Όλοι μαζί οι Έλληνες...
Ας κάνει λίγο υπομονή ο αναγνώστης, κι ας διαβάσει το κείμενο, που λίγο πιο κάτω παραθέτω. Μιλά κι αυτό γι’ έναν Απρίλη, που πάντα θα «βγαίνουν άνθια και καρποί». Είναι ο Απρίλης του ’41. Το έθνος καταματωμένο, αλλά υπερήφανο, διέσωσε την τιμή της ανθρωπότητας στις αετοράχες της Πίνδου. Στον Βορρά, η σκοτεινή νύχτα της γερμανικής Κατοχής, ετοιμάζεται να προσθέσει κι άλλη μια ατίμωση. Καλώς ειπώθηκε, ότι κάποιοι λαοί δεν γράφουν ιστορία, αλλά ποινικό μητρώο. Και συνεχίζουν να εγκληματούν....
Το κείμενο:
Το κείμενο:
«Είμαστε πιά στον Απρίλη του 1941. Η άνοιξη αγνοούσε τα έργα των ανθρώπων και είχε φτάσει στην Αθήνα με όλο το φώς της, με τα δυνατά της χρώματα, με το ελαφρό αεράκι της, με όλη την εγκαρδιότητά της.
Έλαμπε ο κεντρικός αθηναϊκός δρόμος. Μόνο που ενώ εβούιζε από κίνηση, έμοιαζε σαν άδειος. Έλειπε η μισή, για να μην πω, η καλύτερη Ελλάδα: έλειπε η ελληνική νεότητα. Μα να που ο δρόμος γέμισε πάλι, και η μισή Ελλάδα έγινε πάλι ολόκληρη. Μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μιαν απλή κίνηση, μέσα σε μία αυθόρμητη συνεργασία. Στο αντικρινό πεζοδρόμιο, κατέβαινε ένας τραυματίας. Η στολή του τσαλακωμένη, το μελαχροινό πρόσωπό του σκοτεινό από την ταλαιπωρία και την αγωνία, αλλά το πανί, που κράταγε το πονεμένο και βαρύ από δόξα δεξί του χέρι, καθαρό και κατάλευκο. Το βήμα του, σταθερό κ’ αισιόδοξο, μπερδεύτηκε μία στιγμή. Έσκυψε, είδε και τραβήχτηκε στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν λυθή τα κορδόνια της μίας αρβύλας του. Πλησίασε σ’ ένα πεζούλι, έβαλε το πόδι του απάνω κ’ έσκυψε. Τότε όμως άρχισε μια προσπάθεια που παραμέρισε και την άνοιξη και κάθε ψευδαίσθηση. Για να δεθούν τα λυμένα του κορδόνια, χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων το δεξί, με τα επιτήδεια δάχτυλά του. Μα αυτό ίσα-ίσα το χέρι κρεμόταν βαρύ και τιμημένο. Και η προσπάθεια έπρεπε να γίνει μ’ ένα χέρι και μάλιστα με τ’ αριστερό. Άρχισε, λοιπόν, αλλά δεν κράτησε πολύ. Την είδαν πολλοί, μα πιο κοντά της έτυχε ένας ψηλός γέροντας, με πρόσωπο πλαισιωμένο από μικρή άσπρη γενειάδα, ολόισιος σαν λαμπάδα κι αξιοπρεπής σαν ελληνική υπερηφάνεια, καλοντυμένος μα κι αυστηρός στην εμφάνιση. Ένας γνωστός άρχοντας, παλιό αθηναϊκό σπίτι, με πλούτη και με όνομα μεγάλο. Κι ο ψηλός γέροντας δεν είδε μόνο πρώτος, μα και πρόφτασε να τρέξη πρώτος κοντά στην προσπάθεια που γινόταν απάνω από την αρβύλα με τα λυμένα κορδόνια. Μ’ ένα γρήγορο βήμα, βρέθηκε πλάι στο σκυμμένο τραυματία, έβγαλε τα κίτρινα γάντια του, έσκυψε κι αυτός, σχεδόν γονάτισε, κ’ έκαμε ό,τι δεν μπορούσε να κάμη το πονεμένο χέρι.
Έλαμπε ο κεντρικός αθηναϊκός δρόμος. Μόνο που ενώ εβούιζε από κίνηση, έμοιαζε σαν άδειος. Έλειπε η μισή, για να μην πω, η καλύτερη Ελλάδα: έλειπε η ελληνική νεότητα. Μα να που ο δρόμος γέμισε πάλι, και η μισή Ελλάδα έγινε πάλι ολόκληρη. Μέσα σε μια στιγμή, μέσα σε μιαν απλή κίνηση, μέσα σε μία αυθόρμητη συνεργασία. Στο αντικρινό πεζοδρόμιο, κατέβαινε ένας τραυματίας. Η στολή του τσαλακωμένη, το μελαχροινό πρόσωπό του σκοτεινό από την ταλαιπωρία και την αγωνία, αλλά το πανί, που κράταγε το πονεμένο και βαρύ από δόξα δεξί του χέρι, καθαρό και κατάλευκο. Το βήμα του, σταθερό κ’ αισιόδοξο, μπερδεύτηκε μία στιγμή. Έσκυψε, είδε και τραβήχτηκε στην άκρη του πεζοδρομίου. Είχαν λυθή τα κορδόνια της μίας αρβύλας του. Πλησίασε σ’ ένα πεζούλι, έβαλε το πόδι του απάνω κ’ έσκυψε. Τότε όμως άρχισε μια προσπάθεια που παραμέρισε και την άνοιξη και κάθε ψευδαίσθηση. Για να δεθούν τα λυμένα του κορδόνια, χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων το δεξί, με τα επιτήδεια δάχτυλά του. Μα αυτό ίσα-ίσα το χέρι κρεμόταν βαρύ και τιμημένο. Και η προσπάθεια έπρεπε να γίνει μ’ ένα χέρι και μάλιστα με τ’ αριστερό. Άρχισε, λοιπόν, αλλά δεν κράτησε πολύ. Την είδαν πολλοί, μα πιο κοντά της έτυχε ένας ψηλός γέροντας, με πρόσωπο πλαισιωμένο από μικρή άσπρη γενειάδα, ολόισιος σαν λαμπάδα κι αξιοπρεπής σαν ελληνική υπερηφάνεια, καλοντυμένος μα κι αυστηρός στην εμφάνιση. Ένας γνωστός άρχοντας, παλιό αθηναϊκό σπίτι, με πλούτη και με όνομα μεγάλο. Κι ο ψηλός γέροντας δεν είδε μόνο πρώτος, μα και πρόφτασε να τρέξη πρώτος κοντά στην προσπάθεια που γινόταν απάνω από την αρβύλα με τα λυμένα κορδόνια. Μ’ ένα γρήγορο βήμα, βρέθηκε πλάι στο σκυμμένο τραυματία, έβγαλε τα κίτρινα γάντια του, έσκυψε κι αυτός, σχεδόν γονάτισε, κ’ έκαμε ό,τι δεν μπορούσε να κάμη το πονεμένο χέρι.
Όταν ο γέροντας τελείωσε τη μικρή εξυπηρέτηση και ύψωσε το ανάστημά του, ο νέος πολεμιστής τον κοίταξε στα μάτια και δεν ήξερε τι να του πη, πώς να τον ευχαριστήση. Δεν βρήκε τα λόγια που ήθελε, όπως δεν τάβρισκε κανένας εκείνη τη στιγμή, κ’ έκανε κάτι πιό εύγλωττο: πήρε το δεξί χέρι του γέροντα, έσκυψε και το φίλησε.
Είχαν σταθή και μερικοί άλλοι μαζί μ’ εμένα κ’ έμεναν σαστισμένοι. Έβλεπαν και δεν πίστευαν. Έβλεπαν κ’ ένιωθαν να δυναμώνη, να κυριαρχή μέσα τους ο νέος άνθρωπος που γεννήθηκε σε όλες τις ελληνικές συνειδήσεις τους μήνες εκείνους. Όλ’ η Ελλάδα σε μιάν απλή σκηνή! Εκεί κι ο μεγάλος πατριωτισμός, εκεί κι ο βαθύς σεβασμός, εκεί και η σιδερένια κοινωνική αλληλεγγύη.
Έτσι εζήσαμε τη μεγάλη εκείνη εποχή, το κρίσιμο εκείνο ορόσημο του εθνικού μας βίου: Όλοι μαζί οι Έλληνες. Ο ένας κοντά, πολύ κοντά στον άλλο, το ένα χέρι στ’ άλλο χέρι κ’ η μία καρδιά πλάι στην άλλη καρδιά».
(Από το βιβλίο «Πανηγηρικοί λόγοι ακαδημαϊκών, 28η Οκτ 1940», επιμέλεια Π.Χάρης, σελ. 482-483. Ομιλητής, το 1969, είναι ο Πέτρος Χάρης).
Πού πήγε αυτή η Ελλάδα; Πώς θα ξαναβρούμε και σήμερα εκείνη την ευλογημένη ομοψυχία και αλληλεγγύη; Τον μεγάλο πατριωτισμό, την σιδερένια θέληση γιά αντίσταση στους ποικιλώνυμους εχθρούς, το μακρυγιάννειο «όλοι μαζί οι Έλληνες»; Μήπως πόλεμο δεν ζούμε και τώρα; Εξ ανατολών δεν βρυχάται νυχθημερόν το λυσσαμένο αγαρηνό σκυλί, απειλώντας απροκάλυπτα ό,τι ελληνικό «ακουμπάει» το κράτος του; Γιατί ξεχνούμε, ότι είναι κράτος-ύαινα, που φροντίζει τακτικά να καταγράφει στο ποινικό του μητρώο –όπως προείπα- καινούργια εγκλήματα; Στέναζε ο λαός μας, πέθαινε από την πείνα το 1942 και οι Σαρακηνοί Τούρκοι ψήφιζαν τον έκτακτο φόρο περιουσίας, το διαβόητο «βαρλίκ βεργκισί», με τον οποίο αρπάχτηκαν όσες περιουσίες είχαν απομείνει στους Έλληνες της Μικράς Ασίας.
Ο κίνδυνος είναι δίπλα μας. Εθελοτυφλούν όσοι δεν τον βλέπουν. Κάτι πρέπει να γίνει, δεν μπορεί ένας ολόκληρος λαός να παρακολουθεί αποχαυνωμένος την υποδούλωσή του. Τινάξαμε κάποτε την δουλεία 400-500 ετών, πότε επιτέλους θα αποτινάξουμε και την δουλεία της καταστροφικής παιδείας μας;
«Κάποτε» γράφει το 1959 ο Στρατής Μυριβήλης «μία μέρα συζητούσαν δύο απλοί άνθρωποι –δύο ψαράδες ήταν- γιά την πίεση που ασκούν οι μεγάλες δεξιές και οι αριστερές δυνάμεις πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου γιά τα συμφέροντά τους, ο ένας ξεστόμισε μία φράση που με ξάφνιασε. Είπε οργισμένος:
-Αν μας πιάσει καμμία μέρα το ελληνικό μας...
Αυτό το ελληνικό μας ας φροντίσει το κράτος να καλλιεργήσει συστηματικά, εντατικά, στην ψυχή της νέας γενιάς, γιατί αυτό είναι που φοβούνται οι εχθροί της φυλής και αυτό βάλθηκαν να υπονομεύσουν με χίλιους τρόπους» (περιοδικό «Γνώσεις», τ. 14, σελ. 4, 1959).
Το κράτος δεν μπορεί και δεν θέλει να καλλιεργήσει «το ελληνικό μας» γιατί ούτε κράτος είναι ούτε ελληνικό. Το κυβερνούν εδώ και δεκαετίες πειθήνια ενεργούμενα, υποτελείς μετριότητες. Όλα τα τραγικά και αποτρόπαια που συμβαίνουν σήμερα στον τόπο μας, η γενική αποσάθρωση, αποτελούν το ύστατο στάδιο ενός εκφυλιστικού φαινομένου, ρήξη κακοφορμισμένου αποστήματος, το οποίο εξέθρεψε η κομματοκρατία.
Ερωτώ και πάλι: Πότε θα μας πιάσει το ελληνικό μας, σ’ όσους τουλάχιστον παραμένουμε Έλληνες; Δεν κατανοούμε, ότι ενεδεύει ή παραμονεύει ο κίνδυνος να είμαστε οι τελευταίοι Έλληνες πάνω σ’ αυτό το γαλάζιο ακρωτήρι της Μεσογείου;
Στο σπουδαίο κείμενο, που παρέθεσα του ακαδημαϊκού Πέτρου Χάρη, ο περήφανος γέροντας, πραγματικός άρχοντας και όχι σκύβαλο δανειοσυντήρητο, όπως πολλοί τωρινοί «άρχοντες», γονάτισε ενώπιον του πληγωμένου πολεμιστή.
Ο πληγωμένος μαχητής είναι η Ελλάδα, η μάνα μας, που τώρα μας χρειάζεται να παρηγορήσουμε τις πληγές της, να δέσουμε τα τραύματά της.
Όταν τον Κολοκοτρώνη τον ελευθέρωσαν από το μοναστήρι της Ύδρας, όπου τον είχε φυλακισμένο η «κυβέρνησις», για να πολεμήσει τον Ιμπραήμ με τους αραπάδες του, μιλώντας ο μεγαλοπρεπής Γέρος του Έθνους μας, είπε: «Πριν έβγω στο Ανάπλι έριξα στη θάλασσα τα πικρά, τα περασμένα. Κάνετε κι εσείς το ίδιο! Στο δρόμο, που περνούσαμε να 'ρθούμε στην εκκλησία, είδα να σκάβουν κάτι άνθρωποι. Ρώτησα και μού 'πανε πως για να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί, στο λάκκο μέσα, ρίχτε και εσείς τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθή κι ο κρυμμένος θησαυρός». Αδελφοί, ας ακούσουμε τον λόγο του Κολοκοτρώνη. Και σήμερα "Μπραϊμης" μας απειλεί. Μείναμε λίγοι.Όλοι μας, ας πετάξουμε στην θάλασσα τα πικρά, τα μίση. Ο κρυμμένος θησαυρός του Γένους μας είναι η ομόνοια, η ομόψυχία...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου