«Αἰσχρόν ἐστι σιγᾶν,
τῆς Ἑλλάδος
πάσης ἀδικουμένης»
Δημοσθένης
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς,
Δάσκαλος - Κιλκὶς
Ὁ Ἰωάννης Μεταξάς, ὁ
«δικτάτορας», ὁ «φασίστας», λίγο μετὰ τὸ ἔνδοξο «ΟΧΙ» στὸν φασίστα Μουσολίνι,
στὸ πρῶτο ὑπουργικὸ συμβούλιο, ποὺ ἔγινε τὸ πρωὶ τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940, ἀφοῦ,
κάνοντας τὸν σταυρό του, ὑπέγραψε τὰ διατάγματα γενικῆς ἐπιστράτευσης, ζήτησε ἀπὸ
τοὺς ὑπουργοὺς του τὴν ἔγκριση νόμου μὲ μόνο ἄρθρο του τὸ ἑξῆς:
«Οὐδεὶς Ἕλλην καθίσταται
πλουσιώτερος ἐκ τοῦ πολέμου».
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «1940 - Ὁ ἄγνωστος
πόλεμος: Ἡ ἑλληνικὴ πολεμικὴ προσπάθεια στὰ μετόπισθεν», ἔκδ. «Πατάκης», σελ.
106, τῆς Μαρίνας Πετράκη, ἡ ὁποία εἶναι διδάκτωρ τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Κέντ).
Στὸ ἴδιο βιβλίο διαβάζουμε:
«Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου, καθὼς
ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος μαζικῆς ἀνάληψης τραπεζικῶν καταθέσεων, ἡ Τράπεζα τῆς Ἑλλάδος,
μετὰ ἀπὸ διαταγὴ τῆς κυβέρνησης, εἰδοποιεῖ μὲ ἔγγραφό της ὅλες τὶς τράπεζες, νὰ
περιορίσουν τὶς ἀναλήψεις τῶν καταθετῶν μέχρι τοῦ ποσοῦ τῶν 3.000 δραχμῶν». (σελ.
127).
Ὅσο γνωρίζω, ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ
’40 ἕως σήμερα, οὐδέποτε εἶχε τεθεῖ ὅριο ἀναλήψεων. (Ὡς συνήθως, υἱοθετήσαμε τὴν
ξενικὴ φράση «κάπιταλ κοντρόλς», διότι οἱ πολιτικοὶ νάνοι...
καὶ ἀρλεκίνοι,
συνεπικουρούμενοι ἀπὸ τὴν δημοσιογραφικὴ ξεφτίλα, ἔτσι τὸ ἀποκαλοῦν).
Ἑπομένως καὶ σήμερα βιώνουμε ἕναν
ἀκήρυχτο πόλεμο. Συμμορίες τύπου ΔΝΤ καὶ εὐρωπαίων ἑταίρων, ἰσλαμικὲς ὀρδὲς ἐπιτίθεται
λυσσωδῶς στὴν πατρίδα μας. Μόνο ποὺ τώρα, δὲν ἔχουμε τὸν «φασίστα» Μεταξὰ στὸ
τιμόνι τῆς χώρας, νὰ νομοθετεῖ μὲ πυγμὴ καὶ ἀνδρεία ὅτι οἱ ἄπληστες ὕαινες καὶ
τὰ ἁρπακτικά τῆς κερδοσκοπίας θὰ χτυπηθοῦν ἀμείλικτα, ἀλλὰ ἀριστερὴ
διακυβέρνηση τοῦ κ. Σταθάκη, τῆς κ. Τασίας, τοῦ κ. Μουζάλα, τοῦ κ. Καρανίκα, τοῦ
κ. Φίλη καὶ λοιπῶν παρομοίων δημοκρατῶν καὶ φιλανθρώπων. (Γιὰ τοὺς συριζαίους
μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῆς χρυσῆς αὐγῆς, δὲν ὑπάρχει ἐνδιάμεσος χῶρος. Ὅποιος διαφωνεῖ
μὲ τὶς ἰδεοληψίες τους, μιλᾶ γιὰ λαθρομετανάστες, εἶναι αὐτόματα φασίστας καὶ
χρυσαυγίτης. Ὑγιὴς φιλοπατρία δὲν ὑπάρχει).
Τότε τὴν διαχείριση τῆς κρίσης δὲν
τὴν ἀνέλαβαν Μ.Κ.Ο. (οἱ λεγόμενοι «ἐθελοντὲς» καὶ «φιλεύσπλαχνοι» τῶν Μ.Κ.Ο. ἀμείβονται
μὲ τουλάχιστον 1500 εὐρώ, ἀρκετοὶ ἔσπευσαν ἀπὸ τὶς ἀναρχικὲς φωλιὲς τῶν Ἑξαρχείων,
οἱ ὁποῖοι, ὅπως μοῦ διηγεῖται ἀστυνομικός, προτρέπουν τοὺς λαθρομετανάστες νὰ
ἐπιτίθενται στὴν ἀστυνομία).
Τότε «πλάτες» στὸ κράτος ἔβαλε ὁ ἴδιος
ὁ λαός, σύσσωμος. Οἱ διανοούμενοι δὲν ἦταν ξεσκονίστρες καὶ φερέφωνα τῆς ἐξουσίας,
ἀλλὰ διαγωνίζονταν ποιὸς θὰ γράψει τὸν ὡραιότερο ὕμνο γιὰ τὴν πατρίδα καὶ τὰ
στρατευμένα παιδιά της. Πολλοὶ πολεμοῦν στὴν πρώτη γραμμή. «Σοῦ
γράφω καθισμένος τριακόσια μέτρα ἀπέναντι ἀπὸ τοὺς Ἰταλούς. Ὅμως οὔτε οἱ σφαῖρες
οὔτε οἱ ὀβίδες μὲ κάνουν νὰ ξεχνῶ τοὺς ἀγαπημένους μου κόσμους ὅπου ζοῦσα καὶ
γιὰ τοὺς ὁποίους τώρα μάχομαι…» γράφει ὁ ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγὸς Ὀδυσσέας Ἐλύτης
στὸν Γ. Θεοτοκά. (Γ. Θεοτοκᾶς, «Τετράδια ἡμερολογίου, 1939-1953», σελ. 241).
Οἱ τωρινοὶ ψευτοδιανοούμενοι
διαγωνίζονται ποιὸς θὰ ξεράσει τὶς περισσότερες ἀναθυμιάσεις του κατὰ τῆς
πατρίδας καὶ τοῦ ἔθνους. Στὰ θέατρα, μεγάλοι ἠθοποιοὶ - καὶ ὄχι ἀτάλαντοι
τζιτζιφιόγκοι ἀπροσδιορίστου φύλου - ὅπως ὁ Μάνος Κατράκης, ὁ Θάνος
Κωτσόπουλος, ὁ Παντελὴς Ζερβός, ἀνεβάζουν παραστάσεις μὲ τὶς ὁποῖες τονώνουν τὸ
φρόνιμα τοῦ
λαοῦ. Καὶ τώρα, ἔπρεπε νὰ ξεσηκωθοῦν καὶ οἱ πέτρες, γιὰ νὰ ἀναγκαστεῖ ὁ
φερόμενος ὡς ὑπουργὸς Πολιτισμοῦ κ. Μπαλτάς, νὰ ἀποσύρει τὸν ἀνισόρροπο Βέλγο
καὶ τοὺς βλαμμένους ἠμίανδρους, ποὺ χοροπηδοῦσαν ἐπιδεικνύοντας, σὰν τὰ νὰ
σκυλιά, τὴν γυμνὴ παράνοιά τους.
Τότε, τὴν ὥρα τῆς μεγάλης κρίσης,
ποὺ ἔφταναν στὰ νοσοκομεῖα χιλιάδες ἡρωικοὶ στρατιῶτες, μὲ πόδια κομμένα καὶ τὰ
σπίτια τῶν Ἑλλήνων λάμβαναν ἀπὸ τὸ ΓΕΣ τὸ παράσημο ἀνδρείας γιὰ τὸν σκοτωμένο
λεβέντη τους, οἱ γυναῖκες τοῦ λαοῦ ὑπομένουν καρτερικὰ τὴν θυσία καὶ ἐπιτελοῦν
τὸ χρέος τους πρὸς τὸ Ἔθνος - ἕνα χρέος αὐτονόητο, χωρὶς προσδοκία ἀνταμοιβῆς.
Σὲ πρωτοσέλιδο τοῦ
τότε «Ἐλεύθερου Βήματος» (σήμερα εἶναι σκέτο «Βῆμα». Ἐδῶ καὶ χρόνια… βηματίζει
μὲ ἀταλάντευτη συνέπεια πίσω ἀπὸ τὰ πουγκιά, τὰ θαλασσοδάνεια καὶ τὶς ἐπιδοτήσεις
τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας), διαβάζουμε:
«Γιὰ τὸν ἡρωισμὸ αὐτὸ δὲν συνηθίζεται
νὰ τονίζονται ὕμνοι. Ἐξοικειωθήκαμε τόσο πολὺ μὲ τὴν προσφορὰ τῆς γυναίκας τοῦ
λαοῦ […] Ὅλη ἡ ζωή της δὲν εἶναι παρὰ σιωπηλὴ αὐταπάρνηση καὶ ἀνθρώπινη θυσία.
Καὶ ὅμως δὲν ἔχει ἀποκτήσει ἀκόμα αὐτὸ ποὺ τῆς ὀφείλεται. Τὸ μνημεῖο της […]
Παράπλευρα στὸν Ἄγνωστο Στρατιώτη δὲν ἀπαθανατίστηκε ἀκόμη καὶ ἡ Ἄγνωστη
Μητέρα, ἔτσι ὅπως τὴν ξέρουμε, μὲ τὴν ποδιὰ καὶ τὰ τσόκαρα, μὲ τὰ παιδιὰ ὁλόγυρά
της, ἀνασκουμπωμένη ἐπάνω ἀπὸ τὴ σκάφη, ἐνάρετη, περήφανη, καρτερική, σεμνή, τῶν
καλῶν καὶ τῶν κακῶν ἡρωίδα».
Ἡ ἴδια «Ἄγνωστη Μάνα» ἐναντιώθηκε
στὴν πείνα, στὸν κάματο καὶ στὰ στοιχεῖα τῆς φύσης γιὰ νὰ συντρέξει τὰ «παιδιὰ»
στὸν μεγάλο ἐθνικὸ ἀγώνα.
Καὶ γιὰ τοῦτο ἔμειναν στὴ
συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ὡς ὑπέρτατο σύμβολο, ὡς Παναγιές, ὅπως τὶς ἔσωσε ἀριστοτεχνικὰ
ἡ πένα τοῦ πολεμιστῆ Νικ. Βρεττάκου: «Κι οἱ μάνες τὰ κοφτὰ γκρεμνὰ σὰν Παναγιὲς
τ’ ἀνέβαιναν/ μὲ τὴν εὐχὴ στὸν ὦμο τους κατὰ τὸ γιὸ παγαῖναν/ καὶ τὶς ἀεροτραμπάλιζε
ὁ ἄνεμος φορτωμένος…».
Τότε, σ’ ἐκεῖνον τὸν πόλεμο, ὁ
λαός, καὶ οἱ πολεμιστὲς τῆς πρώτης γραμμῆς καὶ οἱ ἄμαχοι μαχητὲς τῶν μετόπισθεν
πίστευαν στὴν νίκη γιατί τὴν πάσαν ἐλπίδα τους τὴν εἶχαν ἀναθέσει στὴν Ὑπέρμαχο
Στρατηγὸ τοῦ Γένους καὶ ὄχι στὴν διαπραγματευτικὴ ἱκανότητα τοῦ…
Γιάνη τοῦ Ἀλέξη ἢ τοῦ Εὐκλείδη μὲ τὰ θυμηδιογόνα ἀγγλοελληνικᾶ του.
«Σὲ ὅλο τὸ μέτωπο ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη
ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχισε νὰ ἔχει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα. Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία
γυναικεία μορφὴ νὰ προβαδίζει, ψιλολιγνή, ἀλαφροπερπάτητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἀναριγμένη
ἀπὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ πάντα, τοῦ τὴν εἴχανε
τραγουδήσει σὰν ἤτανε μωρὸ κι ὀνειρευότανε στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ
μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ Ὑπέρμαχος
Στρατηγός».
(Ἄγγελος Τερζάκης, «Ἑλληνικὴ ἐποποιία,
1940-41», ἔκδ. «ΕΣΤΙΑ», σελ. 85).
Τότε πρωθυπουργοί, ὅπως ὁ Ἀλέξανδρος
Κορυζής, ἀρνούμενοι, γιὰ λόγους εὐθιξίας, νὰ μείνουν στὴν ἱστορία ὡς
πρωθυπουργοὶ ποὺ παρέδωσαν τὴν χώρα τους στὰ ναζιστικὰ καθάρματα, αὐτοκτονοῦσαν.
Τώρα βάζουν ὑπογραφές, μὲ χέρια
καὶ ποδάρια, σὲ ἀπανωτὰ μνημόνια λεηλασίας τῆς πατρίδας, κάποιοι χωρὶς νὰ τὰ
διαβάσουν, ἄλλοι νὰ καυχῶνται κιόλας. (Πόσα χρόνια, μᾶλλον δεκαετίες ἔχουμε νὰ ἀκούσουμε
τὴν φράση «παραιτήθηκε γιὰ λόγους εὐθιξίας». Ὑποψιάζομαι ὅτι οἱ περισσότεροι ἀγνοοῦν
τί σημαίνει ἡ λέξη!).
Τότε πολεμοῦσε ἕνας λαὸς μὲ
«παλληκαρίσια ψυχή». Τώρα ἕνα δειλὸ σκορποχώρι λεπτεπίλεπτο καὶ ἐξουθενωμένο ἀπὸ
τὶς πολλὲς καταχρήσεις, ἐξαρτήσεις καί… εἰδήσεις παρακολουθεῖ τὴν εἰσβολή, τὴν ἐξ
ἀνατολῶν ἐπίθεση καὶ ἐπιδίδεται σὲ δακρύβρεχτες ἀγαπολογίες.
Γράφει κάπου ὁ Ντ.
Χριστιανόπουλος: «τὰ πρόβατα ἀπήργησαν καὶ ζήτησαν καλύτερες συνθῆκες σφαγῆς».
Κάπως ἔτσι εἴμαστε σήμερα… Ἀπραγέστεροι τῶν βατράχων καὶ ἀφωνότεροι τῶν ἰχθύων
περιμένουμε.... καλύτερες συνθῆκες.
1 σχόλιο:
Γράφει κάπου ο Παπαδιαμάντης (;): "Σάλπιγξ εγερτήριος ταρακούνησε βαθειά τα φύλλα της καρδιάς τους"...
Δημοσίευση σχολίου