Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (5)

Συνέχεια από : Τρίτη 4 Αυγούστου 2020


Χανς Πρίμας

9. Η φαντασιώδης ενότητα στή φυσική.

Οι φαντασιώδεις και συμπλεγματικοί αριθμοί έχουν κατακτήσει στο μεταξύ μιαν απολύτως απαραίτητη θέση στα μαθηματικά. Στις κλασσικές φυσικές επιστήμες και στις μηχανικές επιστήμες παίζουν
 επίσης έναν σημαντικό ρόλο οι συμπλεγματικοί αριθμοί, κοντά όμως σε αποδεικτικά τεχνικούς λόγους, από υπολογιστικο-τεχνική περισσότερο άνεση. Αν θέλη, μπορεί να ανταπεξέλθη κανείς σ’ ολόκληρη την κλασσική φυσική με πραγματικούς αριθμούς. Όχι όμως και στη φυσική των κβάντων. Εδώ η φαντασιώδης ενότητα  είναι  ένα μαγικό κλειδί, που ανοίγει πέρα απ’ την παραστατική θεωρία τών κανονικών (πρότυπων) ανταλλακτικών σχέσεων, χωρίς τη σύμπραξή μας, συμβολικά βαθειές δομές τού υλικού κόσμου.
Η κβαντομηχανική είναι η πρώτη φυσική θεωρία, που απαιτεί επιτακτικά την εισαγωγή μιας φαντασιώδους ενότητας (μονάδας) στην τυπικότητα (σχολαστικότητα). Ο Paul Ehrenfest έχει ήδη ρωτήσει «γιατί;», και έχει παρατηρήσει σ’ αυτό:
«Μπορούν να απωθηθούν βέβαια αυτές οι ερωτήσεις, ιδίως στην υφιστάμενη διατύπωση (αταραξία;), ως «παράλογες» στην άκρη, αν θέλη να έχη κανείς την άνεσή του. Ο καλός τρόπος συμπεριφοράς το απαιτεί μάλιστα. Τότε πρέπει να αναλάβη όμως κανείς την απέχθεια, να τις θέση παρ’ όλ’ αυτά. Με σταθερή εμπιστοσύνη στο ότι υπάρχουν πάντα ακόμα μεμονωμένοι ερευνητές, που εννοούν την τέχνη, να απαντάς πολυσήμαντα σε «παράλογες» ερωτήσεις, και μάλιστα με σαφή, απλόν τρόπο».
Η απάντηση του Βόλφγκανγκ Πάουλι ήταν σαφής και απλή, ελάχιστα όμως ικανοποιητική. Μια βαθύτερη αντίληψη επέφεραν οι εργασίες του Stueckelberg, που έδειξε, πως η ύπαρξη συμπλεγματικών φυσικών μεγεθών (όπως π.χ. τόπος και ώθηση) απαιτεί επιτακτικά την ύπαρξη ενός γενικού (καθολικού) κλασσικού αντισυμμετρικού διαχειριστή J με την ιδιότητα J ² = - 1 . Ειπωμένο κάπως απλοποιητικά: η ολιστική δομή τής κβαντομηχανικής απαιτεί στη μαθηματική διατύπωση την ύπαρξη τής φανταστικής ενότητας. Μ’ αυτήν την έννοια επιτρέπεται ίσως να πούμε, πως ο «δακτύλιος i» (σ.σ.: Με την έννοια της ενεργητικής φαντασίας Η ώρα τού πιάνου του Βόλφγκανγκ Πάουλι) αντιπροσωπεύει στην κβαντομηχανική την ολιστική δομή τής ύλης (σ.σ.: Το πλήθος των συμπλεγματικών αριθμών – στην ιδιαίτερη γλώσσα των μαθηματικών: το σώμα των συμπλεγματικών αριθμών – προκύπτει απ’ το σώμα των πραγματικών αριθμών με επίθεση της φανταστικής ενότητας i . Ας προσέξουμε, ότι στην ορολογία των μαθηματικών το σώμα των συμπληρωματικών αριθμών είναι ένας μετατρεπτικός δακτύλιος ). Δεν πρόκειται εδώ για μιαν ερμηνεία (εξήγηση) του συμβόλου, αλλά για μιαν πραγματοποίηση της σχετικής διανοητικής άποψης μέσω του αριθμού i = √ - 1 .

10. Αλχημιστικό συλλογικό αγαθό (πρώτη ύλη) στή νεωτεριστική  επιστήμη.

Το κεντρικό θέμα τής αλληλογραφίας Πάουλι-Γιουνγκ ήταν η στενή, αλλά μυστηριώδης αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ασυνείδητη ψυχή και τον φυσικό ιδεατό (ιδανικό) κόσμο στο έργο του μαθηματικού φυσικού. Ο Γιουνγκ έχει πάντοτε τονίσει, πως ο αλχημιστικός μύθος περιέχει πολύτιμο συλλογικό αγαθό, που είναι ύψιστης επικαιρότητας για μας τους σημερινούς να το εννοήσουμε. Δεν είχε δυστυχώς καμμιάν πρόσβαση στις τυπικές δομές των νεωτεριστικών φυσικών επιστημών ο Γιουνγκ και καμμιάν ζωντανή σχέση προς τη συμβολική των νεωτεριστικών μαθηματικών. Όπως η αλχημεία, είναι η φυσική επιστήμη μιας συμβολικής κατασκευής του ανθρώπου. Καθώς οι συνειδητές και ασυνείδητες όψεις της δεν μπορούν να χωριστούν με λεπτή καθαρότητα, οι φυσικοεπιστημονικές θεωρίες φέρουν έναν αναπόφευκτο χαρακτήρα ολότητας. Ακριβώς όπως στην αλχημεία,  η φυσικοεπιστημονική δράση (απασχόληση)  επιτρέπει αρχετυπικές εμπειρίες, και δεν είναι γι’ αυτό εκπληκτικό, ότι βρίσκουμε στη φυσική επιστήμη πολλές μαρτυρίες για αυθόρμητες συμβολοποιήσεις του ασυνείδητου, που θα είχε μεγάλη σημασία να τα εννοήσουμε εκτενώς. Ο Πάουλι είχε τη γνώμη, πως η αλχημεία έχει αποτύχει. Γράφει σ’ ένα γράμμα στον Χάιζενμπεργκ:
«Υποθέτω δηλαδή, πως το αλχημιστικό πείραμα μιας ψυχο-φυσικής ενιαίας γλώσσας έχει αποτύχει μόνο γι’ αυτό, επειδή είχε συσχετισθή (αυτή η γλώσσα…) με μιαν ορατή, συγκεκριμένη πραγματικότητα. Σήμερα έχουμε όμως στη φυσική μιαν αόρατη πραγματικότητα (των μη τεμνόμενων – atomare – αντικειμένων), στα οποία εμπλέκεται με μιαν ορισμένην ελευθερία ο παρατηρητής (όπου και τίθεται μπροστά στην εκλογή «η επιλογή και το θύμα»)˙ έχουμε στην ψυχολογία του ασυνείδητου συμβάντα, που δεν μπορούν να αποδωθούν πάντα μονοσήμαντα σ’ ένα ορισμένο υποκείμενο. Το πείραμα ενός ψυχοφυσικού μονισμού μού φαίνεται τώρα ουσιαστικά πιο ελπιδοφόρο, αν θα συσχετιζόταν η κατάλληλη (άγνωστη ακόμα, ουδέτερη αναφορικά προς το αντιθετικό ψυχικο-φυσικό ζεύγος) ενιαία γλώσσα με μια βαθύτερη, αόρατη πραγματικότητα».
Πρέπει να ρωτήσουμε όμως και κριτικά, αν έχη πράγματι αποτύχει η αλχημεία. Ο Πάουλι είχε φόβο μπροστά στη μοντέρνα τεχνική και καμμιάν πιθανώς θετική σχέση προς τις μηχανικές επιστήμες. Το ερώτημα, αν και με ποιαν έννοια επιτρέπεται να θεωρηθούν οι μοντέρνες τεχνικές επιστήμες ως διάδοχοι της αλχημείας, δεν είχε απ’ όσο γνωρίζω συζητηθή ούτε απ’ τον Γιουνγκ ούτε απ’ τον Πάουλι. Όμοια με πολλούς αλχημιστές, βρίσκονται όχι λίγοι μοντέρνοι φυσικοί επιστήμονες και μηχανικοί κάτω απ’ τη μαγεία ασυνείδητων ψυχικών περιεχομένων και τα προβάλλουν στον εξωτερικόν κόσμο. Άξια στοχασμού μού φαίνεται η θέση του Donald Brinkmann, ότι υπάρχει στη μοντέρνα τεχνική μια περιπαθής τάση προς ενεργητική αυτολύτρωση στο έργο κι ότι υφίσταται επομένως μια εσωτερική συνάρτηση μεταξύ αλχημείας και τού τεχνικού ανθρωπισμού της νεώτερης εποχής. Με την έννοια αυτή, θα ήταν προπάντων ο Παράκελσος (1495-1541) πρωτοπόρος τής μοντέρνας τεχνικής (σ.σ.: Επιθυμώ να τονίσω, ότι στη δική μου περιγραφή η νεωτερική φυσική επιστήμη ως πρωτοπόρος τής μοντέρνας τεχνικής τού όντος – ως ενός «τρόπου της προκαλούσης αποκάλυψης» κατά τον Μάρτιν Χάιντεγγερ – και η «τεχνική πραγματικότητα ως μοντέρνος-νεωτερικός φορέας της θεϊκότητας» αδικούνται).
Υπάρχουν οπωσδήποτε περισσότεροι παραλληλισμοί μεταξύ αλχημείας και φυσικο-επιστημονικής τεχνικής απ’ ό,τι γίνεται κοινώς αποδεκτό. Το αλχημιστικό έργο αφορά στη λύτρωση τού φυλακισμένου στην ύλη πνεύματος της παγκόσμιας ψυχής και εννοήθηκε απ’ τον Γιουνγκ ως προβολή, μεταξύ άλλων, ψυχικών μεταβλητικών ενεργειών (λειτουργιών) σε χημικές ενέργειες. Ακριβώς όπως στην αλχημεία, πρέπει να αναζητηθούν συχνά οι ρίζες στις μοντέρνες τεχνικές επιστήμες, στα προβλητικά βιώματα των ερευνητών. Η ιδέα-στόχος (η τερματική ιδέα) τής σημερινής φυσικής επιστήμης είναι η επικαιροποίηση του δυνητικά εφικτού, η συγκεκριμένη παραγωγή πραγματικότητας. Η μοντέρνα τεχνική ασχολείται όλο και περισσότερο με την πραγματική παραγωγή ενός νέου κόσμου κι ενός νέου ανθρώπου – μια εκδήλωση μιας σοβαρά εκληφθησόμενης σφοδρής επιθυμίας. Αυτό που έλεγε για ορισμένους αλχημιστές ο Γιουνγκ, θα μπορούσε να αληθεύη και για πολλούς μοντέρνους φυσικούς ερευνητές και μηχανικούς:
«Αφού επρόκειτο για προβολές, αγνοούσε [ο βοηθός στο αλχημιστικό εργαστήριο] φυσικά, ότι το βίωμα δεν είχε τίποτα να κάνη με την ίδιαν την ύλη (όπως τη γνωρίζουμε δηλαδή σήμερα). Βίωνε την προβολή του ως ιδιότητα της ύλης. Αυτό που βίωνε στην πραγματικότητα, ήταν το ασυνείδητό του».

11. Μαγεία (γοητεία) στις φυσικές επιστήμες.


Ο Bernhard Riemann (1826-1866) ήταν ένας μαθηματικός εκτενούς μεγαλοφυΐας και λαμπρής διαίσθησης. ‘Ένα προβεβλημένο άλυτο πρόβλημα των μαθηματικών είναι η επονομαζόμενη υπόθεση του Riemann, η οποία συσχετίζεται με τις μηδενικές θέσεις (τόπους) της συνάρτησής του τού ζ . Ο Riemann υπέθετε, πως οι μη πραγματικές μηδενικές θέσεις της συνάρτησης ζ έχουν όλες το πραγματικό μέρος ½ . Μια απόδειξη της υπόθεσης τού Riemann θα συνεπάγονταν εκτεταμένες αναλυτικές και αριθμητικές συνέπειες, πολύ ακριβέστερες π.χ. δηλώσεις για την κατανομή των πρώτων αριθμών. Επαληθεύτηκε μέσω αριθμητικών υπολογισμών το έτος 1982, πως τα πρώτα 200 000 000 μη πραγματικών μηδενικών τόπων έχουν πράγματι το πραγματικό μέρος ½ . Παρ’ όλον τον ενθερμότατο μόχθο των καλύτερων μαθηματικών, η ορθότητα τής υπόθεσης του Riemann μέχρι σήμερα 
είναι εκκρεμής. Αυτό που μας ενδιαφέρει όμως εδώ περισσότερο είναι το ερώτημα: Πώς φτάνει κανείς γενικώς σε τέτοιες υποθέσεις;
Χαρακτηρίζουμε τίς ιδιαίτερα διαφωτιστικές ιδέες ως ξαφνιάσματα, ως εμ-νεύσεις, ως κάτι δηλαδή το οποίο συμβαίνει στη σκέψη μας («σκέφτεται σ’ εμάς»). Χωρίς έμπνευση δεν υπάρχουν καθόλου σχετικά (απαλλαγμένα από υποχρεώσεις) μαθηματικά και φυσική επιστήμη. Η μαγεία, την οποίαν εξασκεί η δημιουργική έρευνα σε πολλούς φυσικούς επιστήμονες, έχει βέβαια την αιτία της στην προσωπική συμμετοχή στο βασίλειο των ορθολογικά ασύλληπτων συλλογικών πηγών. Γράφει σ’ ένα γράμμα στον Bolyai o Gauss: «Δεν είναι, στ’ αλήθεια, η γνώση, αλλά η μάθηση, δεν είναι η κατοχή, αλλά η απόκτηση, δεν είναι το να είσαι, αλλά το να γίνεσαι, που παρέχει τη μεγαλύτερη απόλαυση».
Η μαγεία οδηγεί σ’ έναν υπερχειλίζοντα ενθουσιασμό και εξαναγκάζει τον εμπνευσμένο ερευνητή, να εργάζεται παράφορα σχεδόν μέρα και νύχτα στο πρόβλημα. Η φυσική επιστήμη δεν μπορεί να ανταπεξέλθη χωρίς αυτήν τη μαγεία, αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, ότι η μαγεία μπορεί να οδηγήση και σε κατοχή (δαιμονισμό), να σε κάνη αδυσώπητο και τυφλό. Είναι όπως μια επικίνδυνη πρώτη ύλη φαρμάκου (δρόγη), καλύπτει με προπέτασμα καπνού σε πολλούς επιτυχημένους ερευνητές τη ματιά πάνω στο όλον. Κάθε μαγεία έχει μια θεϊκή όψη, που δεν μπορεί να καταπιεστή τόσο απλά. Όπως τόνιζε ήδη ο μαθηματικός Ανρί Πουανκαρέ (Henri Poincarė),  σχεδόν πάντοτε οι εμπνεύσεις κι οι ξαφνικοί φωτισμοί 
συνοδεύονται απ’ το αίσθημα μιας απόλυτης βεβαιότητας, το οποίο δεν αποκλείει όμως, ότι μπορούν παρ’ όλ’ αυτά να μας εξαπατήσουν. Ο Πουανκαρέ γνώριζε πολύ καλά, ότι πρέπει να συμβιβάζεται ενεργητικά καί κριτικά κανείς με τις εμπνεύσεις και δεν επιτρέπεται να αποδέχεται σε καμμιάν περίπτωση χωρίς εξέταση αυτό, το οποίο παράγει (γεννά) το ασυνείδητο .
Σε αντίθεση με τις επονομαζόμενες «πρωτόγονες κουλτούρες (πολιτισμούς)», δεν έχει αναπτύξει η δική μας κοινωνία κανένα τυπικό για τη συναναστροφή με το μαγευτικό. Σε προηγούμενες εποχές – όταν υπήρχαν ακόμα λίγοι επιστήμονες, κι όταν μιλούσε κανείς ακόμα για τον Θεό –  αυτό το πρόβλημα ήταν λιγότερο πιεστικό. Ας παραθέσουμε ως παράδειγμα, από ένα γράμμα του Carl Friedrich Gauss (1777-1855) στον πατρικό του φίλο, τον ερασιτέχνη (εραστή) αστρονόμο Wilhelm Olbers:
«Θυμάστε ίσως όμως την ίδιαν εποχή τα παράπονά μου για μιαν πρόταση…, που τη γνώριζα ήδη τότε πάνω από δυό χρόνια, και που είχε ματαιώσει όλες τις προσπάθειές μου, να βρω μιαν επαρκή απόδειξη… Αυτή η έλλειψη μού είχε κόψει την όρεξη για όλα τα υπόλοιπα, τα οποία εύρισκα˙ κι εδώ και τέσσερα χρόνια θα έχη σπάνια περάσει μια εβδομάδα, που να μην είχα κάνει τη μια ή την άλλη μάταιη απόπειρα, να λύσω αυτόν τον κόμπο – και με ιδιαίτερη ζωηρότητα ξανά πάλι τον τελευταίον καιρό. Όμως κάθε μελέτη, κάθε αναζήτηση υπήρξε μάταιη, έπρεπε να καταθέτω λυπημένος κάθε φορά την πένα. Πριν από λίγες μέρες πέτυχε τελικά – όχι όμως με την κοπιαστική μου προσπάθεια, αλλ’ απλώς με τη χάρι του Θεού επιθυμώ να πω. Όπως ενσκήπτει η αστραπή, το αίνιγμα έχει λυθή˙ εγώ ο ίδιος δεν θα ήμουν σε θέση, να υποδείξω το καθοδηγητικό νήμα μεταξύ αυτού, το οποίο γνώριζα προηγουμένως, αυτού, με το οποίο έχω κάνει τις τελευταίες απόπειρες, - κι αυτού, με το οποίο συνέβη η επιτυχία».
Ως μαθηματικός,  ο Γκάους ήταν στην ευτυχή κατάσταση, να διακρίνη αντικειμενικά μεταξύ μιας imaginatio vera και μιας imaginatio phantastica . Το ότι μιλάει ο Γκάους για τη «χάρι του Θεού», δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου, αλλά μια στάση, που τον προφύλασσε από μιαν ταύτιση με την πηγή της έμπνευσής του. «Κάθε γνήσια έμπνευση πηγάζει απ’ τον Θεό», έλεγε κι ο Γιοχάνες Μπραμς. Επειδή υφίσταται ο καθόλου ευτελής κίνδυνος, να ιδιοποιηθή το Εγώ κάτι, το οποίο δεν του ανήκει. Ο
 Γιουνγκ μιλά τότε για έναν ψυχικόν πληθωρισμό, με την έννοια ότι «…η αμφισβητούμενη κατάσταση σημαίνει μιαν υπερβαίνουσα τα ατομικά όρια επέκταση (διαστολή) της προσωπικότητας, έναν κομπασμό, με μια λέξη». Λέει για τη φυσίωση ο Γιουνγκ:
«Η φυσίωση δεν έχει τίποτα να κάνη με το είδος της γνώσης, αλλ’ απλώς με το γεγονός, ότι μια καινούργια, τέτοιου μεγέθους γνώση μπορεί να λάβη στην κατοχή της έναν αδύνατο νου, ώστε να μη μπορή να βλέπη και ν’ ακούη τίποτα άλλο πια. Υπνωτίζεται απ’ αυτό, και πιστεύει, πως έχει μόλις ανακαλύψει τη λύση του παγκόσμιου αινίγματος».«Μια φουσκωμένη (κομπάζουσα) συνείδηση είναι πάντα εγωκεντρική και συνειδητοποιεί μόνον την παρουσία της. Είναι ανίκανη, να μάθη απ’ το παρελθόν, ανίκανη, να εννοήση αυτό που συμβαίνει τώρα, και ανίκανη, να βγάλη σωστά συμπεράσματα για το μέλλον. Είναι υπνωτισμένη απ’ τον ίδιον της τον εαυτό και δεν παίρνει γι’ αυτό και από λόγια. Είναι υποχρεωμένη ως εκ τούτου σε καταστροφές, που εν ανάγκη θα τη σκοτώσουν. Η φυσίωση είναι κατά παράδοξον τρόπο το να γίνη ασυνείδητη μια συνείδηση. Η περίπτωση αυτή εμφανίζεται, όταν η συνείδηση επιβαρύνεται πέρα απ’ τις δυνάμεις της με περιεχόμενα του ασυνειδήτου, και χάνει τη διακριτική της ικανότητα, αυτήν την conditio sine qua non (απαραίτητη συνθήκη) κάθε συνείδησης».

Αμέθυστος

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: