Τετάρτη 4 Απριλίου 2018

Η ομιλία του Χρήστου Γιανναρά στο Γυμνάσιο Οινόης


Αποσπάσματα από τη διάλεξη που  πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 5 Απριλίου 2005 και ώρα 6 μ. μ. στην αίθουσα τελετών του Γυμνασίου Οινόης Καστοριάς με εισηγητή τον καθηγητή Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Γιανναρά Χρήστο με θέμα «Περιγραφική αξιολόγηση - ομοιόμορφη ενδυμασία μαθητών γυμνασίου». Τη διάλεξη διργάνωσε ο Διευθυντής του Γυμνασίου Οινόης Γιώργος Πλεύρης.

"Αγαπητοί μου, κινδυνεύει απόψε να γίνει μια μετάθεση του κέντρου του ενδιαφέροντος. Δεν είναι η παρουσία η δική μου ή οποιουδήποτε, που μπορεί να αποτελέσει το κέντρο της σημερινής σύναξής μας εδώ. 
Ευχαριστώ πάρα πολύ για την αγάπη σας, για την αγάπη όλων όσων μίλησαν προηγουμένως, αλλά απόψε εδώ συμβαίνει μια έκπληξη, και η έκπληξη είναι ότι επιτέλους για πρώτη φορά ένας σύλλογος διδασκόντων σ’ ένα γυμνάσιο της χώρας, και μάλιστα στην ακριτική περιοχή στην οποία βρισκόμαστε, παίρνει πρωτοβουλίες οι οποίες είναι ελπίδα, και οι πρωτοβουλίες δεν είναι, μη νομίζετε, κάποιο κοσμοσωτήριο πρόγραμμα.
Είναι μια πρόταση που τίθεται υπό συζήτηση, για να δούμε εάν μπορούμε να προαγάγουμε μόνοι μας την εκπαιδευτική διαδικασία. Προσέξτε τη διατύπωση: «μόνοι μας». Γι’ αυτό και λέω «μόνοι μας». Επιτέλους, όχι περιμένοντας εντολές από το διαβόητο κέντρο ή από κάποιες ηγεσίες στις οποίες εμπιστευόμαστε δεκαετίες τώρα τις τύχες της παιδείας και των παιδιών μας, εισπράττοντας συνεχώς απανωτές απογοητεύσεις. 
Καθαρές κουβέντες: Αν θέλουμε να είμαστε μεταξύ μας τίμιοι και ειλικρινείς, δεν έχουμε άλλη πραμάτεια σ’ αυτόν τον τόπο, για να επιζήσουμε μ’ αυτήν. Τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια επιβιώσαμε, βίωσε ο ελληνισμός όχι χάρις στην πολιτική του ισχύ, όχι χάρις στον οικονομικό πλούτο, αλλά χάρις μόνο στην παιδεία του, στον πολιτισμό του, στην κατά κεφαλήν καλλιέργειά του. Αυτό είναι το μόνο όπλο που διαθέτουμε. Εάν αυτό απεμποληθεί, εάν αυτό χαθεί, τελειώνει ιστορικά και ο ελληνισμός. Νομίζω ότι μας πονάει αλλά πρέπει, αυτή είναι η γνώμη μου και την καταθέτω, μόνο έτσι πρέπει να δούμε το πρόβλημα. Υπάρχουν ιστορικοί λαοί που περνάνε στην παρακμή και την εξαφάνιση. Καμιά ρητορεία εθνικιστική και κανένας ψευδορομαντισμός ή ψευδοαισιοδοξία δεν μπορεί να αναστρέψει την αναγκαιότητα της ιστορίας. Λαοί που παρακμάζουν εξαφανίζονται.
Λοιπόν, ο ελληνισμός ακόμα σώζει, νομίζω, και μπορεί να σώσει δυνάμεις παιδείας, πολιτισμού, κατά κεφαλήν καλλιέργειας, αλλά - πάλι υποκειμενική γνώμη, τα καταθέτω προς συζήτησιν όλα αυτά - νομίζω ότι έχουμε αρκετή πείρα για να πούμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε σε τόσο ουσιώδεις τομείς της ζωής μας τα πάντα από το λεγόμενο κράτος. Έτσι όπως έχει εξελιχθεί το κρατικό σχήμα του λεγόμενου «έθνους – κράτους», μεγάλο πρόβλημα από τις αρχές του 19ου αιώνα και εξής, μοιάζει να στοιχειοθετεί όλο και πιο φανερά μια απόσταση, μια ρήξη ανάμεσα σε ότι ονομάζουμε κρατική μηχανή, κρατικό μηχανισμό και κοινωνική πραγματικότητα. 
Κάποτε οι Έλληνες λέγανε, για την πατρίδα τους, για τον τόπο τους: «Φτιάξαμε σχολειό, φτιάξαμε πλατεία, φτιάξαμε εκκλησιά, φτιάξαμε υδραγωγείο». «Φτιάξαμε».
Δυστυχώς, μεσολάβησε μια μακρά περίοδος πολλών δεκαετιών που εμφιλοχώρησε μια άλλη νοοτροπία και περιμένουμε τα πάντα να μας τα φτιάξει το κράτος, τα πάντα να έρθουν «άνωθεν». Και πάνω σ’ αυτήν την αναμονή - και πάλι θα μου συγχωρέσετε την πολλή ειλικρίνεια – ποντάρει η κομματική εκμετάλλευση. Και είμαστε θύματα αυτής της εκμετάλλευσης, χωρίς να μπορούμε να το συνειδητοποιήσουμε πολλές φορές. Κάποτε να ξαναπάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Δε λέω ούτε να παρανομήσουμε, ούτε να αγνοήσουμε τα κόμματα, που είναι η προϋπόθεση αυτού του δημοκρατικού πολιτεύματος που έχουμε, αλλά να μη χάσουμε αυτό το δυναμισμό που κράτησε τον ελληνισμό ζωντανό μέσα από αιώνες πάρα πολύ δύσκολους και πάρα πολύ σκληρούς.
Το δυναμισμό της κοινότητας, το δυναμισμό της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής μας συγκρότησης. 
Λοιπόν, με αυτήν την εισαγωγή θα ήθελα να υπογραμμίσω - και να ξαναρθώ στην πρώτη φράση που είπα - ότι αυτό που συμβαίνει απόψε, για μένα προσωπικά, είναι μια πολύ μεγάλη ελπίδα. Μακάρι κάποτε οι σύλλογοι των καθηγητών κάθε σχολείου, δημοτικού, γυμνασίου, λυκείου, να πάρουν πρωτοβουλίες. Πρωτοβουλίες στο να θέσουν θέματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του εκπαιδευτικού προβληματισμού, θέματα τα οποία κατά κανόνα δεν τίθενται ούτε καν από τις μεγαλεπήβολες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που θεωρεί υποχρέωσή του κάθε καινούργιο κόμμα που έρχεται στην εξουσία να επιβάλει. Τα ουσιώδη προβλήματα της εκπαίδευσης, φοβούμαι - πάντα μιλώ υποκειμενικά, προς συζήτησιν - πως δεν τίθενται. Λοιπόν, να έρθουν από κάτω τα ουσιώδη, να τα θέσουμε εμείς, να τα θέσουν οι δάσκαλοι που έχουν την άμεση εμπειρία, που σηκώνουν, πώς το λέει το Ευαγγέλιο, «το μόχθο της ημέρας και τον καύσωνα». Λοιπόν, σήμερα έχουμε δύο τέτοια θέματα να συζητήσουμε.
Αλλά πριν προχωρήσω στις λίγες σκέψεις που έχω να πω στα συγκεκριμένα θέματα, θα ήθελα να δώσω κάποια παραδείγματα για το τι θεωρώ και τι υπαινίσσομαι ως ουσιώδη προβλήματα της εκπαίδευσης σήμερα, πάντοτε έχοντας μπροστά μας τη βεβαιότητα ότι από την εκπαίδευση δεν εξαρτάται απλώς κάποια ανετότερη διαβίωση του ελληνικού πληθυσμού, κάποιες καλύτερες οικονομικές συνθήκες, κάποια αύξηση της παραγωγικότητας ή οτιδήποτε άλλο, αλλά εξαρτάται η ίδια η επιβίωσή μας. Κι όταν λέω επιβίωση θα το κάνω ακόμα πιο σαφές, συγχωρέστε με, όλο συγνώμη ζητώ αλλά αισθάνομαι ότι πρέπει να μιλήσω πολύ ειλικρινά, το κύριο ερώτημα, αυτό που κρίνει την εκπαιδευτική προσπάθεια, θα έλεγα ότι είναι ένα ωμό, προκλητικά ωμό ερώτημα. Εάν ένα κομμάτι της σήμερα ελληνικής επικράτειας περιέλθει σε ξένο ζυγό, τι θα αλλάξει στη ζωή του ανθρώπου; Εάν τα σουπερμάρκετ παραμείνουν ίδια, εάν η οικονομική ευζωία εξασφαλιστεί, εάν δεν ξέρω τι άλλο, τι θα αλλάξει; Επομένως τι έχω να υπερασπίσω ως Έλληνας αν αύριο απειληθεί η χώρα μου; Νομίζω ότι εάν δεν απαντηθεί αυτό το πρόβλημα, δεν έχει κανένα νόημα ότι ονομάζουμε παιδεία, εκπαίδευση κλπ. Απλώς καταντάει μια χρησιμοθηρία, η οποία, εδώ θα μου επιτρέψετε να θυμηθώ τον Αριστοτέλη ο οποίος έλεγε «το ζητείν απανταχού το χρήσιμο, ήκιστα αρμόζει τοις μεγαλοψύχοις και ελευθερίοις». Για τον Αριστοτέλη, στην εποχή του, το να είναι κανείς ελεύθερος και μεγαλόψυχος ήταν ασύλληπτα απλό, είχε προβάδισμα έναντι της οποιασδήποτε χρησιμότητας. 
Λοιπόν, στη σημερινή ορολογία και γλώσσα θα έλεγα, θα μιλούσαμε ίσως για μια ποιότητα ζωής, η οποία ενδιαφέρει πριν από κάθε τι άλλο. Ξέρετε, είναι κοινότοπο, μπορεί να απολαμβάνει κανείς πάρα πολλά υλικά αγαθά, και η ζωή του να είναι πραγματικά δίχως νόημα, δίχως περιεχόμενο, ένα μαρτύριο μοναξιάς πιθανόν, εάν δεν υπάρχουν κάποιες ποιότητες που να έχουν την απόλυτα πρωτεύουσα θέση. Έτσι θέλω να πω ένα παράδειγμα τέτοιων προβλημάτων ουσιωδών εκπαιδευτικής διαδικασίας, που δεν άκουσα ποτέ να τίθενται από τον πολιτικό λόγο των τελευταίων δεκαετιών. Σκεφτείτε πώς μεγαλώνει σήμερα ένα παιδί. Μόλις πάρει συνείδηση του εαυτού του, ένα παιδί σήμερα μπορεί να έχει τα πάντα στη διάθεσή του πατώντας ένα κουμπί. Πατάει ένα κουμπί κι έχει φως, πατάει ένα άλλο κουμπί κι έχει θερμότητα, ένα τρίτο κουμπί κι έχει εικόνα, ένα τέταρτο κι έχει μουσική. Άθελά του, ασυνείδητα, ανεπίγνωστα, αυτό το αυτονόητο, ότι τα πάντα είναι υποταγμένα στο εγώ του, και μπορώ να έχω αμέσως αποτέλεσμα, δημιουργεί ένα συγκεκριμένο ψυχισμό, επαναλαμβάνω, χωρίς την ευθύνη του παιδιού, άθελά του. 
Για να το κατανοήσουμε αυτό, θυμηθείτε ή σκεφτείτε, πώς λειτουργούσε ένα παιδί αντίστοιχα στη λεγόμενη αγροτική κοινωνία, όπου για να έχει φως έπρεπε να ανάψει το λυχνάρι, δηλαδή να έρθει σε μια σχέση με τα συγκεκριμένα υλικά τα οποία πρέπει να σεβαστεί και πρέπει να βρει το μυστικό τους, για να μπορέσουν να αποδώσουν το αποτέλεσμα που χρειάζεται. Το ίδιο για να εκπέμπουν θερμότητα, θα ανάψει φωτιά - δεν είναι εύκολο ν’ ανάψεις φωτιά με ξύλα. Πρέπει κάτι, θα έλεγα, κάτι να λειτουργήσει ως σχέση σου με το υλικό. Να μάθεις να σχετίζεσαι με το υλικό. Και για να μάθεις να σχετίζεσαι, πρέπει να παραιτηθείς απ’ την παντοδυναμία της αυθαίρετης χρήσης του υλικού, να υποταχθείς κάπως στο υλικό. Το ίδιο και πολλές άλλες εκφράσεις. Αυτή η στάση του παιδιού της αγροτικής κοινωνίας, σχηματοποιώ υπερβολικά αλλά για να δώσω την εικόνα, δημιουργεί έναν άλλον ψυχισμό, άλλες ευαισθησίες, άλλα αντανακλαστικά προτεραιότητας, που δίνουν ακριβώς προτεραιότητα στη σχέση, στο μοίρασμα της θέλησής μου με κάτι άλλο.
Το παιδί της σημερινής κοινωνίας, φοβάμαι ότι δε μαθαίνει κάτι τέτοιο. Ακόμα κι όταν έρχεται στη σχολική κοινότητα, έρχεται με τη νοοτροπία - πάλι υπερβάλλω για να δώσω την εικόνα - λίγο ή πολύ, του καταναλωτή. Υπάρχει ένα θαυμάσιο βιβλιαράκι και θα το αναφέρω, ενός μουσικολόγου Άγγλου, του Christopher Smor, έχει βγει στα ελληνικά με τον τίτλο «Μουσική, κοινωνία, παιδεία». Είναι απ’ αυτά τα βιβλιαράκια, μου αρέσει να τα ονομάζω «ξεστραβωτικά». Σου ανοίγουν τα μάτια σε θέματα που δεν τα είχες μέχρι τώρα σκεφτεί. Και πρέπει σαφώς να είναι το καταστάλαγμα μιας μακράς εμπειρίας αυτού του ανθρώπου. Λοιπόν, αυτός δείχνει το πώς στα πλαίσια του σημερινού υλικού υποδείγματος πολιτισμού, η μουσική, απ’ αυτήν ξεκινάει, λειτουργεί καταναλωτικά. Δηλαδή, για να απολαύσω μια μουσική εκτέλεση, θα αγοράσω ένα εισιτήριο, θα πάω σε μια αίθουσα, θα καθίσω δίπλα σε κάποιους άλλους άγνωστους προς εμένα, χωρίς καμιά επικοινωνία μ’ αυτούς, και θα καταναλώσω αυτό που μια συμφωνική ορχήστρα θα μου προσφέρει. Επαναλαμβάνω ακοινώνητα, άσχετα με τους γύρω μου. Στίς παραδοσιακές κοινωνίες, οπουδήποτε στον πλανήτη, αυτό είναι κάτι ακατανόητο. Η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, ήταν ένα κοινωνικό γεγονός. Συμμετείχε στην εκτέλεση όλη η κοινότητα, γι’ αυτό και ποτέ κάποιο μουσικό κομμάτι δεν ήταν ίδιο κάθε φορά που εκτελείτο. 
Και το μεταφέρει αυτό το παράδειγμα στην εκπαίδευση, και λέει ότι αντίστοιχα η εκπαίδευση προϋποθέτει το παιδί καθισμένο σ’ ένα θρανίο και κάποιον που είναι ο φορέας των πληροφοριών, και του προσφέρει τις πληροφορίες που αυτό πρέπει να καταναλώσει δίχως να λειτουργεί καμιά κοινωνία σχέσεων. Τέτοια δεδομένα, επαναλαμβάνω στο επίπεδο το ασυνείδητο, το μη θεληματικό, οδηγούν στη διάπλαση ενός ψυχισμού, ενός χαρακτήρα που καταλήγει, για παράδειγμα, πώς να φτάσει αυτό το παιδί να ερωτευθεί, σε ηλικία να ερωτευθεί; Δεν ξέρει, δεν έχει μάθει να μοιράζεται τίποτα. Νομίζει ότι και πάλι θα πατήσει ένα κουμπί και θα έχει αποτέλεσμα. Βλέπει τον άλλον ως ένα μέσο ή τρόπο για να υπηρετηθούν και πάλι οι ατομικές, εγωκεντρικές του απαιτήσεις. Και επαναλαμβάνω, δεν έχει ευθύνη ίσως γι’ αυτό. Κανείς δεν του έμαθε το άλλο, τη σχέση, την έξοδο από το «εγώ», την πραγματοποίηση πραγματικά μιας κοινωνίας. 
Σκεφτείτε τι πλούτο εμπειρικό συνοψίζει αυτή η ελληνική λέξη «κοινωνία». 
Μέσα απ’ αυτή τη μακρά εισαγωγή, θέλω να έρθω στα δύο συγκεκριμένα θέματα, τα οποία ο σύλλογος των διδασκόντων θέτει σήμερα και πρέπει να απαντήσουμε. 
Εγώ δεν είμαι ειδικός ούτε για το ένα, ούτε για το άλλο. Και το ότι με κάλεσαν μου είναι μεγάλη χαρά και μεγάλη τιμή. Θα πω κυρίως για το πρώτο κάποιες σκέψεις, οι οποίες δεν έχουν καμιά αυθεντία, γι’ αυτό μη με πάρετε στα σοβαρά. Θα καταθέσω απλώς την εμπειρική μου άποψη. Ας πούμε, στην προοπτική αυτού του κινδύνου, αυτής της απειλής, ενός ακοινώνητου βίου, μιας αδυναμίας σχέσης, της απειλής ενός ανέραστου βίου, νομίζω ότι η σχολική κοινότητα είναι μια δυνατότητα δημιουργικής αντίστασης.
Όλοι οι τρόποι σήμερα, οι περισσότεροι με τους οποίους δημιουργεί συλλογικότητα, μας οδηγούν σε μια τρομοκρατία, ατομικά δικαιώματα, ατομικές επιθυμίες, ατομικές ορέξεις, ατομική κατανάλωση, μόνοι ο καθένας απέναντι σε μια τηλεόραση που μας κάνει πλύση εγκεφάλου και μας οδηγεί εκεί που θέλουν κάποιοι να μας οδηγήσουν. Η σχολική κοινότητα είναι κάτι άλλο. Η προϋπόθεση της ομοιόμορφης ενδυμασίας είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένας βασικός όρος για να λειτουργήσει ως κοινότητα το σχολείο. Να λειτουργήσει, θα πω τη λέξη, με όρους δημοκρατικούς, δηλαδή χωρίς προτεραιότητα του ατομοκεντρικού, καταναλωτικού μοντέλου.
Είχα την εμπειρία, δίδασκα στη μέση εκπαίδευση για λίγα χρόνια, τότε, όταν έγινε αυτή η μεταβολή από την ομοιόμορφη ενδυμασία στην ποικιλόμορφη ενδυμασία, και θα έλεγα ότι σ’ αυτό είχα και μια προσωπική εμπειρία, πώς άλλαξε ριζικά η ατμόσφαιρα του σχολείου μόλις εισήχθη η ποικιλόμορφη ενδυμασία. Αμέσως, άρχισαν στην πράξη ταξικές διαφοροποιήσεις. Αμέσως ξεχώρισε το παιδί που μπορούσε να φοράει lacoste και timberland και δεν ξέρω τι άλλη μάρκα από το άλλο παιδί που δεν είχε την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό. Η ομοιόμορφη ενδυμασία βέβαια, ίσως σε κάποιους παλαιότερους και από εμένα, ανακαλούσε ένα είδος «στρατωνισμού» στο σχολείο. Κουρεμένα κεφάλια, πηλίκια, αυτά τότε είχαν διαφημιστεί. Με συγχωρείτε, υπάρχουν οι υπερβολές σε οτιδήποτε, αλλά είναι έγκλημα να κάνουμε αυτό που λένε οι Άγγλοι, «μαζί με το νερό του μπάνιου να πετάμε και το μωρό». Λοιπόν, η κατάργηση της ομοιόμορφης ενδυμασίας, μιας κοινής, λιτής ενδυμασίας σ’ όλα τα παιδιά, νομίζω ότι αφαίρεσε τη δυνατότητα να αισθάνεται το παιδί ότι εδώ εντάσσομαι σε μία κοινότητα όπου το πρωτεύον είναι οι σχέσεις κοινωνίας. Να μην επιδιώκω το διαφορετικό, προσέξτε με, αλλά να επιδιώκω τη μοναδικότητά μου, γνωρίστε με.
Για να το κάνω πιο σαφές αυτό, πάλι θα πω μια υποκειμενική ερμηνεία. Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει τις λεγόμενες ελληνικές φορεσιές της παράδοσής μας, που φορούν τα κορίτσια που είναι ντυμένα εδώ. Συνήθως αυτές οι φορεσιές, ειδικά στη γυναίκα, κρύβουν όλο το σώμα, καλύπτουν όλο το σώμα και αφήνουν έξω το πρόσωπο, δηλαδή το κατεξοχήν σημείο της ετερότητας του ανθρώπου, της μοναδικότητας. Βέβαια, ακόμα και η πιο βαριά ενδυμασία δεν μπορεί να κρύψει αυτό που λέμε «χάρη» ενός ανθρώπου, μιας γυναίκας ειδικά, χάρη στην κίνηση, στον αέρα. Αλλά εμένα με εντυπωσιάζει πάρα πολύ το τι ύψος πολιτισμού ήταν αυτό, το οποίο επικέντρωνε την προσοχή, τη γνωριμία με τον άλλο, σε ό,τι έχει πιο προσωπικό, πιο ιδιάζον, ανόμοιο, ανεπανάληπτο. Να μην κάνω τη σύγκριση με τις σημερινές τάσεις και τη σημερινή χρήση του ανθρώπινου κορμιού, γιατί θα πάω σε πολύ κοινά πράγματα , πώς αντικειμενοποιείται, «γίνεται αντικείμενο του είδους» το ανθρώπινο κορμί, έτσι ώστε να έχω να επιλέξω ανάμεσα σε αντικείμενα των πληρέστερων δυνατών αναλογιών ή αντικειμενικής αρτιότητας. Δεν επιλέγω προσωπικότητα.
Προσωπικότητα, θα ξαναπώ τη λέξη, σημαίνει πάντα ετερότητα, το μοναδικό, το ανόμοιο, το ανεπανάληπτο που ανακαλύπτω στον άλλο και που οδηγεί πραγματικά στον έρωτα. Και το συναρπαστικό σ’ αυτήν τη συνάντηση είναι ότι από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια άλλη γνώση του άλλου και μια άλλη γνώση του εαυτού μου, αυτό είναι το απίστευτο. Λοιπόν, η ομοιόμορφη ενδυμασία με παρέπεμψε σ’ αυτήν την παράδοση της φορεσιάς που απηχεί αυτήν την ανθρωπολογική προτεραιότητα, την προτεραιότητα του προσώπου (Δέστε τι όμορφη λέξη: πρόσωπον. Η πρόθεση προς και το ουσιαστικό ώψ, γενική ωπός. Έχω την όψη προς κάποιον ή προς κάτι, είμαι έναντι. Και δέστε την αντίθεση προς τη λέξη άτομο: το α το στερητικό και το τέμνω, τομή. Είναι η μονάδα, η αριθμητική μονάδα ενός ομοειδούς συνόλου, η απρόσωπη, που μόνο με αριθμό μπορεί να προδιοριστεί, με έναν αριθμό ταυτότητας ή φορολογικού μητρώου κλπ). Η ετερότητα μόνο προσωπική μπορεί να είναι, μόνο όταν είμαι έναντι. Λέμε στην καθημερινή κουβέντα: «Ξέρεις τον κύριο τάδε;», «Όχι, έχω ακούσει γι’ αυτόν». Όχι αν έχεις ακούσει∙ τον ξέρεις; Έχεις έρθει σε μια αμεσότητα σχέσης μαζί του; Μόνο σ’ αυτήν τη σχέση μπορείς να γνωρίσεις την προσωπική ετερότητα του άλλου. Αυτή, λοιπόν, η εμμονή στην ετερότητα μέσα από την κάλυψη των ατομικών στοιχείων, που επιφέρει η ομοιόμορφη ενδυμασία, νομίζω ότι είναι ένα καίριο βήμα δημοκρατίας στην εκπαίδευση, αλλά προσωποκεντρικής, διότι μόνο έτσι οι Έλληνες καταλάβαιναν πάντα τη δημοκρατία, όχι ως ισοπεδωτική αριθμητική εκδοχή ενός συνόλου αλλά ως κοινότητα όπου αναγνωρίζεται και διαπρέπει η ετερότητα του καθενός. 
    Εκεί που έχω περισσότερες δυσκολίες λόγω άγνοιας είναι η αναλυτική αξιολόγηση. Λέω άγνοια διότι απ’ ό,τι κατάλαβα οι καθηγητές θέτουν υπό κρίσιν και υπό συζήτησιν έναν τρόπο, μία μέθοδο που θα ευκολύνει τη σχέση και πάλι, και μέχρι εκεί μ’ ενθουσιάζει, του δασκάλου με το γονιό και το παιδί, δηλαδή να μπορέσουν να μεταφέρουν στο γονέα και στο παιδί μια κατά το δυνατόν αμεσότερη εικόνα των επιδόσεων του παιδιού. Να μην είναι απλώς μια αριθμητική αξιολόγηση, πήρες δέκα, πήρες εννέα, πήρες οκτώ, που αφήνει πάρα πολλές φορές κενά – γιατί και στο Πανεπιστήμιο το ίδιο γίνεται, έρχεται ο φοιτητής και σου λέει: «Γιατί μου ’βαλες τέσσερα, δε μου ’βαζες πέντε, μια μονάδα διαφοράς είναι». Λοιπόν, η αριθμητική αξιολόγηση έχει πολλά υστερήματα. Ταυτόχρονα, η προφορική ανάλυση, που θα ήταν ίσως κατά τα γνώμη μου η πολυτιμότερη, να μπορεί ο δάσκαλος να εκθέσει, να αναλύσει και στο γονιό και στο παιδί τις αδυναμίες που παρουσιάζει, τις ελλείψεις του, το τι θα πρέπει να κάνει για να τις αναπληρώσει, ή στην περίπτωση των αρίστων ακόμα, να αναλύσει τις ιδιάζουσες δυνατότητες που διακρίνει σ’ αυτό το παιδί, να λειτουργήσει πραγματικά μ’ έναν τρόπο δημιουργικού χειραγωγού, ν’ ανοίξει ορίζοντες στο παιδί, αυτό, ναι, θα ήταν ίσως το πληρέστερο – και θα ήθελα τη γνώμη σας πάνω σ’ αυτό – αλλά καταλαβαίνω ότι όποτε λειτουργούμε σε μια συλλογικότητα, αναπόφευκτα χρειαζόμαστε κι έναν καμβά λίγο πιο συγκεκριμένο, λίγο πιο αντικειμενοποιημένο, ώστε να μπορέσουμε μ’ αυτόν τον καμβά να αρθρώσουμε τις δυνατότητες αξιολογικών κρίσεων και προτεραιοτήτων. Αλλά, επαναλαμβάνω, αυτήν την τοποθέτηση μπορώ να κάνω για το θέμα των αναλυτικών αξιολογήσεων, δεν μπορώ να πω κάτι περισσότερο και περιμένω στη συζήτηση ίσως να εμφανιστούν περισσότερα στοιχεία.
Κάπου εδώ θα τελείωνα αυτήν την εισήγηση υπενθυμίζοντας αυτό με το οποίο ξεκίνησα και το οποίο με συνέχει πραγματικά από την πρώτη στιγμή που μου τηλεφώνησε ο κύριος Πλεύρης και μου έκαμε αυτήν την πρόσκληση: ένα Γυμνάσιο στην άκρη της Ελλάδας παίρνει μια πρωτοβουλία και ξεκινάει να θέσει τα προβλήματα της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να τα κουβεντιάσει και νόμιμα, μέσα στα πλαίσια που προβλέπει η αντίστοιχη νομοθεσία, να πάρει πρωτοβουλίες. Εάν αυτό επεκταθεί, εάν ένα δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, δέκατο γυμνάσιο, λύκειο, δημοτικό σχολειό αρχίσει να λειτουργεί έτσι, επιτέλους θα υπάρχει ελπίδα.
Δεν θα περιμένουμε απ’ τον κάθε, ας πω και καμιά κακία, έτσι να ξεσπώ, από τον κάθε άσχετο που τίθεται κατά καιρούς επικεφαλής του Υπουργείου Παιδείας να σώσει πραγματικά αυτόν τον τόπο στη μόνιμη προοπτική επιβίωσής του, που είναι η άνοδος της κατά κεφαλήν καλλιέργειας, η διάσωση του πολιτισμού των Ελλήνων, που χωρίς ρητορεία, χωρίς συναισθηματισμούς, δεν μπορούμε να μην το πούμε, έχει μια ισχύ και μια δυναμική ιστορική μόνο εάν συνιστά πρόταση που ενδιαφέρει πανανθρώπινα. Μόνο εάν η εθνική πρόταση μπορεί να είναι πρόταση που πανανθρώπινα μπορεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξη του ανθρώπου. Εάν ακόμα μέχρι σήμερα, οπουδήποτε της γης κι αν πάτε, από το Τόκυο μέχρι το Αζερμπαϊτζάν, τη Νέα Υόρκη, οπουδήποτε, μπαίνοντας σ’ ένα βιβλιοπωλείο, θα δείτε μπροστά σας τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, το Θουκυδίδη, τις βυζαντινές εικόνες. Γιατί; Έχουν κάποια συναισθηματική προτίμηση σε μας τους Έλληνες; Όχι. Πολύ απλά, γιατί αυτά τα κείμενα εξακολουθούν να τους ενδιαφέρουν, εξακολουθούν να ενδιαφέρουν πανανθρώπινα. Αυτός ήταν ο ρόλος του ελληνισμού, και αν πάψει να είναι αυτός ο ρόλος του, δεν έχει νόημα ιστορικής ύπαρξης. 

Και αυτός ο υψηλότατος στόχος δεν μπορεί να ξεκινήσει, αυτό έχω καταλάβει και αυτό σας καταθέτω, δεν μπορεί να ξεκινήσει παρά από πρωτοβουλίες ομάδων όπως οι διδάσκοντες στο Γυμνάσιο Οινόης."

τό είδαμε ΕΔΩ

gymnasioinois

Δεν υπάρχουν σχόλια: