Γ) ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΣΤΟ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
B.Lonergan, M.Schmaus, J.Alfaro.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε σ’ αυτό το σημείο πως η καθολική θεολογία προσπάθησε γενικώς να συνδέσει την παράδοσή της με την μοντέρνα σκέψη, δηλαδή την οντολογία, με το επίπεδο της συνειδήσεως του προσώπου, προσπαθώντας να εναρμονίσει την ενύπαρξη τού Είναι με την ψυχολογία του Εγώ. Σιγά-σιγά ο μεγάλος φόβος απέναντι στην φιλοσοφία του υποκειμένου, αιτιολογημένος κατά κάποιο τρόπο από την πεποίθηση της βεβαίας διαλύσεως τής αρχής τής αυτοσυνειδησίας, έδωσε λοιπόν την θέση του στην αντίληψη πως κατά βάθος ήταν δυνατός ένας διάλογος με σκοπό μια καινούρια και ανώτερη σύνθεση! Να γίνεται λόγος για τρία θεία πρόσωπα σαν «κέντρα συνειδήσεως» δεν σήμαινε μια αναγκαστική κατάληξη στον Τριθεϊσμό. Παρ’ όλα αυτά παρότι πολύ συχνά κατορθώθηκε η ολοκλήρωση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νεοσχολαστικής, της συνειδήσεως μέσα στο Είναι, σπάνια κατορθώθηκε η ανακάλυψη της κοινωνικότητος του προσώπου και πάνω απ’ όλα η εσωτερική σωτηριολογική αξία του τριαδικού δόγματος. Το εις εαυτόν του θεού συνέχισε να αποσπά την προσοχή από την φανερώσή Του για-μας (το κατ’ Οικονομία), ή για να χρησιμοποιήσουμε την γλώσσα του Ράνερ, η «μόνιμη Τριάδα συγκέντρωσε την προσοχή μας περισσότερο από την οικονομική Τριάδα».
Ένας εκπρόσωπος της κλασσικής ικανότητος των καθολικών να ανοίγονται με μέτρο στο νέο χωρίς να προδίδουν το παληό είναι ο Μίκαελ Σμάους. Γι’ αυτόν το Είναι του θεού είναι τόσο πλούσιο που δεν μπορεί να ξεδιπλωθεί δημιουργικά στη ζωή, στην γνώση και στην αγάπη ενός μοναδικού προσώπου! Γι’ αυτό, με την βοήθεια της αποκαλύψεως, κατανοούμε γιατί ο θεός απαιτεί τρία «ΕΓΩ». Αυτά τα τρία πρόσωπα του θεού είναι σημείο μια ζωής στο υψηλότερο και υπέρτατο δυναμικό. Στον μοναδικό θεό τα τρία πρόσωπα έχουν την ισχύ να γνωρίσουν και να αγαπήσουν ολοκληρωτικά. Δεν υπάρχει απρόσωπος χώρος στον θεό: στην σφαίρα του θεϊκού Είναι, όλα πραγματοποιούνται σαν ύπαρξη, ζωή, νόηση, θέληση στο πιο υψηλό δυνατό επίπεδο μιας προσωπικής υπάρξεως. Έτσι τα θεϊκά πρόσωπα ενυπάρχουν στην διάκριση και ταυτόχρονα στην πιο ιδιαίτερη σχέση το ένα με το άλλο.
Υπάρχει μια συνεχής συναλλαγή μεταξύ τους και σ’ αυτή την συναλλαγή θεμελιώνεται η ζωή τους. Ο πατήρ προσφέρει τον εαυτό του στον Υιό. Ο Υιός προσφέρει τον εαυτό του στον πατέρα. Και από την ισχύ αυτού του αμοιβαίου δοσίματος ξεπηδά το Άγιο πνεύμα. Καθένα από τα τρία πρόσωπα βρίσκει ύπαρξη και χαρά στα άλλα, ενώ μέσα σε μια αιώνια άνθηση νεότητος δέχεται από αυτά μια ζωή τόσο τέλεια που να μην μπορεί να εμπλουτιστεί περισσότερο. Ακριβώς λοιπόν επειδή ο θεός είναι τρία πρόσωπα συνεπάγεται πως ολόκληρη η αισθητή πραγματικότης, αντανακλώντας τον, παρουσιάζεται δομημένη σε Είναι σε Γνώση και σε Βούληση!
Όπως φαίνεται ο Σμάους βοηθιέται από τον Αυγουστίνο. Εάν ανήκει στον Αυγουστίνο η Τριαδικότης του Είναι, της γνώσεως και της θελήσεως, η οποία ενυπάρχει στον θεό σαν πρωτογενής πηγή, και στον κόσμο σαν συμμετέχουσα δομή, αντιθέτως το οντολογικό τριαδικό δόγμα του προσώπου είναι θωμιστικό. Κατά την κρίση του Σμάους το πρόσωπο είναι εις εαυτόν, δηλαδή αυτόνομο Είναι (ον), το οποίο κυριαρχικά διαθέτει τον εαυτό του καθώς αυτοκατέχεται και διαφέροντας από τα άλλα όντα, είναι αμεταβίβαστο. Το πρόσωπο δεν είναι ύπαρξη-στον άλλο, δεν είναι δηλαδή συμβεβηκός κάποιου άλλου που το υπερβαίνει! Το πρόσωπο είναι όμως και ύπαρξη για τον εαυτό της, δηλαδή τέλος, χωρίς να είναι αναγκαίως το έσχατο τέλος, αλλά δεν είναι οπωσδήποτε ένα απλό μέσον στην υπηρεσία ενός εξωτερικού σκοπού. Τουλάχιστον κάτω από μια οπτική γωνία, το τέλος ενυπάρχει στο πρόσωπο και το πραγματοποιεί μέσω της δικής του πράξεως. Το πρόσωπο λοιπόν είναι αυτοσκοπός: είναι για τον άλλον την ίδια στιγμή που είναι για τον εαυτό του. Είναι πάντοτε στον θεό και απλά και καθαρά είναι για τον άλλο! Αυτό όμως δεν εμποδίζει το πρόσωπο ακόμη και μέσα στον θεό, καθώς είναι ταυτό με την ουσία, να είναι για τον εαυτό του. Είναι προτιμότερο όμως να αποφεύγουμε να ομιλούμε για το πρόσωπο στον θεό σαν κάτι για τον εαυτό του, διότι θα μπορούσαμε έτσι να μειώσουμε την καθαρότατη, θεία ετερότητα, το είναι για τον άλλον. Λόγω της τέλειας περιχώρησης στον θεό το πρόσωπο δεν είναι μόνον εις εαυτόν, αλλά ταυτόχρονα είναι και για τον άλλον, με την έννοια πως κάθε πρόσωπο είναι ταυτόχρονα και αμεταβίβαστο και σε σχέση, για τον εαυτό του και στραμμένο προς τον άλλο.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσφορά δόθηκε επίσης από τον Juan Alfaro. Ο θεολόγος αυτός αφήνει την Τριαδολογική προοπτική και στοχάζεται το πρόβλημα στον ορίζοντα του προβλήματος της σχέσης Φύση-Χάρις. Ο Alfaro αναγνωρίζει πως η υποτίμηση μερικών συστατικών διαστάσεων του προσώπου, όπως η συνείδηση και το Είναι για τον άλλον, δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστη την τριαδική θεολογία μέχρι δε την Χριστολογία και την Εκκλησιολογία. Από μέρους του, τονίζοντας την άπειρη διαφορά και ταυτοχρόνως την συσχέτιση του ανθρώπου με τον θεό, ο Alfaro δηλώνει πως ο θεός είναι χωρίς αμφιβολία η ζωντανή επικοινωνία τριών «ΕΓΩ». Στον Ένα και Τριαδικό θεό το πρόσωπο είναι ενυπάρχουσα σταθερή πνευματική σχέση με ένα «ΕΣΥ» ομοούσιο. Όταν ομιλούμε λοιπόν για το πρόσωπο στον θεό δεν μπορούμε να αγνοήσουμε καμμία απ’ αυτές τις πλευρές: την πνευματικότητα, γιατί στον θεό το πρόσωπο είναι συνείδηση και αυτοδιάθεση, την ετερότητα, γιατί στον θεό το πρόσωπο αναφέρεται πάντοτε σ’ ένα άλλο «ΕΣΥ» ομοούσιο, την ενύπαρξη και μονιμότητα, καθώς στον θεό το πρόσωπο είναι ενέργεια καθαρή και άπειρη η οποία ποτίζει την πνευματικότητα και την ετερότητα. Η αποκάλυψη μας οδηγεί μ’ αυτόν τον τρόπο, κατά τον Alfaro, σε μια βαθύτερη κατανόηση του προσώπου στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο διότι μπορεί να ανυψωθεί σε μια σχέση “εγώ - εσύ” με τον θεό, και μόνον λοιπόν σ’ αυτή την άμεση και προσωπική σχέση με το άπειρο μπορεί να βρει την πληρότητά του. Αναφορικά όμως με το θείο πρόσωπο, το ανθρώπινο είναι και παραμένει ένα «κτιστό» πρόσωπο, πραγματοποιείται λοιπόν σαν «ΕΓΩ» αναφερόμενο σ’ ένα υπερβατικό «ΕΣΥ», αλλά ταυτόχρονα αυτή η αναφορά παραμένει μια ικανότητα, όχι μια πραγματικότητα σχέσης μ’αυτό το «ΕΣΥ»! Είναι οπωσδήποτε ετερότης, αλλά περιορισμένη καθώς το «ΕΣΥ» στο οποίο αναφέρεται δεν του είναι ομοούσιο. Το ανθρώπινο πρόσωπο ενυπάρχει, αλλά δεν είναι καθαρή ενύπαρξη, διότι δεν είναι πλήρης και άπειρη ενέργεια του Είναι. Είναι πνευματικότης, αλλά είναι ικανότης, δεν είναι ενέργεια της συνειδήσεως, και είναι πεπερασμένη αυτοσυνειδησία καθότι είναι χωρισμένη ανάμεσα στην αυτοδιάθεση και στην κατεύθυνση της προς ένα υπερβατικό ΕΣΥ. Ο λόγος του Alfaro είναι ξεκάθαρα μια ανθρωπολογική στροφή της συζητήσεως γύρω από το πρόσωπο στον θεό.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου