Οι μελετητές της ιστορίας της φιλοσοφίας δέν κατόρθωσαν ακόμη να εξηγήσουν εάν ο Cusano είχε πρόθεση να αρνηθεί την αρχή της αντιφάσεως του Αριστοτέλη, ανταλλάσσοντας την με την ψυχολογική αρχή της coincidentia oppositorum. Επιπλέον δέν έχει ξεκαθαρίσει πλήρως πώς κατόρθωσε ο Cusano να αναπτύξει έναν κατανοητό λόγο, χωρίς την βοήθεια της αρχής της μή-αντιφάσεως, αλλά και έναν λόγο βαθύ ταυτοχρόνως και παθιασμένο, όπως είναι η «μεταφυσική του ενός». Σήμερα η Σύμπτωση των αντιθέτων, χαρακτηρίζει απολύτως την λογική του μοντέρνου κόσμου, και έχει εισαχθεί ακόμη και στην θεολογία,όπως βλέπουμε και στο κείμενο του Ratzinger «Εισαγωγή στον Χριστιανισμό». Ο Hegel, δηλώνει ξεκάθαρα την αποκάκρυνση του απο την αρχή της λογικής της αρχαιότητος την οποία αντικαθιστά με μία νέα λογική την λεγόμενη «διαλεκτική», η οποία χειραφετείται απολύτως απο την αρχή της μή-αντιφάσεως. Ο Γιούνγκ σήμερα ανακαλύπτει τον σύγχρονο εαυτό όπου συντελείται το Mysterium coniunctionis όπου συντελείται η ένωση των αντιθέτων. [Καί η ένωση τών εκκλησιών καί τών θρησκειών είναι μιά ένωση τών αντιθέτων].
Ο Αριστοτέλης πρώτος καθόρισε το αξίωμα της μή-αντιφάσεως σαν απαραίτητο για να έχει νόημα και να γίνεται κατανοητός ένας λόγος. (Μεταφυσικά Γ3 1005 b 19-34). Στην μετάφραση Γεωργούλη σελίδα 66 διαβάζουμε: Είναι αδύνατον το ίδιο πραγμα κατα τον ίδιο χρόνο (τον αυτό Χρόνο) να υπάρχει και να μήν υπαρχει σε ένα και ίδιο πράγμα, και κατά την αυτή άποψη. «Τὸ γὰρ αὐτὸ ἅμα ὑπάρχειν τε καὶ μὴ ὑπάρχειν ἀδύνατον τῷ αὐτῷ καὶ κατὰ τὸ αὐτό».
Γεωργούλης: «Δηλαδή το αυτό να υπάρχει και να μήν υπάρχει στο αυτό κατα τον αυτό χρόνο και κατα την αυτή έποψη είναι αδύνατον».
«Εἰ δὲ μὴ ἐνδέχεται ἅμα ὑπάρχειν τῷ αὐτῷ τἀναντία (προσδιωρίσθω δ' ἡμῖν καὶ ταύτῃ τῇ προτάσει τὰ εἰωθότα), ἐναντία δ' ἐστὶ δόξα δόξῃ ἡ τῆς ἀντιφάσεως, φανερὸν ὅτι ἀδύνατον ἅμα ὑπολαμβάνειν τὸν αὐτὸν εἶναι καὶ μὴ εἶναι τὸ αὐτό· ἅμα γὰρ ἂν ἔχοι τὰς ἐναντίας δόξας ὁ διεψευσμένος περὶ τούτου».
Η κατα γράμμα μετάφραση του Γεωργούλη έχει ώς εξής : «Εάν όμως δέν μπορεί να γίνει ώστε σύγχρονα στο αυτό να υπάρχουν τα εναντία και σε μία δόξα (γνώμη) να είναι και η εναντία δόξα, η δόξα της αντίφασης, είναι φανερό ότι είναι αδύνατο ο αυτός σύγχρονα να δοξάζη ότι το αυτό είναι και δέν είναι, γιατι σε μία τέτοια περίπτωση θα είχε σύγχρονα τις ενάντιες δόξες αυτός που σε ένα τέτοιο λάθος θα ήταν πεσμένος»
Ξεκαθαρίζει λοιπόν γνωσιολογικά αυτό που είχε πεί στην αρχή οντολογικά.
Και συνεχίζει για λίγο: « εισί δέ τινές οι, καθάπερ είπομεν, αυτοί τε ενδέχεσθαι φασί το αυτό είναι και μή είναι, και υπολαμβάνειν ούτως». Και η φοβερή μετάλλαξη της εποχής μας «Υπάρχουν όμως μερικοί που, όπως είπαμε, όχι μονάχα οι ίδιοι λένε ότι ενδεχόμενο είναι το αυτό να είναι και να μήν είναι, αλλά και ότι ενδεχόμενο είναι να σκέπτεται κανείς έτσι». Το υπολαμβάνειν εξελισσεται σε σκέψη; Έγινε σκέψη! Ενώ ο Αριστοτέλης διαρίνει με τόση επιμέλεια το οντολογικό επίπεδο απο το λογικό η σύγχρονη φιλοσοφία τα ταύτισε και την ταυτότητα αυτή ονόμασε σκέψη. Έτσι η οντολογία σήμερα είναι μία ανάπηρη μονοσήμαντη λογική, όπως την διδάσκει ο Γιανναράς π.χ, και το υπό σαν υποκείμενο έγινε εσωτερικότης! Διότι έπρεπε να καταργηθεί η Μεταφυσική, λόγω μόδας. Χωρίς να διαμαρτυρηθεί για την κακοποίηση του λόγου εκ μέρους του Ακινάτη. « Ότι βρήκαμε έτοιμο, στο οποίο όλοι συμφωνούσαν».
Η αρχή της μή–αντιφάσεως όμως του Αριστοτέλη, δέν προστάτευε μόνον τον λόγο και την ευκρίνειά του και την αλήθεια του, αλλά αποτελούσε και έναν νόμο της πραγματικότητος, την οποία προστάτευε απο τα φαντασιοκοπήματα. Όπως μας έδειξε περίτρανα η σημερινή φιλοσοφία και επιστήμη οι οποίες ομολογούν ευθαρσώς συν τοις άλλοις ότι η επιστημονική φαντασία είναι ο οδηγός τους.
Docta ignorantia
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Cusano εξηγεί πώς γνώση σημαίνει σύγκριση, δηλαδή η τοποθέτηση σε μία σχέση αναλογίας των πραγμάτων που είναι αβέβαια, με κάτι το οποίο είναι σίγουρο ήδη σαν προυπόθεση, και πώς το άπειρο μή έχοντας καμμία αναλογία με το πεπερασμένο, παραμένει γι’αυτόν τον λόγο άγνωστο. Για επιβεβαίωση δέ των λεγόμενων του φέρνει παραδείγματα λόγων διαφόρων σοφών, όπως του Σωκράτη, του Σόλωνος του Αριστοτέλη, για τους οποίους τα πιο σημαντικά πράγματα παραμένουν άγνωστα. Και γι’αυτό η μόνη δυνατή στάση απέναντι τους, δηλαδή απέναντι στο άπειρο είναι η Docta ignorantia. Η ΘΕΙΑ ΑΓΝΩΣΙΑ.
Σ’αυτό το σύντομο απόσπασμα, εκτός του κοινού τόπου της φυσικής επιθυμίας για γνώση, βρίσκουμε ήδη δύο αναφορές του Αριστοτέλη. Την μία να εννοείται, επειδή σχετίζεται με μία διάσημη θεωρία απο το «περι του Ουρανού» του Αριστοτέλη, δηλαδή Finiti ad infinitum nulla proportio και την άλλη καθαρά διατυπωμένη και σχετική με την δήλωση (Μετάφ. II,I) σύμφωνα με την οποία απέναντι στα πλέον εμφανή πράγματα εκ φύσεως δηλαδή τις αρχές και τις πρώτες αιτίες, συμβαίνει να βρισκόμαστε σε δυσκολία όπως συμβαίνει στην κουκουβάγια η οποία προσπάθησε να δεί τον ήλιο. Και όμως αυτό που προσπαθεί να πεί ο Cusano είναι το αντίθετο ακριβώς απο αυτό που ισχυριζόταν ο Αριστοτέλης: διότι χρησιμοποίησε την Θεωρία πώς ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο δέν υπάρχει αναλογία, για να αποδείξει όμως πώς το ενεργεία άπειρο δέν υπάρχει και γιάυτό δέν θα μπορούσε τότε να ταυτίσει με το άπειρο τις αρχές και τις πρώτες αιτίες, απέναντι στις οποίες η διάνοια μας συμπεριφέρεται όπως τα μάτια της κουκουβάγιας απέναντι στο ηλιακό φώς. Αντιθέτως όμως ο Cusano εννοεί πώς το αντικείμενο της Docta ignorantia είναι ακριβώς η πρώτη αρχή, δηλαδή ο Θεός, σαν ενεργεία άπειρο.
Αυτό το σημείο ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο στο δεύτερο κεφάλαιο, όπου ο Cusano εκθέτει τα τρία βιβλία του έργου του δηλώνοντας πώς στο πρώτο θα επεξεργαστεί τον Θεό, με τη βοήθεια της έννοιας του «μέγιστου» (μάξιμου). Ο ίδιος εξάλλου ορίζει το μέγιστο σαν «αυτό απο το οποίο τίποτε δέν μπορεί να είναι μεγαλύτερο». Και γι’αυτό το ταυτίζει με το ένα, «το οποίο είναι όλα τα πράγματα και μέσα στο οποίο είναι όλα τα πράγματα» παρατηρώντας στη συνέχεια πώς το ΕΝΑ είναι «μία ενότης λυμένη εντελώς (απελευθερωμένη) απο κάθε σεβασμό και ελάττωση και βρίσκει πώς σ’αυτό δέν μπορεί να αντιταχθεί τίποτα και γι’αυτό συμπίπτει την ίδια στιγμή με το ελάχιστο και συνεπώς είναι μέσα σε όλα τα πράγματα»
Το πρωτότυπο, που είναι διαθέσιμο και στο ίντερνετ στη σελίδα της Bibliotheca Augustana, είναι το εξής:
Tractaturus de maxima ignorantiae doctrina ipsius maximitatis naturam aggredi necesse habeo. Maximum autem hoc dico, quo nihil maius esse potest. Abundantia vero uni convenit. Coincidit itaque maximitati unitas, quae est et entitas. Quodsi ipsa talis unitas ab omni respectu et contractione universaliter est absoluta, nihil sibi opponi manifestum est, cum sit maximitas absoluta. Maximum itaque absolutum unum est, quod est omnia; in quo omnia, quia maximum. Et quoniam nihil sibi opponitur, secum simul coincidit minimum; quare et in omnibus; et quia absolutum, tunc est actu omne possibile esse, nihil a rebus contrahens, a quo omnia. Hoc maximum, quod et Deus omnium nationum fide indubie creditur, primo libello supra humanam rationem incomprehensibiliter inquirere eo duce, qui solus lucem inhabitat inaccessibilem, laborabo.
Μετάφραση (Γεώργιος Δαρδιώτης): Προκειμένου να πραγματευθώ τη σπουδαιότατη θεωρία της αγνωσίας, είναι νομίζω αναγκαίο να εξετάσω καταρχάς τη φύση του μεγίστου (maximitas). Και ονομάζω «μέγιστο» αυτό του οποίου μείζον δεν υπάρχει. Η πληρότητα (abundantia) όμως είναι χαρακτηριστικό του Ενός. Έτσι η ενότητα, που είναι προσέτι το Είναι (entitas), συμπίπτει με το μέγιστο. Αν τώρα η ενότητα αυτή είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάθε σχέση και περιορισμό, είναι φανερό ότι τίποτε δεν αντιτίθεται προς αυτή, καθότι είναι το απολύτως μέγιστο. Επομένως, το μέγιστο είναι το απόλυτο Εν, το οποίο είναι τα πάντα· και είναι τα πάντα, καθόσον είναι το μέγιστο. Και επειδή τίποτα δεν εναντιούται προς αυτό, για αυτό και συμπίπτει συνάμα με το ελάχιστο· για τον λόγο αυτό είναι εν πάσι. Και επειδή τώρα είναι το απόλυτο, είναι ενεργεία παν ό,τι δύναται να είναι· και δεν προσκτάται τίποτε από τα πράγματα, καθότι από αυτό απορρέουν τα πάντα.
Μετάφραση (Γιώργος Πινακούλας): Προτού πραγματευτώ τη μέγιστη διδασκαλία της άγνοιας, θεωρώ αναγκαίο να προσεγγίσω τη φύση του ίδιου του μεγίστου. Και ονομάζω μέγιστο αυτό που τίποτε δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερό του. Η περίσσεια όμως αρμόζει στο ένα. Συμπίπτει λοιπόν με το μέγιστο η μονάδα, η οποία είναι και οντότητα. Αν τώρα η ίδια αυτή μονάδα είναι απαλλαγμένη από κάθε σχέση και περιορισμό καθολικά, είναι φανερό ότι τίποτε δεν αντιτίθεται προς αυτή, αφού είναι το απόλυτο μέγιστο. Επομένως, το μέγιστο είναι το απόλυτο ένα, το οποίο είναι τα πάντα· σε αυτό υπάρχουν τα πάντα, διότι είναι το μέγιστο. Και επειδή τίποτε δεν αντιτίθεται προς αυτό, με αυτό συμπίπτει ταυτόχρονα και το ελάχιστο· συνεπώς, υπάρχει στα πάντα· και επειδή είναι το απόλυτο, είναι, στην πραγματικότητα, όλα όσα μπορούν να υπάρξουν, και δε συνάγει τίποτε από τα πράγματα, αλλά απ’ αυτό [απορρέουν] τα πάντα. Αυτό το μέγιστο, το οποίο όλα τα έθνη πιστεύουν αναμφίβολα ότι είναι ο Θεός, θα προσπαθήσω να ερευνήσω στο πρώτο βιβλίο πάνω απ’ τον ανθρώπινο λόγο με τρόπο ακατάληπτο, με την καθοδήγηση εκείνου που μόνος κατοικεί στο απρόσιτο φως.
Αυτή είναι η πρώτη διατύπωση, απολύτως, της coincidentia oppositorum, της συμπτωσης των αντιθέτων, εκφρασμένης στην μορφή της συμπτώσεως ανάμεσα στο μέγιστο και στο ελάχιστο, με τέτοιους όρους όμως που φαίνονται να υπονοούν ήδη την αντίθεση με την αρχή της μή–αντιφάσεως. Γιατί όμως αυτό στο οποίο τίποτα δέν αντιτίθεται πρέπει να είναι το ελάχιστο; Πολύ πιθανόν διότι όπως προκύπτει απο την συνέχεια, εδώ το ελάχιστο είναι αντιληπτό σαν ένα είδος αδιάσπαστου στοιχείου, με το οποίο συστήνονται όλα τα πράγματα, στο οποίο επομένως τίποτε δέν αντιτίθεται, διότι το περιέχει.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Η ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΣΤΟ DE DOCTA IGNORANTIA I,1-6 με την βοήθεια του ΕNRICO BERTI.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου