Συνέχεια από : Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020
ΤΟ ΕΓΩ ΣΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΝΤ
Vittorio Mathieu
1. Για τους αρχαίους το Εγώ ήταν το καθαρό μάτι του κόσμου, και γι’αυτό δέν μιλούσαν γι’αυτό. Το μάτι δέν βλέπει τον εαυτό του. Είχαν όμως και αυτοί το πρόβλημα μίας συγκεντρωμένης πολλαπλότητος, χωρίς διαχωρισμό. Και την όριζαν «λόγος». Μία ομιλία η οποία είναι μαζί, η ακολουθία των λέξεων και η «σημασία» τους. Πολλαπλή και αδιαίρετή στον ίδιο χρόνο. Επι πλέον, ακόμη και χωρίς να ουσιοποιήσουν το Εγώ, οι αρχαίοι κατανούσαν πώς μέσα στην συνείδηση μπορούσε να συγκεντρωθεί το πάν, και τότε μιλούσαν για «ψυχή». Η «ψυχή» είναι ικανή να γίνει κατα κάποιο τρόπο όλα τα πράγματα, λέει ο Αριστοτέλης. Και ο Ηράκλειτος : «τα σύνορα της ψυχής δέν θα μπορέσετε να τα βρείτε, ακόμη και άν ψάξετε όλες τις οδούς, τόσο βαθύς είναι ο λόγος της». Στον Αριστοτέλη δέ επιπλέον εμφανίζεται το πρόβλημα μίας ενέργειας χωρίς περιεχόμενο: σκέψη του εαυτού του, και μ’αυτή την έννοια «Εγώ». Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε καθαρή ενέργεια. Αυτός έλεγε : «σκέψις της σκέψης».
Στον Πλωτίνο είναι όλα ήδη διαφορετικά, διότι ο Πλωτίνος στον τρόπο με τον οποίο φιλοσοφεί είναι μοντέρνος (ίσως επειδή έπρεπε να λογαριαστεί με μία σκέψη η οποία προερχόταν απο την Βίβλο). Στον Πλωτίνο η καθαρή ενέργεια δέν υπάρχει (ο Νούς έχει περιεχόμενα, και γι’αυτό μία νοερή ύλη) αλλά υπάρχει, σαν ένας τίτλος μεταφοράς, η απόκτηση του εαυτού, εκ μέρους του Ενός (το οποίο είναι πάνω απο την σκέψη). Είναι αυτονόητο πώς, όπως και όλοι οι γλωσσικοί σχηματισμοί που αναφέρονται στο ΕΝΑ, και αυτός είναι ανακριβής. Επιβολή είναι η μεταφορά για να κάνουμε το Ενα μία ύπαρξη αντί μία αφαίρεση, και να το εννοήσουμε (εάν μιλούσαμε σαν τον Hegel) καθ’εαυτό. Επι πλέον στον Πλωτίνο υπάρχει η ποιητική συμπαρουσία όλων των ιδεών μέσα στον Νού, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που εμείς ονομάζουμε «Εγώ», και στις οποίες δίνουμε ένα ιδιαίτερο όνομα, όπως Σωκράτης.
2. Στην Μεσσαιωνική και στην μοντέρνα φιλοσοφία έτσι και αλλιώς, το πρόβλημα του Εγώ γεννιέται απο τον Θεό της Βίβλου. Ενός Θεού με μία πολύ ζωηρή προσωπικότητα : θέλει, διατάζει, οργίζεται : προνοεί , δηλ, με ένα μεγάλο ενδιαφέρον για τα ιδιαίτερα πράγματα που ο Πλωτίνος, και όχι λανθασμένα, δέν έβρισκε πολύ κόσμο να του αποδώσει. Στον ίδιο χρόνο, όμως ο Θεός της Βίβλου είναι το απόλυτο καθόλου, το οποίο δέν έχει δικό του όνομα: ή άν έχει δέν είναι πρέπον να προφέρουμε : το Εγω της αρχαιότητος είναι αυτός ο Θεός, ο οποίος υπάρχει, ενώ για τους Έλληνες υπήρχαν ή οι Θεοί ή το Θείο. Αλλά το Θείο δέν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο. Ενυπάρχει (σαν υπόσταση), αλλά δέν υπάρχει σαν να πετιέται έξω απο τον εαυτό του (όπως υπάρχουμε εμείς).
Το μοντέρνο πρόβλημα του Εγώ γεννιέται, τέλος πάντων απο την αναζήτηση του Θεού. Ενός Θεού στον οποίο μπορούμε να απευθυνθούμε με το ΕΣΥ. Για να τον βρεί ο Αυγουστίνος μας συμβουλεύει να επιστρέψουμε στους εαυτούς μας, αλλά και να πάμε επέκεινα να υπερβούμε τον εαυτό μας : έτσι όπως στον Πλάτωνα, για να βρούμε το Αγαθό, έπρεπε να κατευθυνθούμε στον νοητό κόσμο και να τον υπερβούμε ταυτόχρονα. Με την διαφορά όμως πώς και στον Πλάτωνα και στον Πλωτίνο αυτό που βρίσκεται επέκεινα, δέν λέει ΕΓΩ, ενώ ο Θεός της Βίβλου και του Αυγουστίνου, ανθρωπομορφικώς, το λέει.
Προβάλει όμως τότε η υποψία πώς λέμε «ΕΓΩ»καθ’ομοίωσιν Αυτού. Και αυτή η ομοίωση θα μπορούσε να βρεθεί, πρίν ακόμη και απο την νοερή ψυχή ή την ικανότητα κατανοήσεως, στην ίδια την αισθησιακή ψυχή, η οποία είναι κατα κάποιο τρόπο ικανή συνειδήσεως. Σ’αυτή ακριβώς την κατεύθυνση οι φυσιοκράτες τής Αναγεννήσεως απελευθερώθηκαν απο την προβληματική των «νοητών» καθόλου, προτιμώντας να αλείψουν, σαν να πούμε, την συνείδηση σε όλα τα πράγματα, στην προσπάθεια τους, αδίκως πετυχημένη, να γλιτώσουν απο ένα συγκεντρωμένο ΕΓΩ.αυτό το τελευταίο το κατατάσσουν σε δεύτερη μοίρα, όχι σε πρώτη. Και γι’αυτόν τον λόγο ο Αναγεννησιακός Telesio χαρακτηρίστηκε δικαίως, απο τον Βάκωνα, «πρώτος απο τους μοντέρνους». Όχι για την προσπάθεια, σχεδόν αποτυχημένη εξάλλου, να εξηγήσει την Φύση μέσω των δικών της αρχών. Εάν όμως ο Telesio είναι ο πρώτος απο τους μοντέρνους, ο τελευταίος μοντέρνος δέν θα βρεθεί ποτέ. Ο Πειρασμός να τελειώνουμε με το ΕΓΩ παραμένει μία σταθερά, σε όλες τις φιλοσοφίες οι οποίες απαιτούν να κατανοήσουν την Φύση σύμφωνα με τις δικές της αρχές, όσο και άν αυτές οι αρχές αλλάζουν, κάθε φορά. Θα υπάρχει πάντοτε, σύμφωνα με τον γνωστό αστεϊσμό, ένας Άγιερ (Ayer)ανίκανος να πεί το πιστεύω, όχι λόγω της Αγίας Τριάδος, ούτε λόγω της ενσαρκώσεως, αλλά λόγω της μικρής λεξούλας με την οποία αρχίζει : ΠΙΣΤΕΥΩ.
Είμαι πεπεισμένος αντιθέτως πώς πρέπει να αντιμετωπίσουμε με θάρρος το πρόβλημα, ή όπως λέγεται, το παράδοξο του Εγώ: καί πώς το αληθινά μοντέρνο βρίσκεται εδω: Εγώ σκέπτομαι είναι ένα παράδοξο συμμετρικό ώς προς το ο Θεός υπάρχει:. Στο πρώτο το σκεπτόμενο πεπερασμένο συγκεντρώνεται ανεξήγητα, στον εαυτό του. Στο δεύτερο το άπειρο που ενυπάρχει εκτινάσσεται κατα κάποιο τρόπο έξω απο τον εαυτό του. Εκείνος, αδύνατον να πολλαπλασιαστεί, ΕΓΩ ένας ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Και όμως και ΕΓΩ, άν είμαι ένα ΕΓΩ, δέν είμαι πολλαπλασιαζόμενος με την σειρά μου, είμαι το «μοναδικό» του Στίρνερ.
Σκέπτομαι και υπάρχω σαν «σκεπτόμενη ουσία», λέει ο Καρτέσιος. Αλλά αμέσως παρατηρηθηκε πώς «ουσία» είναι μία λέξη άστοχη, δεδομένου πώς για τον Καρτέσιο η σκέψη ταυτίζεται με την συνείδηση. Η συνείδηση δέν είναι ουσία. Λειτουργεί όμως σαν μεσότης ανάμεσα στο ΕΓΩ και σε ένα του περιεχόμενο, διότι συλλέγει την σκέψη σε ένα σημείο (ή όπως λέει και ο Δάντης «σε έναν τόμο») αλλά ταυτοχρόνως την φανερώνει σε σκέψεις κοινολογούμενες. Σ’αυτή την διπλή αξία, η συνείδηση αποκτά ένα ιδιαίτερο προνόμιο σε σχέση με το Εγω (Σε μένα όπως πολύ πιθανόν και στον Θεό): επιτρέπει στο ΕΓΩ να υπάρχει δηλ, να εξέρχεται απο τον εαυτό του (Σε έκσταση) παραμένοντας ταυτοχρόνως εις εαυτόν και κεντραρισμένο. Στην συνείδηση το σημείο (το κέντρο)ενώνεται με το Σύμπαν. Μάλιστα δέ σ’αυτή την προοπτική το Εγώ, όχι μόνον υπάρχει, αλλά υπάρχει σαν κάτι αδύνατον να καταστραφεί, διότι απλό, παρότι διαθέτει στον εαυτό του ένα περιεχόμενο.
3. Έάν όμως για σκέψη εννοείται η συνείδηση, όπως στον Καρτέσιο, η σκέψη μειώνεται σ’ένα γεγονός, και είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα, να ξαναπέσει στην φυσιοκρατία, μέχρις ότου εξαφανίσει το ΕΓΩ. Για να αποκτήσουμε το δικαίωμα να πούμε πώς η ψυχή «πάντοτε σκέπτεται» και δέν υπάρχει παρα μόνον σκεπτόμενη, είναι ανάγκη να δώσουμε στην σκέψη μία διαφορετική σημασία απο το «είμαστε συνειδητοί». Και αυτό επιτυγχάνει, ο Λάϊμπνιτς. Η συνειδητή σκέψη δέν είναι παρά μόνον ένα παράδειγμα, και ένα ελάχιστο μέρος , εκείνης της σκέψης, χάρη στην οποία «σκέπτομαι άρα υπάρχω» και μάλιστα χάρη στην οποία οτιδήποτε είναι πραγματικό σκέπτεται και Είναι. Όπως στον Αυγουστίνο για να βρούμε τον προσδιορισμένο Θεό δέν πρέπει μόνον να μπούμε στον εαυτό μας, αλλά και να υπερβούμε την συνείδηση μας. Έτσι ακριβώς και για να φτάσουμε στο Εγω χρειάζεται όχι μόνο να συυγκεντρώσουμε στο Εγω τα πράγματα που σκεφτήκαμε, αλλά να ανέβουμε στην κατάσταση η οποία κάνει δυνατή εφικτή, την σκέψη τους. Σ’αυτή την ανάγκη υπακούει το «Εγώ σκέπτομαι» του Καντ, σαν Act, πράξη, ενέργεια, χωρίς περιεχόμενο, και παρ’όλα αυτά υπάρχοντος σε σχέση με τα περιεχόμενα (τόσο πολύ που σε μία του σημείωση ο Κάντ δηλώνει πώς το «Εγώ σκέπτομαι» είναι μία «εμπειρική πρόταση»). Για να πεί μάλιστα πώς αυτό το Εγώ δέν είναι συνείδηση ο Κάντ λέει : πώς δέν αφορά κάτι έξω απο την αντίληψη (μία έννοια που δείχνει την καταγωγή της απο τον Λάϊμπνιτς, διότι τα Γαλλικά του Λάϊμπνιτς του επιτρέπουν να διακρίνει ανάμεσα στο Percevoir και το s’appercevoir), αλλά είναι η «συνθετική ενότης» του μή-αντιληπτού. Δηλ, δέν αφορά το ενοποιημένο φαινόμενο, αλλά την ενοποιό αρχή, η οποία επιτρέπει σε όλες τις «αναπαραστάσεις»να μου ανήκουν. («Αναπαραστάσεις», αντιστοιχεί στον Κάντ, στην Καρτεσιανή σκέψη και στην Cogitatio.) Ταυτοχρόνως το «Εγώ σκέπτομαι» είναι η πράξη που μού επιτρέπει να ανήκω στον εαυτό μου, παρότι με μία επιβολή, αρκετά διαφορετική απο του Πλωτίνου. Δυνάμει μίας τέτοιας οικειώσεως Ισχύει για τον Κάντ, η ταυτότης Εγώ σκέπτομαι = Εγώ είμαι(υπάρχω).
Υπερβαίνοντας πραγματικώς την συνείδηση, ή «συνθετική» ενότης δηλ, η ενοποιός, της αφαιρέσεως ονομάζεται επίσης και καθαρή αφαίρεσις, σε αντίθεση με την εμπειρική: και ονομάζεται υπερβατική με την έννοια ότι καθιστά δυνατή την συνείδηση.
Αλλά, λαμβανόμενη καθ’εαυτή, δέν θα ήταν συνειδητή, μάλιστα δέ δέν θα υπήρχε. Απο το άλλο μέρος τώρα, σαν αρχή χωρίς περιεχόμενο, δέν είναι ούτε το ασυνείδητο, του οποίου το πρόβλημα ακουμπά την ψυχολογία και μόνον. Το ασυνείδητο που εμφανίστηκε στον Λάϊμπνιτς, στον Κάντ παραμένει στο περιθώριο,έτοιμο όμως να επιστρέψει θριαμβευτικά με τον Σοπενάουερ.
Συνεχίζεται
ΔΥΣΚΟΛΟ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟΔΕΚΤΟ ΑΛΛΑ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΚΑΤΑΝΟΗΘΕΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΑΚΡΙΒΩΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΤΗΣ ΟΙΚΕΙΟΠΟΙΗΣΕΩΣ. ΚΑΙ ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΜΕ ΣΤΑ ΦΤΩΧΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ.
ΔΕΝ ΚΑΤΑΝΟΕΙΤΑΙ ΠΛΕΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΚΑ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, Η ΙΔΙΑ Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΝΟΥ, Η ΟΠΟΙΑ ΥΠΗΡΞΕ Ο ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ "ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥ"ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.
Αμέθυστος
5 σχόλια:
Βοηθάει με κάποιο τρόπο το οτι στους αρχαίους το θείο ενυπάρχει ως υπόσταση και δεν πετιέται εκτός του εαυτού του στο να αποφευχθεί η οικειοποίηση και να βιωθεί η μετάνοια; Αν ναί, πως;
Ευχαριστώ
Βασίλης
Η μετάνοια ανήκει στήν οδό τού Κυρίου. Ας πούμε ότι ο νούς, τό θείο στοιχείο, έχει περιεχόμενο τόν λόγο. Αντικαθρεφτίζει τό Ενα καί ενώνει τά πολλά.Τό συγκεκριμένο, ο Σωκράτης, είναι τό καθόλου, είναι τό όλον τού ανθρώπου,πού ενώνει στό όλον αυτού τά μέρη τά οποία τείνουν νά διασπαστούν μέ φορέα τήν επιθυμία. Τό εγώ είναι κενό περιεχομένου καί είναι αναγκασμένο νά βγεί από τόν εαυτό του στό άλλο γιά νά αποκτήσει περιεχόμενο καί συνεπώς αυτοσυνειδησία τής ετερότητός του η οποία στό εξής ενέχει ρόλον ταυτότητος. Γιά τήν ταυτότητά του λοιπόν είναι αναγκασμένο νά επιστρέφει στό άλλο. Στήν κοινωνία. Νά ανανεώνει τό περιεχόμενό του πού είναι η ταυτότητά του στήν ετερότητα. Πρέπει νά πείσω τόν άλλον ότι υπάρχω. Καί η ζωή είναι ένα συνεχές εκκρεμές από τό Είναι ο άλλος στό τίποτα τού εγώ μου. Ο νούς δέν βγαίνει γιά νά βρεί Τόν Αλλο καί νά τόν οικειοποιηθεί, Ο Κύριος ενανθρώπησε καί στόν λόγο τού νού φυτεύει τόν θεανθρώπινο Λόγο Του ο οποίος μεταμορφώνει σέ νέα κτίση τόν πιστό.
Αμέθυστος
Σχόλιο.Όπως βλέπουμε στον πατέρα τής απομυθοποιήσεως τού Ευαγγελίου, οι δικοί μας απομυθοποιητές τής Θεότητος τού Κυρίου, η σχολή του Αγουρίδη, ο Ράμφος, η εσχατολογική ευχαριστεία τού Ζηζιούλα και το αίνιγμα τού κακού του Γιανναρά, είναι απλοί αντιγραφείς του.
Η μοναδική μας απορία είναι η επιμονή τους να θεωρούν τόν εαυτό τους ορθόδοξο ή ακόμη και Χριστιανό.
OΠΩΣ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΜΕΙΩΣΗ. ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΓΙΣΤΟ ΣΤΟ ΕΧΑΧΙΣΤΟ.
ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ ΚΑΙ Ο ΣΜΕΜΑΝ:ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΜΑΞΙΜΑΛΙΣΤΗΣ ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΠΑΙΤΕΙ ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ, Η ΦΥΣΗ ΓΥΡΩ ΜΟΥ, ΜΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ, ΜΟΥ ΦΤΑΝΟΥΝ. https://amethystosbooks.blogspot.com/search?q=%CE%BC%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BC%CE%B1%CE%BB%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%82
Φίλε άν κάποιος διαβάζει Τρεμπέλα νομίζοντας ότι είναι ορθόδοξος καί στήν συνέχεια πάει έξω καί βρεί μπροστά του τούς θεολόγους τής Δύσεως, δέν θά βρεί καμία διαφορά. Θά σκεφτεί ότι όλοι χριστιανοί είμαστε. Είναι ακατήχητοι μέ τήν ορθόδοξη έννοια καί αγνοούν τούς Πατέρες. Εάν κάποια στιγμή επιστρέψουν στούς Πατέρες έχουν ήδη κατασκευασμένο στό κεφάλι τους ένα πλαίσιο, ένα κρεβάτι τού Προκρούστη καί τούς βάζουν πάνω καί τούς βασανίζουν. Ολοι οι Πατέρες περνούν τά μαρτύριά τους στά χέρια τών σημερινών ορθοδόξων. Ο Λουδοβίκος μέ περίσσεια θράσους ομολογούσε ότι εγώ δέν έχω τίς πνευματικές εμπειρίες τών Πατέρων καί τών Αγίων αλλά θά σάς πώ τί κατάλαβα. Καί βρέθηκε καί ένας Ηγούμενος νά τόν κάνει αστέρι τών βίντεο. Δέν υπάρχει διάκριση, φόβος Θεού αλλά φθονερός ανταγωνισμός. Δέν υπάρχει πνευματική ζωή καί δυστυχώς δέν τήν ζητάμε από τόν Κύριο νά μάς βάλει στόν δρόμο Του. Καταντήσαμε νά έχουμε Θεό μας τήν εκκλησία, τήν εκκλησιαστική ιεραρχία.
Ευχαριστώ πολύ
Βασίλης
Δημοσίευση σχολίου