Συνέχεια από Πέμπτη 14 Μαίου 2020
Το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι, επομένως, η απόσυρση της προβολής με την αναγνώρισή της σαν τέτοιας, και έτσι η απελευθέρωσή της από το αντικείμενο. Αυτή η πρώτη ενέργεια διάκρισης, παρ’ όλο που μπορεί να φαίνεται απλή, εντούτοις αποτελεί ένα δύσκολο επίτευγμα, και συχνά μιαν οδυνηρή απάρνηση. Με αυτή την απόσυρση της προβολής αναγνωρίζουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν οντότητα έξω από εμάς, αλλά με μιαν ιδιότητα μέσα μας˙ και βλέπουμε μπροστά μας το έργο να μάθουμε να γνωρίζουμε τη φύση και την επίδραση αυτού του παράγοντα, αυτού του «άνδρα μέσα μας», για να τον διακρίνουμε από τον εαυτό μας. Αν αυτό δεν γίνη, είμαστε ταυτισμένοι με τον animus ή κατεχόμαστε από αυτόν, μια κατάσταση που έχει τις πιο ανθυγιεινές συνέπειες. Επειδή, όταν η θηλυκή πλευρά κατακλύζεται τόσο και πιέζεται στο βάθος από τον animus, εύκολα παρουσιάζονται καταστάσεις κατάπτωσης, έλλειψης ικανοποίησης και ενδιαφέροντος για την ζωή. Όλα αυτά είναι συμπτώματα που μπορούν να κατανοηθούν, και όλα μαρτυρούν το γεγονός ότι από τη μισή προσωπικότητα έχει κατά ένα μέρος αφαιρεθή η ζωή με την εισβολή του animus.
Εκτός αυτού, ο animus μπορεί να παρεμβληθή με ενοχλητικό τρόπο ανάμεσα σε κάποιο πρόσωπο και στους άλλους ανθρώπους, ανάμεσα σε κάποιον και στην ζωή γενικά. Είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίση κανείς μια τέτοια κατοχή στον εαυτό του, τόσο πιο δύσκολο όσο πιο πλήρης είναι. Επομένως προσφέρει μεγάλη βοήθεια το να παρατηρή κανείς την επίδραση που έχει στους άλλους ανθρώπους, και να κρίνη από τις αντιδράσεις τους αν πιθανόν έχουν προκληθή από μιαν ασυνείδητη ταύτιση με τον animus. Αυτός ο προσανατολισμός που ξεκινάει από τους άλλους ανθρώπους είναι μια ανεκτίμητη βοήθεια στην κοπιαστική διαδικασία – που είναι συχνά πάνω από τις ατομικές δυνάμεις του καθενός – της σαφούς διάκρισης του animus, και του καθορισμού τής θέσης που του αναλογεί. Πραγματικά, νομίζω ότι χωρίς σχέση με ένα πρόσωπο, με βάση το οποίο είναι δυνατό να προσανατολίζεται κανείς πάλι και πάλι, είναι σχεδόν αδύνατο να απελευθερωθή από το δαιμονικό αγκάλιασμα του animus. Στην κατάσταση της ταύτισης με τον animus σκεφτόμαστε, λέμε ή κάνουμε κάτι με πλήρη πεποίθηση ότι είμαστε εμείς που το κάνουμε, ενώ στην πραγματικότητα, χωρίς εμείς να το έχουμε συνειδητοποιήσει, ο animus έχει μιλήσει μέσα από εμάς.
Συχνά είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε ότι μια σκέψη ή γνώμη έχει υπαγορευθή από τον animus και δεν είναι η προσωπική πεποίθηση τού καθενός, επειδή ο animus έχει στην εξουσία του ένα είδος επιθετικής αυθεντίας και δύναμης υποβολής. Αντλεί αυτήν την αυθεντία από τη σχέση του με το συλλογικό πνεύμα, αλλά η δύναμη υποβολής που ασκεί οφείλεται στην παθητικότητα της ίδιας τής γυναίκας στη σκέψη, και την αντίστοιχη έλλειψη κριτικής ικανότητας. Τέτοιες γνώμες ή αντιλήψεις, που έρχονται συνήθως στην επιφάνεια με μεγάλη αυτοπεποίθηση, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του animus. Είναι χαρακτηριστικά επειδή, αντιστοιχώντας στην αρχή του λόγου, είναι γενικά αποδεκτές αντιλήψεις ή αλήθειες, οι οποίες, αν και μπορεί να είναι αρκετά σωστές από μόνες τους, δεν ταιριάζουν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν εκτιμούν αυτό που είναι ατομικό και ιδιαίτερο σε μιαν κατάσταση. Έτοιμες, αναντίρρητες κρίσεις αυτού του είδους εφαρμόζονται πραγματικά μόνο στα μαθηματικά, όπου δύο επί δύο είναι πάντα τέσσερα. Αλλά στην ζωή δεν εφαρμόζονται επειδή ασκούν βία, είτε στο υποκείμενο για το οποίο γίνεται λόγος ή στο πρόσωπο στο οποίο ο λόγος απευθύνεται, ή ακόμη στη γυναίκα την ίδια, που εκφέρει μιαν τελική κρίση χωρίς να πάρη υπ’ όψη της όλες τις αντιδράσεις της.
Το ίδιο είδος ασυσχέτιστης σκέψης εμφανίζεται επίσης σε έναν άνδρα όταν ταυτίζεται με τη λογική ή την αρχή του λόγου και δεν σκέφτεται ο ίδιος, αλλά αφήνει να σκέφτεται «αυτό». Τέτοιοι άνδρες είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα κατάλληλοι για να ενσαρκώσουν τον animus μιας γυναίκας. Αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο μ’ αυτό το θέμα, επειδή εδώ με ενδιαφέρει αποκλειστικά η γυναικεία ψυχολογία.
Ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο animus εκφράζεται, είναι, επομένως το να εκφέρη κρίσεις, και όπως συμβαίνει με τις κρίσεις, έτσι συμβαίνει με τις σκέψεις γενικά. Ξεκινώντας από μέσα της συσσωρεύονται πάνω στη γυναίκα σε ήδη ολοκληρωμένες, αναντίρρητες μορφές. Ή, εάν έρχονται από έξω, τις υιοθετεί επειδή της φαίνονται πειστικές ή ελκυστικές. Αλλά συνήθως δεν αισθάνεται την ανάγκη να σκεφθή βαθύτερα και έτσι να κατανοήση πραγματικά τις ιδέες που υιοθετεί, και που ίσως τις διακηρύττει ευρύτερα. Η μη ανεπτυγμένη δυνατότητα διάκρισης που έχει, φέρνει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζη ανεκτίμητες και ασήμαντες ιδέες με τον ίδιον ενθουσιασμό ή με τον ίδιο σεβασμό, επειδή ο,τιδήποτε υποβάλλει την έννοια του πνεύματος την εντυπωσιάζει τρομερά, και ασκεί επάνω της μια μυστηριώδη γοητεία. Αυτό εξηγεί την επιτυχία των πολλών απατεώνων, που συχνά επιτυγχάνουν ανεξήγητα αποτελέσματα με ένα είδος ψευτο-πνευματικότητας. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη της ικανότητας διάκρισης στη γυναίκα έχει μια καλή όψη: κάνει τη γυναίκα απροκατάληπτη, και επομένως συχνά ανακαλύπτει και εκτιμάει τις πνευματικές αξίες πιο γρήγορα από έναν άνδρα, που η ανεπτυγμένη κριτική του ικανότητα τον κάνει τόσο δύσπιστο και προκατειλημμένο, ώστε συχνά απαιτεί απ’ αυτόν αρκετό χρόνο το να δή μιαν αξία, που λιγότερο προκατειλημμένα πρόσωπα την έχουν πολύ πριν αναγνωρίσει.
Η πραγματική γυναικεία σκέψη ( αναφέρομαι εδώ στις γυναίκες γενικά, ξέροντας καλά ότι υπάρχουν πολλές πολύ επάνω από αυτό το επίπεδο, που έχουν ήδη διαφοροποιήσει τη σκέψη τους και τις πνευματικές τους ιδιότητες σε μεγάλο βαθμό), είναι κατά κύριο λόγο πρακτική και εφαρμοσμένη.³ Είναι κάτι που περιγράφουμε σαν σταθερή κοινή λογική, και κατευθύνεται συνήθως σε κάτι κοντινό και προσωπικό. Ως αυτό το σημείο λειτουργεί επαρκώς στη δική του θέση, και δεν ανήκει πραγματικά σ’ αυτό που λέμε animus με τη στενή έννοια. Μόνον όταν η πνευματική ικανότητα τής γυναίκας δεν εφαρμόζεται πια στη ρύθμιση των καθημερινών εργασιών αλλά προχωράει πιο πέρα, αναζητώντας ένα καινούργιο πεδίο δραστηριότητας, ο animus έρχεται στο προσκήνιο.
Γενικά, μπορεί να πη κανείς ότι η γυναικεία πνευματικότητα εκδηλώνεται εξωτερικά με έναν μη ανεπτυγμένο, παιδικό ή πρωτόγονο χαρακτήρα˙ αντί για τη δίψα της γνώσης, η περιέργεια˙ αντί για την κρίση, η προκατάληψη˙ αντί για τη σκέψη, η φαντασία ή η ονειροπόληση˙ αντί για τη θέληση, η επιθυμία.
Όπου ένας άνδρας απασχολείται με αντικειμενικά προβλήματα, μια γυναίκα ικανοποιείται λύνοντας σπαζοκεφαλιές˙ όπου αυτός αγωνίζεται για γνώση και κατανόηση, αυτή ικανοποιείται με την πίστη ή την πρόληψη, ή αλλοιώς κάνει υποθέσεις. Σχηματικά, αυτά είναι σαφή προ-στάδια που μπορεί να αποδειχθή ότι υπάρχουν στο πνεύμα των παιδιών, όπως και σε αυτό των πρωτόγονων. Έτσι, μας είναι γνωστή η περιέργεια των παιδιών και των πρωτόγονων, όπως και ο ρόλος που παίζουν γι’ αυτούς η πίστη και οι προλήψεις. Στο έργο «Εdda» υπάρχει ένας αγώνας με γρίφους ανάμεσα στον περιπλανώμενο Odin και τον οικοδεσπότη του, μια ανάμνηση του καιρού που το αρσενικό πνεύμα ασχολείτο με μαντείες γρίφων, όπως το μυαλό της γυναίκας σήμερα. Παρόμοιες ιστορίες μάς έχουν διασωθή από την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Έχουμε το αίνιγμα της Σφίγγας ή του Οιδίποδα, τα παιχνίδια των σοφιστών και των σχολαστικών.
Η ονομαζόμενη ευχετική σκέψη αντιστοιχεί επίσης σε ένα ορισμένο στάδιο στην ανάπτυξη του πνεύματος. Εμφανίζεται σαν μοτίβο στα παραμύθια, χαρακτηρίζοντας συχνά κάτι στο παρελθόν, όπως όταν οι ιστορίες αναφέρονται «στον καιρό όπου οι ευχές μπορούσαν ακόμη να βοηθήσουν». Το μαγικό στοιχείο της ευχής να συμβή κάτι σε κάποιο πρόσωπο, βασίζεται στην ίδια ιδέα. Ο Grimm στη Γερμανική Μυθολογία του υπογραμμίζει τη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία, τη φαντασία και τη σκέψη.
Σύμφωνα μ’ αυτόν : « ‘Ένα αρχαίο Νορβηγικό όνομα για τον Wotan ή Odin φαίνεται πως ήταν Oski ή Ευχή, και οι Βαλκυρίες επίσης ονομάζονταν Κόρες της Ευχής. Ο Odin, ο περιπλανώμενος θεός των ανέμων, ο κύριος της στρατιάς των πνευμάτων, ο εφευρέτης των γραμμάτων της αλφαβήτου, είναι ένας τυπικός θεός των πνευμάτων, αλλά μιάς πρωτόγονης μορφής που βρίσκεται ακόμη κοντά στη φύση».
Εξ αιτίας αυτού του χαρακτήρα του, είναι κύριος των ευχών. Δεν είναι μόνο αυτός που δίνει κάθε τι καλό και τέλειο, όπως το αντιλαμβάνεται κανείς με την ευχή, αλλά επίσης είναι αυτός, που, με την επίκλησή του, μπορεί να δημιουργήση με μια ευχή. Ο Grimm λέει: « Η ευχή είναι η δύναμη που μετράει, ξεχειλίζει, δίνει, δημιουργεί. Είναι η δύναμη που διαμορφώνει, φαντάζεται, σκέφτεται, και είναι επομένως φαντασία, ιδέα, μορφή ». Και αλλού γράφει: « Στα Σανσκριτικά η ευχή ονομάζεται monoratha, ο τροχός του πνεύματος – η ευχή γυρίζει τον τροχό της σκέψης.
Ο animus της γυναίκας στην υπερανθρώπινη θεία πλευρά του μπορεί να συγκριθή με ένα τέτοιο πνεύμα και θεό του ανέμου˙ βρίσκουμε τον animus σε παρόμοια μορφή σε φαντασιώσεις και όνειρα, και αυτός ο χαρακτήρας της επιθυμίας προσιδιάζει στην γυναικεία σκέψη. Αν έχουμε κατά νου ότι η δύναμη της φαντασίας δεν σημαίνει για τον άνδρα τίποτε περισσότερο από την δυνατότητα να δημιουργή κατά βούληση μια πνευματική εικόνα οποιουδήποτε πράγματος θελήση, και ότι αυτή η εικόνα, αν και άϋλη, δεν μπορεί να στερηθή τον χαρακτήρα του πραγματικού, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς η φαντασία, η σκέψη, η επιθυμία και η δημιουργία έχουν θεωρηθή ισοδύναμα. Ιδιαίτερα σε μια ασυνείδητη κατάσταση, όπως η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα δεν διακρίνονται με σαφήνεια αλλά διεισδύουν η μία στην άλλη, είναι πολύ πιθανό μια πνευματική πραγματικότητα, δηλαδή μια σκέψη ή μια εικόνα, να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην εξωτερική πραγματικότητα. Στους πρωτόγονους επίσης μπορεί να βρεθή αυτή η ισοδυναμία ανάμεσα στη συγκεκριμένη εξωτερική και την εσωτερική πνευματική πραγματικότητα. (Ο Levy – Bruhl⁴ δίνει πολλά παραδείγματα αυτού του γεγονότος, αλλά θα μας πήγαινε πολύ μακρυά να πούμε περισσότερα γι’ αυτό εδώ.) Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται, πολύ καθαρά εκφρασμένο, στην γυναικεία πνευματικότητα.
Ανακαλύπτουμε με έκπληξη, όταν εξετάζουμε τα πράγματα από κοντά, πόσο συχνά μας έρχεται η σκέψη ότι όλα πρέπει να συμβούν με ένα ορισμένο τρόπο, ή ότι ένα πρόσωπο που μας ενδιαφέρει κάνει αυτό ή εκείνο, ή το έχει κάνει, ή θα το κάνη. Δεν παύουμε να συγκρίνουμε αυτές τις ενοράσεις με την πραγματικότητα. Ήδη είμαστε πεπεισμένοι για την αλήθεια τους, ή τουλάχιστον τείνουμε να πιστεύουμε ότι η γενική ιδέα τους είναι αληθινή, και ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Άλλες μορφές φαντασιώσεων εκλαμβάνονται το ίδιο πρόθυμα σαν πραγματικές, και μπορούν μερικές φορές ακόμη και να εμφανιστούν με συγκεκριμένη μορφή.
Μία από τις δραστηριότητες του animus από τις πιο δύσκολες στην ανακάλυψή της βρίσκεται σ’ αυτόν το χώρο, δηλαδή στην κατασκευή μιάς επιθυμητής εικόνας του εαυτού μας. Ο animus είναι ειδικός στο να σχεδιάζει και να κάνη πειστική μια εικόνα που μας παριστάνει όπως θα θέλαμε να φαινόμαστε, για παράδειγμα σαν «ο ιδανικός εραστής», «το αξιολύπητό αβοήθητο παιδάκι», «η ανιδιοτελής υπηρέτρια», «το ασυνήθιστα αυθεντικό άτομο», «αυτός που γεννήθηκε πραγματικά για κάτι καλύτερο», και ούτω καθεξής. Αυτή η λειτουργία δίνει φυσικά στον animus την δύναμη που εξασκεί επάνω μας, ώσπου με την θέλησή μας ή από ανάγκη αποφασίσουμε να θυσιάσουμε την ρόδινα χρωματισμένη εικόνα, και να δούμε τους εαυτούς μας όπως πραγματικά είμαστε.
Πολύ συχνά η γυναικεία δραστηριότητα εκφράζεται επίσης με μία αναπόληση του παρελθόντος σχετικά με ότι θα έπρεπε να είχαμε κάνει διαφορετικά στη ζωή, και για το πώς θα έπρεπε να το είχαμε κάνει. Ή, σαν να βρισκόμαστε κάτω από έναν τέτοιο καταναγκασμό, φτιάχνουμε κλωστές τυχαίων συνδέσεων. Μας αρέσει να το ονομάζουμε αυτό σκέψη˙ αν και, αντίθετα, είναι μία μορφή πνευματικής δραστηριότητας κατά παράξενο τρόπο άσκοπης και αντιπαραγωγικής, μια μορφή που αληθινά οδηγεί μόνο στον αυτοβασανισμό. Και εδώ επίσης υπάρχει η χαρακτηριστική αποτυχία στην διάκριση του πραγματικού και του προϊόντος της σκέψης ή της φαντασίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι η γυναικεία σκέψη, όσο δεν ασχολείται πρακτικά με κάτι σαν την στέρεα κοινή λογική, δεν είναι στην πραγματικότητα σκέψη, αλλά μάλλον όνειρο, φαντασία, επιθυμία και φόβος (δηλαδή αρνητική επιθυμία). Η δύναμη και η εξουσία του φαινομένου animus μπορεί φυσικά να εξηγηθή από την πρωτόγονη έλλειψη πνευματικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα. Επειδή ο,τι ανήκει στο πνεύμα – δηλαδή στην σκέψη – έχει συγχρόνως τον χαρακτήρα της αναμφισβήτητης πραγματικότητας, αυτό που λέει ο animus φαίνεται επίσης αναμφισβήτητα να είναι αληθινό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
3.Βλέπε της Esther Harding : «Ο δρόμος όλων των γυναικών», Νέα Υόρκη, Longmans Green co, 1933
4.Lucien Levy – Bruhl : « Πρωτόγονη πνευματικότητα», Λονδίνο, G.Allen Unwin Ltd, 1923, και «Η ψυχή του πρωτόγονου», Νέα Υόρκη, The Macmillan Co., 1928
Αμέθυστος
Το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση είναι, επομένως, η απόσυρση της προβολής με την αναγνώρισή της σαν τέτοιας, και έτσι η απελευθέρωσή της από το αντικείμενο. Αυτή η πρώτη ενέργεια διάκρισης, παρ’ όλο που μπορεί να φαίνεται απλή, εντούτοις αποτελεί ένα δύσκολο επίτευγμα, και συχνά μιαν οδυνηρή απάρνηση. Με αυτή την απόσυρση της προβολής αναγνωρίζουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μιαν οντότητα έξω από εμάς, αλλά με μιαν ιδιότητα μέσα μας˙ και βλέπουμε μπροστά μας το έργο να μάθουμε να γνωρίζουμε τη φύση και την επίδραση αυτού του παράγοντα, αυτού του «άνδρα μέσα μας», για να τον διακρίνουμε από τον εαυτό μας. Αν αυτό δεν γίνη, είμαστε ταυτισμένοι με τον animus ή κατεχόμαστε από αυτόν, μια κατάσταση που έχει τις πιο ανθυγιεινές συνέπειες. Επειδή, όταν η θηλυκή πλευρά κατακλύζεται τόσο και πιέζεται στο βάθος από τον animus, εύκολα παρουσιάζονται καταστάσεις κατάπτωσης, έλλειψης ικανοποίησης και ενδιαφέροντος για την ζωή. Όλα αυτά είναι συμπτώματα που μπορούν να κατανοηθούν, και όλα μαρτυρούν το γεγονός ότι από τη μισή προσωπικότητα έχει κατά ένα μέρος αφαιρεθή η ζωή με την εισβολή του animus.
Εκτός αυτού, ο animus μπορεί να παρεμβληθή με ενοχλητικό τρόπο ανάμεσα σε κάποιο πρόσωπο και στους άλλους ανθρώπους, ανάμεσα σε κάποιον και στην ζωή γενικά. Είναι πολύ δύσκολο να αναγνωρίση κανείς μια τέτοια κατοχή στον εαυτό του, τόσο πιο δύσκολο όσο πιο πλήρης είναι. Επομένως προσφέρει μεγάλη βοήθεια το να παρατηρή κανείς την επίδραση που έχει στους άλλους ανθρώπους, και να κρίνη από τις αντιδράσεις τους αν πιθανόν έχουν προκληθή από μιαν ασυνείδητη ταύτιση με τον animus. Αυτός ο προσανατολισμός που ξεκινάει από τους άλλους ανθρώπους είναι μια ανεκτίμητη βοήθεια στην κοπιαστική διαδικασία – που είναι συχνά πάνω από τις ατομικές δυνάμεις του καθενός – της σαφούς διάκρισης του animus, και του καθορισμού τής θέσης που του αναλογεί. Πραγματικά, νομίζω ότι χωρίς σχέση με ένα πρόσωπο, με βάση το οποίο είναι δυνατό να προσανατολίζεται κανείς πάλι και πάλι, είναι σχεδόν αδύνατο να απελευθερωθή από το δαιμονικό αγκάλιασμα του animus. Στην κατάσταση της ταύτισης με τον animus σκεφτόμαστε, λέμε ή κάνουμε κάτι με πλήρη πεποίθηση ότι είμαστε εμείς που το κάνουμε, ενώ στην πραγματικότητα, χωρίς εμείς να το έχουμε συνειδητοποιήσει, ο animus έχει μιλήσει μέσα από εμάς.
Συχνά είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε ότι μια σκέψη ή γνώμη έχει υπαγορευθή από τον animus και δεν είναι η προσωπική πεποίθηση τού καθενός, επειδή ο animus έχει στην εξουσία του ένα είδος επιθετικής αυθεντίας και δύναμης υποβολής. Αντλεί αυτήν την αυθεντία από τη σχέση του με το συλλογικό πνεύμα, αλλά η δύναμη υποβολής που ασκεί οφείλεται στην παθητικότητα της ίδιας τής γυναίκας στη σκέψη, και την αντίστοιχη έλλειψη κριτικής ικανότητας. Τέτοιες γνώμες ή αντιλήψεις, που έρχονται συνήθως στην επιφάνεια με μεγάλη αυτοπεποίθηση, είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του animus. Είναι χαρακτηριστικά επειδή, αντιστοιχώντας στην αρχή του λόγου, είναι γενικά αποδεκτές αντιλήψεις ή αλήθειες, οι οποίες, αν και μπορεί να είναι αρκετά σωστές από μόνες τους, δεν ταιριάζουν σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή δεν εκτιμούν αυτό που είναι ατομικό και ιδιαίτερο σε μιαν κατάσταση. Έτοιμες, αναντίρρητες κρίσεις αυτού του είδους εφαρμόζονται πραγματικά μόνο στα μαθηματικά, όπου δύο επί δύο είναι πάντα τέσσερα. Αλλά στην ζωή δεν εφαρμόζονται επειδή ασκούν βία, είτε στο υποκείμενο για το οποίο γίνεται λόγος ή στο πρόσωπο στο οποίο ο λόγος απευθύνεται, ή ακόμη στη γυναίκα την ίδια, που εκφέρει μιαν τελική κρίση χωρίς να πάρη υπ’ όψη της όλες τις αντιδράσεις της.
Το ίδιο είδος ασυσχέτιστης σκέψης εμφανίζεται επίσης σε έναν άνδρα όταν ταυτίζεται με τη λογική ή την αρχή του λόγου και δεν σκέφτεται ο ίδιος, αλλά αφήνει να σκέφτεται «αυτό». Τέτοιοι άνδρες είναι από τη φύση τους ιδιαίτερα κατάλληλοι για να ενσαρκώσουν τον animus μιας γυναίκας. Αλλά δεν μπορώ να ασχοληθώ περισσότερο μ’ αυτό το θέμα, επειδή εδώ με ενδιαφέρει αποκλειστικά η γυναικεία ψυχολογία.
Ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους με τους οποίους ο animus εκφράζεται, είναι, επομένως το να εκφέρη κρίσεις, και όπως συμβαίνει με τις κρίσεις, έτσι συμβαίνει με τις σκέψεις γενικά. Ξεκινώντας από μέσα της συσσωρεύονται πάνω στη γυναίκα σε ήδη ολοκληρωμένες, αναντίρρητες μορφές. Ή, εάν έρχονται από έξω, τις υιοθετεί επειδή της φαίνονται πειστικές ή ελκυστικές. Αλλά συνήθως δεν αισθάνεται την ανάγκη να σκεφθή βαθύτερα και έτσι να κατανοήση πραγματικά τις ιδέες που υιοθετεί, και που ίσως τις διακηρύττει ευρύτερα. Η μη ανεπτυγμένη δυνατότητα διάκρισης που έχει, φέρνει σαν αποτέλεσμα να αντιμετωπίζη ανεκτίμητες και ασήμαντες ιδέες με τον ίδιον ενθουσιασμό ή με τον ίδιο σεβασμό, επειδή ο,τιδήποτε υποβάλλει την έννοια του πνεύματος την εντυπωσιάζει τρομερά, και ασκεί επάνω της μια μυστηριώδη γοητεία. Αυτό εξηγεί την επιτυχία των πολλών απατεώνων, που συχνά επιτυγχάνουν ανεξήγητα αποτελέσματα με ένα είδος ψευτο-πνευματικότητας. Από την άλλη πλευρά, η έλλειψη της ικανότητας διάκρισης στη γυναίκα έχει μια καλή όψη: κάνει τη γυναίκα απροκατάληπτη, και επομένως συχνά ανακαλύπτει και εκτιμάει τις πνευματικές αξίες πιο γρήγορα από έναν άνδρα, που η ανεπτυγμένη κριτική του ικανότητα τον κάνει τόσο δύσπιστο και προκατειλημμένο, ώστε συχνά απαιτεί απ’ αυτόν αρκετό χρόνο το να δή μιαν αξία, που λιγότερο προκατειλημμένα πρόσωπα την έχουν πολύ πριν αναγνωρίσει.
Η πραγματική γυναικεία σκέψη ( αναφέρομαι εδώ στις γυναίκες γενικά, ξέροντας καλά ότι υπάρχουν πολλές πολύ επάνω από αυτό το επίπεδο, που έχουν ήδη διαφοροποιήσει τη σκέψη τους και τις πνευματικές τους ιδιότητες σε μεγάλο βαθμό), είναι κατά κύριο λόγο πρακτική και εφαρμοσμένη.³ Είναι κάτι που περιγράφουμε σαν σταθερή κοινή λογική, και κατευθύνεται συνήθως σε κάτι κοντινό και προσωπικό. Ως αυτό το σημείο λειτουργεί επαρκώς στη δική του θέση, και δεν ανήκει πραγματικά σ’ αυτό που λέμε animus με τη στενή έννοια. Μόνον όταν η πνευματική ικανότητα τής γυναίκας δεν εφαρμόζεται πια στη ρύθμιση των καθημερινών εργασιών αλλά προχωράει πιο πέρα, αναζητώντας ένα καινούργιο πεδίο δραστηριότητας, ο animus έρχεται στο προσκήνιο.
Γενικά, μπορεί να πη κανείς ότι η γυναικεία πνευματικότητα εκδηλώνεται εξωτερικά με έναν μη ανεπτυγμένο, παιδικό ή πρωτόγονο χαρακτήρα˙ αντί για τη δίψα της γνώσης, η περιέργεια˙ αντί για την κρίση, η προκατάληψη˙ αντί για τη σκέψη, η φαντασία ή η ονειροπόληση˙ αντί για τη θέληση, η επιθυμία.
Όπου ένας άνδρας απασχολείται με αντικειμενικά προβλήματα, μια γυναίκα ικανοποιείται λύνοντας σπαζοκεφαλιές˙ όπου αυτός αγωνίζεται για γνώση και κατανόηση, αυτή ικανοποιείται με την πίστη ή την πρόληψη, ή αλλοιώς κάνει υποθέσεις. Σχηματικά, αυτά είναι σαφή προ-στάδια που μπορεί να αποδειχθή ότι υπάρχουν στο πνεύμα των παιδιών, όπως και σε αυτό των πρωτόγονων. Έτσι, μας είναι γνωστή η περιέργεια των παιδιών και των πρωτόγονων, όπως και ο ρόλος που παίζουν γι’ αυτούς η πίστη και οι προλήψεις. Στο έργο «Εdda» υπάρχει ένας αγώνας με γρίφους ανάμεσα στον περιπλανώμενο Odin και τον οικοδεσπότη του, μια ανάμνηση του καιρού που το αρσενικό πνεύμα ασχολείτο με μαντείες γρίφων, όπως το μυαλό της γυναίκας σήμερα. Παρόμοιες ιστορίες μάς έχουν διασωθή από την αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Έχουμε το αίνιγμα της Σφίγγας ή του Οιδίποδα, τα παιχνίδια των σοφιστών και των σχολαστικών.
Η ονομαζόμενη ευχετική σκέψη αντιστοιχεί επίσης σε ένα ορισμένο στάδιο στην ανάπτυξη του πνεύματος. Εμφανίζεται σαν μοτίβο στα παραμύθια, χαρακτηρίζοντας συχνά κάτι στο παρελθόν, όπως όταν οι ιστορίες αναφέρονται «στον καιρό όπου οι ευχές μπορούσαν ακόμη να βοηθήσουν». Το μαγικό στοιχείο της ευχής να συμβή κάτι σε κάποιο πρόσωπο, βασίζεται στην ίδια ιδέα. Ο Grimm στη Γερμανική Μυθολογία του υπογραμμίζει τη σχέση ανάμεσα στην επιθυμία, τη φαντασία και τη σκέψη.
Σύμφωνα μ’ αυτόν : « ‘Ένα αρχαίο Νορβηγικό όνομα για τον Wotan ή Odin φαίνεται πως ήταν Oski ή Ευχή, και οι Βαλκυρίες επίσης ονομάζονταν Κόρες της Ευχής. Ο Odin, ο περιπλανώμενος θεός των ανέμων, ο κύριος της στρατιάς των πνευμάτων, ο εφευρέτης των γραμμάτων της αλφαβήτου, είναι ένας τυπικός θεός των πνευμάτων, αλλά μιάς πρωτόγονης μορφής που βρίσκεται ακόμη κοντά στη φύση».
Εξ αιτίας αυτού του χαρακτήρα του, είναι κύριος των ευχών. Δεν είναι μόνο αυτός που δίνει κάθε τι καλό και τέλειο, όπως το αντιλαμβάνεται κανείς με την ευχή, αλλά επίσης είναι αυτός, που, με την επίκλησή του, μπορεί να δημιουργήση με μια ευχή. Ο Grimm λέει: « Η ευχή είναι η δύναμη που μετράει, ξεχειλίζει, δίνει, δημιουργεί. Είναι η δύναμη που διαμορφώνει, φαντάζεται, σκέφτεται, και είναι επομένως φαντασία, ιδέα, μορφή ». Και αλλού γράφει: « Στα Σανσκριτικά η ευχή ονομάζεται monoratha, ο τροχός του πνεύματος – η ευχή γυρίζει τον τροχό της σκέψης.
Ο animus της γυναίκας στην υπερανθρώπινη θεία πλευρά του μπορεί να συγκριθή με ένα τέτοιο πνεύμα και θεό του ανέμου˙ βρίσκουμε τον animus σε παρόμοια μορφή σε φαντασιώσεις και όνειρα, και αυτός ο χαρακτήρας της επιθυμίας προσιδιάζει στην γυναικεία σκέψη. Αν έχουμε κατά νου ότι η δύναμη της φαντασίας δεν σημαίνει για τον άνδρα τίποτε περισσότερο από την δυνατότητα να δημιουργή κατά βούληση μια πνευματική εικόνα οποιουδήποτε πράγματος θελήση, και ότι αυτή η εικόνα, αν και άϋλη, δεν μπορεί να στερηθή τον χαρακτήρα του πραγματικού, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πώς η φαντασία, η σκέψη, η επιθυμία και η δημιουργία έχουν θεωρηθή ισοδύναμα. Ιδιαίτερα σε μια ασυνείδητη κατάσταση, όπως η εσωτερική και η εξωτερική πραγματικότητα δεν διακρίνονται με σαφήνεια αλλά διεισδύουν η μία στην άλλη, είναι πολύ πιθανό μια πνευματική πραγματικότητα, δηλαδή μια σκέψη ή μια εικόνα, να θεωρηθούν ότι ανήκουν στην εξωτερική πραγματικότητα. Στους πρωτόγονους επίσης μπορεί να βρεθή αυτή η ισοδυναμία ανάμεσα στη συγκεκριμένη εξωτερική και την εσωτερική πνευματική πραγματικότητα. (Ο Levy – Bruhl⁴ δίνει πολλά παραδείγματα αυτού του γεγονότος, αλλά θα μας πήγαινε πολύ μακρυά να πούμε περισσότερα γι’ αυτό εδώ.) Το ίδιο φαινόμενο συναντιέται, πολύ καθαρά εκφρασμένο, στην γυναικεία πνευματικότητα.
Ανακαλύπτουμε με έκπληξη, όταν εξετάζουμε τα πράγματα από κοντά, πόσο συχνά μας έρχεται η σκέψη ότι όλα πρέπει να συμβούν με ένα ορισμένο τρόπο, ή ότι ένα πρόσωπο που μας ενδιαφέρει κάνει αυτό ή εκείνο, ή το έχει κάνει, ή θα το κάνη. Δεν παύουμε να συγκρίνουμε αυτές τις ενοράσεις με την πραγματικότητα. Ήδη είμαστε πεπεισμένοι για την αλήθεια τους, ή τουλάχιστον τείνουμε να πιστεύουμε ότι η γενική ιδέα τους είναι αληθινή, και ότι ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Άλλες μορφές φαντασιώσεων εκλαμβάνονται το ίδιο πρόθυμα σαν πραγματικές, και μπορούν μερικές φορές ακόμη και να εμφανιστούν με συγκεκριμένη μορφή.
Μία από τις δραστηριότητες του animus από τις πιο δύσκολες στην ανακάλυψή της βρίσκεται σ’ αυτόν το χώρο, δηλαδή στην κατασκευή μιάς επιθυμητής εικόνας του εαυτού μας. Ο animus είναι ειδικός στο να σχεδιάζει και να κάνη πειστική μια εικόνα που μας παριστάνει όπως θα θέλαμε να φαινόμαστε, για παράδειγμα σαν «ο ιδανικός εραστής», «το αξιολύπητό αβοήθητο παιδάκι», «η ανιδιοτελής υπηρέτρια», «το ασυνήθιστα αυθεντικό άτομο», «αυτός που γεννήθηκε πραγματικά για κάτι καλύτερο», και ούτω καθεξής. Αυτή η λειτουργία δίνει φυσικά στον animus την δύναμη που εξασκεί επάνω μας, ώσπου με την θέλησή μας ή από ανάγκη αποφασίσουμε να θυσιάσουμε την ρόδινα χρωματισμένη εικόνα, και να δούμε τους εαυτούς μας όπως πραγματικά είμαστε.
Πολύ συχνά η γυναικεία δραστηριότητα εκφράζεται επίσης με μία αναπόληση του παρελθόντος σχετικά με ότι θα έπρεπε να είχαμε κάνει διαφορετικά στη ζωή, και για το πώς θα έπρεπε να το είχαμε κάνει. Ή, σαν να βρισκόμαστε κάτω από έναν τέτοιο καταναγκασμό, φτιάχνουμε κλωστές τυχαίων συνδέσεων. Μας αρέσει να το ονομάζουμε αυτό σκέψη˙ αν και, αντίθετα, είναι μία μορφή πνευματικής δραστηριότητας κατά παράξενο τρόπο άσκοπης και αντιπαραγωγικής, μια μορφή που αληθινά οδηγεί μόνο στον αυτοβασανισμό. Και εδώ επίσης υπάρχει η χαρακτηριστική αποτυχία στην διάκριση του πραγματικού και του προϊόντος της σκέψης ή της φαντασίας.
Θα μπορούσαμε να πούμε, λοιπόν, ότι η γυναικεία σκέψη, όσο δεν ασχολείται πρακτικά με κάτι σαν την στέρεα κοινή λογική, δεν είναι στην πραγματικότητα σκέψη, αλλά μάλλον όνειρο, φαντασία, επιθυμία και φόβος (δηλαδή αρνητική επιθυμία). Η δύναμη και η εξουσία του φαινομένου animus μπορεί φυσικά να εξηγηθή από την πρωτόγονη έλλειψη πνευματικής διαφοροποίησης ανάμεσα στην φαντασία και την πραγματικότητα. Επειδή ο,τι ανήκει στο πνεύμα – δηλαδή στην σκέψη – έχει συγχρόνως τον χαρακτήρα της αναμφισβήτητης πραγματικότητας, αυτό που λέει ο animus φαίνεται επίσης αναμφισβήτητα να είναι αληθινό.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
3.Βλέπε της Esther Harding : «Ο δρόμος όλων των γυναικών», Νέα Υόρκη, Longmans Green co, 1933
4.Lucien Levy – Bruhl : « Πρωτόγονη πνευματικότητα», Λονδίνο, G.Allen Unwin Ltd, 1923, και «Η ψυχή του πρωτόγονου», Νέα Υόρκη, The Macmillan Co., 1928
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου