Εξερευνώντας την τρύπια κάλτσα, που είναι στην πραγματικότητα η μοντέρνα τέχνη, αξίζει να διαβάσετε το μνημειώδες άρθρο της εφημερίδας «Independent»* για το πώς η CIA «γέννησε» το καλλιτεχνικό κίνημα που θαυμάζει σχεδόν σύσσωμη η «ελίτ» της χώρας μας.
«Επί δεκαετίες στους κύκλους της τέχνης ήταν είτε φήμη είτε αστείο, αλλά τώρα επιβεβαιώνεται ως γεγονός. Η CIA χρησιμοποίησε την αμερικανική σύγχρονη τέχνη -συμπεριλαμβανομένων των έργων τέτοιων καλλιτεχνών, όπως ο Τζάκσον Πόλοκ, ο Ρόμπερτ Μάδεργουελ, ο Βίλεμ ντε Κούνινγκ και ο Μαρκ Ρόθκο- ως όπλο στον Ψυχρό Πόλεμο. Η CIA έδρασε σαν… αναγεννησιακός πρίγκιπας· με τη διαφορά ότι το έκανε κρυφά. Ενίσχυσε και προώθησε την αμερικανική αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική σε όλο τον κόσμο περισσότερο από 20 χρόνια. Αυτή ήταν μια περίοδος στη δεκαετία του 1950 και τη δεκαετία του 1960, όταν η μεγάλη πλειονότητα των Αμερικανών αντιπαθούσε ή ακόμα και περιφρονούσε τη σύγχρονη τέχνη. Ο πρόεδρος Τρούμαν συνόψισε τη λαϊκή άποψη όταν είπε “αν αυτή είναι τέχνη, τότε εγώ είμαι Χόττεντοτ”**. Όσο για τους ίδιους τους καλλιτέχνες, πολλοί από αυτούς ήταν
πρώην κομμουνιστές».«Γιατί τους υποστήριξε (τους… μοντέρνους καλλιτέχνες) η CIA; Επειδή στον πόλεμο προπαγάνδας με τη Σοβιετική Ένωση αυτό το νέο καλλιτεχνικό κίνημα θα μπορούσε να τεθεί ως απόδειξη της δημιουργικότητας, της πνευματικής ελευθερίας και της πολιτιστικής δύναμης των ΗΠΑ. Η ρωσική τέχνη, δεμένη σφιχτά στον κομμουνιστικό ζουρλομανδύα, δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στην πρόκληση.
Η ύπαρξη αυτής της πολιτικής, που φημολογείται και συζητείται εδώ και πολλά χρόνια, επιβεβαιώθηκε πρώτη φορά από πρώην αξιωματούχους της CIA. Χωρίς να το γνωρίζουν οι καλλιτέχνες, η νέα αμερικανική τέχνη προωθήθηκε κρυφά με μια πολιτική γνωστή ως “μακρύ λουρί” – με τρόπους παρόμοιους με εκείνους που χρησιμοποιούσε η CIA για να στηρίξει το περιοδικό “Encounter”, που εκδόθηκε από τον Στέφεν Σπέντερ.
Η απόφαση να συμπεριληφθούν ο πολιτισμός και η τέχνη στο ψυχροπολεμικό οπλοστάσιο των ΗΠΑ λήφθηκε μόλις ιδρύθηκε η CIA, το 1947. Η νέα αυτή υπηρεσία, θορυβημένη από την απήχηση που είχε ακόμα ο κομμουνισμός σε πολλούς δυτικούς διανοουμένους και καλλιτέχνες, δημιούργησε ένα τμήμα, το Propaganda Assets Inventory, το οποίο στην ακμή του μπορούσε να επηρεάσει περισσότερες από 800 εφημερίδες, περιοδικά και δημοσιογραφικούς οργανισμούς. Κυκλοφορούσε μάλιστα ένα αστείο γι’ αυτό το παρακλάδι της Υπηρεσίας· ότι ήταν σαν ένα τζουκ μποξ: όταν η CIA πατούσε ένα από τα κουμπιά, μπορούσε να ακούσει οποιαδήποτε μουσική ήθελε σ’ οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
Το επόμενο βασικό βήμα έγινε το 1950, όταν ιδρύθηκε η Διεύθυνση Διεθνών Οργανισμών (IOD) υπό τον Τομ Μπράντεν. Αυτό το γραφείο επιχορήγησε την παραγωγή της “Φάρμας των Ζώων” του Τζορτζ Οργουελ σε κινούμενα σχέδια, χρηματοδοτούσε Αμερικανούς καλλιτέχνες τζαζ, ρεσιτάλ όπερας και τη διεθνή περιοδεία της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστόνης. Οι πράκτορές της τοποθετήθηκαν στον κινηματογράφο, στους εκδοτικούς οίκους, ακόμη και ως συγγραφείς ταξιδιών για τους διάσημους οδηγούς Fodor. Και τώρα ξέρουμε ότι το αναρχικό πρωτοποριακό κίνημα της Αμερικής προωθούσε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό».
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 21/10/1995, το υπογράφει η Frances Stonor Saunders και βρίσκεται εδώ.
** Χόττεντοτ: έτσι αποκαλούσαν με υποτιμητικό τρόπο οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί αποικιοκράτες τους Χόι Χόι, τα μέλη μιας νομαδικής φυλής της Νοτιοδυτικής Αφρικής – κάτι αντίστοιχο με τη δική μας αρνητική χρήση της ονομασίας της φυλής Μάο Μάο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου