Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Κακοδοξίες Ζηζιούλα καί ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης


πιστολ γίου Γρηγορίου Νύσσης
«ρακλειαν αρετικ»
πανερχόμεθα στὴν σύγκριση τῶν κακοδοξιῶν Ζηζιούλα μὲ τὴν διδασκαλία καὶ ἑνὸς ἀκόμα πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης κα συγκεκριμένα μὲ τὴν Ἐπιστολή του «Ἡρακλειανῷ αἱρετικῷ».
Ἐπαναλαμβάνουμε τὴν παράθεση ὅσων εἶχε πεῖ ὁ κ. Ζηζιούλας στὶς 23 Φεβρου­αρίου 2008 στὴν Ἀκαδημία τοῦ Βόλου. Ἐρωτώμενος γιὰ τὸ Μυστή­ριο τῆς Ἱεραρχίας, δὲν διστάζει νὰ συγκρίνει τὰ ἀσύγκριτα· τόλμησε νὰ εἰσαγάγει τὴν «εἰδωλολατρικὴ» ἔννοια τῆς ἀναλογίας μεταξὺ τῆς Ἱεραρχίας καὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, μὲ σκοπιμότητα νὰ δικαιολογήσει τὸ Πρωτεῖο τοῦ Πάπα! Μᾶς ἐδίδαξε, λοιπόν, τὴν κακόδοξη θεωρία ὅτι μέσα στὴν Ἁγία Τριάδα ἔχουμε «διαβάθμηση»! Ἂς ἀκούσουμε τοὺς κακόδοξους λόγους του:
«Ὁ πρῶτος λοιπὸν αὐτομάτως γεννᾷ τὴν Ἱεραρχία. Ὀντολογικὰ ἡ Ἱεραρχία ὑπάρχει καὶ στην Ἁγ. Τριάδα. Ἡ πηγή, ἡ Ἀρχή, εἶναι ὁ Πατήρ, ἀπὸ ’κεῖ πηγάζουν τὰ πρόσωπα τῆς Ἁγ. Τριάδος. Στὴν Ἁγία Τριάδα, λοιπόν, ἔχουμε μία διαβάθμιση, δὲν ἔχουμε αὐτόματη συνύπαρξη, ἀλλὰ ἔχουμε ὕπαρξη ἡ ὁποία μεταφέρεται ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον. Ἐὰν βάλουμε τὰ πρόσωπα νὰ ἐμφανίζονται ἔτσι ταυτόχρονα, τότε καταργοῦμε τὴν ἔννοια τῆς αἰτιότητος. Ἡ αἰτιότητα δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ παραβλέψουμε. Ἡ αἰτιότητα εἶναι βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ἑτερότητος. Ἡ Ἑτερότητα στὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ἀναδύεται ἔτσι φυσικά, αὐτομάτως. Ὑπάρχει ἕνα πρόσωπο, πρέπει νὰ προέρχεται ἐλεύθερα. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ εἰσάγουμε αὐτὸ τὸ πρόσωπο, αὐτὴ τὴν αἰτιότητα, εἰσάγουμε Ἱεραρχία».
«Ἡ εὐχαριστιακὴ κοινότητα εἶναι δομημένη ἱεραρχικά... Τὸ πρότυπο τῆς εὐχαριστιακῆς ἱεραρχίας εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα, στὴν ὁποία σαφῶς καὶ ὑπάρχει ἱεραρχία (βλ. «ὁ Πατήρ μου μείζων μού ἐστι»), ἀλλὰ ἡ προσωπικὴ ἱεράρχηση (ποτὲ π.χ. δὲν μποροῦμε νὰ βάλουμε πρῶτο τὸ Ἅγιο Πνεῦματρίτον τὸν Υἱό), δὲν συνεπάγεται μείωση τῆς οὐσίας, δηλαδὴ ὀντολογικὴ ἱεράρχηση: τὰ τρία πρόσωπα εἶναι ἴσα καὶ ταυτίζονται κατὰ τὴν οὐσία. Ἡ ἱεράρχηση στὸ προσωπικὸ ἐπίπεδο (ὁ Πατὴρ αἴτιος, ὁ Υἱὸς αἰτιατόν, τὸ Πνεῦμα αἰτιατὸν διὰ τοῦ αἰτιατοῦ) δὲν αἵρει τὴ βασικὴ καὶ κατ’ οὐσίαν ἰσότητα τῶν Τριαδικῶν προσώπων. Τὸ ἴδιο καὶ μέσα στὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν Ἐκκλησία, ὅλοι εἶναι ἐξ ἴσου μέλη τοῦ σώματος καὶ ὅλοι ἔχουν ἀνάγκη ἀλλήλων, ἀλλὰ δὲν εἶναι ὅλοι τὸ ἴδιο. Ἡ ἔννοια τῆς κεφαλῆς ταυτίζεται ἀπὸ τὸν Ἀπ. Παῦλο καὶ εἰσάγεται καὶ στὸ εὐχαριστιακὸ καὶ κανονικὸ λεξιλόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀκριβῶς γιατὶ οἱ ρίζες της βρίσκονται στὴν ἴδια τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας εἰκόνα εἶναι ἡ Ἐκκλησία».
Μπορεῖτε νὰ παρακολουθήσετε σὲ βίντεο, στὴν παρακάτω διεύθυνση (ἰδιαίτερα ἀπὸ τὸ 26ο λεπτό καὶ μετά) τὰ λόγια τοῦ Ζηζιούλα: http://amethystosbooks.blogspot.gr/2013/02/blog-post_9372.html

Καὶ τώρα, τὸ θαυμάσιο κείμενο τοῦ ἁγ. Γρηγορίου Νύσσης, γιὰ νὰ κάνετε τὴν σύγκριση μὲ τὶς θέσεις τοῦ Ζηζιούλα:
«ρακλειαν αρετικ»
τς γιαινούσης πίστεως λόγος τος εγνωμόνως τς θεοπνεύστους φωνς παραδεχομένοις ν τ πλότητι τν σχν χει κα οδεμις λόγου περινοίας ες παράστασιν τς ληθείας προσδεται, ατόθεν ν ληπτς κα σαφς κ τς πρώτης παραδόσεως, ν κ τς το κυρίου φωνς παρελάβομεν ν τ λουτρ τς παλιγγενεσίας τ τς σωτηρίας μυστήριον παραδόντος· Πορευθέντες γάρ, φησί, μαθητεύσατε πάντα τ θνη, βαπτίζοντες ατος ες τ νομα το πατρς κα το υο κα το γίου πνεύματος, διδάσκοντες τηρεν πάντα σα νετειλάμην μν· διαιρν γρ ες δύο τν τν Χριστιανν πολιτείαν, ες τε τ θικν μέρος κα ες τν <τν> δογμάτων κρίβειαν, τ μν σωτήριον δόγμα ν τ το βαπτίσματος παραδόσει κατησφαλίσατο, τν δ βίον μν δι τς τηρήσεως τν ντολν ατο κατορθοσθαι κελεύει. λλ τ μν κατ τς ντολς μέρος, ς μικροτέραν φέρον τ ψυχ τν ζημίαν, φείθη παρ το διαβόλου παρεγχείρητον· π δ το κυριωτέρου κα μείζονος πσα γέγονε το ντικειμένου σπουδή, το παρατραπναι τν πολλν τς ψυχς ες τό, μηδ ε τι δι τν ντολν κατορθωθ, κέρδος εναι, τς μεγάλης κα πρώτης λπίδος ν τ περ τ δόγμα πλάν τος πατηθεσι μ συμπαρούσης.
Δι τοτο συμβουλεύομεν τς πλότητος τν πρώτων ρημάτων τς πίστεως μ ποχωρεν τος ντιποιουμένους τς αυτν σωτηρίας, λλ παραδεχομένους ν τ ψυχ πατέρα κα υἱὸν κα πνεμα γιον, μ μίαν πόστασιν πολυώνυμον εναι νομίζειν· οτε γρ δυνατόν στι τν πατέρα αυτο πατέρα λέγεσθαι, μ ληθς ξ ατο το υο τ πατρ τν κλσιν παληθεύοντος, οτε τ πνεμα ν τν ερημένων εναι νομίζειν, στε ες πατρς υο ννοιαν δι τς το πνεύματος προσηγορίας νάγεσθαι τν κούοντα· λλ' δίως κα ποτεταγμένως ν κάστ τν νομάτων συνυπακούεται νσημαινομένη τας προσηγορίαις πόστασις, κα τν πατέρα κούσαντες τν το παντς ατίαν κούσαμεν, τν δ υἱὸν μαθόντες τν κ τς πρώτης ατίας ναλάμψασαν δύναμιν ες τν το παντς σύστασιν διδάχθημεν, τ δ πνεμα γνόντες τν τελειωτικν δύναμιν τν δι κτίσεως ες τ εναι παραγομένων κ το πατρς δι το υο νοήσαμεν. α μν ον ποστάσεις κατ τν ερημένον τρόπον συγχύτως π' λλήλων διακεχωρισμέναι εσί, πατρς λέγω κα υο κα γίου πνεύματος· δ οσία ατν, τις ποτ ατη στίν —φραστος γάρ στι λόγ κα νοήματι ληπτος— ες τερότητά τινα φύσεως ο διαμερίζεται· διότι τ κατάληπτον κα περινόητον κα λογισμος περίδρακτον σον στν φ' κάστου τν ν τ τριάδι πεπιστευμένων προσώπων. γρ ρωτηθες τί κατ' οσίαν στν πατήρ, εγνωμόνως κα ληθς μολογήσει τ πρ γνσιν εναι τ ζητούμενον· σαύτως κα περ το μονογενος υο οδεν λόγ τν οσίαν καταληφθναι δυνατν εναι συνθήσεται· Τν γρ γενεν ατο, φησί, τίς διηγήσεται; μοίως δ κα περ το πνεύματος το γίου τ σον τς κατ τν κατάληψιν μηχανίας το κυρίου λόγος νδείκνυται λέγων τι τς μν φωνς ατο κούεις, οκ οδας δ πόθεν ρχεται κα πο πάγει.
πειδ τοίνυν οδεμίαν ν τ καταλήπτ τν τριν προσώπων διαφορν ννοομεν (ο γρ τ μν μλλον κατάληπτον τ δ ττον, λλ' ες π τς τριάδος τς καταληψίας λόγος), δι τοτό φαμεν, ατ τ λήπτ κα κατανοήτ χειραγωγούμενοι, μηδεμίαν τς οσίας π τς γίας τριάδος διαφορν ξευρίσκειν κτς τς τάξεως τν προσώπων κα τς τν ποστάσεων μολογίας· τάξις μν γάρ στιν ν τ εαγγελίῳ παραδοθεσα, καθ' ν κ πατρς πίστις ρχομένη δι μέσου το υο ες τ πνεμα τ γιον καταλήγει· δ διαφορ τν προσώπων <ν> ατ τ τάξει τς τν ποστάσεων παραδόσεως φαινομένη οδεμίαν σύγχυσιν μποιε τος δυναμένοις πακολουθεν τας σημασίαις το λόγου, δίαν ννοιαν τς το πατρς προσηγορίας μφαινούσης κα το υο πάλιν κα το γίου πνεύματος δίαν, κατ' οδένα τρόπον τν σημαινομένων ν λλήλοις συγχεομένων. βαπτιζόμεθα τοίνυν, ς παρελάβομεν, ες πατέρα κα υἱὸν κα πνεμα γιον· πιστεύομεν δ ς βαπτιζόμεθα —σύμφωνον γρ εναι προσήκει τ μολογίᾳ τν πίστιν—. δοξάζομεν δ ς πιστεύομεν —οδ γρ χει φύσιν μάχεσθαι τ πίστει τν δόξαν, λλ' ες πιστεύομεν, τατα κα δοξάζομεν.
πειδ τοίνυν ες πατέρα κα υἱὸν κα πνεμα γιον πίστις στίν, κολουθε δ λλήλοις πίστις δόξα τ βάπτισμα, δι τοτο κα δόξα ο διακρίνεται πατρς κα υο κα γίου πνεύματος. ατη δ δόξα ν ναπέμπομεν τ δίᾳ φύσει, οδν λλο στν λλ' τν προσόντων τ μεγαλειότητι τς θείας φύσεως γαθν μολογία· ο γρ ξ μετέρας δυνάμεως τιμν προστίθεμεν τ τιμήτ φύσει, λλ τ προσόντα μολογήσαντες τν τιμν πληρώσαμεν. πε ον πρόσεστιν κάστ τν ν τ γίᾳ τριάδι πιστευομένων προσώπων φθαρσία ιδιότης θανασία γαθότης δύναμις γιασμς σοφία, πν νόημα μεγαλοπρεπές τε κα ψηλόν, ν τ λέγειν τ προσόντα γαθ τούτ τς δόξης ποιούμεθα τν πόδοσιν. κα πε πάντα μν τ το πατρς υἱὸς χει, πάντα δ τ το υο γαθ νθεωρεται τ πνεύματι, οδεμίαν ερίσκομεν ν τ γίᾳ τριάδι κατ τ ψος τς δόξης πρς αυτν διαφοράν· οτε γρ κατά τινα σωματικν σύγκρισιν τ μν ψηλότερόν στι τ δ ταπεινότερον —τ γρ ἀόρατον κα σχημάτιστον μέτρ ο καταλαμβάνεται—, οτε κατ δύναμιν γαθότητα τ διάφορον συγκριτικς π τς γίας τριάδος ερίσκεται, ς επεν παρ τ πλεον κα λαττον εναι ν τούτοις παραλλαγήν· γρ σχυρότερον τ ν το τέρου επν κατ τ σιωπώμενον μολόγησε τ λαττούμενον ν τ δυνάμει σθενέστερον εναι το δυνατωτέρου, τοτο δ τς σχάτης σεβείας στν μφασίν τινα σθενείας δυναμίας ετε ν λίγ ετε ν πλείονι περ τν μονογεν θεν κα περ τ πνεμα το θεο ννοεν· τέλειον γρ ν δυνάμει κα γαθότητι κα φθαρσίᾳ κα πσι τος ψηλος νοήμασι κα τν υἱὸν κα τ πνεμα τς ληθείας παραδίδωσι λόγος. ε ον παντς γαθο τελειότης <φ'> κάστου τν ν τ γίᾳ τριάδι πιστευομένων προσώπων εσεβς μολογεται, οκ χει φύσιν τ ατ κα τέλειον λέγειν κα πάλιν δι συγκρίσεως τελς νομάζειν· τ γρ λαττον <λέγειν> κατ τ μέγεθος τς δυνάμεως τοι τς γαθότητος οδν λλο στν τελς εναι κατ τοτο διισχυρίζεσθαι. ε ον τέλειος υἱός, τέλειον κα τ πνεμα, τελείου τέλειον οτε τελέστερον οτε τελειότερον πινοε λόγος.
λλ κα κ τν νεργειν τ διαίρετον τς δόξης καταμανθάνομεν. ζωοποιε πατήρ, καθς φη τ εαγγέλιον· ζωοποιε κα υἱός· ζωοποιε δ κα τ πνεμα κατ τν το κυρίου μαρτυρίαν το επόντος τι Τ πνεμά στι τ ζωοποιον. προσήκει ον δύναμιν κ πατρς ρχομένην κα δι' υο προϊοσαν κα ν πνεύματι γίῳ τελειουμένην νοεν· μάθομεν γρ πάντα κ θεο εναι, κα πάντα δι το μονογενος κα ν ατ συνεστάναι, κα δι πάντων διήκειν τν το πνεύματος δύναμιν, πάντα ν πσι καθς βούλεται νεργοσαν, ς φησιν πόστολος.
(Γρηγορίου Νύσσης, πιστολ 24, T.L.G., section t, line 1- section 15, line 6)

  Καί μέ τή βοήθεια τού Σταύρου διαθέτουμε καί τήν νεοελληνική απόδοση.
Επιστολή αγίου Γρηγορίου Νύσσης προς τον «αιρετικόν Ηρακλειανό» - «Ηρακλειανώ αιρετικώ»
Ο λόγος τής υγιούς πίστεως, προς αυτούς που ακούνε με ευγνωμοσύνη τις θεόπνευστες φωνές, έχει τη δύναμή του στην απλότητα, και δεν χρειάζεται καμμιά λογική επινόηση για να παραστήση την αλήθεια, καθώς είναι καταληπτός και σαφής ο ίδιος, όπως μας παραδίδεται απ’ την ίδιαν τη φωνή τού Κυρίου, που μας παρέδωσε το μυστήριο της σωτηρίας με το λουτρό τής παλιγγενεσίας μας. Γιατί πορευθέντες, λέει, μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του πατρός και του υιού και του αγίου πνεύματος, διδάσκοντες τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν. Επειδή διαιρώντας στα δύο τον τρόπο ζωής (την πολιτεία) τών Χριστιανών, και στο ηθικό δηλ. μέρος, και στη δογματικήν ακρίβεια, μας εξασφάλισε μεν το σωτήριο δόγμα με την παράδοση του βαπτίσματος, μας διατάζει δε να ολοκληρώνουμε τον βίο μας τηρώντας τις εντολές του. Αλλά το μεν μέρος τών εντολών, το οποίο και προκαλεί μικρότερη ζημιά στην ψυχή μας, δεν το αγγίζει ο διάβολος· ενώ σε κείνο που είναι το κυριώτερο και μείζον βάζει ο διάβολος όλην του την προσπάθεια, ώστε να παρεκτραπούν οι ψυχές τών περισσοτέρων από εμάς απ’ το να κερδίσουμε τη σωτηρία μας, εφ’ όσον, ακόμα κι αν κατορθώσουμε κάτι με την τήρηση των εντολών, δεν θα σωθούμε αν δεν μας συμπαραστέκεται και η μεγάλη και πρώτη μας ελπίδα, χαμένη για μας μέσα στη δογματική μας πλάνη.
       Γι’ αυτό και συμβουλεύουμε να μην απομακρύνονται αυτοί που θέλουν να σωθούν, απ’ την απλότητα των πρώτων ρημάτων τής πίστης μας, αλλά να παραδέχονται μέσα στην ψυχή τους πατέρα και υιό και άγιο πνεύμα, και να μη νομίζουν πως πρόκειται για μιαν υπόσταση με πολλά ονόματα· γιατί δεν είναι και δυνατό να λέγεται ο πατέρας πατέρας τού εαυτού του, χωρίς να επαληθεύεται απ’ τον ίδιον τον υιό το όνομα του πατέρα, ούτε μπορούμε να νομίζουμε ότι το πνεύμα αναφέρεται στην έννοια του πατέρα ή του υιού· αλλ’ εξυπακούεται σε κάθε ένα απ’ αυτά τα ονόματα, ιδιαίτερα και διακριτά, η υπόσταση που σημαίνεται με το κάθε όνομα, και ακούγοντας για τον πατέρα ακούμε την του παντός αιτία, και μαθαίνοντας για τον υιό διδαχθήκαμε τη δύναμη που ανέλαμψε απ’ την πρώτην αιτία ώστε να συσταθή το παν, και γνωρίζοντας το πνεύμα κατανοήσαμε την τελειωτική δύναμη όσων παράγονται εις το είναι κτισμένα απ’ τον πατέρα και τον υιό. Οι υποστάσεις είναι λοιπόν, σύμφωνα με τον τρόπο που είπαμε, ασυγχύτως διαχωρισμένες αναμεταξύ τους, οι υποστάσεις δηλ. του πατέρα, του υιού και του αγίου πνεύματος· η δε ουσία τους, όποια κι αν είναι – γιατί δεν μπορεί να ονομασθή με τον ανθρώπινο λόγο ούτε να περιληφθή σε κάποιο νόημα – δεν διαμερίζεται σε κάποιαν ετερότητα της φύσεως· γιατί αυτό που είναι ακατάληπτο και απερινόητο και δεν το φτάνουν οι λογισμοί μας είναι το ίδιο, ίσον, σε κάθε ένα απ’ τα πρόσωπα της τριάδας. Γιατί αυτός που θα ερωτηθή, τί είναι κατ’ ουσίαν ο πατέρας, θα ομολογήση, με ευγνωμοσύνη και αλήθεια, ότι είναι πέρα απ’ τη γνώση αυτό που αναζητείται· και θα προσθέση, πως και του μονογενούς υιού η ουσία δεν είναι δυνατόν να γίνη καταληπτή από κανέναν λόγο. Γιατί λέει: την γενεάν αυτού, τίς διηγήσεται; Και για το άγιο πνεύμα, το ίδιο μάς δείχνει ως προς αυτήν την αμηχανία τού λόγου μας ο λόγος τού Κυρίου, που λέει: της μεν φωνής αυτού ακούεις, ουκ οίδας δε πόθεν έρχεται και πού υπάγει.
       Επειδή δεν εννοούμε λοιπόν καμμιά διαφορά στο ακατάληπτο των τριών προσώπων (γιατί δεν είναι το ένα πρόσωπο περισσότερο ακατάληπτο και το άλλο λιγότερο, αλλ’ είναι ένας ο λόγος τής ακαταληψίας στην τριάδα), γι’ αυτό και λέμε, χειραγωγούμενοι απ’ το ίδιο το ακατάληπτο και ακατανόητο, πως δεν υπάρχει καμμιά διαφορά τής ουσίας στην αγία τριάδα, εκτός απ’ την τάξη τών προσώπων και την ομολογία τών υποστάσεων· και τάξη μεν είναι, όπως μας παραδόθηκε στο ευαγγέλιο, το ότι ξεκινά απ’ τον πατέρα η πίστη, και καταλήγει δια μέσου τού υιού στο πνεύμα το άγιο· η δε διαφορά τών προσώπων σ’ αυτήν την τάξη, που φαίνεται ακριβώς στο πώς μάς παραδόθηκαν οι υποστάσεις, δεν προξενεί καμμιά σύγχυση σ’ αυτούς που μπορούν να παρακολουθούν τις σημασίες του λόγου, καθώς το όνομα του πατέρα φανερώνει μιαν ιδιαίτερην έννοια, και το όνομα του υιού επίσης, καθώς και του αγίου πνεύματος, χωρίς να συγχέονται κατά κανέναν τρόπο αυτές οι σημασίες αναμεταξύ τους. Βαπτιζόμαστε λοιπόν, όπως και παραλάβαμε, στον πατέρα και τον υιό και το πνεύμα το άγιο· και πιστεύουμε όπως ακριβώς και βαπτιζόμαστε – γιατί είναι σωστό να συμφωνή με την ομολογία μας η πίστη – και δοξάζουμε τον Θεό όπως ακριβώς τον πιστεύουμε – γιατί δεν είναι και φυσικό, να μάχεται την πίστη η δόξα, αλλ’ αυτά στα οποία πιστεύουμε, αυτά και δοξάζουμε ή θεωρούμε αληθινά.
        Επειδή η πίστη μας είναι λοιπόν στον πατέρα και τον υιό και το άγιο πνεύμα, και ακολουθούν το ένα το άλλο η πίστη, η δόξα και το βάπτισμα, γι’ αυτό και δεν διακρίνεται η δόξα τού πατέρα απ’ τη δόξα τού υιού και τη δόξα τού αγίου πνεύματος. Κι αυτή η δόξα που αναπέμπουμε με την ίδια μας τη φύση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ομολογία τών αγαθών που ανήκουν στη μεγαλειότητα της θείας φύσης· γιατί δεν προσθέτουμε βέβαια απ’ τη δική μας δύναμη τιμή στην ατίμητη φύση, αλλά ομολογώντας αυτά που ανήκουν στον Θεό, εκπληρώσαμε και την τιμή προς αυτόν. Κι επειδή ανήκει και ταιριάζει λοιπόν σε κάθε ένα απ’ τα πρόσωπα που πιστεύουμε στην αγία τριάδα αφθαρσία, αϊδιότης, αθανασία, αγαθότης, δύναμις, αγιασμός, σοφία, και κάθε νόημα μεγαλοπρεπές και υψηλό, ονομάζοντας εμείς αυτά τα αγαθά που ανήκουν στον Θεό, αποδίδουμε σ’ αυτόν και την πρέπουσα δόξα. Κι επειδή ο υιός έχει τα πάντα όσα έχει και ο πατέρας, και όλα τα αγαθά τού υιού τα θεωρούμε και στο πνεύμα, δεν βρίσκουμε μέσα στην αγία τριάδα καμμιά διαφορά ως προς το ύψος τής δόξης· και ούτε είναι βέβαια, συγκρίνοντάς τα ας πούμε σωματικά, το ένα πρόσωπο υψηλότερο και το άλλο ταπεινότερο – γιατί δεν ισχύει σ’ αυτό που είναι αόρατο και ασχημάτιστο κανένα μέτρο - , ούτε συναντάμε συγκριτική διαφορά κατά τη δύναμη ή την αγαθότητα στην αγία τριάδα, ώστε να πούμε πως υπάρχει αναμεταξύ τους κάποια παραλλαγή ως προς το περισσότερο ή λιγότερο· γιατί αυτός που είπε πως είναι ισχυρότερο το ένα πρόσωπο απ’ το άλλο, ομολόγησε, έστω και σιωπηλά, πως είναι ασθενέστερο στη δύναμη το άλλο, κι αυτό φανερώνει μιαν έσχατην ασέβεια, το να εννοήσουμε δηλ. ασθένεια ή αδυναμία, είτε μικρή είτε μεγάλη, στον μονογενή υιό και στο πνεύμα τού Θεού· γιατί ο λόγος τής αληθείας μάς παραδίδει, πως είναι τέλειος στη δύναμη και την αγαθότητα και την αφθαρσία και σε όλα τα υψηλά νοήματα και ο υιός και το πνεύμα. Αν ομολογούμε λοιπόν ευσεβώς την τελειότητα κάθε αγαθού στο καθένα απ’ τα πρόσωπα που πιστεύουμε στην αγία τριάδα, δεν είναι φυσικό να λέμε πως είναι ίδια και τέλεια τα πρόσωπα, και να τα ονομάζουμε πάλι μετά, συγκρίνοντάς τα, ως ατελή· γιατί το να πούμε πως είναι μικρότερο ένα πρόσωπο κατά το μέγεθος της δυνάμεως ή της αγαθότητός του, δεν είναι παρά σαν να ισχυριζόμαστε ότι είναι ατελές ως προς αυτό. Αν είναι λοιπόν τέλειος ο υιός, και τέλειο το πνεύμα, δεν μπορεί να επινοήση ο δικός μας λόγος πως είναι ατελέστερο ή τελειότερο το τέλειο απ’ το τέλειο.
       Μαθαίνουμε όμως για το αδιαίρετο της δόξας και απ’ τις ενέργειες. Ζωοποιεί ο πατέρας, καθώς μάς είπε το ευαγγέλιο· ζωοποιεί και ο υιός· ζωοποιεί δε και το πνεύμα, κατά τη μαρτυρία τού κυρίου που είπε ότι: Το πνεύμά εστι το ζωοποιούν. Οφείλουμε λοιπόν να εννοούμε μια δύναμη που αρχίζει απ’ τον πατέρα, προχωρά δια του υιού και τελειούται εν πνεύματι αγίω· γιατί μάθαμε πως όλα είναι απ’ τον θεό, και όλα συστήθηκαν δια του μονογενούς και στον μονογενή, και μέσα απ’ όλα περνά η δύναμη του πνεύματος. Πάντα εν πάσι καθώς βούλεται ενεργούσα, όπως λέει ο απόστολος.
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: