Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Εμφύλια Πάθη - Ερωτήματα 10-11 (Καλύβας- Μαραντζίδης)

Η Συμφωνία της Βάρκιζας του Στάθη Καλύβα


Τα Δεκεμβριανά, όπως πέρασε στην ιστορία η στρατιωτική σύρραξη του ΚΚΕ με τους συνασπισμένους αντιπάλους του, ξεκίνησαν στις 3 Δεκεμβρίου 1944 και έληξαν με συντριπτική ήττα των κομμουνιστών στη μάχη της Αθήνας. Η λήξη των εχθροπραξιών επισφραγίστηκε με την ανακωχή της 10ης Ιανουαρίου 1945, ενώ, ένα μήνα αργότερα, στις 12 Φεβρουαρίου υπεγράφη η Συμφωνία της Βάρκιζας, η οποία καθόριζε τους όρους μετάβασης στο μεταπολεμικό πολιτικό καθεστώς.
Τη Συμφωνία της Βάρκιζας αποτελούσαν εννέα άρθρα. Το πρώτο προέβλεπε τη δημιουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας με πλήρεις ατομικές ελευθερίες, το δεύτερο την άρση του στρατιωτικού νόμου, το τρίτο την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Δεκεμβρίου 1944 (αλλά με την εξαίρεση των κοινών αδικημάτων), το τέταρτο την πλήρη απελευθέρωση των συλληφθέντων από τον ΕΛΑΣ, τον πέμπτο τη δημιουργία ενός νέου Εθνικού Στρατού, το έκτο την αποστράτευση του ΕΛΑΣ και τον πλήρη αφοπλισμό του, το έβδομο την εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, το όγδοο την αντίστοιχη εκκαθάριση σωμάτων ασφαλείας και, τέλος, το ένατο, τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για το πολιτειακό, και εκλογών με συμμετοχή διεθνών παρατηρητών. Η ορθή εφαρμογή της Συμφωνίας της Βάρκιζας θα οδηγούσε σε μια δημοκρατική και ειρηνική Ελλάδα. Όπως γνωρίζουμε όμως, τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά: ένας νέος εμφύλιος και μια καχεκτική δημοκρατία.
Το ερώτημα αν ο εμφύλιος πόλεμος του 1946-49 ήταν αναπόφευκτος ή αν η Βάρκιζα υπήρξε πράγματι μια χαμένη ευκαιρία για ένα διαφορετικό και καλύτερο μέλλον, έχει απασχολήσει επανειλημμένως τους ιστορικούς. Πρόκειται για δύσκολο ερώτημα, αφού απαιτεί τη σύγκριση του τι έγινε με αυτό που θα μπορούσε να είχε γίνει. Δεν είναι όμως άτοπο να επιχειρήσει κανείς να απαντήσει, αρκεί να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: η ορθή αποτίμηση των γεγονότων και η ανάλυση της διεθνούς εμπειρίας. Η ιστοριογραφία μας, όμως, υστερεί και στα δύο.
Συσχετισμός δυνάμεων μετά τα Δεκεμβριανά
Η Συμφωνία της Βάρκιζας αντικατόπτριζε τον συσχετισμό δυνάμεων μετά τη μάχη της Αθήνας. Το ΚΚΕ ηττήθηκε: βρέθηκε εκτός κυβέρνησης, ενώ υποχρεώθηκε να αποστρατεύσει τον κομματικό του στρατό, τον ΕΛΑΣ, και να διαλύσει το κράτος που είχε δημιουργήσει στην κατοχή μέσω του ΕΑΜ. Με άλλα λόγια, απώλεσε τη δυνατότητα διεκδίκησης της εξουσίας, μια δυνατότητα που βασιζόταν αποκλειστικά στη στρατιωτική του ισχύ. Ομως, μολονότι συντριπτική, η ήττα του δεν ήταν ολοκληρωτική, καθώς το ΚΚΕ διέθετε ακόμη σημαντικά ερείσματα και οι Βρετανοί δεν επιθυμούσαν να συνεχίσουν τον πόλεμο εκτός Αθηνών. Ετσι διατήρησε τη δυνατότητα συμμετοχής στη νέα πολιτική πραγματικότητα που ξεκινούσε. Μπορούσε, μ' άλλα λόγια, να παίξει το πολιτικό παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εναν, περίπου, χρόνο αργότερα, όμως, επέλεξε την οδό μιας νέας ένοπλης σύγκρουσης. Γιατί απέτυχε η Βάρκιζα;
Η σχετική ιστοριογραφία διαιρείται σε δύο σχολές, με βάση τις πολιτικές συμπάθειες των φορέων της. Η αντικομμουνιστική μεταπολεμική σχολή θεωρούσε πως η Βάρκιζα δεν ήταν για το ΚΚΕ παρά μια ευκαιρία ανασύνταξης, ώσπου να ωριμάσουν οι συνθήκες για την επόμενη επιχείρηση κατάληψης της εξουσίας, τον «τρίτο γύρο», όπως και έγινε. Αλλωστε, το ΚΚΕ αθέτησε την υποχρέωσή του να αφοπλιστεί, αποκρύπτοντας τον καλύτερο οπλισμό του, ενώ οργάνωσε ένα ολόκληρο στρατόπεδο εκπαίδευσης των στρατιωτικών του στελεχών στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας. Αντίθετα, η σχολή αυτή υποβάθμιζε το θέμα των διώξεων που εξαπολύθηκαν εναντίον των οπαδών (πραγματικών ή φανταστικών) του ΚΚΕ και τις αποδίδει αποκλειστικά σε μη ελεγχόμενες αντεκδικήσεις. Στην αντίθετη ακριβώς όχθη, συναντά κανείς τη φιλοκομμουνιστική μεταπολιτευτική σχολή, που υποστηρίζει πως το ΚΚΕ είχε αγκαλιάσει τον κοινοβουλευτισμό, αλλά ότι την επιλογή του αυτή υπονόμευσαν οι αντίπαλοί του, σπρώχνοντάς το στον δρόμο της ένοπλης δράσης. Πρόκειται για μια αντίληψη που θεωρεί το ΚΚΕ ως μοναδική περίπτωση πολιτικού κόμματος (και δη επαναστατικού...) που αποστρεφόταν την εξουσία και κατέφευγε (επανειλημμένως μάλιστα) στα όπλα με το ζόρι, μόνο όταν το έσπρωχναν οι αντίπαλοί του. Στην ίδια ακριβώς λογική εντάσσεται και ο χαρακτηρισμός της παραβίασης της Συμφωνίας της Βάρκιζας ως «μονόπλευρης»: ότι δηλαδή παραβιάστηκε μόνο από την κυβερνητική πλευρά μέσω των διώξεων και της «λευκής τρομοκρατίας».
Παραβιάστηκε και από τις δύο πλευρές
Η αέναη ανακύκλωση ερμηνειών αυτού του τύπου είναι εντελώς άγονη. Για να ξεφύγουμε από τη στειρότητα και να προχωρήσουμε στον δρόμο της κατανόησης, θα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως τη Συμφωνία της Βάρκιζας παραβίασαν και οι δύο πλευρές. Το κράτος ανέχτηκε, και ενίοτε οργάνωσε, τις διώξεις εναντίον των οπαδών του ΚΚΕ, ενώ το ΚΚΕ επέλεξε να διατηρήσει ανοιχτή την επιλογή της ένοπλης ρήξης, παραδίδοντας μόνο τη «σαβούρα» και τα «άχρηστα» όπλα του, τη στιγμή που απέκρυπτε οπλισμό για 30.000 στρατό. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επαναδιατύπωση του αρχικού ερωτήματος: θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί η διπλή αυτή παραβίαση, έτσι ώστε η χώρα να είχε αποφύγει τη δοκιμασία μιας νέας εμφύλιας σύρραξης; Απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει η μελέτη της εμπειρίας ανάλογων περιπτώσεων στον υπόλοιπο κόσμο.
Η πολιτική επιστήμη έχει ασχοληθεί με ερωτήματα αυτού του είδους μέσω της συγκριτικής ανάλυσης πολλών εμφυλίων. Μια τέτοια ανάλυση βασίζεται σε μελέτη 41 εμφύλιων πολέμων της περιόδου 1944-1989. Εκκινώντας από τη διαπίστωση πως, ενώ το 55% των διακρατικών πολέμων της περιόδου αυτής έληξε με κάποιου είδους συμφωνία ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές, μόνο το 20% των αντίστοιχων εμφυλίων είχε την ίδια κατάληξη, επιχειρεί να εξηγήσει τη συστηματική αποτυχία των διαπραγματεύσεων στους εμφύλιους πολέμους. Μήπως αυτό οφείλεται στο βαθύτερο μίσος που υποτίθεται πως χωρίζει τους αντιπάλους στους εμφυλίους;

Η απάντηση είναι αρνητική. Αντίθετα, το συμπέρασμα είναι πως ο κύριος λόγος που οδηγεί στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων και την κατάρρευση των συμφωνιών στους εμφυλίους είναι η αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων για την τήρηση των συμφωνηθέντων. Ο λόγος είναι πως, ενώ στους διακρατικούς πόλεμους οι δύο πλευρές εξακολουθούν να διατηρούν σε σημαντικό βαθμό την αμυντική τους ικανότητα και μετά τη σύναψη της συμφωνίας (αφού πρόκειται για κράτη που διαθέτουν στρατό), δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίπαλες πλευρές σε έναν εμφύλιο. Προϋπόθεση για τη λήξη ενός εμφυλίου είναι ο αφοπλισμός της μιας πλευράς (αφού δεν νοείται ύπαρξη κράτους δίχως νόμιμο μονοπώλιο βίας, δηλαδή με δύο αντίπαλους στρατούς στο εσωτερικό του). Είναι όμως αδύνατο να εγγυηθεί πειστικά η κυβερνητική πλευρά πως δεν θα παραβιάσει τα δικαιώματα της αντίπαλης παράταξης, μετά τον αφοπλισμό της: ο πειρασμός να κατασπαράξεις τον αντίπαλό σου αφού αυτός έχει καταθέσει τα όπλα, είναι πολύ μεγάλος. Ακόμα και αν δεν έχεις τέτοιες προθέσεις, δύσκολα θα πείσεις τον αντίπαλο σου γι' αυτό. Γνωρίζοντάς το αυτό, η αφοπλιζόμενη πλευρά, είτε θα αποφύγει τις διαπραγματεύσεις είτε, αν αναγκαστεί να υπογράψει, θα επιχειρήσει να διαφυλάξει μέρος του οπλισμού της. Αντίστοιχα, η κυβερνητική πλευρά θα θεωρήσει τον μη αφοπλισμό ως απόδειξη προετοιμασίας ενός νέου γύρου και θα επιτείνει τις διώξεις. Είναι προφανές, λοιπόν, γιατί αποτυγχάνουν οι συμφωνίες αυτές, και μάλιστα εντελώς ανεξάρτητα από το αν οι δύο πλευρές έχουν καθαρές προθέσεις. Τρία συμπεράσματα αξίζει να υπογραμμιστούν. Πρώτον, η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η Συμφωνία της Βάρκιζας δεν είχε ποτέ μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Δεύτερον, η αποτυχία της δεν οφείλεται απαραίτητα στις ύπουλες προθέσεις της μιας ή της άλλης πλευράς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν υπήρχαν τέτοιες!), αλλά σε ένα εγγενές πρόβλημα όλων των εμφυλίων: την αδυναμία εξασφάλισης αξιόπιστων εγγυήσεων. Είναι απαραίτητη, τέλος, η απόδραση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του επαρχιωτισμού που διακρίνει την ιστοριογραφία του ελληνικού εμφυλίου και των αγκυλώσεων που ταλανίζουν τη μελέτη του.
Βιβλίο: Εμφύλια Πάθη
Ερώτημα 10: Τι ήταν και γιατί απέτυχε η  Συμφωνία της Βάρκιζας;
Ερώτημα 11: Τι ήταν η «λαοκρατία» και τι η «εαμοκρατία»


Το σοκ της Ιστορίας 

Το νέο βιβλίο των Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη δεν είναι μόνο μια εντυπωσιακή αποκάλυψη των πραγματικών γεγονότων που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1940. Πρωτίστως, είναι ένα έργο που προσφέρει το «κλειδί» για την αποκρυπτογράφηση όλων των μυστηρίων της Μεταπολίτευσης 


Στις 28 Οκτωβρίου 2015, αργά το απόγευμα, σε έναν μεγάλο ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό που υποστηρίζει θερμά την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ακούμε διηγήσεις για την Κατοχή και την Αντίσταση. Λόγω της εθνικής επετείου, ένας εκφωνητής έχει πάρει το ύφος «βαρύτονου» της ασπρόμαυρης ΥΕΝΕΔ και προσπαθεί να φτιάξει «αριστερή ατμόσφαιρα» μέσα από τη διήγηση της Αντίστασης κατά των Γερμανών που θα οδηγούσε στο… «όραμα για τη Λαοκρατία». Θα μπορούσε να ήταν μια «κόκκινη ΥΕΝΕΔ» του 1945 αν δεν ήταν ένα ιδιωτικό ραδιόφωνο του 2015 εμπλεκόμενο σε πολλά πολιτικά «deals». Οι υπαινιγμοί τού εκφωνητή ήταν σαφέστατοι για ένα λαϊκό κίνημα που προδόθηκε. Για τον ΕΛΑΣ που έχασε επειδή οι «συνεργάτες των Γερμανών», οι ταγματασφαλίτες δηλαδή και οι δωσίλογοι, σε συνεργασία με τους Άγγλους, κατέπνιξαν τη λαϊκή θέληση για ελευθερία και δικαιοσύνη (δεν διευκρίνιζε φυσικά η εκπομπή ότι αν έχαναν οι Άγγλοι και οι δωσίλογοι η «ελευθερία» και η «δικαιοσύνη» θα ήταν «ανατολικού τύπου»). Και όμως, αυτή η εκδοχή της Ιστορίας έχει ποτίσει τόσο βαθιά την Μεταπολίτευση, από την πολιτική ώς τον πολιτισμό, ώστε να είναι αδύνατον σήμερα να βρεις άνθρωπο που να τολμά, όχι να ισχυριστεί, αλλά ακόμα και να φανταστεί ότι τα γεγονότα της Αντίστασης του Εμφυλίου μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκτός αν έχει διαβάσει τα Εμφύλια Πάθη του καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ Στάθη Καλύβα και του αναπληρωτή καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Νίκου Μαραντζίδη. 

Πρόκειται για ένα βιβλίο, ήδη best seller, δομημένο σε «23 ερωτήσεις και απαντήσεις για τον Εμφύλιο», με υποδειγματικό editing από την Ελένη Μπούρα, που κάνει τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει πως όσα έχει μάθει, έχει πιστέψει κι έχει σκεφτεί για την πολιτική –ιδίως αν πήγε πρώτη φορά στο δημοτικό επί ΠΑΣΟΚ… – οφείλονται στην επικράτηση μιας παράλληλης πραγματικότητας και μιας εναλλακτικής Ιστορίας. Γι’ αυτό η ραδιοφωνική εκπομπή ακουγόταν εκείνο το βράδυ τόσο παράταιρη και τόσο «κατασκευασμένη». 

Εκατομμύρια Ελληνες,  ανυποψίαστοι καταναλωτές των πολιτικών και πολιτιστικών προϊόντων της μεταπολίτευσης, συχνά βυθιζόμαστε σε άλυτους προβληματισμούς με θέμα το ερώτημα: «γιατί φτάσαμε ώς εδώ». Τα Εμφύλια Πάθη ίσως ήρθαν για να μας δείξουν ότι το κλειδί για τη σύγχρονη ελληνική περιπέτεια βρίσκεται καλά κρυμμένο στη δεκαετία του 1940. Είναι χωρίς υπερβολή ένα «βιβλίο – σοκ» που ξυπνάει συνειδήσεις, γιατί μέσα από την παράθεση των πραγματικών γεγονότων (παράθεση που δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν «αντίπαλο ιστορικό» για την επιστημονική της ορθότητα) προκαλεί σχάση στη σκέψη, μια αλυσιδωτή αντίδραση από νέες σκέψεις αιρετικές, γόνιμες και προ παντός χρήσιμες. Ταυτόχρονα σκέψεις άβολες, αλλά και λυτρωτικές, αφού φωτίζουν νέα μονοπάτια και οδηγούν για πρώτη φορά στις πιο ρεαλιστικές εξηγήσεις για πολλά από τα αινίγματα της σύγχρονης Ελλάδας: «Γιατί είμαστε όπως είμαστε ως οργανωμένη κοινωνία; Γιατί δεν στεριώνει ο εκσυγχρονισμός και παραμένει σχεδόν πάντα μετέωρος, μειοψηφικός και ασθενικός; 

Γιατί δεν μπορούμε να υπερβούμε την οικονομική κρίση; Γιατί η μεταπολιτευτική Δεξιά είναι τόσο ενοχική απέναντι στην Αριστερά εάν δεν ήταν πράγματι “προδοτική” απέναντι στον τόπο τη δεκαετία του 1940; Τι είναι και τι θέλει η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ; Τι είναι αυτό που τη συνδέει με την εθνικιστική Δεξιά; Γιατί ισοπεδώθηκε το ΠΑΣΟΚ (ενώ σε άλλες χώρες της κρίσης τα σοσιαλιστικά κόμματα παρέμειναν όρθια); Γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε στα πιο βασικά την ίδια ώρα που όλοι ομονοούμε ότι δεν υπάρχει διέξοδος;» 

Σπεύδουμε να εξηγήσουμε: Το βιβλίο δεν αγγίζει ευθέως κανένα από τα παραπάνω ζητήματα αφού είναι απολύτως προσανατολισμένο στα γεγονότα της δεκαετίας του 1940 έτσι όπως δεν τα μάθαμε ποτέ ότι συνέβησαν – πλην ορισμένων χρήσιμων αναφορών στον Εθνικό Διχασμό και στον Μεσοπόλεμο. Ωστόσο, η δύναμη των καλών βιβλίων Ιστορίας είναι ότι διεγείρουν τη σκέψη, φωτίζουν το σήμερα και ο αναγνώστης δεν μπορεί να γυρίσει τις σελίδες (κάτι που γίνεται γρήγορα, αφού πρόκειται για απίστευτο page turner) χωρίς να αποφύγει τους συνειρμούς και τις αναλογίες με το σήμερα. Η δύναμη του βιβλίου είναι ότι αντιλαμβάνεσαι πολύ σύντομα και με πολύ μεγάλη έκπληξη ότι όλα τα σημερινά «μυστήρια» εξηγούνται σχεδόν αυτόματα μόλις κοιτάξεις κατάματα τη δεκαετία του 1940 και συνειδητοποιήσεις ότι η ιστορία και η δράση της Αριστεράς δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την εδραιωμένη και διαδεδομένη πεποίθηση περί «ηθικού πλεονεκτήματος». Γιατί λοιπόν επικράτησε μια «Ιστορία» τόσο διαφορετική από την πραγματική; 

Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες 

Προτού περάσουμε στους μύθους που αμφισβητεί και καταλύει το βιβλίο αυτό (αλλά και στα μεγάλα «γιατί» των μύθων αυτών) ας δούμε ένα κλασικό παράδειγμα που δείχνει πόσο διαποτισμένα είναι τα πάντα από την «αριστερή αφήγηση» της Ιστορίας: Είμαστε τόσο σίγουροι ότι οι ηττημένοι του Εμφυλίου ήταν αγνοί ιδεολόγοι που αγωνίστηκαν για την «εθνική ανεξαρτησία» ώστε μια ενοχή αμέσως ξυπνάει μέσα μας μόλις σκεφτόμαστε ότι η Ελλάδα «ανήκει στη Δύση». Σαν κάτι να πήγε στραβά και το ανεχτήκαμε, ενώ μάλλον δεν θα έπρεπε. Είναι χαρακτηριστικό ότι επάνω στο μνημείο του Ανδρέα Παπανδρέου στο Α’ Νεκροταφείο υπάρχει το επίγραμμα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», σαφής υπόμνηση της πολιτικής πορείας ενός ιστορικού ηγέτη, αλλά και ευθύ υπονοούμενο ότι η Ελλάδα δεν θα έπρεπε να ανήκει ούτε στους Άγγλους ούτε στους Αμερικάνους (δηλαδή «στη Δύση»), που από το 1944 και μετά υποτίθεται ότι της επέβαλλαν μια άλλη πορεία από αυτή που ο λαός της ήθελε να ακολουθήσει μετά την «παλλαϊκή Αντίσταση» χάρη στην οποία κατέκτησε την Απελευθέρωση. 

Προτού αναλογιστούμε πόσους ρομαντικούς μύθους κρύβει μόνο η τελευταία πρόταση, αξίζει να ανοίξουμε άλλη μια παρένθεση εδώ για να πούμε ότι το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» δεν γεννήθηκε το 1981, αλλά… το 1961, στον πρώτο Ανένδοτο, λίγο παραπάνω από μια δεκαετία μετά τη λήξη του Εμφυλίου, και ήταν έμπνευση του ίδιου του Ανδρέα που τη δοκίμασε με επιτυχία σε μια ομιλία του σε καφενείο χωριού σε ένα από τα πρώτα ταξίδια του στην Αχαΐα. Μέσα σε δυο τρεις μέρες και από χωριό σε χωριό, ο οξυδερκής πρύτανης (και ιδρυτής) της οικονομικής σχολής του Μπέρκλεϋ, ένας από τους μεγαλύτερους καθηγητές οικονομικών στον κόσμο εκείνη την εποχή, αισθάνθηκε τη μαγεία και αντιλήφθηκε την ισχύ της ρητορικής τέχνης. Παρατήρησε ότι κάθε φορά που έλεγε αυτό το σύνθημα άλλαζαν αμέσως τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όπως θυμόταν αργότερα, μιλώντας στους συνεργάτες του, κανείς από τους παρευρισκόμενους χωρικούς δεν νοιαζόταν για όσα εξηγούσε για την παιδεία και την υγεία, για την οικονομία και την αγροτική ανάπτυξη. Όλα άλλαζαν όμως μόλις τους έλεγε ότι «Η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». 

Σαραντάρης και διστακτικός ακόμα με την πολιτική, μάλλον έμοιαζε με ανθρωπολόγο που επισκέφτηκε μια μακρινή χώρα για να μελετήσει έναν περίεργο λαό. Και ένα από τα πρώτα του συμπεράσματα ήταν πως το σύνθημα αυτό συντονιζόταν με απροσδόκητη δύναμη με το αίσθημα αδικίας που κουβαλούσαν μέσα τους οι «μη προνομιούχοι» για όλα όσα τους συμβαίνουν. Ο Ανδρέας ανακάλυψε «ρητορικό ουράνιο» σε ένα χωριό της Αχαΐας, αξιοποίησε λοιπόν αυτό το εύρημα στο έπακρο, ένα εύρημα τόσο «ραδιενενεργό» που σφράγισε την πολιτική σταδιοδρομία του και τον συνοδεύει στο διηνεκές ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά το φυσικό τέλος του (άλλωστε μέχρι σήμερα το έχουν αντιγράψει όλοι, από τον Χριστόδουλο και τον Καρατζαφέρη ώς τον Αλέξη Τσίπρα). Είναι απολύτως βέβαιο όμως ότι ο ίδιος, ως προσωπικότητα με υψηλή ευφυΐα και διεθνή σταδιοδρομία, ήξερε ότι το σύνθημα αυτό δεν ήταν μια αλήθεια, αλλά απλώς μια ρητορική μορφή αναπλαισίωσης (reframing) μιας ρεαλιστικά ευνοϊκής πραγματικότητας. 

Η Δύση είχε βοηθήσει καταλυτικά την Ελλάδα για να γλιτώσει από τον κομμουνισμό και να ανασυνταχθεί οικονομικά και κοινωνικά μετά την καταστροφή του πολέμου και του Εμφυλίου. Και ακριβώς γι’ αυτό η Ελλάδα ανήκε στους Έλληνες που αγωνίστηκαν για να παραμείνει η χώρα τους στον δυτικό κόσμο – όχι στους Έλληνες που πολέμησαν με όλα τα μέσα για να καταστήσουν την Ελλάδα κομμάτι του ανατολικού μπλοκ. Αυτή όμως ήταν η ρητορική της Δεξιάς και ο Ανδρέας δεν είχε κάτι να κερδίσει αν την αποδεχόταν άθικτη. Εφηύρε λοιπόν αυτή την αναπλαισίωση για να δημιουργήσει μια συγκινητική αιτία και να παρουσιάσει έναν «εξωτερικό εχθρό» για όλες τις δυσκολίες των απλών ανθρώπων. Να δώσει μια προνομιακή για τον ίδιο ερμηνεία στο πρόβλημα των κοινωνικών ανισοτήτων που αναπόφευκτα δημιουργούνται σε κάθε οικονομική και κοινωνική οργάνωση. Να προσδώσει στη Δεξιά αποχρώσεις και χαρακτηριστικά «μη ελληνικότητας» (!) και να την παγιδεύσει σε μειονεκτική θέση στον δημόσιο διάλογο. Ασφαλώς, το εύφλεκτο υλικό ήταν πάντοτε εκεί. Και αναφερόμαστε στη διαχρονική αντιδυτική καχυποψία που, κατά παράδοση, υποδαυλίζει η (κατά τα άλλα δεξιά) ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία. Ο χωρικός (αλλά και ο εργάτης και ο υπάλληλος) που κάνει το σταυρό του και βιώνει οικονομικές δυσκολίες ήταν έτοιμος να πιστέψει ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Δεξιά, το κατεστημένο, το καθεστώς συνωμότησε με ντόπια και ξένα συμφέροντα, έτσι ώστε η Ελλάδα να μην ανήκει στους Έλληνες. Τέθηκαν έτσι οι νέες βάσεις του μεταπολεμικού λαϊκισμού και της ξενοφοβίας,  ταυτόχρονα με τη σταδιακή δικαίωση και την αναβίωση της Αριστεράς του 1940 ως τρόπου πολιτικής σκέψης και ως πρότασης διακυβέρνησης. Το κορυφαίο αυτό σύνθημα ήταν τελικά πολύ αποτελεσματικό εργαλείο διαχείρισης ενός λαού με (ακόμα και σήμερα) προβληματική μόρφωση, όπου την έλλειψη αυτογνωσίας αναπληρώνει μια σχεδόν δαρβινική ξενοφοβία, ένα από τα πιο ανθεκτικά εθνικά χαρακτηριστικά (ίσως γιατί είναι δομικό στοιχείο της θρησκείας) που κληρονομείται από γενιά σε γενιά.

Ο Ανδρέας, από τα 19 του, από το 1938 στις ΗΠΑ, και συνειδητά αποφασισμένος να ζήσει απομονωμένος από τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις, δεν είχε την εμπειρία της Αριστεράς της δεκαετίας του 1940 που είχε ο πατέρας του, πολλοί άλλοι πολιτικοί καθώς και η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας. Δεν έζησε την περιπέτεια της δεκαετίας του 1940 και έτσι, ως φρέσκος αριστερός liberal διανοούμενος με ανοιχτούς δυτικούς ορίζοντες, επέστρεψε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1960 ως γιος πρωθυπουργού, πανέτοιμος να δοκιμάσει νέα πολιτικά και ρητορικά πειράματα που είχε παρατηρήσει και μελετήσει στην Αμερική του Ρούσβελτ, του Αϊζενχάουερ («Ήρθε η ώρα της Αλλαγής» ήταν το κεντρικό σύνθημα του Αϊζενχάουερ το 1952) και του Κέννεντυ. Αντιλήφθηκε πως το έδαφος ήταν πρόσφορο για να πλήξει το «κατεστημένο» της εποχής, κάτι που ενοχλούσε (όσο κι αν βόλευε, λόγω του Ανένδοτου κατά της Δεξιάς) τον Γέρο της Δημοκρατίας. Και τον ενοχλούσε γιατί ήταν αυτός που, σε συνεργασία με όλες τις δυνάμεις, με τους έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς, με τους πρώην ταγματασφαλίτες, με χιλιάδες ανώνυμους άγγλους στρατιώτες και με τον ίδιο τον Τσώρτσιλ είχε αποτρέψει την επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ελλάδα, ως πρωθυπουργός, μόλις 17 χρόνια πριν, το 1944, την περίοδο των Δεκεμβριανών… 

Ολα όσα γνωρίζετε είναι λάθος Έπειτα από αυτή τη μάλλον μακρά (αλλά απαραίτητη) εισαγωγή, οφείλουμε να αναφέρουμε, όσο γίνεται πιο συνοπτικά, ποια είναι τα σημεία του βιβλίου που ανατρέπουν θεαματικά την αίσθηση για το παρελθόν και την παγιωμένη, πανίσχυρη άποψη για τη δεκαετία του 1940. Οι συγγραφείς αποδεικνύουν ότι ο Εμφύλιος δεν άρχισε μετά την Απελευθέρωση, αλλά μαινόταν ήδη από το 1942, σχεδόν δύο χρόνια πριν από την Απελευθέρωση. Αυτό είναι ένα πολύ κρίσιμο σημείο-κλειδί γιατί, αμέσως, αποκαλύπτει ότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εκδηλώθηκε και βρισκόταν σε εξέλιξη ένας πόλεμος κατάκτησης της χώρας από τους ίδιους τους Έλληνες. Δηλαδή, μέσα στην Κατοχή οι Έλληνες διχάστηκαν και πολέμησαν μεταξύ τους, διέπραξαν μαζικές δολοφονίες και κάθε είδους εγκλήματα για το ποιος θα κληρονομήσει την Ελλάδα μετά το τέλος της κατοχής. Από τη μια μεριά ήταν ο ΕΛΑΣ υπό κομμουνιστική ηγεσία και με τις αναγκαστικές στρατολογήσεις νέων και νεανίδων χωρικών μέσα σε κλίμα βίας και ιδεολογικής επιβολής που συνειδητά και οργανωμένα ασκούσε σε μεγάλο κομμάτι της υπαίθρου. Από την άλλη μεριά ήταν πρώην βενιζελικοί που, για πρώτη φορά μετά τον Εθνικό Διχασμό του 1915, ενώθηκαν με τους βασιλικούς υποστηρίζοντας τα Τάγματα Ασφαλείας. Η Αντίσταση δεν ήταν μια παλλαϊκή Αντίσταση με όλη την Ελλάδα να έχει μετακομίσει στο βουνό, η οποία στο τέλος προδόθηκε από μια χούφτα ταγματασφαλίτες συνεργάτες των Γερμανών που συμμάχησαν με τους Άγγλους για να καταπνίξουν τη «λαοκρατία». Ο  αναγνώστης μαθαίνει ότι η Αντίσταση είχε πολλά πρόσωπα, πολλές οργανώσεις και πολλές εκδηλώσεις και δεν ήταν μόνο μια «αποκλειστικότητα» του ΚΚΕ που ίδρυσε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τονίζεται επιπλέον με έμφαση ότι στο ΕΑΜ συμμετείχαν πολλοί Έλληνες και πολλές Ελληνίδες που πριν από τον πόλεμο ήταν τόσο βενιζελικοί, όσο και βασιλικοί. Δεν ήταν δηλαδή όλοι κομμουνιστές, θα έλεγε κανείς ότι οι κομμουνιστές ήταν μάλλον η μειοψηφία του έμψυχου δυναμικού του ΕΑΜ σε όλα τα κλιμάκια πλην των ηγετικών, τα οποία αυστηρά ελέγχονταν από το ΚΚΕ και στα οποία αυστηρά τοποθετούνταν κομμουνιστές – μάλιστα κατά 90%. Άλλωστε (ας θυμηθούμε ότι) ποτέ στον Μεσοπόλεμο το ΚΚΕ δεν ξεπέρασε τις 100.000 ψήφους (και το 9,3% στις εκλογές του 1935). Κατά συνέπεια, το ΕΑΜ ιδρύθηκε από το ΚΚΕ έτσι ώστε να είναι σε πρώτη φάση πολυσυλλεκτικό, να εκφράζει μια εθνική υπόθεση, να υπηρετεί ένα σχέδιο συνασπισμού Ελλήνων απ’ όλες τις παρατάξεις στο όνομα της Απελευθέρωσης. Το ΕΑΜ πιστώνεται στο ΚΚΕ ως μια οργάνωση που ένωσε τον λαό σε ένα όραμα Αντίστασης. Αγνοί αγωνιστές, κομμουνιστές, παλιοί βενιζελικοί και βασιλικοί δυνάμωσαν το ΕΑΜ. Ωστόσο, η αξιοποίηση του ΕΑΜ, της μαζικότητας και της απήχησής του για την προώθηση των στενών πολιτικών στόχων του ΚΚΕ  που ήταν η επιβολή κομμουνισμού μετά την αποχώρηση των Γερμανών ήταν το «παράλληλο σχέδιο» της ηγεσίας του ΚΚΕ. 

Η Αντίσταση, το ΚΚΕ και οι Ρώσοι 

Η οργάνωση αντιστασιακού μετώπου δεν ήταν στα σχέδια της ηγεσίας του ΚΚΕ ακόμα και ένα μήνα μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Το ΚΚΕ, όπως κάθε ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κόμμα, ήταν απολύτως ελεγχόμενο και καθοδηγούμενο από τη Μόσχα – και ως γνωστόν, ο Στάλιν, για όσο καιρό ίσχυε το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ (σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας), επέβαλλε στα κομμουνιστικά κόμματα (μεταξύ των οποίων και στο ελληνικό) να τηρούν ουδέτερη στάση μεταξύ Γερμανών και Συμμάχων και να υποστηρίζουν ότι η επίθεση της Γερμανίας στην Ευρώπη (και στις ίδιες τις χώρες τους!) είναι ένας «ιμπεριαλιστικός πόλεμος» που δεν τα αφορούσε! Οι κομμουνιστές της Ευρώπης (και της Ελλάδας) έπρεπε να υποστηρίξουν με κάθε κόστος το σύμφωνο μη επίθεσης του Βερολίνου με τη Μόσχα. Διαβάζουμε στη σελίδα 101 των Εμφύλιων Παθών: 
«Στις 3 Μαΐου 1941 κι ενώ ήδη η σβάστικα ανέμιζε στην Ακρόπολη και η κυβέρνηση Τσολάκογλου είχε εγκατασταθεί από μέρες, η ΚΕ του ΚΚΕ, πιστή στην απόφαση της Κομιντέρν περί δεύτερου ιμπεριαλιστικού πολέμου, ζητούσε κυβέρνηση που “θ’ ασφαλίσει την ουδετερότητα, την ειρήνη και την ανεξαρτησία της χώρας”» 

Αν θέλουμε να αναλύσουμε τη φράση, το ΚΚΕ, ούτε λίγο ούτε πολύ, συνιστούσε μη πόλεμο, μη Αντίσταση, ουδετερότητα και ίσες αποστάσεις – και όλα αυτά με μια «κορώνα» ανεξαρτησίας.  Τα πράγματα άλλαξαν δυο μήνες μετά, μόλις ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Ρωσία. Τότε η Μόσχα διέταξε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα να οργανώσουν «εθνικά μέτωπα» έτσι ώστε σε κάθε χώρα να εκδηλωθεί Αντίσταση κατά των Γερμανών, προκειμένου να εμπλακούν και να απασχολούνται γερμανικές δυνάμεις που υπό άλλες συνθήκες θα ρίχνονταν στο ανατολικό μέτωπο για την κατάκτηση της Ρωσίας. Όλα αυτά σημαίνουν ότι αν οι Ρώσοι συνέχιζαν να τα έχουν καλά με τους Γερμανούς (κι αυτό θα συνέβαινε αν ο Χίτλερ δεν πρόδιδε τον Στάλιν που τον εμπιστευόταν μέχρι την τελευταία στιγμή) πολύ δύσκολα το ΚΚΕ θα αποφάσιζε να εκφράσει το ήδη υπαρκτό λαϊκό αίτημα για Αντίσταση. Εξάλλου, το ΚΚΕ είχε ιστορία υποστήριξης θέσεων που έρχονταν σε κραυγαλέα αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα. Το ΚΚΕ, απόλυτα ευθυγραμμισμένο με τους όρους συμμετοχής του στην Κομιντέρν, που επέβαλλαν πλήρη εφαρμογή των θέσεων της Μόσχας, υποστήριξε την ανεξαρτησία της Μακεδονίας το 1924 και αυτή η απόφαση άλλαξε μόνο 10 χρόνια μετά, το 1936, αφού είχε οδηγήσει στην περιθωριοποίηση του κόμματος, στη θεσμοθέτηση των διώξεων κατά των κομμουνιστών ως επικίνδυνων για το έθνος (με το «Ιδιώνυμο» που ψήφιζε ο Ελευθέριος Βενιζέλος), διώξεις οι οποίες έφτασαν σε ακραίο βαθμό από τη δικτατορία του Μεταξά, όταν οδηγήθηκε σε φυλακές σχεδόν το σύνολο των 4-5.000 ενεργών μελών του ΚΚΕ. 

Το ΕΑΜ ιδρύθηκε σχεδόν τρεις μήνες μετά την επίθεση των Γερμανών στη Ρωσία, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, λίγες εβδομάδες μετά την ίδρυση του ΕΔΕΣ. Τον Φεβρουάριο του 1942 ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ, ο στρατός του ΕΑΜ. Η Μόσχα μπορεί να έδωσε τις εντολές στο ΚΚΕ για την ίδρυση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, αλλά δεν μπορούσε να βοηθήσει ουσιαστικά. Η ανάπτυξη και η ενδυνάμωση του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ οφείλονταν στην αγγλική στήριξη η οποία ξεκίνησε στα τέλη του 1942 με την πρώτη αποστολή των μυστικών πρακτόρων και των στρατιωτικών του Special Operation Executive (SOE), οι οποίοι οργάνωσαν την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, κάτι που απλώς δεν θα γινόταν χωρίς τους Άγγλους. Τα Εμφύλια Πάθη μας θυμίζουν ότι ο Γοργοπόταμος ανατινάχτηκε στο πλαίσιο της επιχείρησης Χάρλινγκ για την παρεμπόδιση του ανεφοδιασμού του Ρόμελ. Μαθαίνουμε πως για τη μυστική αυτή επιχείρηση είχε πέσει με αλεξίπτωτο στην Ελλάδα ο στρατηγός Μάγιερς στις 30 Σεπτεμβρίου 1942. Ακολούθησαν πολλές αποστολές με χρήματα και οπλισμό. Χάρη σε αυτές τις αποστολές ενισχύθηκε εντυπωσιακά το αντάρτικο το 1942 και το 1943, ενώ ταυτόχρονα, ήδη από το 1943, ξεκίνησε η σύγκρουση ΕΔΕΣ-ΕΛΑΣ στην Ήπειρο. Η αγγλική βοήθεια ήταν εκείνη που δυνάμωσε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του επέτρεψε να απλωθεί σε μεγάλη γεωγραφική έκταση, με αποτέλεσμα το «μονοπώλιο της ισχύος» σε αυτές τις περιοχές να προσελκύσει τους τοπικούς πληθυσμούς. Η επιβολή του ΕΛΑΣ στους Έλληνες της υπαίθρου ήταν «παρενέργεια» της αγγλικής στήριξης, κι αυτό είχε προβληματίσει τους Άγγλους σχεδόν από την αρχή. Προείχε όμως η ήττα της Γερμανίας. Παράλληλα, από το τέλος του 1942, το ΚΚΕ ενεπλάκη στη διαχείριση της ξένης βοήθειας για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης (η οποία τότε ήταν πραγματική, γιατί χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν στο δρόμο…) μέσα από τα Εργατικά Κέντρα τα οποία ήλεγχε. 
Φύλλο του Ριζοσπάστη, οργάνου του ΚΚΕ, με ημερομηνία «23 του Ιούλη 1943». 
Σύμφωνα με τον Στάθη Καλύβα και τον Νίκο Μαραντζίδη, το ΕΑΜ πιστώνεται στο ΚΚΕ ως μια οργάνωση που ένωσε τον λαό σε ένα όραμα Αντίστασης. Αγνοί αγωνιστές, κομμουνιστές, παλιοί βενιζελικοί και βασιλικοί δυνάμωσαν το ΕΑΜ. Ωστόσο, η αξιοποίηση του ΕΑΜ, της μαζικότητας και της απήχησής του για την προώθηση των στενών πολιτικών στόχων του ΚΚΕ που ήταν η επιβολή κομμουνισμού μετά την αποχώρηση των Γερμανών ήταν το «παράλληλο σχέδιο» της ηγεσίας του ΚΚΕ. 

Παρ’ όλα αυτά, οι Γερμανοί δεν νικήθηκαν από τον ΕΛΑΣ ούτε από την υπόλοιπη Αντίσταση. Οι Γερμανοί δεν είχαν αβάστακτες απώλειες (υπολογίζονται σε μόνο 4-5 χιλιάδες μέσα στον πόλεμο). Ούτε στο βουνό ήταν πάνω από 20.000 έλληνες μαχητές. Τα υπόλοιπα 7,5 εκατομμύρια Έλληνες προσπαθούσαν να επιβιώσουν, άλλοτε υιοθετώντας διπλούς ρόλους (φιλικοί με τους Γερμανούς και βοηθώντας κρυφά την Αντίσταση) κι άλλοτε απλώς τηρώντας μια ευέλικτη στάση που θα τους επέτρεπε να μη συλληφθούν, να μην εκτελεστούν και να μην πεθάνουν από την πείνα. Οι Γερμανοί αποχώρησαν το φθινόπωρο του 1944, όχι γιατί εκδιώχθηκαν από τον ΕΛΑΣ, αλλά γιατί κατάλαβαν ότι θα απομονώνονταν στην Ελλάδα από τους προελαύνοντες Σοβιετικούς. Ας θυμηθούμε και ότι η Κρήτη απελευθερώθηκε τελευταία, παρά το γεγονός ότι η Αντίσταση εκεί ήταν περισσότερο ενεργή απ’ όσο στην υπόλοιπη Ελλάδα. 

Εσωσαν την Ελλάδα τα Τάγματα Ασφαλείας; 

Μια άλλη κρίσιμη και απροσδόκητη πληροφορία που αντλούμε από ένα από τα 23 κεφάλαια των Εμφυλίων Παθών είναι ότι οι Ελληνες δεν αποστρέφονταν από την αρχή τις κατοχικές κυβερνήσεις, οι οποίες στελεχώνονταν αποκλειστικά από Ελληνες με κοινά αποδεκτό στόχο τη διαχείριση των συνθηκών για να μην «εκραγεί» το κράτος.  Εκείνο όμως που έκανε μισητή την κυβέρνηση Τσολάκογλου ήταν ότι ο στόχος της, που ήταν ακριβώς να περιοριστούν οι συνέπειες στον πληθυσμό από την Κατοχή, δεν πραγματοποιήθηκε με κανένα τρόπο, αφού οι Γερμανοί λεηλάτησαν τη χώρα προκαλώντας πραγματική ανθρωπιστική και επισιτιστική κρίση. Κατάπληξη επίσης προκαλεί στο αναγνώστη η «κρίσιμη λεπτομέρεια» ότι τα Τάγματα Ασφαλείας δεν ιδρύθηκαν στην αρχή της Κατοχής αλλά στο τέλος της. Δεν ιδρύθηκαν όταν οι Γερμανοί ήταν ισχυροί, αλλά όταν ήταν φανερό ότι θα έχαναν τον πόλεμο. Αμφισβητείται λοιπόν, στα  Εμφύλια Πάθη, άλλος ένας αριστερός μύθος του Εμφυλίου, ότι οι ταγματασφαλίτες ήταν οι πρόθυμοι συνεργάτες των Γερμανών που πέρναγαν καλά, τρομοκρατούσαν τους πολίτες και σκότωναν τους καλούς κομμουνιστές αντάρτες. Μάλιστα, οι Γερμανοί ήταν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στην ιδέα της ίδρυσης των Ταγμάτων, αφού δεν ήθελαν να υπάρχουν ένοπλα τάγματα Ελλήνων. Γι’ αυτό τους έδωσαν οπλισμό σταδιακά και με μεγάλη προσοχή. Είχαν τα Τάγματα αποβράσματα και απατεώνες; Προφανώς, ναι. Ποια ένοπλη ομάδα όμως που εμπλέκεται σε πόλεμο δεν έχει; Τα όπλα και οι πόλεμοι δεν είναι αποκλειστική ενασχόληση των Αγγέλων. Ωστόσο, όσο φαινόταν ότι οι Γερμανοί θα έχαναν τον πόλεμο, τόσο περισσότεροι Έλληνες εντάσσονταν στα Τάγματα Ασφαλείας. Αυτό το φαινόμενο εξηγείται από το γεγονός ότι όση μεγαλύτερη βεβαιότητα επικρατούσε για την επερχόμενη ήττα των Γερμανών, τόσο αυξανόταν η επιθετικότητα του ΕΛΑΣ για την επιβολή κομμουνιστικού καθεστώτος. Εκείνο που φοβούνταν πολλοί Έλληνες οι οποίοι εντάχθηκαν στα Τάγματα ήταν η κατάληψη της εξουσίας από τους κομμουνιστές μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Πολλοί ταγματασφαλίτες ήταν παλιά μέλη του ΕΑΜ που συγκρούστηκαν και αποχώρησαν ή που είδαν κομμουνιστές να εκτελούν τις οικογένειές τους. Τα τάγματα, που ιδρύθηκαν με νόμο του κατοχικού πρωθυπουργού Δημητρίου Ράλλη στις 18 Ιουνίου 1943, οργανώθηκαν τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και έδρασαν κυρίως μέσα στο 1944 – δηλαδή τους τελευταίους 9 μήνες μιας γερμανικής κατοχής που ήταν βέβαιο ότι τελείωνε. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι η δράση τους ώς ένα βαθμό καθυστέρησε τη συγκρότηση των κομμουνιστικών δυνάμεων και ματαίωσε την άμεση κατάληψη της Αθήνας από τον ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση της 12ης Οκτωβρίου. Πέρασαν έξι μέρες από την Απελευθέρωση ώς τις 18 Οκτωβρίου, όταν ο Γεώργιος Παπανδρέου ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη και προσπάθησε να χαράξει μια πορεία προς την ειρήνευση και την εθνική συμφιλίωση. 

Στην κυβέρνηση Παπανδρέου συμμετείχαν υπουργοί του ΕΑΜ. Αλλά μετά το αμετακίνητο αίτημα αφοπλισμού του ΕΛΑΣ που έθεσε η κυβέρνηση και ο άγγλος στρατηγός Σκόμπι, το ΚΚΕ αποφάσισε να προκαλέσει πολιτική κρίση με την παραίτηση των εαμικών υπουργών ενώ, ταυτόχρονα, κάλεσε το λαό να συμμετάσχει στο συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου 1944. Το συλλαλητήριο όπου η αστυνομία άνοιξε πυρ και σκότωσε αδιευκρίνιστο αριθμό αθώων, έγινε μέσα σε έκρυθμο κλίμα, με την ύπαρξη ενός στρατού (του ΕΛΑΣ) που αρνούνταν να αφοπλιστεί. Ήταν η θρυαλλίδα για να κινητοποιηθεί μέσα σε ώρες ολόκληρος ο ΕΛΑΣ Πελοποννήσου και Ρούμελης και να επιτεθεί στην Αθήνα, βάσει επιχειρησιακού σχεδίου που ήταν έτοιμο πριν από την Απελευθέρωση.  Η Αριστερά εφάρμοζε «διπλή στρατηγική»: ήθελε να καταλάβει την εξουσία με βάση τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, βήμα προς βήμα, αλλά παράλληλα δεν απέκλειε την ένοπλη επέμβαση αν τα πράγματα δυσκόλευαν (κάτι που έγινε με τη ρητή απαίτηση του Σκόμπι για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ την 1η Δεκεμβρίου 1944). Πολλοί μπερδεύονται ανάμεσα στον διεθνισμό και στον εθνικισμό των Αριστερών. Είναι όμως κι αυτό κομμάτι της «διπλής στρατηγικής». Το ΚΚΕ «στα χαρτιά» (αλλά και στην πράξη) ήταν ένα διεθνιστικό κόμμα, επιδίωκε δηλαδή, όπως όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, την επιβολή δικτατορίας του προλεταριάτου σε διεθνές επίπεδο. Δεν ήταν «πατριωτικό», με την έννοια του εθνικιστικού κόμματος. Έγινε όμως «πατριωτικό» επειδή αυτό ζήτησαν οι Ρώσοι, επειδή οι Ρώσοι διέταξαν όλα τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης να κινητοποιήσουν τα μέλη τους και να συγκροτήσουν εθνικά μέτωπα κατά του Χίτλερ. Το διεθνές κέντρο του κομμουνισμού, η Μόσχα, αντιλήφθηκε φυσικά τη μεγάλη απήχηση της «πατριωτικής επιλογής» στους ευρωπαϊκούς λαούς, μια απήχηση που υπερέβαινε την εμβέλεια της κομμουνιστικής ιδεολογίας,  και καθοδήγησε τα κομμουνιστικά κόμματα να την αξιοποιήσουν στο έπακρο, πολιτικά και στρατιωτικά, για να επιβληθούν στις χώρες τους μετά την ήττα των Γερμανών. Κατά συνέπεια, το ΚΚΕ, όχι μόνο έγινε «πατριωτικό κίνημα» για να εξυπηρετήσει τον απώτερο σκοπό της διεθνιστικής επανάστασης και να επιβάλει κομμουνιστικό καθεστώς στην Ελλάδα, αλλά αξιοποίησε στο έπακρο και τη βοήθεια των Άγγλων για να αναπτυχθεί πέρα και πάνω από οποιαδήποτε προπολεμική πρόβλεψη. 

Η μάχη για μια κομμουνιστική Ελλάδα 

Ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους οι πρώτοι μήνες της απελευθέρωσης «απελευθέρωσαν» τεράστιες ποσότητες εμφύλιας βίας. Ο ΕΛΑΣ είχε ήδη συγκρουστεί με όλες τις μη εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις (για να κατοχυρώσει την εξουσία του στην ύπαιθρο και στις πόλεις) και βεβαίως και με τα Τάγματα Ασφαλείας. Οι στόχοι της Αριστεράς ήταν σαφείς. Ήδη από τα τέλη Οκτωβρίου 1944, ο Μάρκος Βαφειάδης, παραβαίνοντας τα συμφωνηθέντα στη Διάσκεψη της Καζέρτας, κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη. Ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη έχει ζήσει ως πόλη ανατολικού μπλοκ για κάποιο διάστημα! Η λεγόμενη «ΕΑΜοκρατία» (ένα καθεστώς που θύμιζε αυτό που επιβλήθηκε σε όλη την ανατολική Ευρώπη και το οποίο δοκίμασε η Βόρειος Ελλάδα) ήταν κάτι που δεν ξεχάστηκε σε όλη τη Μακεδονία για πολλά χρόνια. Κι αυτό εξηγεί γιατί, ενώ η Μακεδονία ήταν βενιζελική πριν από τον πόλεμο, μετά τον πόλεμο έγινε δεξιά και βασιλική. Ήταν η δράση του ΕΛΑΣ, σκληρή, αυταρχική και σε πολλές περιπτώσεις αποτρόπαια, εκείνη που οδήγησε μια ολόκληρη ελληνική περιοχή σε ιστορική αλλαγή πολιτικού προσανατολισμού. Μέχρι σήμερα, το ΚΚΕ είναι ανύπαρκτο μετά τη Λάρισα. Οι συγγραφείς φροντίζουν να μας θυμίσουν όχι μόνο ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες οι κομμουνιστές αξιοποίησαν την Αντίσταση για να κατακτήσουν την εξουσία, αλλά και ότι παντού αντέδρασαν στον αφοπλισμό τους. Ωστόσο, π.χ. στη Γαλλία, στην Ιταλία ή στο Βέλγιο δεν ξέσπασαν εμφύλιοι, γιατί οι κομμουνιστές συνειδητοποίησαν ότι ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν πολύ πιο δυσμενής απ’ όσο ήταν στην Ελλάδα λόγω της ισχυρής παρουσίας αγγλικών και αμερικανικών στρατευμάτων. Πολύ απλά, θεμέλιο της ισχύος του ΚΚΕ ήταν ο στρατός του. Η απώλεια του ΕΛΑΣ ισοδυναμούσε με απώλεια της ισχύος του ΚΚΕ την οποία ασκούσε επάνω σε πληθυσμούς, χάρη στην ενίσχυση της ιδεολογικούς πειθούς που εξασφαλίζει η βία. Γι’ αυτό και το ΚΚΕ αντέδρασε στην προοπτική της απώλειας του στρατού του με τον «Δεκέμβρη».  Με μια επίθεση για την κατάληψη της εξουσίας. Όλα εξελίσσονταν στη βάση της «διπλής στρατηγικής»: η Αριστερά ήθελε να κατακτήσει την εξουσία, νόμιμα, αν ήταν δυνατόν, αλλά και με τη βία αν αυτό χρειαζόταν. 

Πιθανόν 2 Νοεμβρίου 1944. Το ΕΑΜ έχει απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη και η διοίκηση της Ομάδας Μεραρχιών Μακεδονίας (υπό τον Ευρ. Μπακιρτζή και τον Μάρκο Βαφειάδη) παρακολουθεί στρατιωτική παρέλαση. Κατά μία εκτίμηση, η περίοδος κατά την οποία η βόρειος Ελλάδα διοικήθηκε σαν χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού γιγάντωσε τα μεταγενέστερα χρόνια τη Δεξιά. 

Ο ΕΛΑΣ και η ΟΠΛΑ συναγωνίζονταν τα Τάγματα Ασφαλείας σε εγκλήματα κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι συλλήψεις, οι εκτελέσεις του ΚΚΕ ήταν μαζικές, τόσο κατά την Κατοχή και τα Δεκεμβριανά, όσο και μετά. Και σόκαραν την κοινή γνώμη. Η κομμουνιστική βία ήταν εκτεταμένη, γι’ αυτό, πολλοί από τους πρωτεργάτες της, δηλαδή 5-6.000 από τα πιο εκτεθειμένα στελέχη στις τοπικές κοινωνίες, μετακινήθηκαν στην Αλβανία και στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας για να εκπαιδευτούν ακόμα περισσότερο στο αντάρτικο και να επιστρέψουν για να συμβάλουν στη νίκη.  Η δυτική βοήθεια για την αποτροπή του κομμουνισμού ήταν καταλυτική. Για να εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα δεν θα «πέσει», ο Τσώρτσιλ έφτασε ο ίδιος στην εμπόλεμη Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944. Άγγλοι στρατιώτες ρίχτηκαν με πάθος στη μάχη της Αθήνας. Αργότερα διαδέχθηκαν τους Άγγλους οι Αμερικανοί. Στις 12 Μαρτίου 1947, ο Τρούμαν δήλωσε στο Κογκρέσο ότι θα βοηθήσει την Ελλάδα να μην ενταχθεί στη σοβιετική σφαίρα επιρροής («δόγμα Τρούμαν») που κατέληξε στο σχέδιο Μάρσαλ το 1950. 

Είχε προηγηθεί το μποϊκοτάζ των εκλογών του 1946 από τον ηγέτη του ΚΚΕ, τον χαρισματικό, ευφυή, σκληρό κι επίμονο σταλινικό Νίκο Ζαχαριάδη. Είχε προηγηθεί ταξίδι αποστολής του ΚΚΕ υπό τον Μήτσο Παρτσαλίδη στη Μόσχα, στις αρχές του 1946, όπου ζητήθηκε βοήθεια για τη συνέχιση του κομμουνιστικού αγώνα. Οι Σοβιετικοί πρότειναν και πάλι τη «διπλή στρατηγική» – δηλαδή ένοπλη αυτοάμυνα δίπλα στην πολιτική κινητοποίηση. Κι αυτό ακριβώς εφάρμοσε ο Ζαχαριάδης. Δεν «πάτησε τη σκανδάλη», αλλά ούτε και επέτρεψε να συμμετάσχει το ΚΚΕ στις εκλογές. Επέλεξε τη σταδιακή κλιμάκωση της έντασης και συνέχισε τα αιτήματα βοήθειας προς τον Στάλιν, τα οποία από τα τέλη του 1946 – αρχές 1947 βρήκαν θετικές απαντήσεις. Τον Μάιο του 1947, η Μόσχα εγγυήθηκε υλική βοήθεια και πολιτική στήριξη. Τον Αύγουστο του 1947, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία και Βουλγαρία κατέληξαν σε κοινή στάση για βοήθεια στον Δημοκρατικό Στρατό. Το αντάλλαγμα που ήθελαν οι Γιουγκοσλάβοι και οι Βούλγαροι για να υποστηρίξουν τον ΔΣΕ ήταν ο διαμελισμός της Ελλάδας και η δημιουργία δικού τους προτεκτοράτου στη νότια Βαλκανική. Και φαίνεται ότι το ΚΚΕ ήταν διατεθειμένο να το επιτρέψει, με αντάλλαγμα την κυριαρχία στην υπόλοιπη χώρα. Τον Ιανουάριο του 1949, η 5η ολομέλεια του ΚΚΕ αποφασίζει ότι «ο Μακεδονικός λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του έτσι όπως τη θέλει». Ήταν μια ύστατη προσπάθεια να διατηρηθεί αυτή η… διεθνιστική βαλκανική συμμαχία, διότι και εδώ υπήρχε «διπλή στρατηγική» και «διπλή γλώσσα», μεταξύ διεθνισμού και εθνικισμού. Ωστόσο, η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στη Φλώρινα, τον Φεβρουάριο του 1949, εξόργισε τον Στάλιν, ο οποίος άρχισε να ανησυχεί ότι η κατάρρευση των ελλήνων κομμουνιστών μπορούσε ίσως να συμπαρασύρει κομμουνιστικά καθεστώτα που με κόπο είχαν σταθεροποιηθεί στην υπόλοιπη Βαλκανική. 

Ο Στάλιν επικροτούσε την προσεκτική υποστήριξη έτσι ώστε να υπάρξει όφελος για τη Μόσχα αν επικρατούσαν οι κομμουνιστές στην Ελλάδα, αλλά δεν ήθελε η εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης να είναι τόσο κραυγαλέα ώστε να αποσταθεροποιηθούν τα ευρύτερα ρωσικά συμφέροντα αν οι έλληνες κομμουνιστές αποτύγχαναν να κατακτήσουν την εξουσία. Κάπως έτσι, τον Απρίλιο του 1949, οι Σοβιετικοί κάλεσαν τον Ζαχαριάδη στη Μόσχα για να του ανακοινώσουν ότι το αντάρτικο στην Ελλάδα πρέπει να σταματήσει. Λίγο αργότερα, τον Αυγουστο του 1949, ήρθε η ήττα του ΔΣΕ στον Γράμμο. Πολλοί κομμουνιστές έφυγαν στο εξωτερικό ως πολιτικοί πρόσφυγες, εφαρμόζοντας τις εντολές του κόμματος για μια πολιτική του «όπλου παρά πόδα». Υποτίθεται πως προετοιμάζονταν να επιστρέψουν στην Ελλάδα προκειμένου να συνεχίσουν τον αγώνα για την επιβολή του κομμουνισμού, όποτε το κόμμα θα αποφάσιζε πως θα ωρίμαζαν και πάλι οι συνθήκες. Η πίστη ότι ο ένοπλος αγώνας μπορούσε να συνεχιστεί καλλιεργούνταν σταθερά από το ΚΚΕ και διατηρήθηκε ώς το 1953 και το θάνατο του Στάλιν. Αυτό ήταν η αφορμή για να γεμίσουν με κομμουνιστές τα ξερονήσια (πολλοί από τους οποίους, αθώοι και αγνοί ιδεολόγοι πολίτες) και να γιγαντωθεί το απεχθές αστυνομικό κράτος της Δεξιάς. Αυτή ήταν η Ελλάδα του τότε, μια καθυστερημένη εθνικόφρων Ελλάδα, γεμάτη μίσος και βυθισμένο διχασμό, όπου οι κομμουνιστικές θέσεις «συμπληρώνονταν» σε ένα πλαίσιο βίας, νωπού αίματος και αμοιβαίας καχυποψίας από τις σκληρές πολιτικές διώξεις του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς». Μιας Δεξιάς που διατυμπάνιζε ότι θριάμβευσε εναντίον του «σλαβοκομμουνισμού», που σταθεροποίησε τη χώρα, κι έφερε την οικονομική ανάπτυξη, αλλά επέβαλλε τις διακρίσεις και τον αυταρχισμό και εξέθρεψε στη συνέχεια το παρακράτος των «Κοτζαμάνηδων». 

Πώς η Χούντα δικαίωσε την Αριστερά 

Το ελληνικό κράτος στηρίχτηκε στον αντικομμουνισμό που απλωνόταν από τη Δεξιά ώς την Κεντροαριστερά – γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ένας από τους σημαντικότερους αντικομμουνιστές ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Θα έλεγε κανείς ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ίσως πιο «φιλικός» προς τους κομμουνιστές, αφού ήταν ο Πρωθυπουργός που σταμάτησε τις νέες φυλακίσεις στα ξερονήσια το 1955 και νομιμοποίησε το ΚΚΕ το 1974. Ο αντικομμουνισμός όμως ήταν η κυρίαρχη αφήγηση, αλλά και η αιτία του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, αφού στρατιωτικοί σε συνεργασία με τουςΑμερικανούς αποφάσισαν να αποτρέψουν οποιαδήποτε σκέψη για την επιβολή στην Ελλάδα ενός αριστερού καθεστώτος μέσα από την ενδεχόμενη μετατροπή της Ένωσης Κέντρου σε ένα αριστερό «ανδρεοπαπανδρεϊκό» κόμμα. Κι αυτό το έχει εμμέσως παραδεχθεί ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου σε ομιλία του, ως αρχηγός του ΠΑΚ, σε καναδούς φοιτητές. Η χούντα στηρίχτηκε σε ένα αφήγημα αντικομμουνιστικό και υπερπατριωτικό ταυτόχρονα, αλλά όταν έπεσε εξ αιτίας της τραγωδίας της Κύπρου και της απώλειας εθνικού εδάφους, η «πατριωτική αφήγηση» κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος, συμπαρασύροντας ένα μεγάλο κομμάτι και της δεξιάς αφήγησης. Αν η χούντα ήταν ξενοκίνητη, τότε τι ήταν η Δεξιά που επί δεκαετίες στηρίχτηκε στον «ξένο παράγοντα» και στη «Δύση»; Ήταν η Δεξιά κάτι πέρα από μια «χούντα light» που επίσης πρόδωσε το έθνος αφού, συνεργαζόμενη πρώτα με τους Γερμανούς και μετά με τους Άγγλους, τους Αμερικανούς και το Παλάτι κατέπνιξε τη θέληση του λαού για κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθερία και Δημοκρατία και έστειλε τους αγωνιστές της Αντίστασης στα ξερονήσια; 

Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία αξιοποίησε στο έπακρο ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδρύοντας στις 3 Σεπτεμβρίου 1974 ένα αυθεντικό «Σοσιαλιστικό Κίνημα» με οργανώσεις σε όλη την Ελλάδα, στους τοίχους των οποίων υπήρχε κρεμασμένο το πορτρέτο του Άρη Βελουχιώτη δίπλα στα πορτρέτα του Μαρξ και του ίδιου του Ανδρέα. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ασφαλώς, ήταν απαίτηση των καιρών, προϋπόθεση για τον εξευρωπαϊσμό και έπρεπε να γίνει, αλλά παράλληλα σηματοδότησε το τέλος της νοηματοδότησης που αντλούσε η Δεξιάς απ’ τον αγώνα κατά του κομμουνισμού. Ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, τον οποίο ο Καραμανλής επιχείρησε να προτάξει, ποτέ δεν μπόρεσε να αναπληρώσει τον αντικομμουνισμό και την εθνικοφροσύνη ως στοιχείο συνοχής και ταυτότητας της δεξιάς παράταξης. Η εποχή, λοιπόν, τα γεγονότα καθώς και οι αποφάσεις των πρωταγωνιστών της οδηγούσαν αναπόφευκτα στη χρεοκοπία της δεξιάς αντικομμουνιστικής αφήγησης και στην απαρχή μιας αναδρομικής δικαίωσης της Αριστεράς. Κι επειδή η πολιτική δεν έχει μέλλον και πνοή χωρίς ιστορική βάση και ζωτικούς μύθους, είχε έρθει ο καιρός να ξαναγραφτεί η Ιστορία, να επικρατήσουν νέες εξωραϊσμένες  αφηγήσεις για τη δεκαετία του 1940, καθώς και να προσφερθεί στην Αριστερά σχεδόν το μονοπώλιο της Αντίστασης. Θα επικρατήσει σταδιακά στη συλλογική μνήμη της Μεταπολίτευσης η λανθασμένη εικόνα ότι η Αντίσταση ήταν μια «αριστερή υπόθεση» με ανώτερα ηθικά και πατριωτικά κίνητρα, ότι οι δεξιοί ήταν συνεργάτες των Γερμανών, ότι ο Εμφύλιος άρχισε το 1945 και ότι ο «Δεκέμβρης» ήταν σύγκρουση Ελλήνων με τους Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών και με τους Άγγλους.

Μέσα από την ανάγνωση των Εμφύλιων Παθών δεν μπορείς να αποφύγεις συνειρμούς και να συνειδητοποιήσεις ότι στην εξιδανίκευση της Αριστεράς συνέπραξε η Δεξιά, όχι μόνο λόγω της νομιμοποίησης του ΚΚΕ το 1974, αλλά και εξ αιτίας της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΚΚΕ το 1989. Η συμβολική δύναμη της συμμαχίας αυτής υπερβαίνει κατά πολύ τους συγκυριακούς λόγους συγκρότησης αυτής της κυβέρνησης. Εάν η Δεξιά, για οποιονδήποτε λόγο, συγκυβερνά με την Αριστερά, τότε στα μάτια των νεότερων γενεών, που δεν έζησαν τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, σηματοδοτεί την οριστική επιβεβαίωση, επαλήθευση και επισφράγιση της αναδρομικά εξιδανικευμένης εικόνας της. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης προσπάθησε να κυβερνήσει εφαρμόζοντας μια σύγχρονη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική μόλις λίγο καιρό μετά την επιλογή της συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ, με την οποία πρόσφερε απλόχερα στον αριστερό λόγο και στην αριστερή πολιτική σκέψη τη μεγαλύτερη ώθηση, δυναμική και εγκυρότητα που μπορούσε ποτέ να λάβει. Και ίσως γι’ αυτό η πολιτική του αυτή συνάντησε τόσο μεγάλη… αντίσταση! Γιατί είχε ο ίδιος νομιμοποιήσει και ενισχύσει το πολιτικό υπόβαθρο αυτής της αντίστασης. Το τίμημα της ολοκλήρωσης της εθνικής συμφιλίωσης ήταν το ξεθώριασμα της Ιστορίας και η αντικατάσταση της μνήμης από έναν αριστερό ρομαντισμό που διεκδικούσε εφαρμογή στο παρόν. Η Αριστερά, που ο πόλεμος «κληροδότησε» στη μισή Ευρώπη ως ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, κατέρρευσε παντού το 1989. Στην Ελλάδα μάλλον αναβίωσε. Σφυροδρέπανα, που μετά το 1989 έγιναν σύμβολα καταπίεσης και ολοκληρωτισμού παντού στην ανατολική Ευρώπη, στην Ελλάδα υψώνονται μέχρι σήμερα με συγκίνηση και υπερηφάνεια. Τα Εμφύλια Πάθη μάς βοηθούν να κατανοήσουμε το «γιατί» πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο. 

Πώς οι δεξιοί έγιναν «αριστεροί» 

Σχεδόν όλα τα μεγάλα «γιατί» της μεταπολίτευσης εξηγούνται από τα Εμφύλια Πάθη. Εξοπλισμένος με τη γνώση της πραγματικής ιστορίας συνειδητοποιεί κανείς ότι η κοινή προσπάθεια της Δεξιάς και της Αριστεράς, το 1989, για τη συρρίκνωση και τη διάλυση του ΠΑΣΟΚ ενίσχυσε τις πολιτικές αιτίες ύπαρξης του ίδιου του ΠΑΣΟΚ. Ενίσχυσε στη συλλογική συνείδηση τη σκοπιμότητα και τη χρησιμότητα της «αριστερής πολιτικής» και την ανάγκη για την εφαρμογή της στην πράξη ως μιας πολιτικής καλύτερης από τη «δεξιά» και τη «φιλελεύθερη» πολιτική. Αν η Δεξιά προσυπογράφει και επικυρώνει το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς (εφ’ όσον συνεργάζεται μαζί της για να πετύχει την «κάθαρση»), τότε γιατί να κυβερνά η Δεξιά και όχι ένα κόμμα που έχει αποδείξει για οκτώ ολόκληρα χρόνια (1981-1989) ότι μπορεί να εφαρμόζει μια εφικτή αριστερή πολιτική; Αν η Αριστερά αναβιβάζεται στο «μέτρο» με το οποίο πρέπει όλοι και όλα να συγκρίνονται, τότε, μέχρι και τη χρεοκοπία του 2010, ο κερδισμένος μακράν ήταν το ΠΑΣΟΚ και όχι η ΝΔ. Ακόμα και σήμερα, το κατά πόσο μια πολιτική είναι «καλή» εξαρτάται από το πόσο «αριστερή» είναι. Είμαστε τόσο εθισμένοι σε αυτό τον τρόπο σκέψης που, όταν ένας αριστερός πολιτικός αρχίζει να μη μας αρέσει, λέμε στις συζητήσεις μας ότι είναι «δεξιός» (και ήδη αυτή η κριτική εξαπολύεται κατά του ΣΥΡΙΖΑ από όσους αριστερούς υποτίθεται ότι θέλουν να διασώσουν την έννοια «Αριστερά» από το εν εξελίξει κυβερνητικό φιάσκο), ενώ όταν δεν μας αρέσει ένας δεξιός πολιτικός λέμε ότι είναι «πολύ δεξιός». Η Αριστερά, σαν ανέγγιχτη και απλησίαστη θρησκεία, σαν Βίβλος της ελληνικής πολιτικής ζωής γύρω από την οποία ερίζουν οι διαφορετικές φυλές των πιστών για την αρτιότερη ερμηνεία της.

Δεν είναι τυχαίο πως όλοι οι υπουργοί του ΠΑΣΟΚ, από το 1981 έως ακόμα και… πέρυσι (ως μέλη της κυβέρνησης συνεργασίας ΝΔ-ΠαΣοΚ), επέμεναν μονότονα ότι εξαντλούν τα όρια της φιλολαϊκής πολιτικής. Δηλαδή της αριστερής πολιτικής, αφού η «δεξιά πολιτική» δεν μπορεί να είναι ποτέ «φιλολαϊκή», εφ’ όσον εκπορεύεται από μια παράταξη στηριγμένη στη  συμπαιγνία μεταξύ του «ντόπιου και του ξένου παράγοντα», πάντοτε εις βάρος των λαϊκών συμφερόντων. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι, μετά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, όλοι οι αρχηγοί της ΝΔ (ακόμα και ο Αντώνης Σαμαράς στην προ-μνημονιακή εποχή του) πολιτεύονταν περίπου σαν ΠΑΣΟΚ. Ο Μιλτιάδης Έβερτ και ο Κώστας Καραμανλής διαφήμιζαν διαρκώς τις σχέσεις τους με την Αριστερά, ενώ ο δεύτερος έφτασε στην εξουσία με έναν λόγο σχεδόν αριστερό, που δεν διέφερε σχεδόν καθόλου από το λόγο του «ανδρεϊκού ΠαΣοΚ». Ο Κώστας Καραμανλής, από το 1997 ώς το 2004, αντιπολιτεύτηκε ως «αριστερός» τον «δεξιό» Σημίτη που υποτίθεται ότι δεν ήταν «αρκετά λαϊκός» ούτε «αρκετά ΠαΣοΚ» γιατί ήταν «εκσυγχρονιστής» και πίστευε ότι «η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη» (και όχι «στους Έλληνες»)! 

Κανένας ηγέτης της Δεξιάς, από το 1955 και μετά, δεν επιχείρησε να διαμορφώσει μια σύγχρονη «δεξιά ιδεολογία». Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ηγέτης των έργων και της πράξης, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για ιδεολογίες και διχοτομήσεις. Κοιτούσε πάνω από τις κλασικές αντιπαλότητες. Ήθελε να υπερβεί τις διχοτομήσεις που ταλάνιζαν το έθνος μέσα από την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρώπη. Πίστευε πως η ένταξη θα αποδεικνυόταν ισχυρότερη κάθε ελληνικής πολιτικής αντιπαλότητας –και ίσως είχε δίκιο–, και σ’ αυτό μοιάζει με τον Κώστα Σημίτη ο οποίος, μάλλον, επίσης πίστευε και πιστεύει πως η ένταξη στην ευρωζώνη δεν επιτρέπει παρεκκλίσεις και περιπέτειες και είναι μια πανίσχυρη άγκυρα, μια «ασφάλεια ζωής» για μια Ελλάδα η οποία παραμένει αυτοκαταστροφική. Ίσως μόνο ο Αντώνης Σαμαράς επιχείρησε (τα τελευταία δύο χρόνια, κατά την πρωθυπουργική του περίοδο) να ανασυστήσει ένα αντιαριστερό μέτωπο και να προειδοποιήσει για τους κινδύνους της Αριστεράς, αλλά δεν έπεισε παρά ελάχιστους, γιατί προ πολλού ο λαός έχει ξεχάσει τόσο πολύ τι σημαίνει Αριστερά ώστε π.χ. τα Εμφύλια Πάθη, που είναι ένα βιβλίο ισορροπημένο και επιστημονικό, να μοιάζει αιρετικό, εκρηκτικό και αποκαλυπτικό και να θυμώνει πολλούς Αριστερούς. 

Τα Εμφύλια Πάθη σε καθοδηγούν να προχωρήσεις σε κρίσιμα συμπεράσματα πέραν των όσων πραγματεύονται. Σου προσφέρουν την ευκαιρία να κατανοήσεις γιατί η μεταπολιτευτική εξιδανίκευση της Αριστεράς κατέστησε αδύνατη την οργάνωση ενός πολιτικού λόγου που θα επέτρεπε τον ευρωπαϊκό εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας με όρους σταθερότητας και προοπτικής. Αντιλαμβάνεσαι γιατί οι μεγάλες κοινωνικές τομές του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, το ΕΣΥ, οι συντάξεις στους φτωχούς και τους μη προνομιούχους, τα άπειρα νέα σχολεία, τα πανεπιστήμια και οι κοινωνικές δομές, τα πάμπολλα δημόσια έργα δεν υποστηρίχθηκαν σε ανάλογο βαθμό από μια νέα δυναμική και παραγωγική οικονομία. Ο εκσυγχρονισμός της οικονομίας υστερούσε αισθητά από τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Η κοινωνία αποδέχθηκε τη βελτίωση της ζωής που εξασφάλιζαν οι αριστερές και προοδευτικές τομές του ΠΑΣΟΚ, μέσα όμως από τη διατήρηση μονολιθικών δομών κρατισμού και την αλόγιστη επέκταση των πελατειακών δικτύων. Εξ άλλου η μεγέθυνση του κράτους θεωρήθηκε και θεωρείται ακόμα «αριστερή πολιτική». Και δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι (ακόμα και νομπελίστες) που την υποστηρίζουν, επικαλούμενοι πάντοτε τον Κέυνς. Η αριστερή κοινωνική πολιτική δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, δεν ήταν συμβατή με μια οικονομική πολιτική που θα θεωρούνταν «δεξιά» – με μειωμένα δηλαδή ελλείμματα και χαμηλό πληθωρισμό. Λεφτά έπρεπε να υπάρχουν. Είναι «υποχρεωτικό» να υπάρχουν. Γιατί αν δεν υπάρχουν, τότε αυτό θα πρέπει να οφείλεται σε κάποια συνωμοσία που εξυφαίνει η κυβέρνηση με το κεφάλαιο κατά του λαού. Οι μεταρρυθμίσεις, που μόνο ο Κώστας Σημίτης επιχείρησε και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε να υλοποιήσει για τα δεδομένα της εποχής, τη διετία 1985-1987, ως υπουργός Οικονομικών, και την οκταετία 1996-2004 ως πρωθυπουργός, ήταν για πολλούς και παραμένουν συνώνυμες μιας «αντιλαϊκής» και «μη αριστερής» πολιτικής, γι’ αυτό και πολεμήθηκαν σκληρά εξ ίσου από τη Δεξιά, την Αριστερά αλλά και από το ίδιο το «ανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ.  Οσο κι αν ο Σημίτης επεσήμανε δημοσίως (το 2001) τον παραλογισμό ότι δεν μπορεί να θεωρείται «μη κεϋνσιανή» μια πολιτική με ιστορικά πρωτοφανή μεγέθη δημοσίων επενδύσεων, η «κόκκινη πτέρυγα» του ΠΑΣΟΚ (υπό τον Άκη Τσοχατζόπουλο) πρωτοστατούσε στην αμφισβήτηση του αριστερού χαρακτήρα του κινήματος και απαιτούσε «διόρθωση πορείας». Στην πραγματικότητα, η «πορεία Σημίτη», αν δεν είχε εγκαταλειφθεί, θα ήταν ο μοναδικός ασφαλής δρόμος και για τη χώρα, αλλά και για την ίδια την μακροημέρευση του ΠΑΣΟΚ ως ισχυρού, ανθεκτικού και ευρωπαϊκού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. 

Πώς η Αριστερά ισοπέδωσε το ΠΑΣΟΚ

 Παρά τις αναλαμπές μεταρρυθμίσεων και εκσυγχρονισμού, η χώρα διαρκώς υστερούσε στην εκτέλεση των «προαπαιτούμενων» για να μπορεί να θεωρείται λειτουργική ευρωπαϊκή οικονομία. Έτσι μια κλειστή οικονομία που υστερεί διαρκώς σε μεταρρυθμιστικό βηματισμό δεν μπορούσε να υποστηρίξει τις διευρυμένες «ευρωπαϊκές» απαιτήσεις των πολιτών της για αριστερή «κοινωνική δικαιοσύνη». Σταδιακά, συσσωρεύτηκε το έλλειμμα εκσυγχρονισμού διαδοχικών κυβερνήσεων (ας θυμηθούμε την αναβλητικότητα και την αταραξία της εποχής Κώστα Καραμανλή), το οποίο αντανακλά σχεδόν πλήρως τη διεύρυνση του εξωτερικού δανεισμού. Η έκρηξη του δημοσίου χρέους, πέρα από τις διεθνείς δομικές αιτίες της, είναι παράλληλα ο καθρέφτης των μεταρρυθμίσεων που δεν έγιναν. Μεταρρυθμίσεις απαραίτητες αφ’ ενός για να ελεγχθεί το κόστος (με δεδομένη την έκρηξη της σπατάλης και της κακοδιαχείρισης των πόρων) του κοινωνικού κράτους, αφ’ ετέρου για να εξασφαλιστούν τα κεφάλαια που θα έκαναν βιώσιμη τη συμμετοχή της χώρας στο λεγόμενο «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο».

Η εξιδανίκευση της Αριστεράς και η διάχυση της αριστερής νοοτροπίας σε όλες τις παρατάξεις, η οποία εκφράστηκε και μέσα από την επικράτηση της «ιερότητας» των συντεχνιακών αιτημάτων και της αντίστοιχης νοοτροπίας, συνέβαλε αποφασιστικά στην πρώτη χρεοκοπία χωρίς να έχει προηγηθεί πόλεμος ή εθνική καταστροφή, και είναι η κυρίαρχη αιτία γιατί ακόμα και σήμερα δεν μπορούμε να υπερβούμε την οικονομική κρίση. Η εξιδανίκευση της Αριστεράς, στην οποία συνέπραξαν το Κέντρο και η Δεξιά, και η εγκαθίδρυση ενός αριστερόστροφου «λειτουργικού συστήματος» στη συλλογική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας ήταν η κυριότερη αιτία γιατί, π.χ., ο έλεγχος και η μείωση των δημοσίων δαπανών ήταν και παραμένει μια πολιτική αδιανόητη. Όταν ο Κώστας Καραμανλής, έπειτα από 12 χρόνια καλλιέργειας ενός φιλολαϊκού ηγετικού προφίλ (επτά ως πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πέντε ως πρωθυπουργός), τόλμησε να κατεβεί στις εκλογές του 2009 εξηγώντας στους πολίτες πόσο απαραίτητο είναι το πάγωμα μισθών και συντάξεων στον δημόσιο τομέα, προκάλεσε πανεθνικό αρνητικό δέος και η ΝΔ έλαβε το μικρότερο ποσοστό στην έως τότε ιστορία της! Αυτό και μόνο δείχνει το βαθμό που η «αριστερή νοοτροπία» έχει ενταχθεί στον τρόπο σκέψης  της Δεξιάς. Ασφαλώς, πολλοί γνήσιοι και αυθεντικοί αριστεροί θα σημειώσουν ότι η Αριστερά δεν μπορεί να ευθύνεται για τη διαχείριση της έννοιας «Αριστερά» από την Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά, ως χρήσιμο εργαλείο ή ως αναπόσπαστο συστατικό της μεταπολιτευτικής αφήγησης εξουσίας. Και θα είχαν δίκιο, εάν δεν είχαμε ήδη διαπιστώσει τον τρόπο διαχείρισης της Αριστεράς από τους ανθρώπους της… πρώτης κυβέρνησης της Αριστεράς  (χειρότερα από κάθε άλλη κυβέρνηση, όχι γιατί δεν είναι αριστεροί, αλλά ίσως ακριβώς επειδή είναι…). 

Σημασία έχει ότι, ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις του Ανδρέα και των άλλων «διαχειριστών» των εννοιών και των αξιών της Αριστεράς, η εξιδανίκευση της Αριστεράς ήταν η κυριότερη αιτία, όχι μόνο της κυριαρχίας, αλλά και της εξαφάνισης του ΠΑΣΟΚ. Οι αρχιτέκτονες του ΠΑΣΟΚ, με πρώτο τον Ανδρέα, θεμελίωσαν το Κίνημα επάνω σε μια αφήγηση που ήταν ισχυρή και περιοριστική ταυτόχρονα. Η οικειοποίηση των σκήπτρων και των συμβόλων της Αριστεράς παγίδευσε το ΠΑΣΟΚ σε μια θέση από την οποία δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις διεθνείς εξελίξεις και να προβεί σε πραγματικές μεταρρυθμίσεις χωρίς να χάσει την «αριστερή ψυχή» του χάρη στην οποία ηγεμόνευε και κυβερνούσε.  Η αριστερή αφήγηση που ενσωμάτωσε ήταν εκείνη που το ανέδειξε ως κόμμα-φαινόμενο και, ταυτόχρονα, το περιόρισε στην άσκηση της πολιτικής του, του προσέδωσε μέγεθος και δυσκινησία δεινοσαύρου, έτσι ώστε να μην μπορεί να υπάρχει χωρίς να διατηρεί ως κόρη οφθαλμού την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία ενός κόμματος παροχών. Το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να είναι, και ήταν, πολλά πράγματα, πολλά και αντιφατικά: μπορούσε να είναι όσο τολμηρό, δημιουργικό και προοδευτικό, ή όσο συντηρητικό, οπισθοδρομικό και παραδοσιακό αποφάσιζαν οι ηγεσίες και τα κορυφαία στελέχη του να είναι – αλλά ένα ΠΑΣΟΚ χωρίς παροχές, πολύ περισσότερο ένα ΠΑΣΟΚ που επιβάλλει περικοπές, δεν μπορούσε να παραμένει ΠΑΣΟΚ. Μόλις όμως το ΠΑΣΟΚ, το 2010, δεν μπορούσε παρά να υπογράψει, να ψηφίσει και να εφαρμόσει (υπό την «ατιμωτική» στα μάτια όλων των Ελλήνων πίεση των ξένων!) μια πολιτική «αναδίπλωσης των λαϊκών κατακτήσεων» (για να θυμηθούμε τη σοσιαλιστική φρασεολογία), μια πολιτική που πάντοτε αρνούνταν και στην οποία σθεναρά αντιστεκόταν (ας θυμηθούμε και την εξέγερση του ΠΑΣΟΚ κατά του Ασφαλιστικού του Τάσου Γιαννίτση, που οργάνωσε ως λαϊκός ήρωας ο τότε επικεφαλής της ΓΣΕΕ Χρήστος Πολυζωγόπουλος), τότε το ισχυρότερο κόμμα εξουσίας της Μεταπολίτευσης εγκαταλείφθηκε με θεαματικό τρόπο από μεγάλες ομάδες πληθυσμού. Το Μνημόνιο είχε πάνω στο ΠΑΣΟΚ την επίδραση που είχε ο αστεροειδής στους δεινόσαυρους. Στις εκλογές του 2009 το ΠΑΣΟΚ κέρδισε 43,92% και τον Μάιο του 2012 έλαβε μόλις 13,18%. Η πλατιά λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ, εθισμένη σε έναν αριστερό τρόπο σκέψης, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι, ανεξάρτητα από τις έκτακτες ανάγκες και τον «συναγερμό» οποιασδήποτε κατάστασης χρεοκοπίας, θα μπορούσε ποτέ το ΠΑΣΟΚ να επιβάλει μειώσεις αποδοχών ή απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων! Η στάση του ΠΑΣΟΚ ερμηνεύτηκε ως προδοσία των αριστερών αξιών του και έτσι εξηγείται η τιμωρία του, σε συνδυασμό με την εκτίναξη των ποσοστών της Αριστεράς (δηλαδή του «νέου ΠΑΣΟΚ») του «ανδρεϊκού» Αλέξη Τσίπρα. 

Θα τολμούσαμε να πούμε επίσης ότι η λυσσαλέα αντίδραση της Αριστεράς κατά του νεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, με αγανακτισμένους στο Σύνταγμα, με ακραίες διαδηλώσεις και έκρυθμη ατμόσφαιρα, με πυρπολήσεις κτιρίων και φωτιές παντού, έχει στοιχεία οργάνωσης και πολιτικού σχεδιασμού και δεν μπορεί σήμερα παρά να ερμηνευτεί ως «ιστορική μεταφορά», σχεδόν ως αντήχηση, του μίσους της Αριστεράς κατά του Γέρου της Δημοκρατίας που «συνεργάστηκε με τους Άγγλους» και συνέβαλε στην ήττα του ΕΛΑΣ στα Δεκεμβριανά. Ίσως γι’ αυτό, τα πνεύματα ηρέμησαν αισθητά στη χώρα μόλις έπεσε ο Παπανδρέου παρά το γεγονός ότι ακολούθησαν μέχρι σήμερα πολύ σκληρότερα μέτρα από εκείνα της περιόδου 2010-2011. Σαν να έφταιγε ο Παπανδρέου πολύ και για όλα. Είναι γεγονός ότι για πολλούς από τους αρχιερείς της Αριστεράς, η οικογένεια Παπανδρέου θεωρείται το κυριότερο ανάχωμα στη δική τους επικράτηση (στρατιωτική το 1944, ή πολιτική τις επόμενες δεκαετίες). Είναι μια ειρωνεία της Ιστορίας ότι η ημέρα που η Αριστερά κέρδισε τις εκλογές, στις 25 Ιανουαρίου 2015, είναι η πρώτη μέρα μετά από 100 χρόνια που δεν υπάρχει στη Βουλή μέλος της οικογένειας Παπανδρέου. Και δεν μπορεί παρά να προκαλεί δέος μία ακόμα ιστορική αναλογία, ότι όπως το ΚΚΕ επιχείρησε να αξιοποιήσει την Κατοχή, την Αντίσταση και την υπαρκτή ανθρωπιστική κρίση της Κατοχής για να κατακτήσει την εξουσία και να επιβάλει κομουνιστικό καθεστώς, έτσι και η σημερινή Αριστερά, επικαλέστηκε την ύπαρξη ανθρωπιστικής κρίσης και επιχειρηματολόγησε ενάντια σε μια «νέα Κατοχή» για να κερδίσει την εξουσία. Η διαφορά είναι ότι τώρα το κατάφερε. Κέρδισε την εξουσία. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες της «ηρωικής διαπραγμάτευσης» δεν μπόρεσε να απεμπλακεί από την ευρωπαϊκή… «σφαίρα επιρροής» στην οποία «εγκλώβισαν» την Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο Κώστας Σημίτης. 

Ο Αλέξης Τσίπρας απέτυχε να υλοποιήσει την ελκυστική ουτοπία μιας αριστερής πολιτικής, ανεξάρτητης από τις οριοθετήσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου. Ξεκίνησε με ένα προσκύνημα στο μνημείο της Καισαριανής, έκανε δύο ταξίδια στη Μόσχα γεμάτα θριαμβευτικά χαμόγελα και υπονοούμενα για μια Ελλάδα «έτοιμη να ανοιχτεί σε νέες θάλασσες»(!), υλοποίησε μια εντυπωσιακή προσαρμογή στο σήμερα της παλιάς κομμουνιστικής «διπλής στρατηγικής»  («ναι στο ευρώ, αλλά όχι πάση θυσία») και οργάνωσε ένα εθνικιστικό δημοψήφισμα οδηγώντας το αντιδυτικό πολιτικό τόξο που εκτείνεται από την άκρα Αριστερά στην άκρα Δεξιά στο 61%. Ωστόσο, αμέσως συνθηκολόγησε και υπέγραψε τρίτο μνημόνιο «για να μην εκραγεί το κράτος», αφού «δεν υπήρχαν συναλλαγματικά διαθέσιμα για μια άλλη λύση» (όπως δήλωσε στην ΕΡΤ). Και παρ’ όλα αυτά, επανεξελέγη στις 20 Σεπτεμβρίου, γιατί «αντιστάθηκε». Η εμφυλιακή ουτοπία της Αριστεράς (και η απήχηση, η αληθοφάνεια, η εγκυρότητα που απέκτησε σε όλη την κοινωνία) συμπυκνώνεται μέσα στους 10 μήνες και τις τρεις εκλογικές νίκες της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Ζούμε ένα τραγικό replay της Ιστορίας, ως επώδυνη φάρσα. Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται ακόμα τι συνδέει τον ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, η απάντηση είναι ο αντιευρωπαϊσμός και οι καλές σχέσεις με τους ίδιους ανθρώπους στη Μόσχα, οι οποίοι βοηθούν και ενθαρρύνουν όλα τα αντιευρωπαϊκά κόμματα της Ευρώπης – από το Εργατικό Κόμμα του Τζέρεμι Κόρμπιν στην Αγγλία μέχρι το Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Αυτό ήταν άλλωστε το κρίσιμο στοιχείο που κατέστησε τόσο αυτονόητη τη συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Ασφαλώς, η Μόσχα δεν είναι πια κομμουνιστική, αλλά εφαρμόζει στις ευρωπαϊκές χώρες ένα μοντέλο επιρροής που έχει αντιγράψει από το σοβιετικό παρελθόν. 

Η εθνική απάθεια και το πένθος 

Μετά την αποδοκιμασία του ΠΑΣΟΚ, αναδείξαμε τον ΣΥΡΙΖΑ ως τη νέα «εφικτή Αριστερά» γιατί αρνούμαστε πεισματικά να πιστέψουμε ότι μπορεί η Αριστερά να μην είναι «εφικτή». Δεν υποστηρίζουμε σχεδόν τίποτα «δεξιό» και «φιλελεύθερο», γιατί δεν θέλουμε με τις πράξεις μας αυτές να υποκύψουμε και να παραδεχτούμε ότι δεν υπάρχει «άλλος δρόμος» και πρέπει να σηκώσουμε τα μανίκια προς μια φιλελεύθερη κατεύθυνση. Και τώρα που, μέσα στον «σκληρό Ιούλη» του 2015, αποδείχθηκε βαθύτερα από ποτέ πως δεν υπάρχει εκδοχή της Αριστεράς που να είναι «εφικτή», σήμερα, μετά τη διάλυση μιας ολόκληρης οικονομίας στο όνομα μιας πρόχειρης και ξεπερασμένης ουτοπίας, μετά τη μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική συντριβή σε καιρό ειρήνης, επικρατεί η απάθεια – για πρώτη φορά μια τόσο βαθιά κι απόλυτη απάθεια. Και όλοι ρωτάμε: «γιατί;». Επειδή στη στιγμή της χειρότερης διάψευσης βυθιστήκαμε στη μεγαλύτερη αταραξία; Μοιάζει σαν να χάθηκε η ικανότητα κριτικής και έκφρασης, σαν η Ελλάδα των capital controls να υπέστη ένα μαζικό εγκεφαλικό επεισόδιο. Σαν να μην υπάρχει κοινή γνώμη, σαν να μην υπάρχει δημόσια σφαίρα, σαν να μην υπάρχει κοινωνία. Τα Εμφύλια Πάθη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ερμηνευτικό εργαλείο ακόμα και γι’ αυτή τη μακάβρια απάθεια. Η αιτία της εθνικής απάθειας μοιάζει να είναι η καταστροφή του μεγάλου «αριστερού χάρτη» πάνω στον οποίο κινούνταν όλες οι παρατάξεις, το σύνολο της κοινής γνώμης και ολόκληρος ο δημόσιος διάλογος  επί σαράντα χρόνια. Για πρώτη φορά, μετά τον ψυχολογικό σεισμό του «Όχι που έγινε Ναι», έπεσε, έσπασε και διαλύθηκε η κοινή αριστερή πυξίδα. Δεν έχουμε πια την αριστερή πυξίδα μας και δεν θέλουμε να αποκτήσουμε μια άλλη. Πενθούμε. Για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο, η κοινή γνώμη προχωρά σε μια αχαρτογράφητη περιοχή και δεν αντιδρά σε κανένα ερέθισμα, γιατί δεν μπορεί να αντιδράσει, γιατί αχρηστεύτηκε το βασικό ερμηνευτικό σχήμα των γεγονότων. Τίποτα πια δεν μετράει. Τίποτα δεν μπορεί να μας συγκινήσει. Τίποτα δεν μπορεί να μας κινητοποιήσει. 

Παρά το πένθος για την Αριστερά, παραμένει ακατάβλητη η αντίστασή μας στη μεταρρύθμιση και τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας, ίσως γιατί η κοινωνία μας, βγαλμένη μέσα από τόση πολιτική βία, χαρακτηρίζεται ίσως από τον χαμηλότερο δείκτη  εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών. Οι μεταρρυθμίσεις και οι θυσίες για την προσαρμογή σε έναν δύσκολο κόσμο προϋποθέτουν εμπιστοσύνη σε κοινούς στόχους – και στην Ελλάδα κανένας από εμάς δεν εμπιστεύεται οποιονδήποτε άλλον. Γιατί να αποδεχτείς θυσίες όταν υποψιάζεσαι (πολλές φορές βάσιμα) ότι κάποιος άλλος θα τις υφαρπάξει; Κάπως έτσι η διαμαρτυρία και η άρνηση κάθε μεταρρύθμισης έγινε και παραμένει ένα αυτόματο αντανακλαστικό για την πλειονότητα των πολιτών. Ακόμα και οι πιο θερμοί εκσυγχρονιστές αντιδρούν πολύ έντονα όταν θίγονται κατεστημένα συμφέροντα που τους αφορούν. Όλοι θέλουμε τον εκσυγχρονισμό, αλλά όχι για τον εαυτό μας… Κάπως έτσι η ελληνική κοινωνία μπόρεσε να κατακτήσει μια επίφαση ενότητας και συμφιλίωσης, μόνο χάρη στην εισροή κολοσσιαίων κεφαλαίων μετά τον Πόλεμο (από το ναυτιλιακό και το τουριστικό συνάλλαγμα ώς τις αγροτικές επιδοτήσεις, και από τα κοινοτικά πακέτα και τον μνημειώδη δημόσιο δανεισμόώς τον ιστορικών διαστάσεων τραπεζικό δανεισμό της περασμένης δεκαετίας). Η πολιτική σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη της μεταπολίτευσης, η ίδια η ύπαρξη της χώρας τα τελευταία 40 χρόνια στοίχισε πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ – τα περισσότερα από αυτά εκφράζουν τον πακτωλό δημοσίου και ιδιωτικού δανεισμού. Μόλις μειώθηκε η ροή κεφαλαίων, αναδείχθηκε για μια ακόμα φορά η αλήθεια μιας κοινωνίας με ασθενική  εμπιστοσύνη ως συγκολλητική ουσία, διαρκώς έτοιμη να εκραγεί εναντίον μεταρρυθμιστικών σχεδίων που μόνο μετά από χρόνια αρχίζουν να φαίνονται  «λογικά» ακόμα και στους πιο εχέφρονες (για παράδειγμα το πρώτο μνημόνιο του 2010 που διαπραγματεύτηκε ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου και ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων μοιάζει σήμερα με προνομιακή συμφωνία ευρωπαϊκής στήριξης). 

Τα Εμφύλια Πάθη των Καλύβα – Μαραντζίδη, απόσταγμα των ερευνών των δύο ακαδημαϊκών των τελευταίων 15 ετών, υπερβαίνει τις προθέσεις των συγγραφέων του. Κατορθώνει να γίνει ένας καταλύτης για την πολιτική σκέψη και μετατρέπεται σε «κλειδί» για την αποκρυπτογράφηση της Μεταπολίτευσης. Αποκαλύπτει την πραγματικότητα της δεκαετίας του 1940 που, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, σχεδόν όλοι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής βρήκαν συμφέρον να συγκαλύψουν, να διαστρεβλώσουν και να εξιδανικεύσουν. Παντού στον κόσμο, η εξιδανίκευση της Ιστορίας γίνεται μέσα από την επιλεκτική εστίαση σε κρίσιμες πτυχές της. Είναι μια μάλλον… κινηματογραφική τεχνική. Αυτή η εστίαση (το «ζουμ») και το «έξυπνο μοντάζ» δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα για το παρελθόν, μια νέα εικόνα για τα ιστορικά γεγονότα η οποία λειτουργεί στη συνέχεια ως ηθικό θεμέλιο, νομιμοποιητική βάση και ζωτική δύναμη για τις πολιτικές αφηγήσεις του μέλλοντος που «παράγουν» πλειοψηφίες, επιβάλλουν «αλήθειες» και κατακτούν την εξουσία. Τα Εμφύλια Πάθη αποδεικνύουν ότι η «ψυχή της Μεταπολίτευσης» βρίσκεται σε μια εικόνα, σε μια εκδοχή, σε μια ερμηνεία για τον Εμφύλιο και την Κατοχή που αδικεί τη Δεξιά και εξιδανικεύει την Αριστερά. Και δείχνει ακόμα ότι η αποτυχία της Μεταπολίτευσης, η δραματική σύγκρουσή της με τη διεθνή πραγματικότητα και η «επίμονη χρεοκοπία» την οποία ζούμε και αδυνατούμε να υπερβούμε ίσως ήταν σχεδόν προδιαγεγραμμένη από την αρχή, αφού η Μεταπολίτευση στηρίχτηκε σε ένα ζωτικό ψεύδος, στην υπερβολική διαστρέβλωση της Ιστορίας και στην πέρα από κάθε όριο εξιδανίκευση της Αριστεράς με την οποία μάλιστα πάντοτε διαφωνούσαν πολλοί από τους πιο σοβαρούς, ρεαλιστές και μετριοπαθείς Αριστερούς αυτής της χώρας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: