Μερικά σημεία τα οποία αναδύονται στην συστηματική καθολική Θεολογία μετά το Βατικανό ΙΙ.
Του Aldo Moda.
1. Περιορισμός της έρευνας.
1.1 «Παρά την ακριβή τους ομολογία περί τής Τριάδος, δέν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι πολλοί Χριστιανοί είναι σχεδόν αποκλειστικά μονοθεϊστές στην πρακτική τής θρησκευτικής τους ζωής. Θα μπορούσαμε σχεδόν να ρισκάρουμε την δήλωση ότι, εάν καταργούσαμε σαν ψευδές το δόγμα τής Τριάδος, μεγάλο μέρος τής θρησκευτικής γραμματείας θα μπορούσε να παραμείνει απείραχτη. Θα μπορούσαμε να έχουμε την υποψία ότι για την κατήχηση της καρδιάς και του νού (διαφορετικά από την τυπωμένη κατήχηση) η αναπαράστασή της εκ μέρους του Χριστιανού δέν θα έπρεπε να αλλάξει, εάν παρ’ ελπίδα δέν υπήρχε η Τριάδα». Αυτή είναι η διαπίστωση με την οποία ο Karl Rahner ανοίγει μία αποφασιστική θέση, αμέσως μετά την σύνοδο. Σχεδόν την ίδια χρονολογία, με μεγάλη επιμονή, ο Heribert Mühlen κατήγγειλε τον "προτριαδικό μονοθεϊσμό" τόσης θεολογίας και τόσης Χριστιανικής πράξης. Εξάλλου στα τέλη του XVIII αιώνος ο Κάντ δέν δίσταζε να γράψει: «από το δόγμα της Τριάδος, λαμβανόμενο κατά γράμμα, δέν είναι απολύτως δυνατόν να βγάλουμε κάτι για την πρακτική, ακόμη και αν πιστεύαμε ότι την κατανοούμε, τόσο χειρότερα δέ εάν μπορούσαμε να αντιληφθούμε ότι ξεπερνά κάθε μας έννοια». Όποιος διασταυρώσει μία ιστορία του Τριαδικού δόγματος στην μοντέρνα εποχή, όπως εκείνη του Franz Courth, δέν θα δυσκολευθεί να κατανοήσει αυτές τις δηλώσεις. Οπωσδήποτε, το δόγμα δέν είναι το πάν. Ακόμη και σ’ αυτό το πεδίο ο μυστικισμός και η πνευματικότης διατήρησαν και ωρίμασαν ένα σφρίγος ρωμαλέο, το οποίο εμπλουτίζει την Χριστιανική σκέψη, αλλά η Θεολογία είχε πάρει αυτό το μονοπάτι. Όποιοι και αν ήταν οι λόγοι, και παρόλο τον γιγάντιο αριθμό μελετών θετικής Θεολογίας, οι οποίες θα μπορούσαν να είχαν σπρώξει σε διαφορετική κατεύθυνση, ο Θεολογικός στοχασμός, παρότι ομολογούσε με συνεπή τρόπο το Χριστολογικό και Τριαδικό σκάνδαλο, το είχε σκεφθεί πάντοτε στον αφοσιωμένο ορίζοντα του μυστηρίου της Θείας ενότητος.
Ο Ένας Θεός προοδεύει και θεμελιώνει τον Τριαδικό Θεό: η Θεότης τού Απολύτου προηγείται και περιλαμβάνει την προσωπική σχετικότητα! Η διάκριση των δύο πραγματειών de Deo Uno και de Deo Trino που παρήγαγε ο σχολαστικός Μεσαίων, δέν είναι παρά η λογική συνέπεια αυτής της τοποθέτησης.
Η πρώτη μπορεί να ταιριάξει σε οποιονδήποτε πιστεύει στον Θεό, διαθέτει μία λογική δύναμη, μία οικουμενικότητα η οποία κινδυνεύει να πνίξει την δεύτερη. Και όχι μόνο: το ιδιαίτερο περιεχόμενο της δεύτερης είναι η προσπάθεια να συμβιβάσει την Τριάδα των προσώπων με την ενότητα της Θείας ουσίας, με ελάχιστη αναφορά στην συγκεκριμένη ιστορική αποκάλυψη των Τριών. Και έτσι η Τριάδα φαίνεται να μειώνεται σε ένα είδος ουράνιου θεωρήματος στο εσωτερικό ενός προηγηθέντος μονοθεϊστικού δόγματος, χωρίς πραγματικές συνέπειες στο επίπεδο της εννοιολογήσεως του Θεού και της σωτηρίας των ανθρώπων. Τόσο που οι αποστολές του Υιού και του Πνεύματος, όσο και η ζωντανή πολλαπλότης των τριών σε σχέση, φαίνονται να σβήνουν στην μεταφυσική έννοια του αμετάβλητου και αιωνίου ΕΝΟΣ.
Με διαφορετικές αναφορές, σύμφωνες με τους συγγραφείς και τις εποχές, αν όχι για μία αληθινή αποτυχία, πρέπει να μιλήσουμε για μία "περιθωριοποίηση του τριαδικού δόγματος". Επομένως και εδώ όποιες κι αν είναι οι αιτίες, η συστηματική Θεολογία της Καθολικής Εκκλησίας, παρά την άφθονη έκθεση των δώρων του Αγίου Πνεύματος και των καρπών του Αγίου Πνεύματος, παρά τις συνεισφορές στην θετική Θεολογία, έδινε την εντύπωση ότι, παρ’ όλα αυτά, το Άγιο Πνεύμα παρέμενε ο "φτωχός συγγενής". Σε μία προσφορά κάπως σύντομη, αλλά καθόλου αδιάφορη, ο Ph. Pare είχε καταγγείλει ότι, τουλάχιστον στην ζωντανή πίστη, πολύ συχνά στους καθολικούς, η θέση που θα’ πρεπε να κατέχει το Άγιο Πνεύμα, ήταν κατειλημμένη από άλλες πραγματικότητες και η κριτική του έγινε αποδεκτή ακόμη και από τον Congar. Φυσικά δέν πρέπει να υπερβάλλουμε στην κριτική: ένα έργο σαν του H. Lausberg μας βοηθά να μήν αχρηστεύουμε τα δεδομένα, αλλ’ όμως ακόμη και αν υπήρχε μία Θεολογία του Αγίου Πνεύματος, ήταν χωρίς αμφιβολία ασφυκτικά παραμελημένη. Η εξορία τής Αγίας Τριάδος από την Θεωρία και την πράξη των Χριστιανών είχε δώσει πικρούς καρπούς ακόμη και για την πνευματολογία.
Δέν έλειψαν βεβαίως δυνατές προτάσεις, οι οποίες τουλάχιστον στους καθολικούς, είχαν καταγγείλει σαν αφύσικη και ακατάλληλη την διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον λόγο για την μία και μοναδική Θεότητα και εκείνον για τα Θεία πρόσωπα. Την ίδια μοίρα είχε και η πνευματολογία η οποία στηριζόταν πότε στην εκκλησιολογία και πότε στο δόγμα της χάριτος. Όλος ο Χριστιανικός στοχασμός, ο καθρέφτης της υπάρξεως του πιστού, κινείται στον κύκλο ο οποίος ορίζεται από τέσσερις κινήσεις: Από τον Πατέρα, στον Υιό, διά του πνεύματος στον Πατέρα!
Ο Καιρός ήταν ώριμος για μία στροφή, διότι είχε γίνει πολύ απαιτητικό το βάρος των αποριών. Ο Bruno Forte χάραξε την δυναμική αυτή μ’ αυτούς τους όρους:
Ο Ένας Θεός θα ειδωθεί πρώτα απ’ όλα στον Πατέρα, αρχή χωρίς αρχή του Υιού και του Αγίου Πνεύματος στην ενότητα των τριών και αυτή η Θεία ενότης θα υπολογισθεί σαν ουσία συγκεντρωμένη κυρίως στην προσωπική διάκριση, αλλά σαν ενότης της αμοιβαίας έλλειψης κατοικίας των τριών, στην γόνιμη και ανεξάντλητη κυκλοφορία τής μοναδικής ζωής της αιώνιας αγάπης. Η Θεότης του Θεού, πολύ σωστά στο κέντρο κάθε μονοθεϊστικής ανησυχίας, δέν θα θυσιαστεί γι’ αυτόν τον λόγο. Θα υπολογιστεί Χριστιανικά στο φώς της ανθρωπότητος του Θεού, της αποκαλύψεως με όρους και με ιστορικά γεγονότα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, εν όψει της θεώσεως των ανθρώπων.
Εάν αυτό, σύμφωνα με μερικούς, θα είναι μία απώλεια, στον Χριστιανικό λόγο, του Θεού σε καθολικότητα και ορθολογισμό, θα ενισχύσει παρ’ όλα αυτά το κέρδος σε ιδιαιτερότητα και σοφία, και γι’ αυτό σε αυθεντική καθολική δύναμη και βάθος γνώσεως. Η κουκουβάγια της Αθηνάς δίνει την θέση της στην περιστερά του Αγίου Πνεύματος: στην θέση μίας ομιλίας για τον Θεό αρχής γενομένης από τον άνθρωπο, ανοίγει μπροστά μας ένας λόγος αυτού, αρχής γενομένης από τον ερχομό του σε μας, σύμφωνα με εκείνη την αναλογία τού Συμβάντος, το οποίο είναι η εγκατεστημένη σχέση ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο μέσω του δώρου τής δημιουργίας και της χάρης της λυτρώσεως.
Προς αυτή την κατεύθυνση μας ωθούσαν πολλά στοιχεία (όλα εκείνα που ενήργησαν ή συνέβαλαν, στην ανανέωση της Καθολικής Θεολογίας).
Ενθυμούμαι μόνον δύο που αποδείχθηκαν καθοριστικά: την έντονη ανανέωση των σπουδών στην Θεολογία των Πατέρων και στην Μεσαιωνική Θεολογία, τον διάλογο εις βάθος, τον οποίο αναγκάστηκαν να κάνουν μερικοί καθολικοί Θεολόγοι με τον Καρλ Μπαρθ, του οποίου η μορφή σκέψης είναι εντόνως ζωντανή ακόμη και σήμερα. Μερικές σπουδαίες παρεμβάσεις του Καρλ Ράνερ και ο μεγάλος διάλογος γύρω από το υπερφυσικό (στον οποίο συμμετείχαν τα μεγαλύτερα ονόματα τής Καθολικής Θεολογίας: από τον Λυμπά, στον Ράνερ, στον Μπαλτάσαρ, στον Mühlen) σε στενή συνεργασία με την προτεσταντική Θεολογία, που ολοκλήρωσαν την αλλαγή σελίδος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου