Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Αντίφαση και διαλεκτική (91).

 Συνέχεια από: Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
Του Enrico Berti.  

                                                             Κεφάλαιο IV

 Επανανακάλυψη τής αρχαίας διαλεκτικής μέσω τής συζήτησης περί τής αντιφάσεως στην σημερινή λογική!(συνέχεια)

          Το άρθρο του Popper δημιούργησε μία ταραχή ανάμεσα στους υποστηρικτές της διαλεκτικής, τόσο της Εγελιανής όσο και της μαρξιστικής, ιδιαιτέρως δε ανάμεσα στους υποστηρικτές του διαλεκτικού υλισμού, καθορίζοντας στα χρόνια ’40 και ’50 μία σειρά τοποθετήσεων από μέρους επιφανών λογικών τόσο στις σοσιαλιστικές χώρες, όσο και στις δυτικές. Μερικοί εξ’αυτών δικαίωσαν τον Πόππερ, αναγνωρίζοντας ότι οι πραγματικές αντιφάσεις βεβαιωμένες από την διαλεκτική είναι διαφορετικές από τις λογικές αντιφάσεις οι οποίες αποκλείονται από την τυπική λογική, ενώ άλλοι προσπάθησαν να δείξουν ότι η διαλεκτική, παρότι δέχεται κάποιες αληθινές και πραγματικές λογικές αντιφάσεις δεν καθίσταται μπανάλ, ή επειδή δεν αρνείται αληθινά την α.τ.μ.α. ή επειδή ακόμη και αν το αρνείται, είναι εξίσου “τυποποιούμενη”, δηλαδή εκφράζεται σε ένα σύστημα τυπικής λογικής, το οποίο περιέχει ακριβείς κανόνες, τέτοιους ώστε να καθιστούν και σ’αυτή δυνατό τον προτεινόμενο λογισμό.

          Μία πρώτη ομάδα προσπαθειών τυποποιήσεως της διαλεκτικής δεν απαιτεί την άρνηση της α.τ.μ.α., αλλά θέλει να φανερώσει ότι ακόμη και αν διατηρήσουμε την αξία αυτής της τελευταίας, η διαλεκτική αποσύρεται στις συνέπειες που έδειξε ο Πόππερ. Σ’αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε πάνω απ’όλα ο Leo Apostelο οποίος επικαλέσθηκε σχετικά μ’αυτό, τον υπολογισμό των σχέσεων. Σύμφωνα με τον Apostel, οι αντιφάσεις για τις οποίες μιλούν ο Χέγκελ και ο Μαρξ είναι αυθεντικές λογικές αντιφάσεις, αλλά παρ’όλα αυτά η διαλεκτική συμβιβάζεται με την τυπική λογική, διότι οι αρχές αυτής της τελευταίας, ιδιαιτέρως η α.τ.μ.α, αποδέχονται διατυπώσεις διαφορετικές στα διάφορα επίπεδα συνθετότητος του φορμαλισμού, και αυτό διότι ο ίδιος ο όρος της αρνήσεως, τον οποίο χρησιμοποιούν, μπορεί να προσλάβει διαφορετικές σημασίες. Εάν οι αρνήσεις τις οποίες χρησιμοποιεί η διαλεκτική τοποθετηθούν όλες στο ίδιο επίπεδο, η α.τ.μ.α προκύπτει ψεύτικη, αλλά σε έναν φορμαλισμό σαν εκείνο που προτείνει ο Apostel, αυτό δεν επαληθεύεται. Η παρατήρηση που έρχεται αυθόρμητα να κάνουμε σχετικά, είναι ότι, εάν από το ένα μέρος ο Apostel έχει το προτέρημα ότι συνέλαβε πως ένας από τους χαρακτήρες της διαλεκτικής είναι ακριβώς το αδιάκριτο ανάμεσα στην γλώσσα και την μετά-γλώσσα, δηλαδή το συνεχές  πέρασμα  από το ένα επίπεδο στο άλλο, από το άλλο μέρος ακριβώς αυτή η αδιακρισία ανάμεσα στα επίπεδα είναι αυτό που γεννά την αντίφαση, η οποία μπορεί εύκολα να αποφευχθεί, όταν τα επίπεδα τηρηθούν διακεκριμένα. Δεν φαίνεται λοιπόν αυτός ο τύπος φορμαλισμού της διαλεκτικής να κατορθώνει να φανερώσει την ανάγκη της αντιφάσεως, αλλά περιορίζεται απλώς στην εξήγηση της παρουσίας της! Μία προσπάθεια φορμαλισμού της Εγελιανής διαλεκτικής η οποία κρίθηκε σαν ιδιαιτέρας αξίας από τους μελετητές, είναι εκείνη που πραγματοποιήθηκε από τον Πολωνό Leonard S. Rogowski, ο οποίος ανέλυσε τις τρείς πρώτες κατηγορίες της Επιστήμης της Λογικής (Είναι, μη-είναι, γίγνεσθαι), ενός λογικού πολυσήμαντου (πολυαξιακού) υπολογισμού, μη-αντιφατικού και αξιωματίζοντος, ονομαζόμενου “οδηγητική λογική”. Και πράγματι μέσω της αντινομίας της κινήσεως και των λύσεων που έδωσε ο Αριστοτέλης με όρους συνέχειας και δυναμισμού, ο Rogowski κατορθώνει να επαναδιατυπώσει τις αντιφάσεις που περιέχονται σ’αυτές μέσω τεσσάρων δημιουργών προτάσεων, οι οποίες είναι πέραν της “διαβεβαιώσεως” (αντιστοιχούσα στο “Είναι”) και τής “άρνησης” (αντιστοιχούσα στο “μη-είναι”), τής “προφύλαξης” (αντιστοιχούσα στο “αρχίζει να είναι”). Για να το κατορθώσει ο συγγραφεύς πρέπει να αναγνωρίσει ότι ο όρος του “Είναι” τον οποίο χρησιμοποιεί ο Χέγκελ δεν είναι υπερβατικός, δηλαδή πολυσήμαντος, όπως του Αριστοτέλη, αλλά ουσιωδώς μονοσήμαντος, ενώ από το άλλο μέρος η Εγελιανή έννοια της ένωσης, της σύνδεσης είναι εντελώς ιδιαίτερη και η Εγελιανή έννοια της αρνήσεως είναι διαφορετική από την ορθόδοξη έννοια ή την “δυνατή” δηλαδή από την πραγματική και αληθινή εξαίρεση, διότι είναι μία άρνηση “αδύναμη” η οποία δεν εξαιρεί πλήρως αυτό στο οποίο αναφαίρεται! Γι’αυτούς τους λόγους ο ίδιος ο Rogowski αναγνωρίζει ότι οι οδηγητικές αντιφάσεις στις οποίες τυποποιεί την αντιφατικότητα του γίγνεσθαι την οποία δηλώνει ο Χέγκελ, είναι “γενικές αντιφάσεις”, δηλαδή δεν είναι εκείνες που απαγορεύει η α.τ.μ.α.

          Παρατηρήθηκε ότι το όριο αυτής της τυποποίησης συνίσταται στην προσφυγή σε μία λογική τετρασθενή, εκεί όπου ο Χέγκελ χρησιμοποιεί μία λογική δισθενή, αλλά αυτό επιβεβαιώνει ότι στον Χέγκελ μπορούμε να μιλήσουμε για αντιφάσεις μόνον διότι ορισμένοι όροι (είναι και μη-είναι) χρησιμοποιούνται με μονοσήμαντη σημασία! Το γεγονός ότι αυτές οι αντιφάσεις αποφεύγονται-διότι σ’αυτό συνίσταται η τυποποίηση του Rogowski-μέσω της καταφυγής σε πολυσήμαντες λογικές επιβεβαιώνει ότι αυτές δεν θα γεννιόντουσαν καν εάν, ακόμη και στο πλαίσιο μιας δισθενούς λογικής, όπως είναι η κλασσική, όπως και η Εγελιανή επίσης, γινόταν η χρήση των όρων με την πολλαπλότητα των σημασιών που αποκαλύπτει το γιγνεσθαι!

          Προς αυτή την τελευταία κατεύθυνση προχώρησε μία ακόμη προσπάθεια τυποποιήσεως της Εγελιανής λογικής, από τον Michael Kosok. Αυτός χρησιμοποιεί το θεώρημα της ατελούς του Godel (δηλαδή όπως είναι γνωστό, την ανακάλυψη ότι κάθε λογικό σύστημα περιέχει προτάσεις ανάμεσα στις οποίες είναι η ανάληψη της ίδιας του της ανιφαντικότητος, των οποίων η αξία της αλήθειας, είναι, βάσει του ίδιου του συστήματος, αναπόδεικτη) για να αποδείξει την αντιφατικότητα κάθε συστήματος το οποίο, όπως εκείνο του Χέγκελ, απαιτεί να είναι πλήρες, δηλαδή αυτοθεμελιούμενο. Εάν λοιπόν πράγματι, παρατηρεί ο Kosok, η μη-αντιφατικότητα συνεπιφέρει, βάσει του θεωρήματος του Godel, την ατέλεια, η ανάληψη της πληρότητος φέρει με την σειρά της αναγκαίως αντιφάσεις, όπως εκείνες που πράγματι υπάρχουν στο Εγελιανό σύστημα!

          Το πιο ενδιαφέρον, από την δική μας οπτική γωνία είναι ότι για τον Kosok η απαίτηση της πληρότητος και επομένως η ανάγκη της αντιφάσεως, εκφράζεται ουσιαστικώς από την χρήση, την οποία εφάρμοσε ο Χέγκελ, μονοσήμαντων ορισμών, δηλαδή από μία σημασία της ταυτότητος η οποία υποχρεώνει να καταφύγουμε σε έναν “στοχασμό” ή “επέκταση των σχεδίων” η οποία δημιουργεί μία αληθινή και πραγματική “αρχή της μη-ταυτότητος”. Κάτω από το θεώρημα του Godel λοιπόν, υπάρχει η ανάγκη επαναδιατυπώσεως της ταυτότητος, επιτρέποντάς της να εκφράσει την μη-ταυτότητα. Είναι περιττό να σημειώσουμε την σύπτωση ανάμεσα σ’αυτή την θέση και το αποτέλεσμα της δικής μας προηγούμενης αναλύσεως, σύμφωνα με την οποία η ανάδυση των αντιφάσεων στον Χέγκελ οφείλεται στην μονοσήμαντη χρήση των όρων και σε μία σημασία υπερβολικά στενής της αρχής της ταυτότητος, η οποία οδηγείται εν τέλει στην διανοητική μοντέρνα λογική.

          Τέλος μία τελευταία προσπάθεια τυποποιήσεως της Εγελιανής διαλεκτικής έγινε από τον Dominique Dubarle, ο οποίος όμως περιορίστηκε να υπολογίσει την πρόοδο λόγω της οποίας περνάμε από την μία έννοια στην άλλη, χωρίς να λάβει υπ’όψιν το πρόβλημα των κρίσεων, και έτσι δεν ασχολήθηκε με την αντίφαση. Έτσι λοιπόν και η τυποποίηση του Dubarle βασίζεται στην φανέρωση του ισομορφισμού των επιπέδων του λόγου που παρουσιάζονται στον Χέγκελ και το συμπέρασμα του είναι ότι η διαλεκτική είναι μία επέκταση της κλασσικής λογικής, και απαιτεί ένα σύστημα ερμηνείας!

Συνεχίζεται

ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΤΗΣ ΜΗ-ΑΝΤΙΦΑΣΕΩΣ

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΙΜΠΛΙΚΙΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΤΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΚΤΗΤΟΥ

ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ''ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ'' ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (19):

amethystos: ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ''ΠΕΡΙ ΤΡΙΑΔΟΣ'' ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ (19) (amethystosbooks.blogspot.com)

 Ο Πορφύριος φαίνεται να'χει διακρίνει εξίσου δύο καταστάσεις του Νού, στην πραγματεία του ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ. Σύμφωνα με τον Πρόκλο είχε ομολογήσει σ'αυτό του το έργο πώς ο Νούς, καθότι αιώνιος, διαθέτει εν εαυτώ το "προαιώνιο". Αυτό το προαιώνιο ένωνε τον νού στο Ένα. Σύμφωνα με τις υποδείξεις τού Πρόκλου, πολύ λίγες πάντως, φαίνεται πώς αυτό το προαιώνιο ήταν ένα είδος πρωτογενούς καταστάσεως τού νοός, μία κάποια προϋπαρξη τού νού σε σχέση με τον εαυτό του, που μπορεί να παρομοιαστεί με τον νού που δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του. (Πρόκλος, Θεολογία πλατωνική, Ι, 11: Πορφύριος δε αύ μετά τούτον (Τον Πλωτίνο) εν τη περί αρχών πραγματεία τόν νούν είναι μέν αιώνιον εν πολλοίς και καλοίς αποδείκνυσι λόγοις, έχειν δέ όμως εν εαυτώ και προαιώνον. Και το μέν προαιώνον τον νούν τω ενί συνάπτειν...Ο νούς έχει τι κρείττον εν εαυτώ του αιωνίου).

          Ο Πορφύριος μπορούσε να βρεί στον δάσκαλο του Πλωτίνο ένα σχέδιο αυτής της Θεωρίας. Αυτός κάνει πολλές φορές αναφορά σε μία κατάσταση του Νού στην οποία αυτός υπερβαίνει τόν εαυτό του και συμπίπτει με το Ένα. (Ενν. VI, 9,3,27/ V,5,8,24/ VI,7,35,30). Αλλά ο Πορφύριος πάει πιο μακρυά. Τείνει να ξεχωρίσει δύο νόες. Ο πρώτος είναι ένας Νούς σε ησυχία, σε μία κατάσταση απολύτου απλότητος. Αυτός δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του ακριβώς επειδή είναι απολύτως απλός. Μοιάζει να συγχέεται με το ίδιο το Ένα. Ο δεύτερος είναι ένας Νούς σε κίνηση και σε ενέργεια, ο οποίος εξέρχεται αυτού για να επιστρέψει στην συνέχεια σ'αυτόν. Αυτή η θεωρία θυμίζει την αντίστοιχη του Νουμήνιου. Ακόμη και ο ίδιος ο Πλωτίνος που την είχε δεχθεί σε μία πρώτη στιγμή την απέρριψε αποφασιστικά! (Ενν ΙΙΙ 9,1,26: ουδ επινοείν τον μέν τίνα νούν εν ησυχία τίνι, τον δέ οίον κινούμενον, ΙΙ, 9,1,33, ού μήν ουδέ διά τούτο πλείους νούς ποιείν, εί ο μέν νοεί, ο δέ νοεί ότι νοεί). Μοιάζει σαν να θέλησε ο Πορφύριος να δικαιώσει μ'αυτή την θεωρία, την πρόοδο του Νοός, δηλώνοντας την σύμπτωση με το Ένα, του νοός ο οποίος δέν μπορεί να επιστρέψει στον εαυτό του, για να τονίσει την συνέχεια ανάμεσα στον καταγωγικό αυτό Νού και τον Νού εν ενεργεία, που γεννά τον εαυτό του σαν Νόηση.

Αμέθυστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: