ΕΝΑΣ ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΙΚΟΣ ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ
Τελευταία, γράφω όλο και λιγότερο σε αυτό το μπλογκ, που ξεκίνησα πριν από επτά χρόνια για να σημάνω συναγερμό σχετικά με την κατάσταση στην Ελλάδα.
Και δεν είναι επειδή δεν υπάρχει πια τίποτα να γραφτεί, αλλά επειδή όσα έχω γράψει τείνουν να επαναλαμβάνονται μέχρι αηδίας.
Στην αρχή, όλα ήταν προειδοποιήσεις, προβλέψεις, ίσως εικασίες· τώρα, πάει καιρός που έχουν γίνει πραγματικότητα, φλέγουσες αλήθειες, αναμφισβήτητα γεγονότα που δεν θέλουν παρα μόνο λίγο χρόνο για να γίνουν Ιστορία. Ντροπιαστική Ιστορία.
Σήμερα θα είμαι σύντομος. Εδώ και τέσσερις μήνες, έχω έναν νέο γείτονα στην Αθήνα. Είναιένας γέροντας, ασπρομάλλης και αδύνατος.
Μένει στο δρόμο μου. Μένει στο δρόμο. Ανάμεσα σε ένα σωρό κουρέλια και σκουπίδια που έχει μαζέψει γύρω του. Εδώ και καιρό, περνάει τη μέρα του ξαπλωμένος σε ένα στρώμα, ακίνητος, κάτω από μια κουβέρτα και ένα πλαστικό κάλυμμα.
Ίσως για αυτό, όταν είμαι στο κρεββάτι μου, τον σκέφτομαι ιδιαίτερα. Κυρίως τις μέρες με καταιγίδα και άνεμο, τις μέρες που η βροχή ακούγεται να χτυπάει στα τζάμια.
Στην αρχή, όταν κινούνταν, του άφηνα κάποια χρήματα και λίγο φαγητό. Σήμερα έσκυψα να τον ρωτήσω στο αυτί αν μπορούσα να κάνω κάτι για αυτόν: βοήθεια για να ανασηκωθεί, φαγητό, να καλέσω ασθενοφόρο (το ασθενοφόρο ρωτάει αν θέλει να τον πάρουνε οι Γιατροί του Κόσμου λένε ότι πρέπει να προσέλθει ο ίδιος· το κοινωνικό υπνωτήριο, ότι υπάρχει λίστα αναμονής…)
Δεν έχει σημασία. Δεν θέλει να τον πάνε πουθενά. Ήθελε μόνο νερό, και του το έδωσα, ξαπλωμένος καθώς ήταν –δεν μπορεί να κουνηθεί–, αφήνοντάς το να κυλήσει από το χέρι μου ως τα πληγιασμένα του χείλη.
Είναι γεμάτος κακάδια και βρωμιά, έχει το δέρμα κολλημένο στα κόκκαλα, τα μάτια θολωμένα από καταρράκτη και, από τη μέση και κάτω, σαπίζει στα ίδια του τα περιττώματα. Δεν θέλει να τον πάνε πουθενά. Θέλει μόνο να πεθάνει, υποθέτω.
Το ότι τώρα δεν θέλει να κινηθεί, δεν μπορεί να είναι λόγος για να μείνουμε με τη συνείδησή μας ήσυχη. Είναι σίγουρο ότι ούτε πριν θα ήθελε να βρεθεί σε τέτοια μιζέρια, ούτε να ζει στο δρόμο, ούτε να τελειώσει τη ζωή του έτσι. Αν είναι τυχερός, σύντομα θα αφήσει αυτόν τον κόσμο και θα έρθουν να περιμαζέψουν τη σορό του.
Αν αυτοί που παίρνουν αποφάσεις για να οργανώσουν την κοινωνία δεν έχουν μπορέσει να κάνουν κάτι ώστε τούτος ο γέροντας –ο πατέρας τους– να μην πεθάνει σαπισμένος στο δρόμο, εγώ απαιτώ από αυτούς να το βουλώσουν, τουλάχιστον να το βουλώσουν, να μην μας πούνε ούτε μια μέρα ακόμα για μέτρα ανάπτυξης, ούτε για έξοδο στις αγορές, ούτε για νέους επενδυτές, ούτε για φως στο τέλος του τούνελ.
Όσο υπάρχει ακόμα και ένας άνθρωπος στο δρόμο, να το βουλώσουν. Από σεβασμό στα θύματά τους. Γιατί το πρόσωπο αυτού του ετοιμοθάνατου ανθρώπου είναι το πρόσωπο της αποτυχίας τους. Της παταγώδους αποτυχίας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου