Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα περί πνεύματος (12)

Συνέχεια από:Τρίτη, 12 Απριλίου 2016

Creator Spiritus

Η διδασκαλία του Ιωακείμ της Φλόρα περί πνεύματος
Die Geisteslehre des Joachim von Fiore

Του Ernst Benz, στο ERANOS-JAHRBUCH XXV
V. Η θεολογία του Πνεύματος κατά τον Ιωακείμ της Φλόρα
8. Η πρόοδος της ηθικής και κοινωνικής εξέλιξης

Η ιδέα της προοδευτικής εξέλιξης τής ιστορίας της σωτηρίας εκδηλώνεται με τον πιο έντονο τρόπο στην θεώρηση τής αλληλουχίας τών ηθικών και κοινωνικών μορφών τών μεμονωμένων εποχών σωτηρίας. Στο σημείο αυτό εντυπώνεται καθαρά ο ριζοσπαστικός ασκητικός χαρακτήρας τού τρόπου θεώρησης του Ιωακείμ. Σε αυτόν ξαναβρίσκουμε την πρωτοχριστιανική ηθική ριζοσπαστικότητα, η οποία συνδέεται κάθε τόσο στην πορεία της ιστορίας της Εκκλησίας με την καταπιεσμένη θεολογία του Πνεύματος. Ήδη ο Μοντανισμός ήταν πεπεισμένος πως η εποχή του Παρακλήτου φέρνει την εποχή της εκπλήρωσης της ριζοσπαστικότερης απαίτησης αγιασμού. Η εποχή του Παρακλήτου φέρνει μια μορφή χριστιανικής κοινότητας, στην οποία θα πραγματοποιηθεί χωρίς συμβιβασμούς η θεμελιώδης απαίτηση τής πνευματικής ζωής, δηλαδή η απάρνηση όλων, όσα είναι σαρκικά. Η εποχή του Αγίου Πνεύματος είναι εποχή τής ολοκληρωτικής εκπλήρωσης τών πνευματικών απαιτήσεων αγιασμού και τελείωσης.
Αυτό σημαίνει, σε αναφορά προς την ιστορία, πως η ιστορία τής σωτηρίας πορεύεται ως η εξέλιξη όλο και υψηλότερων και ριζοσπαστικότερων μορφών πνευματικής ηθικής, μέχρι την τέλεια αναπαράστασή της στην πνευματική τάξη της τρίτης εποχής. Αλλά και στο σημείο αυτό, η ηθική και κοινωνική εξέλιξη δεν είναι έκπτυξη μιας ενδοκόσμιας αρχής. Αντιθέτως πραγματοποιείται δια της διαρκούς επέμβασης του Πνεύματος στην ιστορία της ανθρωπότητας, με τέτοιο τρόπο, ώστε το σαρκικό γήινο θέλημα σπάει και υπερβαίνεται με πάντα νέες, ριζοσπαστικές βαθμίδες της πνευματικής τάξης. Η ιστορία τής σωτηρίας μεταμορφώνεται λοιπόν σε ιστορία διαπαιδαγώγησης τής ανθρωπότητας, όπου το Πνεύμα είναι η δημιουργική, παιδαγωγική αρχή. Η πρώτη εποχή, του Πατέρα, χαρακτηρίζεται από μια κάποια συγκατάβαση στην σαρκική φύση τού ανθρώπου. Ναι μεν απαιτείται από τον άνθρωπο η εκπλήρωση τού θεϊκού ηθικού νόμου, αλλά ο ηθικός αυτός νόμος επιτρέπει μερικές ελαφρύνσεις, όπως η πολυγαμία. Παρόλα αυτά, ήδη στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης παρουσιάζονται ως ενδείξεις τής μελλοντικής τελείωσης τής Vita spiritualis, το ύψιστο πνευματικό ιδανικό σε προσωπικότητες πρότυπα, όπως ο Προφήτης Ηλίας και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αυτοί αντιπροσωπεύουν ήδη από την πρώτη εποχή το αυστηρότερο ασκητικό ιδανικό αγιότητας. Για τον λόγο αυτό, η κατάσταση της τρίτης εποχής αρχίζει με την επιστροφή του Προφήτη Ηλία. Στην τρίτη αυτή εποχή όμως, η ασκητική ζωή του Προφήτη Ηλία δεν απαντάται μεμονωμένα, αλλά είναι μοντέλο στάσης ζωής της τάξης των Viri spirituales (πνευματικοί άνδρες), η οποία (τάξη) θα αντιπροσωπεύει την Εκκλησία κατά την εποχή αυτή.
Μερικά υπονοούμενα του Ιωακείμ μας δίνουν να καταλάβουμε πως θεωρούσε τον εαυτό του ως τον νέο Ηλία, τον εγκαινιαστή τής εποχής του Πνεύματος.
Η δεύτερη εποχή είναι μια μεταβατική εποχή, εφόσον στην εποχή αυτή, αφαιρείται από τον ευσεβή η άδεια πολυγαμίας, και από τα μέλη της Εκκλησίας απαιτείται η μονογαμία. Πέραν από αυτή την νέα, χριστιανική αντίληψη περί γάμου, αναδεικνύεται ήδη μια πιο ριζοσπαστική μορφή άσκησης: η Εκκλησία τής δεύτερης εποχής αντιπροσωπεύεται από κληρικούς που ζουν εν αγαμία. Δίπλα στην τάξη των κληρικών εμφανίζεται ήδη από την αρχή τής χριστιανικής Εκκλησίας ο μοναχισμός με τα διάφορα τάγματά του, που μπορεί να θεωρηθεί ως πρόδρομος τού τάγματος των Viri spirituales της εποχής του Πνεύματος (Ο Ιωακείμ τιμά έτσι ιδιαιτέρως τον θεωρητικό μοναχισμό της ελληνικής Εκκλησίας, αλλά και το τάγμα Cluniazen). Ο άγιος Βενέδικτος είναι πολύ συχνά πρότυπο του ασκητικού τρόπου ζωής του ριζοσπαστικού αγιασμού. Ο αγιασμός αυτός εντός της δεύτερης εποχής είναι μια πρόγευση αυτού που έρχεται, και ο οποίος θα είναι στην εποχή τού Αγίου Πνεύματος το γενικό μέτρο και κανόνας του θεωρητικού (kontemplativ) τάγματος, που θα αντιπροσωπεύει την Εκκλησία.
Με την πρόοδο των ασκητικών απαιτήσεων αγιασμού ενεργείται και η πρόοδος του θεωρητικού βίου. Το χαρακτηριστικό της εποχής του Πατέρα είναι ο «κόπος»-labor-των πιστών μέσα στον κόσμο. Το χαρακτηριστικό της δεύτερης εποχής είναι ο «κόπος» των κληρικών, η πρακτική εργασία στην Βασιλεία του Θεού, μέσα στην Εκκλησία. Τέλος, το χαρακτηριστικό του τάγματος της τρίτης εποχής, είναι Vita contemplativa, ο θεωρητικός βίος, η πλήρης δηλαδή αφιέρωση στην πνευματική γνώση, που ταυτίζεται με την πνευματική θεία λειτουργία, «την λατρεία του Θεού εν πνεύματι και αληθεία» και την καθαρή πραγμάτωση της χριστιανικής αγάπης. Η Εκκλησία της εποχής του Πνεύματος, δηλαδή του τάγματος που αντιπροσωπεύει την Εκκλησία στην εποχή αυτή, περιγράφεται με κάθε φορά νέους ύμνους και εικόνες ως η παρθένος Εκκλησία των Viri spirituales, που αφιερώθηκαν στην καθαρή θεωρία του Θεού. Στην τυπολογική ερμηνεία των τεσσάρων Ευαγγελίων, ο Ιωακείμ ερμηνεύει την Παρθένο Μαρία ως το πρωτότυπο της «virginalis ecclesia», η οποία θα γεννήσει το πνευματικό τάγμα της τρίτης εποχής. Η σύλληψη τού τάγματος αυτού λαμβάνει χώρα στην μεταβατική περίοδο μεταξύ δεύτερης και τρίτης εποχής, κατά τον ερχομό τού Ηλία, η γέννηση όμως στην αρχή της τρίτης εποχής: «Η υπόσχεση τού Προφήτη Δανιήλ, πως θα του δοθεί το βασίλειο που είναι πάνω από τον ουρανό, αναφέρεται στον λαό εκείνο των αγίων, τον οποίο θα γεννήσει η Εκκλησία της δεύτερης εποχής». Το τάγμα αυτό των θεωρητικών πνευματικών ανδρών θα πραγματοποιήσει το ιδανικό του ερημιτικού βίου, που έχει ήδη εμφανιστεί κατά την δεύτερη εποχή, με μια καθαρή, αδιαπραγμάτευτη μορφή. «Η Μαρία συμβολίζει την Εκκλησία που δεν γνωρίζει άνδρα, που αναπαύεται στην σιωπή της ερήμου, όπου δεν υπάρχουν συγγράμματα και δάσκαλοι του εκκλησιαστικού δικαίου, αλλά η απλότητα της ζωής, η ειλικρίνεια, η νηφαλιότητα, η αγάπη από καθαρή καρδιά και ανυπόκριτη πίστη». Το κύριο χαρακτηριστικό αυτής της κοινότητας κατά την τρίτη εποχή είναι η ειρήνη, την οποία ο Ιωακείμ διαρκώς εγκωμιάζει.
Ο Ιωακείμ ερμηνεύει την «τρίτη ημέρα», κατά την οποία έγινε ο γάμος στην Κανά, ως την τρίτη εποχή της Εκκλησίας, κατά την οποία θα δοθεί ειρήνη στην Εκκλησία του Θεού, για να έχει την δυνατότητα «να θεωρεί την Βασιλεία Του, και να νυμφευθεί αυτόν με τον οποίο ήταν αρραβωνιασμένη». Ο Ιωακείμ παρουσιάζει την σχέση μεταξύ δεύτερης και τρίτης εποχής, ως σχέση μεταξύ κοπιώδους εργασίας (labor) και ειρήνης (pax) ή ησυχίας (quies).
Η ίδια πορεία εξέλιξης μπορεί να παρακολουθηθεί από δυο πλευρές, φαινομενικά αλληλοαποκλειόμενες. Βασιζόμενος στην γνώση του περί ελληνικού και δυτικού μοναχισμού, ο Ιωακείμ προσπαθεί να παρουσιάσει την βαθμιαία μετάβαση των εποχών ως την βαθμιαία εξάπλωση του μοναχικού ιδεώδους. Και ενώ η Εκκλησία τής δεύτερης εποχής είναι μια Ecclesia laboratorium και τής τρίτης εποχής μια Ecclesia quiescentium, στην δεύτερη εποχή οι δυο αυτές Εκκλησίες, η μια των κληρικών και άλλη των μοναχών, συμπορεύονται βάσει του νόμου της προδιαμόρφωσης (Präformation). Κατά την διαδικασία αυτή η Εκκλησία των μοναχών επεκτείνεται και αυξάνεται δημιουργώντας διαρκώς νέα τάγματα, από τον Βενέδικτο μέχρι τους Cluniazienser. Και για τον λόγο αυτό, η Εκκλησία της δεύτερης εποχής υποδεικνύει με αυξανόμενη ένταση την πληρότητα της τρίτης εποχής.
Από την άλλη όμως, δίπλα στο σχήμα τής βαθμιαίας προόδου βρίσκεται και το σχήμα της ρήξης και της οξείας αντίθεσης των εποχών. Η ίδια Εκκλησία, της τρίτης εποχής, που σε σχέση με τα πρότυπα της δεύτερης εποχής, φαίνεται πως είναι το τελικό αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας εξέλιξης, περιγράφεται από τον Ιωακείμ και ως προϊόν μιας νέας δημιουργίας. Η Εκκλησία αυτή αντικαθιστά την παρηκμασμένη και εκφυλισμένη Εκκλησία των κληρικών της δεύτερης εποχής σωτηρίας. Σε πολλά σημεία των γραπτών του, ο Ιωακείμ ασκεί δριμεία κριτική για τις ζημιές που προκάλεσε η θεσμική Εκκλησία της δεύτερης εποχής, την οποία περιγράφει βάσει ενός σχήματος παρακμής. Ενώπιον αυτής της εκφυλισμένης Εκκλησίας εμφανίζεται η ερχόμενη κατάσταση της θεωρητικής Εκκλησίας ως η νέα Ιερουσαλήμ, που ως προς την παλιά κατάσταση αποτελεί μια εντελώς νέα δημιουργία.
Το ίδιο εμφανής είναι και η μεγάλη απομάκρυνση της θεωρητικής πνευματικής ζωής από την σχολαστική θεολογία. Ο Ιωακείμ δεν υπογραμμίζει μόνο επανειλημμένως, πως η πνευματική γνώση των Viri spiritualis δεν έχει καμιά σχέση με την Doctrina litteralis της Εκκλησίας των κληρικών. Έχει μάλιστα και το θάρρος ισχυριστεί πως η εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό, αναφέρεται στην σχέση του τάγματος του Πνεύματος της τρίτης εποχής προς την σχολαστική θεολογία της δεύτερης εποχής. «Αν ο Χριστός έδιωξε πρώτα τους κακούς δασκάλους από τον ναό, και μετά μάζεψε τους μαθητές Του, ώστε να μην υπηρετούν τον Θεό με την παλιά ουσία του γράμματος, αλλά να Τον υπηρετούν με το νέο που φέρνει το Πνεύμα», αυτό το γεγονός πρέπει να κατανοηθεί «με την πνευματική έννοια» ως η σχέση του τάγματος της τρίτης εποχής προς αυτό της δεύτερης.
Παρόλα αυτά, τα σχήματα της προόδου και της νέας δημιουργίας δεν αλληλοαποκλείονται: σε κάθε εποχή γίνεται φανερή η βαθμιαία παρακμή των υφιστάμενων μορφών γνώσης και κοινωνίας. Η παρακμή αυτή υπερβαίνεται με την νέα δημιουργία στην αρχή της επόμενης περιόδου σωτηρίας. Η μορφή όμως κοινωνίας και γνώσης που προκύπτει από την νέα αυτή δημιουργία, βρίσκεται σε μια σχέση συνέχειας και διαδοχής προς τις μορφές της προηγούμενης εποχής. Αποτελεί μάλιστα εκπλήρωση των μορφών της προηγούμενης εποχής.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο, πως ο Ιωακείμ χρησιμοποιεί διαρκώς την έννοια του Σαββάτου για να χαρακτηρίσει το θεωρητικό τάγμα της τρίτης εποχής. Συσχετίζει επίσης τυπολογικά όλες τις ευαγγελικές αναφορές περί Σαββάτου με το ερχόμενο θεωρητικό τάγμα. Το ιδανικό του θεωρητικού πνευματικού τάγματος, διατηρεί στον Ιωακείμ τον παλιό χριστιανικό χαρισματικό χαρακτήρα. Αυτό το επιτυγχάνει ο Ιωακείμ, καθώς θεωρεί πως ο θεμελιώδης χαρακτήρας της στάσης ζωής της μελλοντικής κοινότητας είναι η χαρά-iubilatio, laetitia. Στο σημείο ακριβώς αυτό φαίνεται η διαφορά σε σύγκριση με μια καθαρά διανοητική αντίληψη περί της Intelligentia spiritualis. Στην θέση του «κόπου» της δογματικής θεολογίας, που με έννοιες του σχολαστικισμού προσπαθεί να αναπαραγάγει την αλήθεια της σωτηρίας που είναι κρυμμένη στους τύπους και τις εικόνες, εμφανίζεται ο ελεύθερος πανηγυρισμός, η πνευματική μέθη -ebrietas- εκείνου που βλέπει με την πνευματική θεωρία την πραγματικότητα του υπερβατικού κόσμου και τα «res sacramenti». Και έτσι, το «έργο των χειρών» ανήκει στην εποχή του Πατρός, το «studium lectionis» στην εποχή του Υιού, η «iubilatio» στην εποχή του Αγίου Πνεύματος, το χαρακτηριστικό της οποίας είναι η χαρά (gaudium). Στην θέση της Lectio, της μελέτης των βιβλίων, έρχεται το ψάλσιμο των ψαλμών στην τρίτη εποχή. Το βλέμμα στα αποκαλυμμένα μυστικά της σωτηρίας εκφράζεται με χαρισματικό πανηγυρικό τραγούδι (Expositio, fol 171). Αλλά και στην Concordia, η χαρά θεωρείται το σημαίνον χαρακτηριστικό των υιών του φωτός: «Μόνο αυτοί βρίσκονται στο φως του Κυρίου, αυτοί που στις καρδιές τους μένει η πνευματική χαρά...γιατί όπου είναι η πνευματική χαρά, εκεί είναι και το φως».
Αλλά και σε αυτό το ιδανικό του πνευματικού ανθρώπου της τρίτης εποχής, διακρίνεται ακόμα το μοντανιστικό ιδανικό του υπερανθρώπου. Στο προοδευτικό σχήμα της ιστορίας όμως, όπως το αντιλαμβάνεται ο Ιωακείμ, δεν μπορεί να ενταχθεί η ιδέα της αποκατάστασης, σύμφωνα με την οποία η αρχή θα αποκατασταθεί στο τέλος. Δια της διαρκούς επενέργειας του Αγίου Πνεύματος, η ανθρωπότητα ανυψώνεται διαρκώς σε ανώτερα επίπεδα. Το τελευταίο επίπεδο, το οποίο επιτυγχάνεται στο πνευματικό τάγμα της τρίτης εποχής, αποτελεί την μετάβαση από την ανθρώπινη στην υπερανθρώπινη, αγγελική ζωή. Ο Ιωακείμ είναι λοιπόν σε θέση να χαρακτηρίσει την πρόοδο των εποχών σωτηρίας, αναφορικά προς τους διάφορους τύπους πνευματικής ζωής, με την αλληλουχία: πατέρες-υιοί-αγγελικά πνεύματα (patres-filii-angelici spiritus). Οι πατέρες σημαίνουν την κατάσταση της Παλαιάς Διαθήκης. Οι υιοί, Χριστιανοί τους οποίος ο Χριστός ανύψωσε στην κατάσταση υιοθεσίας, σημαίνουν την εποχή της Καινής Διαθήκης. Οι Angelici spiritus είναι τα μέλη τού θεωρητικού τάγματος, το οποίο είναι διαμορφωμένο «ως απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος». Εδώ φαίνεται η επίδραση τής παλιάς μοναστικής παράδοσης, που χαρακτηρίζει την τάξη των μοναχών ως κατάσταση «αγγελικής ζωής»-vita angelica. Με τον τρόπο αυτό εκφράζει τον υπερανθρώπινο χαρακτήρα του θεωρητικού, χαρισματικού βίου. Ο χαρισματικός, ο πλήρης πνεύματος, που κατέχει την πνευματική γνώση και ζει την τέλεια πνευματική ζωή, επεκτείνεται ήδη στο υπερανθρώπινο, στο ισάγγελο.
Αυτά τα εκφράζει ο Ιωακείμ στην ερμηνεία του κατά Ιωάννη 1,51, όπου ο Ιησούς υπόσχεται στους μαθητές του πως θα δουν τον ουρανό ανοικτό και οι άγγελοι θα δουν τον Υιό του ανθρώπου να κατεβαίνει και να ανεβαίνει. Ο Ιωακείμ συνεχίζει, πως δεν φτάνει οι άγγελοι να κατέβουν μόνο, αλλά πρέπει και να ανέβουν, γιατί μόνο τότε θα είναι σε θέση «να ανεβάσουν την αθλιότητά μας στον ουρανό». Αλλά και στα μάτια των συνανθρώπων τους οι πνευματικοί άνδρες θα φαίνονται σαν υπεράνθρωποι, καθώς «αν εκείνοι που μπορούν να αντιληφθούν τι είναι του Θεού, βλέπουν πως οι άνθρωποι, ακούγοντας τον λόγο των πνευματικών ανδρών, ελευθερώνονται από τα ακάθαρτα έργα των δαιμόνων, κυρίως από το πνεύμα της λαιμαργίας, και αναγνωρίζουν την δράση του Αγίου Πνεύματος, τιμούν αυτούς τους ανθρώπους, στους οποίους κατοικεί το Πνεύμα, και δοξολογούν δυνατά, πως εδώ είναι ο λόγος. Γιατί άλλο ο λόγος του γράμματος, που είναι κατά κάποιο τρόπο νεκρός, και άλλο ο λόγος που ζωοποιεί, και σύμφωνα με τον λόγο του Πέτρου, το Άγιο Πνεύμα κατέρχεται σε όλους όσοι ακούν τον λόγο. Όπως άλλο πράγμα ο άνθρωπος και άλλο ο Θεός που κατοικεί μέσα του». Ο πνευματικός εμφανίζεται λοιπόν ως άνθρωπος, στον οποίο είναι παρούσα η πληρότητα του πνεύματος, τον οποίο ο ίδιος ο Θεός έκανε κατοικία του. Η πνευματοποίηση είναι η θέση του ανθρώπου, το ύψιστο επίπεδο ανύψωσης του στο υπερανθρώπινο, η δημιουργική μεταμόρφωση του παλαιού ανθρώπου σε νέο, ανώτερο.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: