Του Alfredo Marranzini.
Όποιος έχει διαβάσει έστω και μερικά θεολογικά δοκίμια του Κάρλ Ράνερ, έχει πιστοποιήσει με ευκολία σ’αυτά μία στοχαστική δύναμη πρωτότυπη και οξύτατη, η οποία επιθυμεί να παραμείνει πιστή στην παράδοση της Χριστιανικής σκέψης και ταυτοχρόνως ανοιχτή σε όλες τις προκλήσεις της συγχρόνου κουλτούρας! Αυτή η δύναμις κατευθύνεται προς την γονιμοποίηση και τον διαφωτισμό της Θεολογικής εργασίας, για να κάνει αποδεκτό στον σύγχρονο άνθρωπο, το μήνυμα της Θείας αποκαλύψεως.
Όποιος έχει διαβάσει έστω και μερικά θεολογικά δοκίμια του Κάρλ Ράνερ, έχει πιστοποιήσει με ευκολία σ’αυτά μία στοχαστική δύναμη πρωτότυπη και οξύτατη, η οποία επιθυμεί να παραμείνει πιστή στην παράδοση της Χριστιανικής σκέψης και ταυτοχρόνως ανοιχτή σε όλες τις προκλήσεις της συγχρόνου κουλτούρας! Αυτή η δύναμις κατευθύνεται προς την γονιμοποίηση και τον διαφωτισμό της Θεολογικής εργασίας, για να κάνει αποδεκτό στον σύγχρονο άνθρωπο, το μήνυμα της Θείας αποκαλύψεως.
Μιλώντας το 1963 στο Αννόβερο, ο Ράνερ, υπογράμμιζε πώς η «Χριστιανική Πίστη θα αφομοιωθεί σήμερα με έναν αθώο τρόπο, ουδέτερο και χωρίς καμία καταπίεση αυθεντικών προβλημάτων ή προπαρασκευασμένων αποφάσεων, συγχρόνων και νόμιμων, μόνον εάν, διατηρώντας ανέπαφο τον χαρακτήρα της αυθεντικής υπερφυσικής αποκαλύψεως του Θεού που επεμβαίνει ελεύθερα στην ιστορία, φανεί πώς είναι η μοναδική, ξεκάθαρη και πλήρης απάντηση του Θεού στο μοναδικό ερώτημα που η ύπαρξη του ανθρώπου θέτει καί είναι καθαυτή. Η πρόοδος και το περιεχόμενο της αποκαλύψεως, τα τόσο διαφορετικά στοιχεία που την αποτελούν και οι φάσεις αυτής της προόδου μέσα στην ιστορία, πρέπει να φανούν σε μία αληθινή και ξεκάθαρη ενότητα και απλότητα».
Από ποιόν πρέπει να ξεκινήσουμε όμως για να πραγματοποιήσουμε αυτή την ενοποίηση; Από τον Θεό ή από τον άνθρωπο; Η παραδοσιακή Θεολογία ξεκίνησε πάντοτε από τον Θεό για να εξηγήσει στον άνθρωπο το μυστήριο της και αφιέρωσε στην σπουδή του ανθρώπου μία εντελώς ιδιαίτερη ενασχόληση, την ανθρωπολογική Θεολογία. Ο ίδιος ο Ράνερ έγραψε πώς «μπορούμε να πούμε τι πράγμα είναι ο άνθρωπος μιλώντας μόνον για κάτι άλλο, για τον Θεό, δηλαδή όπως αυτός δεν είναι. Ο άνθρωπος είναι ξεκάθαρα ο σχετιζόμενος με τον Θεό και μόνον. Και γι’αυτό για να αποκτήσουμε μία ανθρωπολογία πρέπει να κάνουμε Θεολογία. Ο άνθρωπος είναι για τον εαυτό του ένα μυστήριο που συνεχώς υπερβαίνεται προς το μυστήριο του Θεού. Αυτή είναι η Φύση του. Ορίζεται από το ακαθόριστο, όπως δεν είναι. Χωρίς αυτό ο άνθρωπος δεν θα είναι ποτέ ο εαυτός του και δεν θα κατανοήσει ποτέ εκείνο που είναι. Αυτή η απόλυτη επίκληση στον Θεό είναι εντελώς απαγορευτική στον διανθρώπινο κόσμο ακριβώς επειδή αυτός ο κόσμος δεν είναι πνεύμα. Ο άνθρωπος όμως εισέρχεται στο πλαίσιο αυτής της σχέσεως, όταν ασχολείται με τον εαυτό του. Σ’αυτή την περίπτωση προτίθεται να στερεώσει και σταθεροποιήσει τον εαυτό του και γι’αυτό προσέχει αναπόφευκτα το μυστήριο που δεν είναι» (Κ Ράνερ, Θεολογία της γιορτής των Χριστουγέννων).
Αυτές οι δηλώσεις, που φαίνονται να μειώνουν στο ελάχιστο την σπουδαιότητα του ανθρώπου για την Θεολογία, είναι φαινομενικώς μόνον σε αντιπαράθεση με όλη την ανθρωπολογική κατεύθυνση που έδωσε ο Ράνερ, στον Θεολογικό του στοχασμό, τόσο δε που έφτασε να δηλώσει πώς η ανθρωπολογία είναι ο τόπος που συμπεριλαμβάνει όλη την Θεολογία.
Στην συνέχεια θα ερευνήσουμε με συντομία την φιλοσοφική διαδρομή που οδήγησε τον Ράνερ στην ανθρωπολογική στροφή στην Θεολογία. Και αφού καθορίσουμε σε τι συνίσταται ακριβώς, θα κάνουμε μερικές κριτικές παρατηρήσεις που θα βοηθήσουν στην συγκρότηση της Θεολογικής μεθόδου η οποία ακόμη μέχρι σήμερα δεν έχει διαγραφεί καθαρά.
Φιλοσοφική διαδρομή.
Στο «δοκίμιο δογματικής μεθοδολογίας», που γράφτηκε από τον Ράνερ στις αρχές της Θεολογικής του διδασκαλίας, δεν έλαβε σαν σημείο εκκινήσεως ούτε τον Θεό ούτε τον άνθρωπο αλλά την «θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στον Θεό και στο πλάσμα, το δημιούργημα». Αυτό το κέντρο προοπτικής αντιστοιχεί σε μία ιδέα πολύ συγκεκριμένη της αποκαλύψεως, η οποία δεν έχει σαν αντικείμενο, ούτε τον Θεό ούτε τον άνθρωπο, αλλά την σχέση ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο, την ενέργειά τού Θεού στον άνθρωπο. Ο Λόγος του Θεού μας γνωρίζει αυτό που αυτός είναι για μας και αυτό που είμαστε γι’αυτόν. Αυτός είναι ο Θεός Σωτήρ, και εμείς τα πλάσματα που καλούμεθα να σχετιστούμε μαζί του, έκπτωτα και λυτρωμένα από τον Χριστό, πεθαμένο και δοξασμένο. Μ’αυτόν τον τρόπο ο Ράνερ χαράσσει στην Θεολογία την «ανθρωπολογική στροφή» η οποία χαρακτηρίζει όλα του τα δοκίμια και επηρέασε πάρα πολύ την κατεύθυνση της συγχρόνου Θεολογίας.
Σ’αυτή την στροφή ο Ράνερ έφτασε μετά από την φιλοσοφική του εκπαίδευση, στηριγμένη, πέραν του Ακινάτη, στον J Marechal, στον P. Roysselot, στον Χάϊντεγκερ και σε πολλούς άλλους φιλοσόφους. Όπως εξομολογείται σ’ένα του γράμμα, δεν είναι ένας φιλόσοφος ούτε επιθύμησε ποτέ του να γίνει, όμως δεν την αποδοκιμάζει, αντιθέτως μάλιστα χαίρει της εκτιμήσεως του. Από νεαρός είχε παρακολουθήσει για μία διετία τα μαθήματα του Χάϊντεγκερ, για να προετοιμαστεί να γίνει καθηγητής της ιστορίας της Φιλοσοφίας του Μονάχου, αλλά αναγκάστηκε να πάει να διδάξει Θεολογία στο Ινσμπρούκ, όχι επειδή η διπλωματική του εργασία στην θωμιστική μεταφυσική δεν έγινε αποδεκτή στο Friburgo από τον Μ. Honecker, αλλά λόγω του απλού γεγονότος πώς υπήρχε ανάγκη στο Ίνσμπουργκ ενός καθηγητού της φιλοσοφίας και οι αρχές του τάγματός του σκέφτηκαν πώς δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερος από πολλούς άλλους».
Στην εργασία του αυτή ο Ράνερ επιδίωξε να κάνει μία εργασία φιλοσοφική και όχι ιστορική και σκέφτηκε να επανεύρει, στην μεταφυσική των πεπερασμένων όντων του Ακινάτη, το σημείο εκκινήσεως της δικής του γνώσεως, η οποία «περιέχει ταυτόχρονα καθαυτή την ολότητα του θωμιστικού δόγματος της ανθρώπινης γνώσεως, υποσχόμενος να σχηματίσει μία πρωτογενή ενότητα» (H VORGRIMLER, Καρλ Ράνερ).
Η έρευνα του, τον οδήγησε να συμπεράνει πώς «για τον Ακινάτη σαν Θεολόγο, ο άνθρωπος είναι ο τόπος στον οποίο ο Θεός φανερώνεται έτσι ώστε να μπορεί να ακουστεί στην προφορική του αποκάλυψη: ex parte animae. Για να μπορέσουμε να ακούσουμε τον Θεό που ομιλεί πρέπει να γνωρίσουμε την ύπαρξη του. Προκειμένου να απευθυνθεί με τον λόγο του σε έναν άνθρωπο που ήδη τον γνωρίζει, ο Θεός πρέπει να είναι κρυμμένος. Προκειμένου να φτάσει ο λόγος του στους ανθρώπους, πρέπει να μας συναντήσει όπου βρισκόμαστε, πάνω στην Γή και κατά την διάρκεια της ζωής μας εδώ κάτω. Από την στιγμή που ο άνθρωπος, μεταστρέφοντας τον εαυτό του σε φάντασμα, έρχεται σε επαφή με τον κόσμο, συμβαίνει ήδη βασικώς το άνοιγμα του στο Είναι γενικώς και σ’αυτό το άνοιγμα, η γνώση της υπάρξεως του Θεού, ο οποίος όμως παραμένει κρυμμένος, διότι υπερβαίνει τον κόσμο. Η αφαίρεση είναι γενικώς το κλείσιμο τού είναι γενικώς, που θέτει τον άνθρωπο απέναντι στον Θεό. Η μεταστροφή είναι η διείσδυση στην καρδιά αυτού του πεπερασμένου κόσμου, που μας αποδίδει τον Θεό μακρινό και κρυμμένο. Για τον Ακινάτη η αφαίρεση και η μεταστροφή είναι το ίδιο πράγμα: ο άνθρωπος. Εάν ο άνθρωπος γίνει κατανοητός μ’αυτόν τον τρόπο, μπορεί να ακούσει τον Θεό καθώς ομιλεί, διότι γνωρίζει την ύπαρξή του. Γι’αυτό η μεταφυσική της γνώσεως του Ακινάτη είναι Χριστιανική διότι καλεί τον άνθρωπο κατευθείαν στην καρδιά του πεπερασμένου του κόσμου, διότι και ο Αιώνιος διείσδυσε σ’αυτόν, έτσι ώστε ο άνθρωπος να τον ανακαλύψει και σ’αυτόν να ξαναβρεί τον εαυτό του.»[Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΟΤΙ ΕΣΩΣΕ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.]
Ο καθηγητής του Honecker δεν συμφώνησε πώς η μελέτη του Ράνερ αντιστοιχούσε στην σκέψη του Ακινάτη και δεν την δέχθηκε για το διδακτορικό. Ο Ράνερ όμως δημοσιεύοντας την διατριβή του, θεώρησε καλό να διευκρινίσει πώς είχε ξεκινήσει την εργασία του για να ερμηνεύσει την σκέψη του Ακινάτη, στο Φώς των προβλημάτων που πολιορκούν την μοντέρνα φιλοσοφία.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου