Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2020

Αγ. Γρηγόριος Παλαμάς - ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ (10)

Συνέχεια από: Δευτέρα, 22 Ιουνίου 2020



ΕΡΩΤΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Καλώς εποίησες, πάτερ, που παρέθεσες και τους λόγους των αγίων πατέρων για το ζήτημα που έθεσα. Πράγματι, όταν άκουα εσένα να μου λύνεις τις απορίες, θαύμαζα βέβαια με το εμφανές τής αλήθειας, αλλά, επειδή «κάθε λόγος αντιμάχεται από άλλο λόγο», όπως είπες και εσύ, εκείνο μού προκαλούσε ανησυχία στη διάνοια, μη τυχόν παρουσιαστεί αντιλογία πάλι και στα λεγόμενα από σένα. Όταν όμως αντιλήφθηκα ότι μόνη αναντίρρητη μαρτυρία είναι η μαρτυρία με τα έργα και άκουσα τούς άγιους πατέρες να λένε τα ίδια με εσένα, δεν φοβήθηκα πια τίποτε τέτοιο. Γιατί, εκείνος που δεν πείθεται σ’ αυτούς, πώς θα μπορούσε ο ίδιος να είναι αξιόπιστος; Και πώς δεν θα αθετούσε τον Θεό των αγίων; Γιατί Αυτού είναι ο λόγος που λέχθηκε προς τούς αποστόλους και μέσω αυτών προς τούς μετά από αυτούς αγίους· «εκείνος που απορρίπτει εσάς, απορρίπτει εμένα», δηλαδή την ίδια την αλήθεια. Πώς λοιπόν θα γίνει αποδεκτός, από εκείνους που αναζητούν την αλήθεια, εκείνος που αντιτίθεται στην αλήθεια; Γι’ αυτό σε παρακαλώ, πάτερ, θέλησε ν’ ακούσεις να σου εκθέσω κατά σειρά και τα άλλα, όσα άκουσα από τους άνδρες εκείνους που ασχολούνται σ’ όλη τή ζωή τους με την ελληνική παιδεία, και σε παρακαλώ να μου πεις βέβαια για όλα αυτά κάτι από όσα νομίζεις εσύ, να προσθέσεις όμως και τις γνώμες των αγίων πατέρων γι’ αυτά. Λέγουν δηλαδή ότι κακώς ποιούμε που σπεύδουμε να περικλείσουμε μέσα στο σώμα τον νου μας· γιατί υποστηρίζουν ότι πρέπει με κάθε τρόπο να εξωθούμε αυτόν έξω από το σώμα. Γι’ αυτό διασύρουν υπερβολικά μερικούς από τους δικούς μας, γράφοντας εναντίον τους ότι δήθεν προτρέπουν τους αρχάριους να συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο σώμα τους και με την αναπνοή να εισάγουν μέσα τους τον νου τους, λέγοντας ότι ο νους δεν είναι χωρισμένος από την ψυχή. Αυτόν λοιπόν που δεν είναι χωρισμένος, αλλά βρίσκεται μέσα μας, πώς θα μπορούσε να τον εισαγάγει (πέμψει) κανείς πάλι μέσα του; Ισχυρίζονται ακόμα ότι αυτοί λέγουν ότι εισάγουν μέσα τους μέσω τών μυκτήρων και τη θεία χάρη. Εγώ όμως, γνωρίζοντας ότι αυτοί το λέγουν αυτό συκοφαντικά, εφόσον δεν το άκουσα από κανένα δικό μας, από αυτό συμπέρανα ότι και ως προς τα άλλα επιτίθενται με κακοήθεια· γιατί γνώρισμα των ίδιων είναι και το να φαντάζονται ανύπαρκτα πράγματα εναντίον των ανθρώπων, και να κακοποιούν τα όσα συμβαίνουν. Συ όμως δίδαξέ με, πάτερ, πως προτιμούμε με κάθε προθυμία να πέμπουμε μέσα μας το νου και πως θεωρούμε ότι δεν είναι κακό να περικλείουμε μέσα στο σώμα το νου.

1,2
ΑΠΟΚΡΙΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ 
ΛΟΓΟΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ
ΓΙΑ ΤΟ ΟΤΙ ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΠΕΛΕΞΑΝ ΝΑ ΖΟΥΝ ΣΤΗΝ ΗΣΥΧΙΑ ΠΡΟΣΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΩΦΕΛΕΣ ΝΑ ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΝΟΥ ΤΟΥΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΣΩΜΑ
1. Αδελφέ, δεν ακούς τον απόστολο που λέγει ότι «τα σώματά μας είναι ναός τού αγίου Πνεύματος που υπάρχει μέσα μας», και πάλι, ότι «εμείς είμαστε οίκος τού Θεού», όπως λέγει και ο Θεός, «θα ενοικήσω εις αυτούς και θα περπατήσω μαζί τους και θα είμαι Θεός τους»; Αυτό λοιπόν που είναι από τη φύση του καμωμένο να γίνει κατοικητήριο τού Θεού, πώς θα ενεργούσε ανάξια κάποιος που έχει νου, αν ενοίκιζε τον νου του μέσα σ’ αυτό; Πώς επίσης και ο Θεός στην αρχή ενοίκισε τον νού μέσα στο σώμα; Άραγε και αυτός έπραξε κακώς; Τέτοια λόγια, αδελφέ, αρμόζει να λέγονται στους αιρετικούς, οι οποίοι χαρακτηρίζουν το σώμα κακό και πλάσμα τού πονηρού. Εμείς όμως νομίζουμε ότι ο νους είναι κακός όταν βρίσκεται προσηλωμένος στα σωματικά φρονήματα, ενώ μέσα στο σώμα δεν είναι κακός, εφόσον ούτε το σώμα είναι κακό. Γι’ αυτό καθένας από τούς αφοσιωμένους σε όλη τη ζωή του στον Θεόν φωνάζει μαζί με τον Δαβίδ, «εδίψασε η ψυχή μου για σένα, σε πόθησε η σαρξ μου», και «η καρδία μου και η σαρξ μου γέμισαν από αγαλλίαση εξαιτίας του ζώντος Θεού», και μαζί με τον Ησαΐα, «η κοιλιά μου θα ηχήσει σαν κιθάρα και τα σπλάχνα μου σαν χάλκινο τείχος που το ανακαίνισες εσύ» και «δια τον φόβον σου, Κύριε, ελάβαμε το πνεύμα της σωτηρίας σου μέσα στην κοιλιά μας», στο οποίο στηρίζοντας το θάρρος μας δεν θα πέσουμε, αλλά θα πέσουν εκείνοι που φωνάζουν από τη γη και κηρύττουν ψευδώς ότι είναι γήινα τα επουράνια ρήματα και βιώματα. 

Γιατί, αν και ο απόστολος λέγει θάνατο το σώμα, διότι λέγει, «ποιος θα με απαλλάξει από το σώμα αυτό του θανάτου;», το λέγει αυτό επειδή το υλικό και σωματικό φρόνημα είναι σωματοειδές· γι’ αυτό, παραβάλλοντας αυτό προς το πνευματικό και θείο φρόνημα, δικαίως το εκάλεσε σώμα, και όχι απλώς σώμα, αλλά θάνατο τού σώματος, και μάλιστα αφού λίγο παραπάνω δηλώνει καθαρότερα, ότι δεν κατηγορεί το σώμα, αλλά την αμαρτητική ορμή που εισήλθε μέσα σ’ αυτό εξαιτίας της παραβάσεως· «είμαι πουλημένος», λέγει «στην αμαρτία»· και ο πουλημένος δεν είναι από τη φύση του δούλος. Και πάλι· «γνωρίζω ότι δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή μέσα στο σώμα μου, αγαθό». Βλέπεις ότι δεν εννοεί το σώμα, αλλά το κακό που κατοικεί μέσα σ’ αυτό; Αυτόν λοιπόν τον νόμο, που βρίσκεται μέσα στα μέλη μας και αντιστρατεύεται τον νόμο τού νοός και κατοικεί μέσα στο σώμα, εννοεί κακόν, και όχι τον νου.

2. Γι’ αυτό εμείς, αντιπαρατασσόμενοι σ’ αυτόν «τον νόμο τής αμαρτίας», τον απομακρύνουμε από το σώμα και εισάγουμε σ’ αυτό την εποπτεία του νου και με αυτή νομοθετούμε το πρέπον σε κάθε δύναμη της ψυχής και σε κάθε μέλος τού σώματος· στις αισθήσεις ποιά και πόσα να αντιλαμβάνονται· το έργο του νόμου αυτού ονομάζεται εγκράτεια· στο παθητικό μέρος της ψυχής εισάγουμε την άριστη έξη, την ονομαζόμενη αγάπη· αλλά και το λογιστικό βελτιώνουμε με τον νόμο αυτό, αποβάλλοντας κάθετι πού εμποδίζει τη διάνοια στην ανάβασή της προς τον Θεό, και καλούμε αυτό το μέρος του νόμου αυτού νήψη. Όταν λοιπόν κάποιος καθαρίσει το σώμα του με εγκράτεια, καταστήσει το θυμικό και την επιθυμία με τη θεία αγάπη αφορμή αρετών και παρουσιάσει στον Θεό με την προσευχή τον νου εξαγνισμένο, αποκτά και βλέπει μέσα του τη χάρη που έχει υποσχεθεί ο Θεός σ' αυτούς που είναι καθαροί στην καρδιά. Και τότε θα μπορούσε να λέγει και τούτο μαζί με τον Παύλο· «ο Θεός, που είπε να λάμψει φώς από το σκοτάδι, αυτός έλαμψε μέσα στις καρδιές μας, προς φωτισμόν της γνώσεως της δόξας του Θεού, μέσω του προσώπου του Ιησού Χριστού»· «και έχουμε», λέγει, «τον θησαυρό αυτό μέσα στα πήλινα σκεύη». Έχοντας λοιπόν εμείς το πατρικό φως σαν σε πήλινα σκεύη, μέσα στα σώματα, μέσω τού προσώπου τού Ιησού Χριστού, προς γνώση της δόξας του αγίου Πνεύματος, αν κρατήσομε τον νου μας μέσα στο σώμα, θα πράξουμε ανάξια τής μεγαλοφυΐας του νου; Και ποιός θα το έλεγε αυτό, όχι βέβαια πνευματικός, αλλ’ έχοντας έστω και νου γυμνό από τη θεία χάρη, ανθρώπινο όμως;

(Συνεχίζεται)


Αρχαίο Κείμενο


ΕΡΩΤΗΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

Καλῶς ἐποίησας, Πάτερ, καί τούς τῶν ἁγίων περί τοῦ ζητηθέντος μοι λόγους προθέμενος. Σοῦ γάρ ἀκούων λύοντός μοι τά διηπορημένα, ἐθεύμαζον μέν τῆς ἀληθείας τό ἐμφανές, ἐκεῖνο δέ μου ὑπεισήει τήν διάνοιαν, ὡς ἐπείπερ «λόγῳ παλαίει πᾶς λόγος», ὡς καί αὐτός εἴρηκας, μή καί τοῖς ὑπό σοῦ λεγομένοις αὖθις εἴη τις ἀντιλογία. Ἐπεί δέ τήν διά τῶν ἔργων μαρτυρίαν μόνην ἔγνων οὖσαν ἀναμφίλεκτον καί τούς ἁγίους τά αὐτά σοι λέγοντας ἀκήκοα, οὐδέν τοιοῦτον ἔτι δέδοικα. Ὁ γάρ τούτοις μή πειθόμενος, πῶς ἄν αὐτός ἀξιόπιστος εἴη; Πῶς δ᾿ οὐκ ἄν ἀθετοίη τόν τῶν ἁγίων Θεόν; Αὐτοῦ γάρ ἐστι λόγος πρός τούς ἀποστόλους καί δι᾿ αὐτῶν πρός τούς μετ᾿ αὐτούς ἁγίους εἰρημένος, ὅτι «ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμέ ἀθετεῖ», ταὐτόν δ᾿ εἰπεῖν, αὐτήν τήν ἀλήθειαν. Πῶς οὖν ἄν ἀποδεχθείη παρά τῶν ζητούντων τήν ἀλήθειαν ὁ ἀντικείμενος τῇ ἀληθείᾳ; Διό παρακαλῶ σε, πάτερ, ἀκοῦσαί μοι καί τῶν ἄλλων ἕκαστον διεξιόντος, ὧν παρά τῶν διά βίου τήν ἑλληνικήν παιδείαν μετιόντων ἀνδρῶν ἀκήκοα ἐκείνων καί εἰπεῖν μέν μοι καί τι τῶν δοκούντων παρά σεαυτοῦ πρός ταῦτα, προσθεῖναι δέ καί τάς τῶν ἁγίων περί τούτων δόξας. Λέγουσι γάρ ἠμᾶς κακῶς ποιεῖν ἔνδον τοῦ σώματος σπεύδοντας τόν ἡμέτερον ἐμπερικλείειν νοῦν˙ ἔξω γάρ τοῦ σώματός φασι μᾶλλον χρῆναι παντί τρόπῳ τοῦτον ἐξωθεῖν. Διό καί διασύρουσι σφόδρα τινάς τῶν ἡμετέρων, κατ᾿ αὐτῶν γράφοντες, ὡς τοῖς ἀρχαρίοις παραινοῦντας ἐφ᾿ ἑαυτούς βλέπειν καί διά τῆς ἀναπνοῆς εἴσω πέμπειν τόν οἰκεῖον νοῦν, φάσκοντες μή κεχωρισμένον εἶναι τῆς ψυχῆς τόν νοῦν. Τόν οὖν μή κεχωρισμένον, ἀλλ᾿ ἐνόντα, πῶς ἄν αὖθις εἴσω πέμποι τις; Φασί δέ καί τήν θείαν χάριν διά τῶν μυκτήρων εἰσοικίζειν λέγειν. Ἀλλ᾿ εἰδώς ἐγώ συκοφαντικῶς τοῦτο λέγοντας αὐτούς, παρ᾿ οὐδενός γάρ τοῦτ᾿ ἤκουσα τῶν ἡμετέρων, ἐκ τούτου καί τοῖς ἄλλοις ὑπενόησα κακούργως ἐπιτίθεσθαι˙ τῶν γάρ αὐτῶν ἐστι τά τε μή ὄντα κατ᾿ ἀνθρώπων πλάττειν καί τά ὄντα κακουργεῖν. Σύ δέ δίδαξόν με, πάτερ, πῶς εἴσω πέμπειν σπουδῇ πάσῃ προαιρούμεθα καί μή κακόν οἰόμεθα τῷ σώματι καί τόν νοῦν ἐμπερικλείειν.


1,2
ΑΠΟΚΡΙΣΙΣ ΔΕΥΤΕΡΑ

ΛΟΓΟΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΙΕΡΩΣ ΗΣΥΧΑΖΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ

ΟΤΙ ΤΟΙ ΠΡΟΗΡΗΜΕΝΟΙΣ ΕΝ ΗΣΥΧΙΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΝ ΕΑΥΤΟΙΣ ΟΥΚ ΑΣΥΝΤΕΛΕΣ ΕΝΔΟΝ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΘΑΙ ΚΑΤΕΧΕΙΝ ΤΟΝ ΟΙΚΕΙΟΝ ΝΟΥΝ.

1. Ἀδελφέ, οὐκ ἀκούεις τοῦ ἀποστόλου λέγοντος ὅτι «τά σώματα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματός ἐστι», καί πάλιν ὅτι «οἶκος τοῦ Θεοῦ ἡμεῖς ἐσμεν», ὡς καί ὁ Θεός λέγει, ὅτι «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω καί ἔσομαι αὐτῶν Θεός»; Ὅ τοίνυν οἰκητήριον πέφυκε γίνεσθαι Θεοῦ, πῶς ἄν ἀναξιοπαθήσαι τις νοῦν ἔχων ἐνοικίσαι τόν οἰκεῖον νοῦν αὐτῷ; Πῶς δέ καί ὁ Θεός τήν ἀρχήν ἐνῴκισε τῷ σώματι τόν νοῦν; Ἆρα καί αὐτός κακῶς ἐποίησε; Τούς τοιούτους λόγους, ἀδελφέ, τοῖς αἱρετικοῖς ἁρμόσει λέγειν, οἵ πονηρόν καί τοῦ πονηροῦ πλάσμα τό σῶμα λέγουσιν. Ἡμεῖς δέ ἐν τοῖς σωματικοῖς φρονήμασιν εἶναι τόν νοῦν οἰόμεθα κακόν, ἐν τῷ σώματι δέ οὐχί κακόν, ἐπεί μηδέ τό σῶμα πονηρόν. Διό μετά τοῦ Δαβίδ τῶν διά βίου τῷ Θεῷ προσανεχόντων ἕκαστος βοᾷ πρός τόν Θεόν˙ «ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου» καί «ἡ καρδία μου καί ἡ σάρξ ἠγαλλιάσαντο ἐπί Θεόν ζῶντα»˙ καί μετά τοῦ Ἠσαΐου, «ἡ κοιλίαν μου ἠχήσει ὡς κιθάρα καί τά ἐντός μου ὡσεί τεῖχος χαλκοῦν, ὅ ἐνεκαίνισας» καί «διά τόν φόβον σου, Κύριε, ἐν γαστρί ἐλάβομεν Πνεῦμα σωτηρίου σου», ᾧ θαρροῦντες οὐ πεσούμεθα, ἀλλά πεσοῦνται οἱ ἀπό τῆς γῆς φωνοῦντες καί ὡς γηΐνων τῶν ἐπουρανίων ρημάτων καί πολιτειῶν καταψευδόμενοι.

Εἰ γάρ καί ὁ ἀπόστολος θάνατον τό σῶμα λέγει, «τίς γάρ με», φησί, «ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;», ἀλλ᾿ ὡς τοῦ προσύλου καί σωματικοῦ φρονήματος σωματοειδοῦς ὄντος ἀτεχνῶς˙ διό, πρός τό πνευματικόν καί θεῖον παραβάλλων τοῦτο, σῶμα δικαίως ἐκάλεσε, καί οὐχ ἁπλῶς σῶμα, ἀλλά θάνατον σώματος, καί τοῦτο μικρόν ἀνωτέρω τρανότερον δηλῶν ὡς οὐχί τήν σάρκα αἰτιᾶται, ἀλά τήν ἐπεισελθοῦσαν ἁμαρτητικήν ὁρμήν ἐκ παραβάσεως˙ πεπραμένος», φησίν, «εἰμί ὑπό τήν ἁμαρτίαν»˙ ὁ πεπραμένος δέ οὐ φύσει δοῦλος. Καί πάλιν˙ «οἶδα ὅτι οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί, τουτέστιν ἐν τῇ σαρκί μου, ἀγαθόν». Ὁρᾷς ὅτι οὐ τήν σάρκα ἀλλά τό ἐνοικοῦν αὐτῇ φησί κακόν; τοῦτον τοίνυν, τόν ὄντα ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν καί τῷ νόμῳ τοῦ νοός ἀντιστρατεύομενον νόμον, ἐνοικεῖν τῷ σώματι κακόν, ἀλλ᾿ οὐχί τόν νοῦν.


2. Διά τοῦθ᾿ ἡμεῖς, ἀντιπαραταττόμενοι τούτῳ τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας, ἐξοικίζομεν αὐτόν τοῦ σώματος καί ἐνοικίζομεν τήν ἐπισκοπήν τοῦ νοῦ καί νομοθετοῦμεν δι᾿ αὐτῆς ἑκάστῃ τε δυνάμει τῆς ψυχῆς καί τοῖς τοῦ σώματος μέλεσιν ἑκάστῳ τό προσῆκον˙ ταῖς μέν αἰσθήσεσιν, ὧν τε καί ἐφ᾿ ὅσον ἐστίν ἀντιληπτέον, τό ἔργον δέ τοῦ νόμου τοῦτο προσαγορεύεται ἐγκράτεια˙ τῷ δέ παθητικῷ μέρει τῆς ψυχῆς τήν ἀρίστην ἐμποιοῦμεν ἕξιν, ἀγάπην δ᾿ ἔσχεν αὕτη τήν ἐπωνυμίαν˙ ἀλλά καί τό λογιστικόν διά τούτου βελτιοῦμεν, ἀποπεμπόμενοι πᾶν ὅ τι προσίσταται τῇ διανοίᾳ πρός τήν εἰς Θεόν ἀνάνευσιν, καλοῦμεν δέ τουτί τό μόριον τοῦ νόμου τούτου νῆψιν. Ἐγκρατείᾳ δέ τις τό σῶμα καθάρας ἑαυτοῦ, θυμόν τε καί ἐπιθυμίαν ἀφορμήν ἀρετῶν δι᾿ ἀγάπης θείας ποιησάμενος καί νοῦν ἀπειλικρινημένον δι᾿ εὐχῆς παραστήσας τῷ Θεῷ, κτᾶται καί ὁρᾷ ἐν ἑαυτῷ τήν ἐπηγγελμένην χάριν τοῖς κεκαθαρμένοις τήν καρδίαν. Καί τότ᾿ ἄν δυνηθείη καί τοῦτο μετά Παύλου λέγειν, ὅτι «ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ˙ «ἔχομεν δέ», φησί, «τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν». Τό γοῦν πατρικόν φῶς, ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τό γνῶναι τήν δόξαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἔχοντες ἡμεῖς ὡς ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσι, τοῖς σώμασιν, εἰς τόν νοῦν ἡμῶν αὐτῶν ἔνδον τοῦ σώματος καθέξομεν, ἀναξίως τῆς μεγαλοφυΐας πράξομεν τοῦ νοῦ; Καί τίς ἄν τοῦτ᾿ εἴποι, μή ὅτι πνευματικός, ἀλλά καί νοῦν γεγυμνωμένον θείας χάριτος, ἀνθρώπου δ᾿ ὅμως ἔχων;

https://greekdownloads.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: