Συνέχεια από: Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018
2. Η προσχώρηση στήν φαινομενολογία και η "αναφορά-Natorp".
HEIDEGGER.
Enrico Berti
Enrico Berti
2. Η προσχώρηση στήν φαινομενολογία και η "αναφορά-Natorp".
Η αλλαγή στον τρόπο
ερμηνείας τού Αριστοτέλη, δηλαδή η εγκατάλειψη τής ερμηνείας η οποία έβλεπε τήν
θεμελιώδη σημασία τού Είναι στην ουσία και η υιοθέτηση μιας νέας ερμηνείας, η
οποία έβλεπε αυτή την σημασία στο Είναι σαν αλήθεια, οριστικοποιήθηκε απο τον Χάιντεγκερ
με την άφιξη τού Χούσσερλ στο Φράιμπουργκ. Όπως διηγείται ο ίδιος στην
αναφερθείσα ήδη αυτοβιογραφική διάλεξη, η διδασκαλία τού Husserl υπήρξε
γι'αυτόν μία βαθμιαία εξάσκηση στο φαινομενολογικό "βλέπειν", το
οποίο είχε την ευκαιρία να γνωρίσει διαβάζοντας πρώτα τις "Λογικές
έρευνες" οι οποίες εκδόθηκαν σε δεύτερη έκδοση το 1913 και στη συνέχεια
τις "Ιδέες για μία καθαρή φαινομενολογία", οι οποίες εκδόθηκαν για
πρώτη φορά την ίδια χρονιά. Αλλά αντί να τον ελευθερώσει απο την προσκόλλησή του στον Αριστοτέλη, όπως θα ήταν λογικό να συμβεί, αυτή η διδασκαλία έφερε
στον Χάϊντεγκερ μία νέα ερμηνεία τού Αριστοτέλη, και συγκεκριμένα στην
φαινομενολογική του ερμηνεία.
Η διδασκαλία τού Χούσσερλ-γράφει-αναπτυσσόταν με την μορφή μιάς βαθμιαίας ασκήσεως στο
φαινομενολογικό "βλέπειν" το οποίο απαιτούσε ταυτοχρόνως την απόρριψη
όλων τών φιλοσοφικών γνώσεων οι οποίες δέν ήταν επιβεβαιωμένες και την
εγκατάλειψη, στον διάλογο, τής αυθεντίας τών μεγάλων στοχαστών. [Καταργώντας το
κήρυγμα και την κατήχηση και την σχολαστική Θεολογία τών αποσπασμάτων].
Αντιθέτως Εγώ, όσο γινόταν εμφανές για μένα η γονιμότης τής αυξανόμενης οικειότητος με το φαινομενολογικό βλέπειν για την ερμηνεία των γραπτών τού Αριστοτέλη, τόσο λιγότερο μπορούσα νά αποχωριστώ από τόν Αριστοτέλη καί τούς άλλους Ελληνες στοχαστές. Αλλά στ'αλήθεια εγώ δέν μπορούσα ακόμη να αξιολογήσω ποιές αποφασιστικές συνέπειες ενείχε εκείνος ο τρόπος επιστροφής στον Αριστοτέλη (Χάιντ. Χρόνος και Είναι. σ.187).
Αντιθέτως Εγώ, όσο γινόταν εμφανές για μένα η γονιμότης τής αυξανόμενης οικειότητος με το φαινομενολογικό βλέπειν για την ερμηνεία των γραπτών τού Αριστοτέλη, τόσο λιγότερο μπορούσα νά αποχωριστώ από τόν Αριστοτέλη καί τούς άλλους Ελληνες στοχαστές. Αλλά στ'αλήθεια εγώ δέν μπορούσα ακόμη να αξιολογήσω ποιές αποφασιστικές συνέπειες ενείχε εκείνος ο τρόπος επιστροφής στον Αριστοτέλη (Χάιντ. Χρόνος και Είναι. σ.187).
Αλλ' όμως σημαντικά γεγονότα τα οποία
συνέβησαν τούς χρόνους εκείνους στην ζωή τού Χάιντεγκερ, επηρέασαν βαθειά τον
τρόπο σκέψης του! Απο το 1915 μέχρι το 1918 υπηρέτησε το στρατιωτικό του στον
μεγάλο πόλεμο, στην αρχή σαν ελεγκτής στο ταχυδρομείο τού Φράϊμπουργκ και στην
συνέχεια σαν υπάλληλος σε έναν μετεωρολογικό σταθμό στο δυτικό μέτωπο, κάτι που
τον εμπόδισε να συνεργαστεί απο κοντά με τον Χούσσερλ! Τό 1917 παντρεύτηκε την Elfride Petri,
προτεσταντικού θρησκεύματος και το 1918 μεταστρέφεται οριστικά στον
Προτεσταντισμό, εξηγώντας στον φίλο του Krebs ότι στα τελευταία
δύο χρόνια είχαν ωριμάσει νέες φιλοσοφικές πεποιθήσεις, ιδιαιτέρως
γνωσεολογικού χαρακτήρος, οι οποίες κατέστησαν γι'αυτόν "προβληματικό και
απαράδεκτο το σύστημα τού καθολικισμού, όχι τον Χριστιανισμό και την μεταφυσική
καθαυτά, τα οποία όμως προσέλαβαν μία νέα σημασία" [Χρόνος και Είναι, σ. 97].
Στις αρχές τού 1919 ο Χούσσερλ
διορίζει τον Χάϊντεγκερ βοηθό του και τού αναθέτει την εργασία, με τις αποδοχές
της, τής διδαχής στο Πανεπιστήμιο τού Φράϊμπουργκ. Νά πώς περιγράφει ο
Χάιντεγκερ την επιρροή τής νέας του διδασκαλίας στην κατανόηση τού Αριστοτέλη!
" Όταν εγώ ο ίδιος ξεκινώντας απο το
1919 υιοθέτησα στην πρακτική τής διδασκαλίας το φαινομενολογικό βλέπειν και
ταυτοχρόνως έβαλα σε δοκιμή στο σεμινάριο μία μεταμορφωμένη κατανόηση τού Αριστοτέλη, το ενδιαφέρον μου συγκεντρώθηκε πάλι στις Λογικές έρευνες,
ιδιαιτέρως στην έκτη τής πρώτης έκδοσης! Η διαφορά η οποία αναφέρεται εδώ
ανάμεσα στην αισθητή έμπνευση και την κατηγοριακή έμπνευση μού φανερώθηκε σε
όλο της το εύρος για τον καθορισμό τής "πολλαπλής σημασίας τού ουσιώδους". Ακριβώς σ'αυτή την εργασία συνέλαβα-κατ΄αρχάς καθοδηγούμενος
απο μία προαίσθηση παρά απο μία θεμελιωμένη άποψη-ότι εκείνο που για την
φαινομενολογία τών πράξεων τής συνειδήσεως συντελείται σαν η αυτοφανέρωση τών
φαινομένων, είχε ήδη καθορισθεί και με έναν πιό πρωτότυπο τρόπο απο τον
Αριστοτέλη, και απο τον στοχασμό και απο την ύπαρξη τών Ελλήνων στην ολότητά
τους, σαν αλήθεια, σαν μή-κρυφιότης τού παρόντος ουσιώδους, σαν η αποκάλυψή του! Έτσι οδηγήθηκα στο θέμα τού "Ερωτήματος τού Είναι" φωτισμένου
απο την φαινομενολογική στάση, εκ νέου-αλλά διαφορετικά απο πρίν-χωρίς κανέναν
καθησυχασμό για τα ερωτήματα που γεννιόντουσαν απο την εργασία τού Μπρεντάνο".
(σ.187-188).
Δέν θα ήταν δυνατόν να περιγραφεί
καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο η προσχώρηση στην φαινομενολογία τού Χούσσερλ
οδήγησε τον Χάιντεγκερ όχι μόνον να μήν εγκαταλείψει τον Αριστοτέλη αλλά να δεί
την θεμελιώδη σημασία τού Είναι, αναζητούμενο απ'αυτόν ανάμεσα στις
διακεκριμένες σημασίες του στο βιβλίο τού Μπρεντάνο ήδη απο το 1907 και αφού
προηγουμένως το είχε διακρίνει σαν ουσία-στο Είναι σαν αληθινό, δηλαδή στην
αλήθεια, η οποία ερμηνεύθηκε διά του Χούσσερλ σαν φανέρωση, δηλαδή σαν φανέρωση
του Είναι στην άμεση διαίσθηση! Η κατηγοριακή διαίσθηση για την οποία μιλά ο
Χούσσερλ στην έκτη λογική έρευνα, κατανοείται εξ αυτού σε αναλογία με την
αισθητή διαίσθηση, δηλαδή σαν άμεση σύλληψη, όχι όμως ενός αισθητού δεδομένου,
αλλά τών απλών στοιχείων τα οποία υπεισέρχονται στην κρίση, δηλαδή τα ουσιώδη.
Θα δούμε πώς ακόμη και αυτή η ερμηνεία
συνιστά μία νέα παραβίαση τού Αριστοτέλη, καθόλου μικρότερη απο εκείνη που
έγινε προηγουμένως απο τον Μπρεντάνο ακολουθώντας τα ίχνη τού Σχολαστικισμού.
Σε κάθε περίπτωση όμως εμπνεύστηκε τα τρία τελευταία μαθήματα που έκανε στο
Φράϊμπουργκ σαν βοηθός τού Χούσσερλ, καί ήταν αφιερωμένα και τα τρία στον Αριστοτέλη,
δηλαδή οι φαινομενολογικές ερμηνείες τού Αριστοτέλη. "Εισαγωγή στην
φαινομενολογική έρευνα" τού χειμερινού εξαμήνου 1921-22, τις "Φαινομενολογικές
ερμηνείες επιλεγμένων πραγματειών του Αριστοτέλη περί της οντολογίας και της
λογικής", τού εξαμήνου 1922 και την "Οντολογία. Ερμηνευτική τού γεγονότος", τού καλοκαιρινού εξαμήνου τού 1923. Σ'αυτά τα μαθήματα όμως στην πραγματικότητα,
παρά τους τίτλους τους, για τον Αριστοτέλη δέν γίνεται πολύς λόγος! Φαίνονται
να είναι σαν μία εισαγωγή, ένα προοίμιο ίσως ενός προγράμματος, στην αληθινή
και ιδιαίτερη διαπραγμάτευση τού φιλοσόφου, η οποία θα γίνει στα επόμενα
εξάμηνα, δηλαδή μετά την αναγόρευση του σε καθηγητή τού Πανεπιστημίου τού Μαρβούργου. Μόνον στο πρώτο γραπτό υπάρχουν μερικές σελίδες αφιερωμένες στο "Ο
Αριστοτέλης και η πρόσληψή του" και σ'αυτές γίνεται μνεία στό ότι υπήρξε
αντικείμενο θετικής αξιολόγησης απο μέρους τής καθολικής εκκλησίας τον
Μεσαίωνα, δηλαδή με τον Σχολαστικισμό, ο οποίος ταύτισε την φιλοσοφία με την μεταφυσική του! Και υπήρξε αντικείμενο αρνητικής
αξιολόγησης στο δεύτερο μέρος τού '800 απο μέρους τού νεοκαντισμού, ο οποίος
είδε στην αριστοτελική φιλοσοφία ένα παράδειγμα εκείνης τής αγαθής μεταφυσικής,
μή-κριτικής-η οποία ξεπεράστηκε καθοριστικά απο τον Κάντ!
Απέναντι σ'αυτές τις αξιολογήσεις ο
Χάιντεγκερ παρατηρεί ότι η αξιολόγηση τού Σχολαστικισμού υπήρξε ο καρπός μίας
Ελληνικοποιήσεως τής Χριστιανικής συνειδήσεως τής ζωής, στην οποία αντέδρασε
ιδιαιτέρως ο Λούθηρος και η νεοκαντιανή τής σχολής τού Μαρβούργου
αντιμετωπίστηκε με επάρκεια απο ιστορικό-φιλολογική έρευνα, κατ'αρχάς με την
κριτική έκδοση τού Αριστοτέλη και των αρχαίων σχολιαστών του, την οποία επιμελήθηκε η
Ακαδημία τού Βερολίνου, και στην συνέχεια με τις μελέτες τού Trendelenburg και
του μαθητού του Μπρεντάνο. Αλλά μόνον ο Χούσσερλ συνέλαβε στον Μπρεντάνο τα
αποφασιστικά στοιχεία και κατόρθωσε με την πιό ριζική σημασία, ακόμη και να
προχωρήσει πέραν αυτού!
Ο αντίλαλος όμως αυτών τών μαθημάτων
ήταν τέτοιος ώστε σ'αυτά συγκεντρώθηκαν, ουσιαστικά για να μάθουν την νέα
ερμηνεία τού Χάϊντεγκερ στον Αριστοτέλη, ακροατές οι οποίοι στην συνέχεια
υπήρξαν οι πρωταγωνιστές τής φιλοσοφίας τού XX αιώνος,
όπως η Hannah Arendt, o
Gadamer, o Horkheimer, o Hans Jonas, o Karl Lowith, o Ritter, o Leo Strauss και άλλοι! Πολλοί απο αυτούς τον ακολούθησαν και στο
Μαρβούργο, όταν μετατέθηκε το 1923, όπου συνέχισε τα μαθήματά του στον
Αριστοτέλη, δηλαδή στην Ρητορική τού καλοκαιρινού εξαμήνου τού 1924, στον
Σοφιστή του Πλάτωνος (τον οποίο ερμηνεύει στο φώς τού VI Βιβλίου
τών Ηθικών Νικομάχειων) τού Χειμερινού εξαμήνου 1925-26, και τέλος στις "Βασικές
έννοιες τής αρχαίας φιλοσοφίας", τού καλοκαιρινού εξαμήνου τού 1926.
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου