Κυριακή 12 Απριλίου 2020

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΩΠΟΥ (χωρίς το “τοπικό” ένδυμα της θεολογίας)


Στην “Κριτική του καθαρού Λόγου” ο Kant ισχυρίζεται ότι τα βασικά ερωτήματα της ανθρώπινης εμπειρίας δεν είναι τόσο τα ερωτήματα γύρω από τη γνώση ή την πράξη όσο τα ερωτήματα γύρω από την ελπίδα, την ουσία, το μέλλον του ανθρώπου. Έτσι αρχίζει αυτή, που οι περισσότεροι Ιστορικοί του πολιτισμού ονομάζουν Ανθρωπολογική τροφή, ένας καινούριος τρόπος κατανοήσεως του ανθρώπου και του κόσμου, ο οποίος θεωρείται πλέον το ειδοποιόν Χαρακτηριστικό του μοντέρνου πολιτισμού!

Στην πραγματικότητα αυτή η στροφή είναι πολύ παληά, ίσως και να ξεκινά από τον ίδιο τον Σωκράτη, πάντως αποκορυφούται στη μεγάλη εποχή του χριστιανικού ανθρωπισμού, όταν διακρίνεται με μεγάλη ευκρίνεια η ουσία του ανθρώπου στο “πρόσωπο”, δηλαδή στο γεγονός πως ο άνθρωπος είναι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο ον δημιουργημένο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού! Γι’ αυτό, ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης ορίζει τον άνθρωπο “id quod est perfectissimum in tota natura”: ό,τι πιο τέλειο υπάρχει σε όλη τη Φύση (Summa Θεολογική, Ι, 9.29, α.3).

Υπάρχει στ’ αλήθεια το “πρόσωπο”; Αυτό αναρωτιούνται όμως σήμερα πολλοί φιλόσοφοι. Στ’ αλήθεια αυτή είναι μια παράξενη ερώτηση της εποχής μας. Μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ύπαρξη του Θεού, αλλά τί μπορεί να είναι πιο πραγματικό και αυτονόητο από την ύπαρξη του ανθρώπου; Κι όμως η εποχή μας δεν έχει πλέον βεβαιότητες!

Υπάρχουν λοιπόν πολλοί που ισχυρίζονται πως αν κάποτε η δύναμις κάθε φιλοσοφίας βρισκόταν στην απόδειξη της υπάρξεως του Θεού, τώρα έχουμε αρχίσει να αμφιβάλλουμε και στην πράξη και στη θεωρία ακόμη και γι’ αυτή την ύπαρξη του ανθρώπου.

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που όριζε ο Σαρτρ τον άνθρωπο “αγενή μαρμελάδα”. Ακόμη και από την αντίληψη του Φουκώ, ο οποίος δεν έβλεπε στον άνθρωπο τίποτε παραπάνω από ένα ίχνος, ένα “πρόσωπο στην άμμο”.


Ο άνθρωπος σήμερα δεν έχει μόνο πιο ζωντανή συνείδηση του εαυτού του και της αξιοπρέπειάς του, αλλά αισθάνεται και θέτει το πρόβλημα του προορισμού του, του νοήματος της ζωής! Αναρωτιέται και ερευνά για μια ενότητα και μια συνέχεια που πάει πέρα από τις μερικότητες, τις αντιφάσεις, τις ασυνέχειες του χρόνου. “Να αρνηθούμε τη χρονική συνέχεια, να αρνηθούμε το εγώ…-γράφει ο Μπόρχες- είναι φαινομενική απελπισία και μυστικός καθησυχασμός…Ο κόσμος δυστυχώς είναι πραγματικός, εγώ, δυστυχώς, είμαι ο Μπόρχες”.

Ευτυχώς στην καθημερινή μας ζωή δεν έχουμε ανάγκη από τέτοιες προκλήσεις για να συλλάβουμε και να επιβεβαιώσουμε αυτό το αίσθημα ενότητος και συνέχειας, πραγματικότητος και αυτοσυνειδησίας, που μας είναι απαραίτητο για να ζήσουμε. Όταν όμως προσπαθούμε να βρούμε την καταγωγή του και το νόημά του και παραδιδόμαστε σε μια ελεύθερη ενδοστρεφή έρευνα μας κυριεύει ο ίλιγγος του αγνώστου! Μας λείπει ξαφνικά ένα σημείο ασφαλείας, εκείνο το εγώ, το οποίο τις περισσότερες φορές εμφανίζεται στις συνειδήσεις μας στη διπλή του όψη του υποκειμένου και του αντικειμένου.

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΕΓΩ

Όποιος παρατηρεί από κάποια απόσταση τον σύγχρονο πολιτισμό (αυτόν που εμφανίστηκε κατ’ αρχάς στην Ευρώπη και μόνο μετά το τέλος του Μεσαίωνος εξαπλώθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη) διακρίνει ένα είδος παραβολής του Εγώ. Μια παραβολή που ανεβαίνει μέχρι τις κορυφές του υποκειμενισμού για να κατέβη στη συνέχεια αργά προς τις αβύσσους της αντικειμενικότητος, της συσκοτίσεως, τής απουσίας του εγώ.

Κατ’ αρχάς ο άνθρωπος ορμά προς την κατάκτηση του εαυτού του και του κόσμου, ελευθερώνεται από την αναγκαιότητα της φύσης, γίνεται πρωταγωνιστής και υποκείμενο της ζωής του. Μετά από αιώνες μανίας και απορρόφησης από την νοσταλγία του Ουρανού και από τον τρόμο της κολάσεως, η προσοχή του συγκεντρώνεται στη γη. Η επιστήμη, η τέχνη, η οικονομία, η πολιτική, μεταμορφώνονται σε εργαστήρια στα οποία εργάζεται με ενθουσιασμό όποιος ξαναανακαλύπτει τον εαυτό του και προσφέρεται να επεξεργαστεί καινούργιες μορφές γνώσεως, παραγωγής, οργανώσεως του εαυτού του και του κόσμου.

Περιέργως όμως εκείνη ακριβώς η εποχή που είχε ξεκινήσει με τον θρίαμβο και την αποθέωση του ανθρώπου, φαίνεται να τελειώνη σήμερα με την ανακοίνωση του θανάτου του.
Η τέχνη προσφέρεται γι’ άλλη μια φορά σαν ειλικρινής μάρτυς αυτής της παραβολής. Έτσι ενώ οι καλλιτέχνες της Αναγεννήσεως υμνούν την Χαρά και τον θαυμασμό για τον άνθρωπο, τις μορφές του, το σώμα του, την ομορφιά του, η σύγχρονη τέχνη μας δίνει την εικόνα ενός ανθρώπου κατακερματισμένου, αλλοιωμένου, κομματιασμένου. Μερικοί μάλιστα, παρασυρμένοι από την ευφορία της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, πίστεψαν πως ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα αντικείμενο προς ρύθμιση, έλεγχο και εκμετάλλευση! Τόσο που σιγά-σιγά, ακόμη και μέσα στον πολιτισμό, δόθηκε το πρωτείο αποκλειστικά στην πράξη! Υπήρξε ένα μεγάλο λάθος, διότι δεν έλειψαν εκείνοι, οι οποίοι παρότι έδειξαν μια αμφιβολία ως προς την χρησιμότητα του πολιτισμού, μέχρι και αηδία, τον εκμεταλλεύτηκαν αδειάζοντάς τον από τις πιο βαθειές του αξίες και τον κατάντησαν απλό όργανο Ιδεολογικής προπαγάνδας.

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ

Μόνον τώρα, στις αρχές της τρίτης χιλιετίας, άρχισε να διαλύεται ο πυκνός καπνός των μεγάλων Ιδεολογιών. Φανερώνεται δε ταυτόχρονα το ερώτημα περί του νοήματος, το οποίο πολλοί διανοούμενοι από τις πρώτες ακόμη δεκαετίες του αιώνος είχαν ήδη διαισθανθεί. Ένα ερώτημα απέναντι στο οποίο η σύγχρονη κουλτούρα αισθάνεται άβολα, καθώς της λείπουν εντελώς τα εννοιολογικά εργαλεία για να το ερμηνεύση. Ακόμη προσπαθεί να το αποφύγη, το αρνείται ή άλλες φορές το αναμιγνύει με πρακτικά προβλήματα, ηθικής τάξεως!

Μέσα σ’ αυτή την προοπτική η προσπάθεια των ομάδων και των καθολικών κινημάτων που γονιμοποίησαν του λαϊκούς γύρω στα χρόνια του ’30, ήταν μια προσπάθεια ανεύρεσης, με πολιτισμική αξιοπρέπεια και ηθική αγωνία, ενός πραγματοποιήσιμου δρόμου ανάμεσα στις δύο αποκλειστικές Ιδεολογίες, του καπιταλισμού και του σοσιαλισμού.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι κατόρθωσαν να πουν την τελευταία λέξη! Πέραν πάσης αμφιβολίας όμως, η επιρροή που άσκησαν με την σκέψη τους και την μαρτυρία τους ήταν αποφασιστικής σημασίας τόσο για την διαμόρφωση του πνεύματος με το οποίο, αυτός ο αιώνας, αντιστάθηκε και πολέμησε το ναζισμό, τον φασισμό, τον κομμουνισμό, όσο και για την κουλτούρα και τον πολιτισμό που ενέπνευσε και μεταδόθηκε σε αρκετούς πολιτικούς χώρους, κατά τη διάρκεια της αναστηλώσεως των ερειπίων που άφησαν πίσω τους οι Ιδεολογικοί πόλεμοι.

Ακόμη και σήμερα πολλοί καθολικοί διανοούμενοι προσπαθούν να βαδίσουν πάνω σ’ αυτόν τον δρόμο. Η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε με σοβαρότητα τα ηθικά προβλήματα κατευθύνοντας σε αυτό το ΝΟΗΜΑ, τόσο στην οικονομική και πολιτική πράξη όσο και στην επιστημονική, παραμένει ακόμη επαρκής. Εκτός απ’ την πρακτική του σημασία, το ηθικό ζήτημα αποκαλύπτει ένα θεωρητικό μεταίχμιο που αναγκάζει πιστούς και απίστους να έρθουν σε σύγκρουση και τοιουτοτρόπως να θέσουν στο κέντρο των ενδιαφερόντων μας όχι μόνο προβλήματα ηθικής τάξεως, αλλά και προβλήματα πιο βαθειά του σύγχρονου πολιτισμού, όπως είναι ακριβώς το ερώτημα περί του νοήματος. Ένα ερώτημα το οποίο διαφορετικά κινδυνεύει να γκρεμιστεί άδοξα στην άβυσσο της θρησκευτικότητος.

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΟΣ


Η εμφάνιση στο εσωτερικό του καθολικού κόσμου μιας καθαρής θρησκευτικότητος, γυμνής θεολογικά, δεν φαίνεται να μπορεί να απαντήσει στην Ισχύουσα πραγματικότητα.

Δεν πρέπει να νοσταλγούν και να λυπούνται για το τέλος της εποχής του Κωνσταντίνου οι Καθολικοί, ούτε να συγχέουν την πίστη με την κουλτούρα και τον πολιτισμό. Εκφράσεις ενός Ιστορικού γίγνεσθαι του οποίου η πίστη μπορεί να είναι το προζύμι, με τις οποίες όμως δεν πρέπει ποτέ να ταυτιστεί. Το πρόβλημα είναι άλλο: πρέπει να αναρωτηθούμε πόση συνειδητότητα και πόση ωστική δύναμη μπορεί να διαθέτει μια πίστη η οποία δεν κατορθώνει να δημιουργήσει έναν πολιτισμό και παραμένει στο περιθώριο του κόσμου κοιτάζοντας ή μάλλον καταδικάζοντας!

Έρχεται η υποψία λοιπόν πως ίσως μια κάποια μαχόμενη θρησκευτικότης δεν είναι μόνο ένα σύμπτωμα αλλά και η αιτία του πολιτισμικού και πνευματικού κενού, του οποίου ζούμε πλέον τις συνέπειες! Οι άπειρες ανανεωτικές ζυμώσεις που ξεπήδησαν από τη δεύτερη Βατικάνειο σύνοδο θα παραμείνουν σαν βεγγαλικά της νύχτας αν δεν βρουν την κατάλληλη ευκαιρία να συγκεντρωθούν και να γίνουν κουλτούρα! Αυτή η ευκαιρία δεν μπορεί να προσφερθεί από μια θεολογική συστηματοποίηση όσο καλή και να είναι, γιατί ό,τι είναι προκατασκευασμένο δεν μπορεί να ωφελήσει ούτε την κουλτούρα, ούτε την πίστη! Μπορεί όμως εύκολα να ξεπηδήσει από ένα πολιτισμικό κίνημα το οποίο θα μπορούσε να ξανασκεφτεί μερικές Ιδέες οι οποίες ενέπνευσαν την “περσοναλιστική” κουλτούρα της γενιάς του ’30.

ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (κουλτούρα)


Αξίζει να θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο πως ο Ολικός ανθρωπισμός του Maritain, δεν ήταν ένα απλό σλόγκαν ή ένας μαθηματικός τύπος, αλλά ένα οργανικό όραμα της πραγματικότητος στο άνοιγμά της προς το υπερβατικό ή καλύτερα σε στενή εξάρτηση από αυτό. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τον κοινωνικό περσοναλισμό του Mounier! Πολύ περισσότερο από ένα πρόγραμμα Χριστιανικής επαναστάσεως ήταν μια εμβρυακή φιλοσοφία, ένα όραμα που προσπαθούσε να συνθέση υπαρξισμό και σοσιαλισμό και το οποίο λόγω της ανυπομονησίας του Mounier, χρειαζόταν μεγαλύτερη εμβάθυνση στην κατεύθυνση που έδινε η έννοια του προσώπου!

Η κλασική αρχιτεκτονική της σκέψεως του Maritain και η πιο δυναμική και αγωνιώδες του Mounier άνοιγαν ένα μεγάλο χώρο ο οποίος μπορούσε να ανιχνευτεί με σθένος και πάθος και ο οποίος δυστυχώς κινδυνεύει σήμερα να παραμείνει ένας χώρος άδειος και ακατοίκητος.

Δυστυχώς σήμερα στον καθολικό κόσμο δεν λείπουν μόνο η ορμή και η δημιουργική καλλιέργεια˙ λείπει επίσης και εκείνο το δίκτυο θεσμικών μεσολαβήσεων που δίνει ζωτικότητα και μεταδοτικότητα στη θεολογική σκέψη, φωτίζει τα κεντρικά της σημεία και αναπτύσσει τα πιο γόνιμα θέματά της!

Φαίνεται σαν ο αγώνας για την σωτηρία της ψυχής να μας απαλλάσσει από κάθε πολιτισμική προσπάθεια, ενώ στην πραγματικότητα μόνο μέσω αυτής της προσπάθειας είναι δυνατό να γνωστοποιήσουμε με τρόπο πιστευτό το Ευαγγέλιο. Το περιεχόμενο του Ευαγγελίου είναι μια καθολική σωτηρία η οποία πραγματοποιείται αισθητά και όχι μέσω φανατικής θρησκευτικότητος ή μέσω ηθικών συμπεριφορών, πραγματοποιείται μόνο μέσα στην ολότητα και ακεραιότητας της ζωής, ακόμη και στο ανθρώπινο και γήινο επίπεδο: μέσα στην αγάπη, στην σκέψη, στην πράξη, σε μορφές ακριβώς πολιτισμικές οι οποίες μπορούν να ξαναβρούν στο πυρήνα του ΠΡΟΣΩΠΟΥ την καθολική τους και αιώνια έμπνευση.


Εισαγωγή γραμμένη από τον JIUSEPPE TRENΤIN σε συλλογικό
τόμο αφιερωμένο στο “πρόσωπο” από την Fondazione Lanza, το 1992.

1 σχόλιο:

Νίκος Κ. είπε...

O άνθρωπος δεν πεθαίνει, ο άνθρωπος «ξέρει» πως πεθαίνει.
"Ο νεκρός Χριστός στον τάφο"-Χανς Χόμπειν.(1521-1522).Λάδι σε καμβά. 30,5 χ 200 εκ https://el.thepvaaartplace.net/877-dead-christ-in-the-tomb-hans-holbein-description-of-t.html

O Φιόντορ Ντοστογιέφσκι περιγράφει:"Στον πίνακα αυτό απεικονιζόταν ο Χριστός, άρτι αποκαθηλωμένος από το σταυρό. Νομίζω ότι συνήθως οι εικονογράφοι προτιμούσαν να ζωγραφίζουν τον Χριστό, είτε στο σταυρό είτε κατεβασμένο από το σταυρό, με μια ασυνήθιστη ομορφιά στο πρόσωπό του· αυτήν την ομορφιά επιδιώκουν να τη διατηρούν ακόμη και στα πιο τρομερά μαρτύριά του. Στον πίνακα αυτόν όμως δεν τίθεται θέμα ομορφιάς· είναι ένα πανοραμικό του πτώματος ενός ανθρώπου που υπέφερε ατελείωτα μαρτύρια προτού φτάσει στο σταυρό, πληγές, βασανισμούς, δαρμούς από τη φρουρά, δαρμούς από τον κόσμο όταν κουβαλούσε το σταυρό του κι έπεφτε, και τέλος το μαρτύριο της σταύρωσης για έξι ολόκληρες ώρες. Βεβαίως, είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχει μόλις αποκαθηλωθεί από το σταυρό, δηλαδή έχει διατηρήσει πάνω του αρκετή ζωντάνια και ζεστασιά· τίποτα ακόμα δεν έχει προλάβει να παγώσει, κι έτσι στο πρόσωπό του αποθανόντος βλέπεις τον πόνο σαν να τον αισθάνεται ακόμη. Αλλά το πρόσωπο δεν το έχει λυπηθεί ούτε στο ελάχιστο. Εδώ μιλάει η φύση, και πράγματι τέτοιο πρέπει να είναι το πτώμα ενός ανθρώπου, όποιος κι αν είναι αυτός, μετά από τόσα μαρτύρια. Ξέρω ότι η χριστιανική Εκκλησία όρισε, από τους πρώτους αιώνες ακόμη, ότι ο Χριστός υπέφερε όχι ιδεατά, αλλά στην πραγματικότητα, κι άρα το σώμα του υπέκυψε πάνω στο σταυρό στους κανόνες της φύσης απολύτως και καθ’ ολοκληρίαν. Στον πίνακα το πρόσωπο αυτό είναι τρομερά πληγωμένο από χτυπήματα, πρησμένο, με φρικτούς πρησμένους και ματωμένους μώλωπες, τα μάτια είναι ορθάνοιχτα και οι κόρες αλληθωρίζουν· τα μεγάλα ασπράδια των ματιών λάμπουν από μια νεκρική, γυάλινη αντανάκλαση. Παράξενο όμως, όταν κοιτάζεις αυτό το πτώμα, ενός ανθρώπου βασανισμένου, σου γεννιέται ένα ξεχωριστό κι ενδιαφέρον ερώτημα: αν έτσι ακριβώς ήταν το πτώμα που είδαν όλοι οι μαθητές του, οι βασικοί μέλλοντες απόστολοί του, οι γυναίκες που τον είχαν ακολουθήσει και στάθηκαν κάτω από το σταυρό, όλοι όσοι τον πίστεψαν και τον λάτρεψαν, πως μπόρεσαν να πιστέψουν, κοιτάζοντας ένα τέτοιο πτώμα, ότι αυτός ο μάρτυρας θα αναστηθεί; Εδώ αυθόρμητα σου γεννιέται η σκέψη ότι αν ο θάνατος είναι τόσο φρικτός και τόσο δυνατοί οι νόμοι της φύσης, πώς γίνεται να τους νικήσει κανείς; Πώς να τους νικήσεις όταν δεν τους κατανίκησε ούτε Εκείνος, που εν ζωή νίκησε ακόμα και τη φύση, η οποία του υποτασσόταν, και στην οποία φώναξε «Ταλιθά κούμι» και το κορίτσι σηκώθηκε, «Λάζαρε, δεύρο έξω» κι ο πεθαμένος βγήκε; Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα βλέπεις τη φύση με τη μορφή ενός γιγάντιου, ανελέητου και άφωνου κτήνους ή, για να το πούμε σωστότερα, έστω κι αν μοιάζει παράξενο, με τη μορφή μιας γιγάντιας μηχανής τελευταίας τεχνολογίας, η οποία αστόχαστα άρπαξε, κομμάτιασε, κατάπιε, αδιάφορα κι ανεπαίσθητα, ένα μεγάλο κι ανεκτίμητο πλάσμα, ένα τέτοιο πλάσμα που από μόνο του άξιζε όλη τη φύση κι όλους τους νόμους της, όλης της γης, η οποία και φτιάχτηκε ίσως αποκλειστικά και μόνο για την εμφάνιση αυτού του πλάσματος! Με τον πίνακα αυτό σαν να εκφράζεται ακριβώς αυτή η έννοια της σκοτεινής, αυθάδους και παράλογης αιώνιας δύναμης, στην οποία υποτάσσονται τα πάντα. Οι άνθρωποι που περιβάλλουν τον θανόντα, και κανένας από τους οποίους δεν φαίνεται στον πίνακα, θα πρέπει να αισθάνονταν τρομερή θλίψη κι αγανάκτηση εκείνο το βράδυ που τσακίστηκαν μονομιάς όλες οι ελπίδες τους και παρ’ ολίγο κι η ίδια τους η πίστη".
http://www.artcoremagazine.gr/art-echoes/ereboktono-rodi/o-theos-pethane-mia-klefti-matia-ston-ilithio-tou-dostoyevsky