Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Ο Χριστός κυβερνάει τον κόσμο! (10) Στις ἡμέρες μας ἄρχισε ἡ ἀποστασία

Συνέχεια από: Kυριακή 9 Νοεμβρίου 2025

Ο Χριστός κυβερνάει τον κόσμο!
Ομιλίες εσχατολογικού περιεχομένου

Του π. Συμεών Κραγιόπουλου


Συντονίζεται ἡ ζωή σου μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας; δ

Νά μή διστάσουμε να εἴμαστε χριστιανοί ἑκατό τοῖς ἑκατό

Τότε θα φανερωθεῖ ὁ ἄνομος, ὁ ἀντίχριστος δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, πού ὁ Κύριος θά τόν ἐξολοθρεύσει μὲ τὴν πνοή τοῦ στόματός του καί θὰ τὸν ἀφανίσει, ὅταν θά ἐμφανισθεῖ κατά την παρουσία του. Ὅμως λέει ἀκόμη: Αὐτός ὁ ἄνομος θά ἔρθει μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ. Ἕως ὅτου να ἔρθει ὁ Χριστός δηλαδή, θα προλάβει αὐτός νὰ ἐκδηλωθεῖ. Θα κάνει κάθε είδους θαυματουργικές δυνάμεις μὲ ἀπατηλά σημεῖα καί τέρατα. Θα παρασύρει μέ κάθε εἴδους ἄνομα και ἀπατηλά μέσα ὅσους βαδίζουν πρός την καταστροφή, ἐπειδή δέν ἀγάπησαν τὴν ἀλήθεια γιά νά σωθοῦν.

Αὐτό πού λέμε καί ξαναλέμε: Νά ἀγα πήσουμε τὴν ἀλήθεια, νὰ μπεῖ μέσα στην ψυχή μας ἡ ἀλήθεια, ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ ὄχι ἁπλῶς νὰ ἔχουμε μιά ψιλή πίστη, μιά θεωρητική πίστη, μιά κάποια ἐξωτερική σχέση μέ τόν Θεό, καί μέσα στην ψυχή μας νὰ εἶναι ἄλλα πράγματα. Πρέπει να μπεῖ ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὸν μεταβάλει, να τον στερεώσει, να τον φυλάξει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ μπορέσει να ξεφύγει ἀπό ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ σωθεῖ τελικά.

Το διαβάζω ἀκόμη μιά φορά: Θά παρασύρει με κάθε εἴδους ἄνομα καὶ ἀπατηλά μέσα ὅσους βαδίζουν πρός τήν καταστροφή, ἐπειδή δὲν ἀγάπησαν την ἀλήθεια για να σωθοῦν. Γι' αὐτό καί ὁ Θεός θὰ ἐπιτρέψει νὰ ἐνεργεῖ σ' αὐτοὺς ἡ πλάνη. Σ' αὐτούς οἱ ὁποῖοι δὲν ἀγάπησαν τὴν ἀλήθεια θὰ ἐπιτρέψει ὁ Θεός να ἐνεργεῖ ἡ πλάνη. Μπορεῖ νὰ ἔχουν κατά τὰ ἄλλα μια καλή διάθεση, ἀλλά χωρίς να το καταλάβουν, μέσα τους θὰ μπεῖ ἡ πλάνη. Αὐτό εἶναι πολύ σοβαρό, πολύ ἐπικίνδυνο.

Καί ἐμεῖς, ὅσοι ἄς ποῦμε ἔχουμε μιά κάποια καλή διάθεση καί μια θέληση, καί εἴμαστε καί μεγάλοι τώρα πιά –καί τούς μεγάλους δέν τοὺς ἐπηρεάζουν, δέν μποροῦν νὰ τοὺς ἐπηρεάσουν τόσο πολύ όρισμένα πράγματα ὅπως τούς νέους– βαθιά μέσα στην ψυχή μας να βάλουμε την ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ· καί νά μή διστάσουμε νὰ εἴμαστε χριστιανοί, χριστιανοί ἑκατό τοῖς ἑκατό. Καί κάποια παιδιά που όπωσδήποτε θα ταλαντευθοῦν, ὁπωσδήποτε θὰ ἐπηρεαστοῦν –ὅμως μεγάλος εἶναι ὁ Θεός– ὅταν κάπου ὑπάρχει τὸ ἀληθινό, κάπου ὑπάρχει ἡ ἀλήθεια, ὅταν ὁ πατέρας, ἡ μητέρα εἶναι ἀληθινοί, κάποια παι διὰ θὰ πιαστοῦν ἀπό ἐκεῖ καὶ θὰ σωθοῦν.

Γι' αὐτό καί ὁ Θεός θὰ ἐπιτρέψει να ἐνεργεῖ σ' αὐτοὺς ἡ πλάνη, γιά να πιστέψουν σ' αὐτό τό ψέμα. Στο ψέμα δηλα δή τοῦ ἀντιχρίστου, τοῦ ἀνόμου αὐτοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ σατανά θα κάνει κάθε εἴδους θαυμα τουργικές δυνάμεις μέ ἀπατηλά σημεία καί τέρατα. Ναί· βλέπετε πόσο εὔκολα ἐξαπατῶνται σήμερα οἱ ἄνθρωποι, πόσο εὔκολα τούς κυριεύει ἡ πλάνη καί λένε: «Νά, σήμερα ἡ κοινωνία εἶναι ἔτσι, εἶναι ἀλλιῶς. Αὐτό, ἐκεῖνο δέν εἶναι ἁμαρτία. Τί πειράζει να το κάνω;»

Ἔτσι, θα τιμωρηθοῦν ὅλοι ὅσοι δέν πίστεψαν στήν ἀλήθεια, ἀλλά δέχθηκαν ὁλόψυχα τήν ἀδικία. Καί τελειώνει αὐτό το θέμα στούς δώδεκα πρώτους στίχους τοῦ δευτέρου κεφαλαίου τῆς Β΄ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολῆς.

«Τί πειράζει νά κάνω αὐτό; Τί πειράζει να κάνω ἐκεῖνο;»

Αὐτὰ ὅλα τὰ εἴπαμε γιά νά πλησιάσουμε ὅσο γίνεται καλύτερα τό ὅλο θέμα. Δηλαδή, γενικότερα-γενικότερα εἶναι πολύ δύσκολο νά εἶναι κανείς χριστιανός στις μέρες μας, τίμιος, ἀληθινός· νά τόν κυβερνάει ἡ ἀλήθεια. Εἶναι πολύ δύσκολο, ἐπειδή ἀκριβῶς ξεγελιέται εὔκολα κανείς· σκέφτεται: «Ε, τί πειράζει να κάνω αὐτό; Τί πειράζει να κάνω ἐκεῖνο; Τί πειράζει; Νά, καί ἄλλοι ἔτσι κάνουν». Εἶναι πάρα πολύ δύσκολο. Άλλά το μεγάλο θέμα εἶναι τί θα γίνει μέ τήν οἰκoγένεια γενικότερα καί εἰδικότερα μέ τά παιδιά, τὰ ὁποῖα, καθώς ἀρχίζουν νά μεγαλώνουν, ὅπως βλέπουμε σε πολλές πε ριπτώσεις, ἐνῶ εἶναι καλά παιδιά, εὔκολα ξεγελιοῦνται· ἀφοῦ, ὅπως λέει ἀλλοῦ ὁ Κύριος, ὁ ἀντίχριστος θα κάνει σημεῖα και τέρατα σε βαθμό τέτοιο, ὥστε νά ξεγελάσει, εἰ δυνατόν, καί τούς ἐκλεκτούς ἀκόμη.

Τί χρειάζεται; Χρειάζεται, νομίζω, νά δοῦμε καλά τήν ἀλήθεια, να ξέρουμε ὅτι κάπως ἔτσι εἶναι τα πράγματα. Ἀπό ἐκεῖ καί πέρα, ὅπως εἴπαμε, πιστεύουμε ὅτι ὁ Θεός τὰ οἰκονομεῖ ἔτσι –δέν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀλλάξουμε. Ἔτσι τὰ οἰκονομεῖ ὁ Θεός, ἔτσι θά εἶναι τὰ πράγματα. Ἀλλά ὁ Θεός θέλει να σωθοῦμε καί δέν θά ἀφήσει να γίνουν αὐτά γιὰ νὰ χαθοῦμε, σώνει καί καλά· θὰ χαθοῦν ὅσοι τελικά εἶναι σκάρτοι. Ὅσοι εἶναι ἀληθινοί καί ἀληθινά θα βάλουν μέσα τους την ἀλήθεια, δέν θά πλανηθοῦν. Καί νά ξέρε τε τί σοβαρό ἔργο ἔχετε να κάνετε μέ τά παιδιά σας!

Νομίζω, λοιπόν, τὸ πρῶτο-πρῶτο εἶναι αὐτὰ ἀκριβῶς νὰ τὰ γνωρίσουμε κα λά, νὰ τὰ πιστεύουμε ἔτσι, νὰ ἔχουμε ἐμπιστοσύνη, ἐλπίδα στον Θεό καί προ σευχή, προσευχή. Κι ἂν ἀκόμη δέν θά πᾶνε τα πράγματα ὅπως θα θέλαμε, γιά παράδειγμα με τα παιδιά μας, δέν σημαίνει ὅτι χάθηκε τό πᾶν. Πολλές φορές ἐπιτρέπει ὁ Θεός κάποιος να πλανηθεί, να παρασυρθεῖ, να πέσει ἔξω, να φαίνεται ὅτι πάει να χαθεῖ, καί ὅμως μπορεῖ νὰ σωθεῖ αὐτός πολύ περισσότερο ἀπό ἕναν ἄλλο. Ἐφόσον ὑπάρχουμε καί ζοῦμε σ' αὐτὸν τὸν κόσμο, πάντοτε πρέπει να ἔχουμε τὴν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς, ὅτι θὰ ἐπιστρέψει ὁ καθένας καί τελικά θά τόν σώσει ὁ Θεός.

Μπορεῖ λίγο να ὑπερβάλλω, μπορεῖ λίγο κάπως νὰ εἶμαι φοβισμένος –δέν ξέρω– ἀλλά ἀπ᾿ ὅ,τι ἔχω καταλάβει, εἶναι πολύ δύσκολα τα πράγματα, διότι πάρα πολύ εὔκολα περνάει τὸ πνεῦμα τῆς ἀποστασίας, τῆς πλάνης, τὸ πνεῦμα τῆς ἁμαρτίας μέσα στις ψυχές τῶν νέων. Καί περνάει ὄχι τόσο ὡς κάτι ἐχθρικό, ἀλλά πιο πολύ κατά φιλικό τρόπο. «Τί πειράζει να κάνω αὐτό; Τι πειράζει να κάνω ἐκεῖνο;»

«Θεέ μου, ἐγώ καθόλου δέν εἶμαι ὅπως μέ θέλεις»

Κάποιος νέος μοῦ ἔγραφε ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό ὅπου ζεῖ καὶ τὰ ἔλεγε ἔξω ἀπὸ τὰ δόντια – βρῆκε εὐκαιρία διά μέσου ἑνός σημειώματος νὰ ἐκφραστεῖ ἔτσι ἐλεύθερα. Κάθε τόσο ἔλεγε καί ξανάλεγε: «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι αὐστηρή, ἡ Ἐκκλησία τὰ βλέπει πολύ αὐστηρά, ἡ Ἐκ κλησία τὰ ἀντιμετωπίζει αὐστηρά που μᾶς ἀπαγορεύει αὐτὸ ἢ δὲν μᾶς δίνει ἐκεῖνο». Καί ἀνέφερε συγκεκριμένα με ταξύ τῶν ἄλλων ὅτι, ἅμα κάνει κανείς κάποιες ἁμαρτίες, ἡ Ἐκκλησία δὲν τὸν ἀφήνει νὰ κοινωνήσει. Στό τέλος γράφει: «Νά με συγχωρεῖτε· νὰ, αὐτὰ τὰ ἔχω ὡς λογισμούς μέσα μου καὶ τὰ εἶπα».

Καί τον πῆρα τηλέφωνο. «Καλά ἔκανες καί τὰ ἔγραψες, ἀλλά...»· καί τοῦ εἶπα μερικά πράγματα. «Το λές και το ξαναλές αὐτό συνέχεια γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καλό μου παιδί, αὐτό εἶναι ὁ καημός σου, πού δέν σὲ ἀφήνουν να κοινωνήσεις, ἢ ἡ ὅλη ζωή σου; Ἔ, πού δέν θά κοινωνήσεις δέν πειράζει· θὰ κοινωνήσεις λίγο ἀργότερα. Σημασία έχει ἂν ἡ ὅλη ζωή σου συντονίζεται μὲ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας.

Οὔτε εἶναι θέμα Ἐκκλησίας, σὰν νὰ εἶναι κάποιοι, ἄς ποῦμε, ἡ Ἐκκλησία. Ἄλλο ότι μπορεῖ κάποιοι ἄνθρωποι νὰ τὰ βλέπουν αὐστηρά. Ἀλλὰ ἐδῶ εἶναι ὁ Χριστός πίσω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, εἶναι ὁ Χριστός καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν Ἐκκλη σία και στὸ πῶς παρεδόθη ἡ Ἐκκλησία. Ὅ,τι εἶναι ξένο τό πετᾶμε, ἀλλά δέν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε τον Χριστό, δέν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε το Εὐαγγέλιό του, δέν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε τὴν ἀλήθεια πού κήρυξε. Αὐτή σώζει».

Ὅσοι ἔχουν τὴν ἀλήθεια, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, αὐτοί τελικά δέν θά πλα νηθοῦν· οἱ ἄλλοι θὰ πλανηθούν.

Δὲν θὰ εἶναι ἔγκλημα ἀπό μέρους μου –ἂν θέλετε νὰ τὸ πῶ ἔτσι– ἂν ἐγώ, ὁ ἄλλος, ὁ ἄλλος, κάποιοι ὑπεύθυνοι ἄς ποῦμε, θὰ τὰ ἀφήσουμε ἔτσι φλού τα πράγματα καί δὲν θὰ ἀγγίξει ποτέ τήν ψυχή μας ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ; Δέν θά εἶ ναι ἔγκλημα; Ἢ μόνο καί μόνο γιά νά μήν κακοκαρδίσουμε τοὺς ἀνθρώπους, δέν θά τους ποῦμε τὴν ἀλήθεια; Ἡ ἀλήθεια εἶναι αὐτή. Τώρα ὅποιος τή θέλει, τή δέχεται, τὴν ἀσπάζεται. Ὅποιος δέν τή θέλει...

Πόσες φορές μέχρι σήμερα διαπίστω σα σε συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς δὲν τὰ ἀφήσαμε ἔτσι τὰ πράγματα ἀλλά τὰ στριμώξαμε λιγάκι, ὅτι ἦρθε ἡ ὥρα ποὺ εἶπε μιὰ ψυχή, ἡ ὁποία χρόνια μπορεῖ νὰ εἶναι χριστιανή: «Τώρα καταλαβαίνω. Ἐγώ ποτέ δὲν πίστεψα στὸν Θεὸ ἀληθινά. Δεν πίστεψα ποτέ ἀληθινά. Τώρα βλέπω ὅτι δὲν μετενόησα ποτέ ἀληθινά». Ὄχι δηλαδή ὅτι ἐν γνώσει της εἶχε ψεύτι κη πίστη, ὑποκριτική δηλαδή, ἢ ψεύτικη μετάνοια· ὄχι. Νόμιζε ὅτι αὐτό πού εἶχε ἦταν μετάνοια, ἦταν πίστη. Ὅταν ὅμως στριμωχτεί κανείς λιγάκι -ἀλλά πρέπει νὰ ἔχει διάθεση- καί δεῖ λίγο καθαρότε ρα, καθώς φωτίζει ὁ Θεός, λέει: «Ποτέ δέν εἶχα πίστη στην ψυχή μου, ἀληθινή πίστη, ἀληθινή ταπείνωση, ἀληθινή μετάνοια, ἀληθινή ἀγάπη».

«Θεέ μου,
κάπου ἐκεῖ θυμήσου καὶ ἐμᾶς»


Καί δὲν εἶναι καθόλου σωστό οὔτε ἐπιτρέπεται αὐτὸ που λένε: «Ε, νά, ὅταν μᾶς τὰ λένε ἔτσι, ὅταν τὰ ἀκοῦμε ἔτσι, ἀπογοητευόμαστε». Γιατί νὰ ἀπογοητευ τοῦμε; Δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος να ἀπογοητευτεῖ κανείς οὔτε καὶ νὰ πάθει. Και τίποτε ἄλλο να μην κάνει κανείς, τουλάχιστον νὰ πεῖ: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἐγώ καθόλου δέν εἶμαι ὅπως μέ θέλεις, καθόλου-καθόλου. Ἐγώ τίποτε δέν κάνω. Ἀλλά, Θεέ μου, θυμήσου με καί ἐμένα, ἔτσι, τελευταῖο. Πρῶτα ὅλους τοὺς ἄλλους καί στο τέλος θυμήσου καί ἐμένα».

Δὲν ὑπάρχει καλύτερο ἀπό αὐτό, ἄν δέν μπορεῖς νὰ κάνεις τίποτε ἄλλο. Κάνοντας ἔτσι, δέν ἀπεμπολεῖς τὴν ἀλήθεια μὲ τὸ νὰ αἰσθάνεσαι ὅτι τάχα εἶσαι ἐντάξει. Δέχεσαι ὅ,τι εἶσαι καί κρατᾶς τὴν ἀλήθεια· κρατᾶς τὴν ἀλήθεια μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχεις ἐπίγνωση πώς δέν τήν πολυδέχεσαι, δέν την πολυθέλεις, ἀλλά τὸ ἀναγνωρίζεις αὐτό, τό ὁμολογεῖς στον Θεό καί ζητᾶς ἔλεος. Ἐνῶ, ὅταν τά κα μουφλάρεις τα πράγματα, ὅταν τα φτιάχνεις κατά ψεύτικο τρόπο καί νομίζεις ὅτι βρῆκες τὴν ἀλήθεια, ὅτι ἔχεις την ἀλήθεια καί ὅτι πιστεύεις ἀληθινά καί εἶσαι χριστιανός ἀληθινός, αὐτό εἶναι τό λάθος σου.

Ἄς ποῦμε, ἕνα ζευγάρι δέν κάνουν παιδιά, ἢ δέν κάνουν ὅσα παιδιά θὰ ἔδινε ὁ Θεός, εἴτε διότι εἶναι ἄρρωστοι, εἴτε για τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο λόγο. Θα τους ποῦμε: «Ε, δέν κάνετε πού δέν κάνετε παιδιά. Σταθεῖτε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἔτσι: “Θεέ μου, νὰ μᾶς συγχωρήσεις”». Διότι, σώνει καί καλά, θέλει κανείς νὰ τὸ βολέψει ἔτσι, ὅτι ναί, εἶναι ἐντάξει. Ὄχι· δὲν εἶσαι ἐντάξει. Να πάρεις ταπεινή στάση: «Θεέ μου, ὅλους ἐσὺ θὰ τοὺς σώσεις, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀξίζουν να σωθοῦν. Ἔ, κάπου ἐκεῖ θυμήσου καί ἐμᾶς. Ποῦ νὰ πᾶμε, σε ποιόν να πᾶμε; Νά, κάνουμε αὐτά πού κάνουμε, τά βλέπεις, τὰ ὁμολογοῦμε. Νὰ μᾶς συγχω ρήσεις». Καί παίρνει κανείς ταπεινή στάση, στάση μετανοίας καί νιώθει, νιώθει τὸ ἄγγιγμα τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός δέν ἀφήνει κανέναν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει μια τέτοια στάση. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ τάση τοῦ καθενός; Κάνει τί κάνει, ἀλλά θέλει τάχα νὰ εἶναι καί ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀσπροπρόσωπος, νὰ αἰσθάνεται ὅτι ὅλα ἄς ποῦμε εἶναι ἐντάξει.

Ἂν θέλετε, νὰ πῶ σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο τὸ ἑξῆς: Προσωπικῶς, οὔτε ἐδῶ θὰ κά ναμε ὅ,τι κάνουμε, οὔτε θὰ καθόμουν στο ἐξομολογητήριο ποὺ ἔρχεστε καὶ ἐσεῖς καί ἄλλοι γιὰ ἐξομολόγηση, και πάλι καί ξανά· δὲν θὰ καθόμουν. Μόνο ἔτσι βολεύομαι –ἂν ἐπιτρέπεται νὰ πῶ μὲ τὴν καλή έννοια το «βολεύομαι». Λέω δηλαδή: «Θεέ μου, κάπου ἐκεῖ στὸ τέλος ἔχε μας καὶ ἐμᾶς ὑπ᾿ ὄψιν, τελευταίους-τελευταίους». Το λέω εἰλικρινά. Ἀλλιῶς, δὲν θὰ ἄντεχα. Ἔ, καί μέσα σ' αὐτό, ὅσο χάλια κι ἂν εἴμαστε, ὑπάρχει μια κάποια πληροφορία: «Καθίστε ἐκεῖ. Τελευταίοι εἶστε, ἀλλὰ σᾶς θέλω καί ἐσᾶς. Καθίστε ἐκεῖ, κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε». Καί ἔχει και νείς ἔτσι μιὰ ἀνάπαυση. Ἀλλιῶς, ἄν ὅ,τι κάνει το κάνει μέ τή σκέψη ὅτι ναί, ἐμεῖς μποροῦμε καί κάνουμε..., νά, τί κάναμε κτλ. –εἴτε ἐδῶ εἴτε ὅπου ἀλλοῦ αὐτό εἶναι ἐπικίνδυνο. Καί ὁ πιό ἅγιος ἄν σκέφτεται ἔτσι εἶναι ἐπικίνδυνο, ὄχι ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε μορμολύκεια καί μειράκια.

Λοιπόν, να με συγχωρήσετε. Ἐνῶ θὰ ἤρθατε ἐδῶ με διάθεση καί ὄρεξη να συζητήσουμε, ἐγώ δέν σᾶς ἄφησα οὔτε ἀναπνοή να πάρετε.

23-10-1996

Σύναξη νέων ζευγαριών

Δεν υπάρχουν σχόλια: