών και σ’ έναν εμπειρικό (Empiriker) τελικά. Μπορούσε βέβαια να αμφιβάλη κανείς ήδη τότε ως προς την καθολικήν ισχύ αυτού τού ‘πλαισίου’, αλλ’ αυτό που τόνιζε με έμφαση, ξεκινώντας απ’ τη φιλολογικο-ιστορικήν ανάλυση της αριστοτελικής μεταφυσικής προς τα πίσω και προς τα μπροστά, ως μιαν εξελικτική γραμμή απομάκρυνσης απ’ τη διδασκαλία τών Ιδεών ο Jӓger, ήταν τουλάχιστον μονοσήμαντο, εντελώς μάλιστα ανεξάρτητα απ’ το ότι ‘άνοιγαν’ οι αναλύσεις του τη θέα για την τεχνική συντακτική κατάσταση το;y συνόλου τών αριστοτελικών κειμένων. Γινόταν βέβαια ήδη τότε αντιληπτό στην κατασκευή τού Jӓger, ότι ήταν πολύ πιο ασαφείς οι περίμετροι τής «πρωτοφυσικής» του από εκείνες τής «πρωτομεταφυσικής» του, κι ότι δεν εύρισκε η «πρωτοφυσική» του στα παραδεδομένα βιβλία φυσικής κανένα πραγματικά πειστικό, φιλολογικο-ιστορικό στήριγμα. Συναντούσε δε επιπλέον η εξέλιξη τής αριστοτελικής ηθικής, την οποίαν και είχε προσαρμόσει ο Jӓger με μιαν ορισμένη, τολμηρήν επιπολαιότητα, αποτιμώντας επιμέρους την ‘ευδαιμονικήν’ (Eudemisch) ηθική, στην κατασκευή του, κυρίως λόγω τής προβληματικής θέσης που κατελάμβανε ο ‘Προτρεπτικός’ (λόγος…) (Protreptikos) σ’ αυτήν τη συνάφεια, έναν εύκολα θεμελιωμένον αντίλογο. Μπορούμε μάλιστα να συγκρίνουμε στο μεταξύ ως προς αυτό τον J. Dȕring (( J. Dȕring, Aristoteles, Protrepticus – 1961 )) . Σήμερα είναι σίγουρο, ότι δεν θα βρούμε στο σύνολο των παραδεδομένων έργων τού Αριστοτέλη πουθενά κάποιο σημείο, στο οποίο να μην υπήρξε ένας κριτικός τής πλατωνικής διδασκαλίας τών Ιδεών αυτός ο μεγαλύτερος απ’ όλους τούς μαθητές τού Πλάτωνα - , ούτε όμως και κανένα σημείο, στο οποίο να έπαυσε πραγματικά να είναι ένας πλατωνικός. Και το τί ήταν (στ’ αλήθεια…) ένας πλατωνικός, τίθεται από τότε ως ένα καινούργιο ερώτημα.
Αυτό δεν μπορεί να μην επιδρά ‘πίσω’ στη δική μας κατανόηση τού Πλάτωνα. Κι αν έχει ελαττωθή σε μεγάλον βαθμό η βεβαιότητά μας, ότι μπορούμε να αναγνωρίσουμε ξανά φάσεις εξέλιξης τής σκέψης του στα γραπτά του στην περίπτωση τού Αριστοτέλη, επιβάλλεται τότε να αναρωτηθούμε, μήπως συμβαίνει το ίδιο και στον Πλάτωνα, κι αν είναι, γενικώς, επαρκώς θεμελιωμένη η κυρίαρχη ιστορικο-γενετική θεώρηση των πλατωνικών κειμένων. Η σημερινή καθοριστική θεώρηση σ’ αυτό το πεδίο αποδέχεται, ότι η δογματική διδασκαλία τών Ιδεών, την οποίαν και φέρεται πως δίδαξε αρχικά ο Πλάτων, και που διαμόρφωσε κατόπιν, νεοπλατωνικά ‘μεταχρωματισμένη’, την κατανόηση της πλατωνικής φιλοσοφίας ως μιας θεωρίας ‘δύο κόσμων’, αποσύρθηκε αργότερα, ή αποδυναμώθηκε τουλάχιστον, κριτικά ελεγμένη απ’ τον ίδιον. Επιμένουν δε ακόμα σήμερα πολλοί λόγιοι, ότι ο πλατωνικός διάλογος του «Παρμενίδη» αποτελεί μιαν απόδειξη αυτής τής αυτο-κριτικής.
Είναι ωστόσο κατά κάποιον τρόπο λυπηρό και δυσάρεστο, ότι δεν μας παραδίδει ούτε για τον Πλάτωνα ούτε για τον Αριστοτέλη οτιδήποτε για μιαν τέτοια μεταβολή η (ίδια η…) αρχαία παράδοση (παραβλέποντας τη μοναδική παρατήρηση στα Μετ. Μ 4,1078b10, που εμφανίζει τη διδασκαλία τών αριθμών ως μια μεταγενέστερη μορφή τής διδασκαλίας τών Ιδεών). Αναφέρει μάλιστα εξίσου τον «Φαίδωνα», όπως και τον «Παρμενίδη» και τον «Τίμαιο» ο Αριστοτέλης, και δεν φαίνεται ούτε καν να έχει αντιληφθή, ότι αμφισβήτησε ποτέ τη δογματική του θεωρία των Ιδεών ο ίδιος ο Πλάτων. Είναι δε παράλογα ακριβώς ‘ενοχλητικό’ για τον σύγχρονον αναγνώστη, το πόσο πραγματικά ‘ισάξιος’ φαίνεται ο όψιμος Πλάτων τού «Παρμενίδη» απέναντι στον πρώιμο κριτικό του Αριστοτέλη στην κριτική τής διδασκαλίας τών Ιδεών. Ακόμα και το περίφημο επιχείρημα του Τρίτου Ανθρώπου βρίσκεται ως γνωστόν τόσο στον «Παρμενίδη» όσο και στην κριτική τών Ιδεών τής αριστοτελικής μεταφυσικής. Και είναι σίγουρα η χειρότερη απ’ όλες τις υποθέσεις το να θεωρήσουμε, πως αγνόησε (δήθεν…) την ήδη εξασκηθείσα απ’ τον Πλάτωνα ‘αυτοκριτική’ ο Αριστοτέλης, και επανέλαβε απλώς τα κριτικά επιχειρήματα του Πλάτωνα στη δική του ‘πλατωνική’ κριτική.
Ενώ είναι ακόμα χειρότερη η εικόνα που μας αποδίδει η εξέλιξη τής αριστοτελικής ηθικής. Η πιθανολογούμενη δηλ. εξέλιξη από μιαν ‘πολιτική τών Ιδεών’ (στον ‘Πορτρεπτικό’), πέρα απ’ τη διστακτικήν ακόμα ‘αποκόλληση’ απ’ τον Πλάτωνα στην ‘Ευδήμειαν ηθική’, μέχρι και την ‘ώριμη’ και γεμάτην αυτοπεποίθηση θέση τής ‘Νικομάχειας ηθικής’, δεν είναι παρά μια αυθαίρετη και γεμάτη αντιφάσεις κατασκευή. Κι αν αναφερθή μάλιστα και στους όψιμους διαλόγους τού Πλάτωνα κανείς , χάνει τότε (εντελώς…) τη δυνατότητά της να πείση η κατασκευή τού Jӓger. Γιατί θα ήταν τόσο πιο προχωρημένοι, πέρα απ’ τις πιθανολογούμενες ‘πλατωνιστικές’ αρχές τής αριστοτελικής ηθικής, ο «Φίληβος» και ο διάλογος για την Πολιτεία, ώστε θα μπορούσε και να αναρωτηθή τυπικά κανείς, ποιος κρίνει ποιον. Το εξελικτικό σχήμα: παραδοχή αυτών καθεαυτών τών Ιδεών / συμμετοχή τών φαινομένων στις Ιδέες / διαλεκτική (σχέση…) Ιδέας και φαινομένου / και εξομοίωση τελικά Ιδέας και αριθμού / καθίσταται σιγά-σιγά εύθραυστο.
Υποτίμησε πράγματι στην αρχή το πρόβλημα της συμμετοχής τών φαινομένων στις Ιδέες ο Πλάτων; Δίδαξε άραγες ότι υπάρχουν για τον εαυτό τους οι Ιδέες, μέχρι που αναγνώρισε μια μέρα, ότι το πρόβλημα της (συμ)μετοχής, με μιαν τέτοιαν παραδοχή αυθύπαρκτων Ιδεών, είναι γενικώς άλυτο; Ή μήπως υπάρχουν αμφότερες οι παραδοχές: οι Ιδέες αυτές καθεαυτές, ο επονομαζόμενος χωρισμός (Chorismos), και η απορία ή αμηχανία για τη μετοχή, την επονομαζόμενη μέθεξη (Methexis), που ‘αναστέλλεται’ μ’ αυτόν τον τρόπο; Μήπως ισχύει αυτό ακόμα κι απ’ την αρχή; Έχει ακριβώς στο τέλος, και στην επονομαζόμενην αυτοκριτική (του…), αυτό το αμφίπλευρο του πράγματος υπ’ όψιν του ο Πλάτων, και ακριβώς στον «Παρμενίδη» την πρόθεση, να ‘αποκρούση’ τις απλοποιήσεις μιας δογματικής έννοιας της διδασκαλίας τών Ιδεών, που θα ήθελε να την αποφύγη η διαλεκτική; (( Σ’ αυτό θα μπορούσε να σκοπεύη η κριτική π.χ. στον νεώτατον ακόμα Σωκράτη, στον Παρμ. 135d )) . Μας εκπλήττει σε κάθε περίπτωση, ότι η ορολογία για τη σχέση Ιδέας και φαινομένου είναι πάντοτε ακραία ‘ελευθερόφρων’ στους Διαλόγους: παρουσία, συμπλοκή, κοινωνία, μέθεξις, μίμησις, μίξις, υφίστανται όλα, το ένα δίπλα στο άλλο. Απ’ αυτές τις εκφράσεις ξεχωρίζει τελικά ιδιαιτέρως, τόσο με τον διάλογο του Παρμενίδη όσο και με την αριστοτελική κριτική, η μέθεξις: πρόκειται για μια λέξη που αποτελεί έναν πλατωνικόν, όπως φαίνεται, ‘νεολογισμό’ για τη (συμ)μετοχή τού μεμονωμένου στο γενικό, που την προβληματική της αναπτύσσει ιδιαιτέρως ο ‘Παρμενίδης’. Μπορεί και να το συμπεράνη σχεδόν αυτό κανείς νομίζω, απ’ την αριστοτελική παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία ο Πλάτων, ακολούθησε την πυθαγόρεια φιλοσοφία, με τη διαφορά ότι, ενώ μιλούσε για μια μίμηση (Mimesis) των πραγμάτων απέναντι στους αριθμούς, για την ορατή δηλ. παράσταση των καθαρών αριθμητικών σχέσεων στην ουράνια τάξη και στη μουσική διδασκαλία τής αρμονίας εκείνη η φιλοσοφία, ο Πλάτων χρησιμοποίησε απλώς μιαν άλλη λέξη γι’ αυτό ακριβώς, δηλ. τη μέθεξη . (( Το ότι υπήρχε ήδη - στην ιωνική της μορφή μετοχή, που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης - αυτή η λέξη, μας το διδάσκει η εμφάνισή της στον Ηρόδοτο 1, 144. Πρόκειται όμως για την χρησιμοποίησή της ως έννοιας εδώ )) .
Θέλει να εξάρη, όπως μού φαίνεται, με την καινούργια λέξη τη λογική σχέση τών Πολλών προς το Ένα και Κοινό ο Πλάτων, που δεν περιλαμβάνεται στη μίμηση και την πυθαγόρεια σχέση Αριθμού και Είναι, τη σχέση τής ‘εξομοίωσης προς το Είναι’ (J. Klein). (( J. Klein, Die griechische Logistik. Quellen und Studien III 1.2. – 1934, 1936 )) . Και μπορεί να προσέξη, ακόμα περισσότερο, την ίδια τη σειρά τών συνωνύμων, και θα κατανοήση τότε ‘πιο αντικειμενικά’ τη μέθεξη, όπως και τη μίμηση κανείς. Όπως εννοεί δηλ. ότι υπάρχει αυτό που μιμείται η μίμηση , το Μιμούμενο και Παριστάμενο, έτσι εννοεί κι αυτό που συν-υπάρχει με κάτι, η μέθεξη. Περιλαμβάνει ασφαλώς την ιδέα τών μερών (τών επιμέρους…), όπως και το λατινικό participatio και το γερμανικό Teilhabe – μετοχή, συμμετοχή, παίρνω μέρος…, η λέξη ‘μέθεξις’, όπως μάς το δείχνει και η πρώιμη γλωσσική εξάλλου χρήση τού μετέχειν. (( Η κυρίαρχη σημασία ήταν προφανώς, να παίρνης μέρος, να συμμετέχης σε ένα πράγμα ή μιαν υπόθεση. Το να συμμετέχης όμως μαζί (με άλλους…) σ’ ένα πράγμα, συμπεριλαμβάνει από κοινού αυτούς που συμμετέχουν )) . Και είναι αυτό που υπογραμμίζει ακριβώς η καινούργια λέξη: ότι ανήκει στο Όλον το μέρος. Ακόμα και στον πρωιμότερον ίσως υπαινιγμό σε μιαν Ιδέα, διαμορφώνεται ως εξής η ερώτηση στον «Ευθύφρονα»: θα μπορούσε να αποτελή ένα μόριον π.χ. τού δικαίου, το όσιον; Το οποίο και σημαίνει κατ’ αρχάς, ότι όπου υπάρχει το ένα, υπάρχει και το άλλο. Ενυπάρχει δηλ. το μέρος ‘στο ΄Ολον’. Συνειδητοποιούσε ωστόσο προφανώς ο Πλάτων, πλήρως το παράδοξο μιας συμμετοχής, που δεν καταλαμβάνει ένα μέρος, αλλά μετέχει στο Όλον – όπως η μέρα στο φως του ήλιου –, όπως μάς το δείχνει το σημείο εκείνο στον ‘Παρμενίδη’, και μας το επιβεβαιώνει έμμεσα η ‘σειρά τών συνωνύμων’ που ήδη αναφέραμε. Γιατί είναι ακριβώς η απορία (Aporie) τού Όλου και των Μερών που ‘παραμονεύει’ πάντοτε, όπως έδειξα αλλού, πίσω απ’ τη διαλεκτική Ιδέας και φαινομένου, ενότητας και πολλαπλότητας.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο υπονοούμενο στην πληροφορία τού Αριστοτέλη, που το ‘καλύπτει’ ο ίδιος. Δεν είναι κάποια ‘αθώα’ εννοιολογική παραλλαγή, όπως ‘ακούγεται’ στον Αριστοτέλη, η αλλαγή τής έκφρασης από μίμηση σε μέθεξη, αλλά αντικατοπτρίζει στην πραγματικότητα την αποφασιστική στροφή τού Πλάτωνα προς τη διάκριση αίσθησης (Aisthesis) και νόησης (Noesis), το βήμα δηλ. προς την πρώτη αυτονόηση των Μαθηματικών ως μιας ‘ειδικής’ (‘eidetisch’ – του είδους…) επιστήμης. Όσο δεν είχε επιτευχθή κάτι τέτοιο – και δεν το είχαν επιτύχει προφανώς οι ‘Πυθαγόρειοι’ - ,οι Αριθμοί μπορούσαν να φαίνονται πραγματικά ως τα υπαρκτά παραδείγματα (Paradigmen), προς τα οποία και τείνουν (προσπαθούν…) τα φαινόμενα, . Ο ‘βασανισμός’ (η ‘βάσανος’…) των χορδών (Rep. 531b) εκφράζει πολύ ωραία αυτήν την προσπάθεια προσέγγισης, που αποκτά (ωστόσο…) κάτι το γελοίο τη στιγμή που σκέφτεται κανείς καθεαυτές τις ‘καθαρές’ σχέσεις. Το ότι αυτές υπάρχουν, το εκφράζει το χωριστόν – Είναι. Ένα λιγότερο ή περισσότερο 1 : 2 (μισό…) – Είναι δεν υφίσταται ακριβώς καθόλου.
Καθίσταται όμως έτσι μια μη προσφυής έκφραση η μίμηση. Διατηρεί βέβαια ένα ορισμένο μεταφορικό νόημα το να περιγράψης ως μίμηση τών καθαρών μαθηματικών σχέσεων, ως απλές δηλ. προσεγγίσεις τον κόσμο τών φαινομένων – και παραμένει έτσι, μαζί με τις ζευγαρωτές έννοιες ‘ομοίωμα’ (‘αντίγραφο’…) και ‘αρχέτυπο’ (‘πρωτότυπο’…), ως πιθανή αυτή η έκφραση απ’ τον ‘Φαίδωνα’ ως τον ‘Τίμαιο’. Η περιγραφή (δια…) τής μεθέξεως ξεκινά αντίθετα απ’ την άλλην πλευρά, απ’ το Είναι τών καθαρών σχέσων, αφήνοντας απροσδιόριστη την οντολογική κατάσταση τού μετέχοντος. Την οποία μπορεί και διατυπώνει ακριβώς ως γένεσιν εις ουσίαν ο ‘Φίληβος’ (26d). Η νέα έκφραση μέθεξις ταιριάζει επιπλέον καλύτερα στον παλιόν, ελεατικόν προβληματισμό τού Ενός, του Όλου, του Είναι, τον οποίον και εξελίσσει ο Πλάτων, αποδεχόμενος ότι η διαλεκτική τού Όλου και των Μερών ‘ακολουθεί’ τη σχέση πολλαπλότητας και ενότητας. Μέρη και μέλη (Φίλ. 14e: τά μέλη τε και άμα μέρη) ανήκουν στο Όλον, του οποίου και είναι μέρη και μέλη. Κάτι που μπορεί να φαίνεται τετριμμένο, αλλά τί δηλώνει για τη σχέση τών Πολλών προς το Ένα, για τη μετοχή δηλ. στην ‘Ιδέα’; Ο ‘Φίληβος’ θέτει την ερώτηση – και όποια κι αν είναι η ‘λύση’, το ότι ανήκουν ‘οι Πολλοί’, που δεν είναι ‘Είναι’, αλλά ‘γένεσις’ (γενώνται στην ουσία…), ως μέρη και μέλη στο Είναι, (αυτό…) απαγορεύει κάθε δογματικήν αντίληψη του χωρισμού. Τίποτα δεν εμποδίζει βέβαια να κρατά κατά τα άλλα η διαλεκτική όλου – μέρους στον Πλάτωνα, στον ‘Σοφιστή’ και στον ‘Παρμενίδη’ και στον ‘Φίληβο’, έναν κυρίαρχον ρόλο, ‘αποκαλύπτοντας’ την πολλαπλότητα στον Λόγο (Logos) τού Είναι. Στην πραγματικότητα είναι βέβαια στο ίδιο το διδακτικό ποίημα του Παρμενίδη εντελώς συσκοτισμένη, ολόκληρη η θεματική τού Λόγου, της πολλαπλότητας των ονομάτων για το Ένα Είναι, και είναι κατ’ αρχάς ο πλατωνικός ‘Σοφιστής’ που διαφωτίζει μ’ ένα μικρό βήμα αυτό το ‘σκοτάδι’, τόσο με την κριτική (του…) στον Παρμενίδη, όσο και δείχνοντας τη διαπλοκή τών ανωτάτων γενών.
Η ίδια ‘ελευθεροφροσύνη’ στην ερμηνεία τής σχέσης Ιδέας και φαινομένου φαίνεται πως κυριάρχησε και στην πλατωνική Σχολή, όσο μπορούμε να συμπεράνουμε απ’ τις αρχαίες πληροφορίες για τους μαθητές τού Πλάτωνα. Ο Εύδοξος δίδαξε π.χ., όπως μάς είναι γνωστό απ’ τον Αλέξανδρο, εντελώς κατηγορηματικά την ενύπαρξη των Ιδεών στα φαινόμενα, χρησιμοποιώντας γι’ αυτό την έννοια της μίξεως , που τη συναντάμε άλλωστε συχνά και στους πλατωνικούς διαλόγους. Έφτασε άραγες τόσο μακριά τελικά η ελευθεροφροσύνη τού Πλάτωνα, ώστε όχι μόνο να δέχεται διαφορετικές θεωρίες για τη σχέση τών Ιδεών προς τους Αριθμούς και τα πράγματα, αλλά ακόμα και την αριστοτελικήν αμφισβήτηση τού αυτοτελούς Είναι τών Ιδεών; Γιατί είναι σίγουρο βέβαια σήμερα και δεν το αμφισβητεί κανείς στα σοβαρά, ότι έκρινε από νωρίς την πλατωνική διδασκαλία τών Ιδεών και ήταν παρ’ όλ’ αυτά πλατωνικός, και έμεινε πλατωνικός μέχρι τα ώριμα έργα του ο Αριστοτέλης.
Αν συγκρίνη κανείς με πρώιμες ή όψιμες διδασκαλίες Ελλήνων ‘στοχαστών’ τον Αριστοτέλη, δεν μπορεί να αμφιβάλη, ότι πρέπει γενικώς να συγκαταλεχθή στη φιλοσοφία τού Είδους (Eidos), που θεμελίωσε εισάγοντας τις Ιδέες και τη διαλεκτική ο Πλάτων. Δεν αφήνει (μάλιστα…) καμμιάν αμφιβολία γι’ αυτό ο ίδιος ο Αριστοτέλης, διαπιστώνοντας στην κριτική επισκόπηση των ‘Μετ. Α’ πως,οι Πυθαγόρειοι κατ’ αρχάς και ο Πλάτων υπερβαίνουν το ερμηνευτικό πλαίσιο των ‘φυσιολόγων’ – ύλη και όθεν η κίνησις - , και αναγνωρίζοντάς τους ότι είναι αυτοί που προσδιορίζουν το τί εστι: στο 987a20 στους Πυθαγόρειους, στο 988a10 και προπάντων στο 988a35 στον Πλάτωνα. Δεν μας το επιτρέπουν ούτε η ατομιστική ούτε ο Αναξόρας, αλλά ούτε και η στωική σχολή, ίσως ούτε ακόμα κι ένας άνδρας όπως ο Στράτων στον Περίπατο (την περιπατητική σχολή…), να τους ερμηνεύσουμε όπως ο Αριστοτέλης μέσα απ’ τα λεγόμενά (τους…), ακολουθώντας δηλ. την πλατωνική ‘φυγή στους λόγους (Logoi)’. Και παραμένει στο πλαίσιο ενός τέτοιου προσανατολισμού στους λόγους, το ότι ενισχύει με έμφαση, ενάντια στην οντολογική διάκριση της Ιδέας απ’ τον Πλάτωνα, το ‘πρωτείο πραγματικότητας’ του Μεμονωμένου (το τόδε τι). Αποκλείει δε τόσο ελάχιστα το Είδος αυτή η ‘πρώτη’ ουσία, ώστε να υφίσταται μια αξεδιάλυτη προφανώς ‘σχέση’ ανάμεσα στη ‘δεύτερη’ εκείνην ουσία τού Είδους, που απαντά στο τί εστι, και στην ‘πρώτη’ ουσία τού εκάστοτε Αυτό (εστι…). (( Μου φαίνεται ωστόσο ριψοκίνδυνο, να ‘χτίσω’ τόσα πολλά πάνω στην αμφιταλάντευση της σημασίας του ‘πρώτου Είναι’ ανάμεσα στο κείμενο για τις Κατηγορίες και τα όψιμα βιβλία μεταφυσικής, όπως το έκανε στο αξιοθαύμαστα οξύνου κείμενό του ο H. J. Krӓmer )) .
Αν ερμηνεύω εδώ τις έννοιες του (αμφισβητούμενου) συγγράμματος των Κατηγοριών, στηρίζομαι εξ αντικειμένου, όχι μόνο σ’ αυτό το σύγγραμμα, αλλά εξίσου και στα κεντρικά βιβλία τής Μεταφυσικής, και ιδιαιτέρως στο Ζ 6. Ενώ είναι επίσης ολοφάνερο, ότι κάτι τέτοιο δεν ‘αντιλέγει’ στα μάτια τού Αριστοτέλη το πώς αυτοκαθορίζεται ο ίδιος απέναντι στον Πλάτωνα. Στη βάση (και των δύο..) βρίσκεται ως κοινό πρόβλημα, πώς είναι δυνατός ο λόγος ουσίας. Θέλω δε να διαβεβαιώσω, ότι δεν θά ’πρεπε ποτέ να θέση υπό αμφισβήτηση η διατύπωση του χωρισμού (Chorismos), ότι πρέπει να αναφέρεται αυτό που συναντάται ως φαινόμενο, στο απαράλλακτό του Είναι. Ο απόλυτος διαχωρισμός ενός κόσμου Ιδεών απ’ τον κόσμο τών φαινομένων δεν θα ήταν παρά ένας ακραίος παραλογισμός. Κι αν (μας…) ‘εξωθή’ συνειδητά προς τα εκεί ο Παρμενίδης τού πλατωνικού διαλόγου, το κάνει, όπως μού φαίνεται, για να οδηγήση ακριβώς μια τέτοια κατανόηση του χωρισμού στο παράλογο (Παρμ. 133b κ.ε.).
Τί θέλει όμως να μας πη τότε η στερεότυπη μομφή τού Αριστοτέλη, ότι ο Πλάτων υποστασιοποίησε το Γενικό και ‘διετράνωσε’ τον χωρισμό; Αφορά πραγματικά στον Πλάτωνα αυτή η κατηγορία; Και τί θέλει άραγες να εκφράση μ’ αυτήν την ‘αυτοτέλεια’ (να υπάρχουν για τον εαυτό τους…) των Ιδεών ο Πλάτων; Την αποκάλυψη ενός δεύτερου πραγματικά κόσμου, διαχωρισμένου με ένα οντολογικό χάσμα απ’ τον δικό μας κόσμο τών φαινομένων; Οπωσδήποτε όχι με τον τρόπο που το υποθέτη αυτό το ‘γελοιογράφημα’ του Διαλόγου τού Παρμενίδη, ότι υπάρχει δηλ. μόνο για τους παντοτινούς θεούς αυτός ο άλλος κόσμος τών παντοτινών Ιδεών, και μόνο για τους θνητούς ανθρώπους ο δικός μας αισθητός κόσμος τών παροδικών φαινομένων. Λέει μάλιστα, ότι είναι οι Ιδέες τών φαινομένων και δεν σχηματίζουν έναν κόσμο για τον εαυτό τους οι Ιδέες, στο σημείο τής πιο ‘σκληρής’ απορίας (Aporie) τού συγκεκριμένου διαλόγου (Παρμ. 133b4), με έμμεσον τρόπο, ο ίδιος ο Πλάτων. Το ότι πρόκειται δε για τη γνώση τών Ιδεών, αν πρέπη να υπάρχη γενικώς γνώση τού συνεχώς εναλλασσομένου χειμάρρου τών φαινομένων, το θεωρεί κατηγορηματικά θεμελιακό για την παραδοχή τών Ιδεών κι ο ίδιος ο Αριστοτέλης (Μετ. Α 6 – 987a32 κ.ε.). Αποτελεί λοιπόν την αυτονόητη και ‘κυρίαρχη’ προϋπόθεση της σύνολης διδασκαλίας τών Ιδεών, ότι δεν μπορεί να σκοπεύη στον διαχωρισμό αυτής τής προϋποτιθέμενης (μάλιστα…) συνάφειας (ανάμεσα στους ‘δύο’ κόσμους…) η έννοια του χωρισμού.
Ας παραμείνουμε επί τού παρόντος να δούμε, προς ποια θεωρητική κατεύθυνση και υπό ποιες ιστορικές συνθήκες επιτελεί αυτόν τον (δια)χωρισμό τών Ιδεών ο Πλάτων. Πρόκειται για ολόκληρο το ευρύ πεδίο τής μαθηματικής επιστήμης. Το ότι η Ευκλείδιος Γεωμετρία αναφέρεται δηλ. στις καθαρές σχέσεις χώρου και όχι σε κείνα τα αισθητά δημιουργήματα που τα κατασκευάζουμε για να τις απεικονίσουμε, σχεδιάζοντας έναν κύκλο π.χ. ή ένα τρίγωνο, αυτό δεν μπορεί να περιγραφή καλύτερα στην πραγματικότητα παρά με την απαίτηση, να διαχωριστούν τα μαθηματικά δημιουργήματα απ’ τον αισθητόν κόσμο. Δεν μπορούμε μάλιστα ούτε καν να πούμε, πως είναι και πάρα πολύ αυτονόητος αυτός ο διαχωρισμός. Δεν κατανοούσαν προφανώς με τον κατάλληλον τρόπο τα πυθαγόρεια μαθηματικά, που ήταν σίγουρα γνήσια μαθηματικά και δεν εννοούσαν με τα θεωρήματα και τις αποδείξεις τους εκείνα τα σχήματα, που κατασκευάζονται ως απεικονίσεις, δεν κατανοούσαν λοιπόν κατάλληλα ή ανάλογα, τί είναι στην πραγματικότητα και διαφορετικά απ’ ό,τι στην αισθητηριακή μας αντίληψη τα αληθινά τους αντικείμενα (ο κύκλος, το τρίγωνο, ο αριθμός). Πρόκειται για κάτι που εκφράζεται με σαφήνεια στον πλατωνικόν ‘Θεαίτητο’, ενώ δεν έλειπαν αντίστοιχα στην πράξη και οι μαθηματικές φαινομενικές αποδείξεις, που ‘αξίωναν’ την αυτοψία τού αισθητού βλέμματος, στην επαφή μιας ευθείας γραμμής μ’ ένα εντελώς ελαφρά κυρτωμένο π.χ. κυκλικό τόξο, ώστε να επιτευχθή μια μαθηματική απόδειξη. Εδώ κατορθώθηκε κατ’ αρχήν με σαφήνεια ο οντολογικός διαχωρισμός τού Νοητού απ’ το Αισθητό, αυτός δηλ. ο χωρισμός, ώστε να μπορή να πη με τί (ακριβώς…) ασχολείται ο μαθηματικός, και να είναι (επίσης…) σαφές, ότι αυτό το οποίο κάνει, δεν είναι οπωσδήποτε και με καμμίαν έννοια (μια κάποια…) ‘φυσική’ (επιστήμη…). Πρόκειται για θεμελιώδη αλήθεια. Και δεν είναι και τυχαίο, ότι μπορεί να ‘ξεκινήση’ πολύ περισσότερα πράγματα με τη διαπραγμάτευση των μαθηματικών ως μια ιδεατή (νοητής…) ιδιαιτερότητα που ‘προπαριστά’ τη ‘φύση’ εκ μέρους τού Πλάτωνα, η σύγχρονη μαθηματική φυσική επιστήμη, απ’ ό,τι με την αριστοτελική παραγωγή τού μαθηματικού κόσμου των αντικειμένων απ’ τα φυσικά φαινόμενα με την αφαίρεση: γιατί αποσιωπά το πραγματικό πρόβλημα του μαθηματικού ‘Είναι’ η αριστοτελική ‘λύση’ (Φυσ. Β2), του οποίου η ιδιαιτερότητα σχετίζεται (ωστόσο…) τόσο παραγωγικά, όπως το ανακάλυψε η σύγχρονη μαθηματική φυσική και όπως το προέβλεψε στον ‘Τίμαιο’ ο Πλάτων, με το ‘Είναι’ τών φαινομένων.
( συνεχίζεται )
Αμέθυστος
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου