Συνέχεια από: Πέμπτη, 18 Ιουνίου 2020
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Τακαρίδης Γεώργιος
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
Κατά τόν Άγιο Γρηγόριο Παλαμά
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
3. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
3.2. Η σχέση τού πνεύματος με τα άλλα πνεύματα και με το Άγιο Πνεύμα. Η ζωή και ο θάνατος τού πνεύματος
Ι. Η συναναστροφή τών πνευμάτων και η ουσιώδης ενοίκιση τού Αγίου Πνεύματος στην ψυχή τού ανθρώπου
Κάθε λογική φύση είτε ανθρώπινη είτε αγγελική επομένως και δαιμονική, έχει νου, λόγο και πνεύμα, εφόσον είναι πλασμένη κατ’ εικόνα τού Τριαδικού Θεού. Κανένα από τα κτιστά λογικά πνεύματα δεν μπορεί να ενωθεί με οποιοδήποτε άλλο, ώστε να αποτελέσουν ένα πνεύμα. Μόνο το Άγιο Πνεύμα έχει αυτή την ιδιότητα· μπορεί να ενώνεται με οποιοδήποτε κτιστό πνεύμα και να γίνονται ένα. Η ένωση αυτή του Παναγίου Πνεύματος, τού ακτίστου φωτός, τής άκτιστης Χάρης με τις λογικές φύσεις είναι σαν ένα είδος ανάκρασής του με την ψυχή, που είναι αξιοθαύμαστη, σχεδόν άρρητη και ανήκουστη110. Οποιαδήποτε άλλα πνεύματα δεν ενώνονται σε ένα, αλλά συναναστρέφονται. Παραπέμποντας στον μέγα Βασίλειο, ο άγιος Γρηγόριος εξηγεί ότι κανένα κτίσμα δεν είναι μεθεκτό στην λογική ψυχή, ώστε να ενοικίζεται σ’ αυτήν ουσιωδώς, ενώ το Άγιο Πνεύμα ενοικίζεται σ’ αυτήν ουσιωδώς, δηλαδή δια της ενοίκισης διήκει την ουσία τής ψυχής111. Με άλλα λόγια η άκτιστη Χάρη του Θεού εκτείνεται, διέρχεται απ’ άκρου σ’ άκρο της ουσίας της ψυχής και την πληρώνει ολόκληρη· δεν αφήνει ίχνος της που δεν μετέχει σ’ αυτήν την ένωση. Έτσι πράγματι «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι»112. Εφόσον λοιπόν τέτοια είναι η ένωση τού Θεού με τους αξίους, παριστάνει και την αγάπη Του προς αυτούς ως υπερβολική, και υποδηλώνει ότι μόνο αυτή είναι πράγματι αγάπη. Διότι μόνο αυτή συμπτύσσει υπερκοσμίως και συνάγει σε ένα τα εραστά αδιασπάστως113.
Ακόμη και στη σωματική σχέση του ζευγαριού μέσα στον γάμο, που έχει την ευλογία της Εκκλησίας, η ένωση δεν μπορεί να είναι ούτε σύμφυση ούτε και ανάκραση. Η ευλογία δίνεται μέσα στην Εκκλησία, ώστε το ανδρόγυνο να προχωρήσει στην ευλογημένη ένωση των σωμάτων, αλλά όχι μόνο. Διότι το ζευγάρι καλείται με την Χάρη του Θεού να γίνει κι ένα πνεύμα, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό με μόνες τις ανθρώπινες προσπάθειες. Οι οντολογικές προδιαγραφές δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο114. Όπως ξεκινάει το ζευγάρι την κοινή ζωή μέσα στην ευλογία της Εκκλησίας, εκεί καλείται και να την ολοκληρώσει χαριτώνοντας κάθε έκφανσή της.
Γίνεται φανερό, επομένως, πως υπάρχουν διαφορετικών ποιοτήτων ενώσεις. Η ένωση σε επίπεδο μόνο σωματικό, η καθοδηγούμενη αποκλειστικά από την γενετήσια ορμή είναι του χαμηλότερου επιπέδου, εφόσον δεν προϋποθέτει μία σχέση προσώπων, δύο υποκείμενα σχέσης, αλλά δύο αντικείμενα που θα ικανοποιήσουν την ορμή τους. Το να φτάσουν δύο άνθρωποι σε σωματική ένωση, εις σάρκα μίαν, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Η δεύτερη ένωση, σε επίπεδο ψυχικό, προϋποθέτει σχέση μεταξύ των προσώπων και είναι οπωσδήποτε ποιοτικότερη από την πρώτη. Είναι η σχέση για την οποία πασχίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι επί της γης που δεν έχασαν ακόμη τα ίχνη της ανθρωπιάς τους. Το να φτάσουν δύο άνθρωποι σε ψυχική ένωση, δηλαδή σε μία κατάσταση στην οποία θα πορεύονται ως “ψυχικοί”, με μόνα τα εφόδια που τους παρέχει το κατά φύσιν, και να πετύχουν μία ομαλή κι ευχάριστη συμβίωση χωρίς διαφωνίες και διαπληκτισμούς είναι μάλλον ιδιαίτερα δύσκολο, έως και ακατόρθωτο. Κι αν ακόμη καταστεί εφικτό, οι δύο αυτοί άνθρωποι θα έχουν έλθει πολύ κοντά ψυχικά αλλά δεν θα έχουν γίνει ένα πνεύμα· θα έχουν μία ευχάριστη συναναστροφή, που δεν θα μπορεί να υπερβεί την κτιστότητά της και την θνητότητά της. Μόνο η πνευματική ένωση μπορεί να οδηγήσει τους δύο ανθρώπους εις εν πνεύμα, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η ένωση με το Πνεύμα του Θεού. Τα δύο ανθρώπινα πνεύματα δεν έχουν οντολογικές προδιαγραφές για να γίνουν ένα· έχουν όμως τις προδιαγραφές να γίνουν ένα με το Άγιο Πνεύμα κι έτσι να γίνουν ένα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και η σχέση που εξαντλείται στην κτιστή δυαδικότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή ζωή, στην ένωση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Απεναντίας η τριαδική σχέση –άνθρωπος, Θεός, συνάνθρωπος‐ που προϋποθέτει την ένωση με τον Θεό οδηγεί σε ένωση και με τον συνάνθρωπο. Έτσι γίνεται πράξη και το: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»115. Γιατί εμείς ανανεωνόμαστε με την ομοφροσύνη και την συνένωση με Αυτόν με το πνεύμα τού νού μας, προκόβοντας με τη Χάρη του καθημερινά προς το καλύτερο. Γιατί όταν μας αναγέννησε ο ίδιος δεν μας χώρισε από τον εαυτό του· γιατί μας γέννησε κατά Πνεύμα κι όχι κατά σάρκα, και όπως αυτός που γεννήθηκε κατά φύση από τον Πατέρα προαιώνια παραμένει αχώριστος από αυτόν και από το Πνεύμα του, έτσι θέλει κι εμείς που γεννηθήκαμε κατά Χάριν από Αυτόν κατά τους τελευταίους αιώνες να είμαστε αχώριστοι αναμεταξύ μας και από Αυτόν. Και αυτό δηλώνοντας έλεγε προς τον Πατέρα του για τους μαθητές του ο Κύριος· «δώσε, Πατέρα, σ’ αυτούς να είναι όλοι ένα, όπως εγώ είμαι μέσα σε σένα και συ μέσα σε μένα, να είναι και αυτοί μέσα σε μας ένα αληθινά (Ιω. 17, 19 – 21)»116.
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές πως δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε ένωση Εκκλησιών ως αποτέλεσμα συμφωνίας ανθρώπων. Όσο καλή διάθεση κι αν έχουν οι άνθρωποι, όσο κι αν εν ονόματι της αγάπης επιθυμούν την ένωση, αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, διότι δεν το επιτρέπουν οι ανθρώπινες οντολογικές προδιαγραφές. Την ένωση μπορεί να την κάνει μόνο ο Θεός, μόνο το Πανάγιο Πνεύμα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να λειτουργήσει το τριαδικό σχήμα: άνθρωπος, Θεός, συνάνθρωπος. Αν όμως η μία πλευρά δεν δέχεται ότι μπορεί ακτίστως να ενωθεί το πνεύμα με το Πνεύμα, πώς θα πραγματοποιηθεί η ένωση; Με κτιστό τρόπο; Με απλή αγαπητική συναναστροφή; Όπως επαρκώς αναπτύχθηκε, η συναναστροφή ως κοινωνία κτιστών υπάρξεων δεν μπορεί να οδηγήσει εις εν πνεύμα με τον Τριαδικό Θεό, και η κτιστότητα δεν μπορεί να υπερβεί την θνητότητα. Επομένως μία τέτοια ένωση θα είναι καταδικασμένη να οδηγεί στον θάνατο κι όχι στην Ζωή.
Σε επίπεδο συναναστροφής κι όχι οντολογικής ένωσης πραγματοποιείται και η σχέση του ανθρώπινου με τα αγγελικά ή τα δαιμονικά πνεύματα. Επειδή το δαιμονικό πνεύμα δεν μπορεί να ενοικισθεί ουσιωδώς ‐όπως συμβαίνει με το Άγιο Πνεύμα‐ και να προχωρήσει δια μέσου όλης της ψυχής, συναναστρεφόμενο117 μ’ αυτήν προσπαθεί δολίως να την εξαπατήσει βρίσκοντας κατά κάποιον τρόπο τα αδύνατα σημεία της και να την οδηγήσει σε παρεκτροπή του πόθου της, δηλαδή του πνεύματός της. Με την παρεκτροπή βρίσκει είσοδο και ανάπαυση σε ένα από όλα εκείνα τα σημεία που παρεκτράπηκε η ψυχή και τοποθετεί ζυγό, χρησιμοποιώντας τον πόθο που οδηγεί πλέον σε ίδιο τέλος· η ικανοποίηση της αδυναμίας γίνεται αυτοσκοπός κι η ψυχή δουλώνεται. Ο κοινός ζυγός τού δαιμονικού πνεύματος με το ανθρώπινο πνεύμα είναι η αιτία που μερικές φορές σύρεται ο άνθρωπος προς την απώλεια ακόμα και χωρίς να το θέλει118.
II. Η ζωή και ο θάνατος τού πνεύματος
Το σημείο αυτό ίσως είναι το καταλληλότερο για να μνημονευτούν οι έννοιες της ζωής και του θανάτου. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο αφιερώθηκαν αρκετές σελίδες για την πραγμάτευση των εννοιών αυτών. Αυτό που επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η ζωή του ανθρώπου επί της γης ή κατά τον μέλλοντα αιώνα σχετίζεται άμεσα με την ζωή του πνεύματός του. Προπτωτικά με το απόρρητο εμφύσημα ο άνθρωπος έλαβε και την άκτιστη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος που τον καθιστούσε φωτεινό και τον κοινωνούσε με την όντως ζωή. Η αληθινή ζωή, επομένως, είναι η ζωή κατά την οποία το πνεύμα του ανθρώπου γίνεται ένα με το Πνεύμα του Θεού με υπερκόσμιο τρόπο, με μια ερωτική και αδιάσπαστη ένωση.
Αντίθετα, το πνεύμα χωρισμένο από το Πνεύμα του Θεού ορίζει την κατά φύσιν ζωή του, που ισοδυναμεί με θάνατο. Με την παράβαση νεκρώθηκε το πνεύμα του, εφόσον ο άνθρωπος επέλεξε να ζήσει χωρίς την Χάρη του Θεού119. Ο τότε αλλά και ο σύγχρονος αποστάτης δεν πεθαίνει στην ουσία του· έχει στην ουσία του τη ζωή. Πεθαίνει στο πνεύμα του. Το πνεύμα του νεκρώνεται από τη στιγμή που δεν κοινωνεί του Αγίου Πνεύματος, της Αληθινής Ζωής. Με την αθέτηση της ζωτικής εντολής γυμνώθηκαν οι προπάτορες από την δόξα, από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, η οποία ζωοποιεί προς το ανώτερο και τα αθάνατα πνεύματα, χωρίς την οποία η ζωή των πνευμάτων είναι και πιστεύεται ότι είναι πολύ χειρότερη από πολλούς θανάτους120. Κι επειδή το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή στο σώμα ως ζωοποιό, κι αυτό νεκρώθηκε, οδήγησε και το σώμα στον θάνατο121.
Χήρα ονομάζει ο άγιος Γρηγόριος την ψυχή που έχασε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, τον πνευματικό νυμφίο της, ερμηνεύοντας το ρητό του αποστόλου Παύλου: «η χήρα που είναι σπάταλη έχει πεθάνει ζωντανή»122. Μία ζωή χωρισμένη από τον πνευματικό της νυμφίο αντιστοιχεί αφενός σε χηρεία και αφετέρου, εάν σπαταλάται και δαπανάται και διαχέεται χωρίς προσπάθεια επανασύνδεσής της μ’ αυτόν, είναι ζωή που φέρει μέσα της την νέκρωση· η ψυχή πεθαίνει ζωντανή ούσα123. Άλλωστε και ο Κύριος, όταν πρόσταξε κάποιον ν’ αφήσει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους124, εκείνους τους ενταφιαστές, που ζουν ως προς το σώμα, οπωσδήποτε τους εκήρυξε νεκρούς ως προς την ψυχή125, ως προς το πνεύμα.
Σημειώσεις
110. «Τοῦ γὰρ ἀγαθοῦ Πνεύματος μόνου δι’ ὅλων τε καὶ πάντων χωρεῖν πνευμάτων νοερῶν, καθαρῶν, λεπτοτάτων… οὐ συζυγίαν ὀλίγοις μέρεσί τισιν ἤ δυνάμεσι τὴν ἀλληλουχίαν παρεχομένην, ἀλλ’ οἷον ἀνάκρασιν εἶναι πρὸς ψυχὴν τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος τὴν ἐνοίκησιν, θαυμαστὴν οἵαν, ἄρρητον σχεδὸν καὶ ἀνήκουστον». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 27 ‐ 28, Π. Χρήστου 3, 481 ‐ 482, ΕΠΕ 6, 534, 23 ‐ 29.
111. Κατ’ Ευνομίου 5, PG 29, 713A. Για τον άγιο Γρηγόριο, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 29, Π. Χρήστου 3, 482 ‐ 483, ΕΠΕ 6, 536, 25 ‐ 27.
112. Α΄ Κορ. 6, 17.
113. Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 29, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 3 ‐ 7.
114. «Ἡ δὲ τοῦ γαμηλίου συναλλάγματος ἔχειν τι δοκεῖ τῶν ἄλλων πλέον, ἀλλ’ οὐδ’ ἐκεῖνο σύμφυσις οὐδ’ ἀνάκρασίς ἐστιν, ἀλλ’ ὁμιλίᾳ τινὶ καὶ οἷον προσκολλήσει ἓν τὰ πλείω γίνεται, καθὰ καὶ ἡ γραφή φησιν, ὅτι “καταλήψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται τῇ γυναικῖ αὑτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”, καὶ σάρκα μόνην, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πνεῦμα ἓν». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 28, Π. Χρήστου 3, 482, ΕΠΕ 6, 536, 15 – 21.
115. Ιω. 17, 22.
116. Ομιλία ΝΔ΄, Στη δέκατη Κυριακή του Λουκά, 11, ΕΠΕ 11, 362 – 364.
117. «… συναγελάζεταί τε και συνδυάζεται…». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 30, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 23.
118. Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 30, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 11 – 24.
119. «οἱ τοῦ γένους προπάτορες... τῷ νεκρῷ τοῦ Σατὰν ὁμονοήσαντες πνεύματι… γυμνωθέντες τῶν ἐκ τῆς ἄνωθεν αἴγλης φωτεινῶν καὶ ζωτικῶν ἐνδυμάτων, νεκροί, φεῦ, ὡς ὁ Σατὰν καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα γεγόνασιν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 46, PG 150, 1153Β, μς΄, ΕΠΕ 8, 130, 16 ‐ 22.
120. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 47, PG 150, 1155C, μη΄, ΕΠΕ 8, 134, 28 – 136, 2.
121. «… μεταδιδόασι, φεῦ, καὶ τοῖς οἰκείοις σώμασι τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ ἐκεῖνα πνεύματα τῆς νεκρώσεως». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 46, PG 150, 1153C, μς΄, ΕΠΕ 8, 130, 25 ‐ 27.
122. Α΄ Τιμ. 5, 6.
123. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 45, PG 150, 1153Α, με΄, ΕΠΕ 8, 130, 1 ‐ 4.
124. Ματθ. 8, 22.
125. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 45, PG 150, 1153Β, με΄, ΕΠΕ 8, 130, 12 ‐ 15.
Κάθε λογική φύση είτε ανθρώπινη είτε αγγελική επομένως και δαιμονική, έχει νου, λόγο και πνεύμα, εφόσον είναι πλασμένη κατ’ εικόνα τού Τριαδικού Θεού. Κανένα από τα κτιστά λογικά πνεύματα δεν μπορεί να ενωθεί με οποιοδήποτε άλλο, ώστε να αποτελέσουν ένα πνεύμα. Μόνο το Άγιο Πνεύμα έχει αυτή την ιδιότητα· μπορεί να ενώνεται με οποιοδήποτε κτιστό πνεύμα και να γίνονται ένα. Η ένωση αυτή του Παναγίου Πνεύματος, τού ακτίστου φωτός, τής άκτιστης Χάρης με τις λογικές φύσεις είναι σαν ένα είδος ανάκρασής του με την ψυχή, που είναι αξιοθαύμαστη, σχεδόν άρρητη και ανήκουστη110. Οποιαδήποτε άλλα πνεύματα δεν ενώνονται σε ένα, αλλά συναναστρέφονται. Παραπέμποντας στον μέγα Βασίλειο, ο άγιος Γρηγόριος εξηγεί ότι κανένα κτίσμα δεν είναι μεθεκτό στην λογική ψυχή, ώστε να ενοικίζεται σ’ αυτήν ουσιωδώς, ενώ το Άγιο Πνεύμα ενοικίζεται σ’ αυτήν ουσιωδώς, δηλαδή δια της ενοίκισης διήκει την ουσία τής ψυχής111. Με άλλα λόγια η άκτιστη Χάρη του Θεού εκτείνεται, διέρχεται απ’ άκρου σ’ άκρο της ουσίας της ψυχής και την πληρώνει ολόκληρη· δεν αφήνει ίχνος της που δεν μετέχει σ’ αυτήν την ένωση. Έτσι πράγματι «ὁ κολλώμενος τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμά ἐστι»112. Εφόσον λοιπόν τέτοια είναι η ένωση τού Θεού με τους αξίους, παριστάνει και την αγάπη Του προς αυτούς ως υπερβολική, και υποδηλώνει ότι μόνο αυτή είναι πράγματι αγάπη. Διότι μόνο αυτή συμπτύσσει υπερκοσμίως και συνάγει σε ένα τα εραστά αδιασπάστως113.
Ακόμη και στη σωματική σχέση του ζευγαριού μέσα στον γάμο, που έχει την ευλογία της Εκκλησίας, η ένωση δεν μπορεί να είναι ούτε σύμφυση ούτε και ανάκραση. Η ευλογία δίνεται μέσα στην Εκκλησία, ώστε το ανδρόγυνο να προχωρήσει στην ευλογημένη ένωση των σωμάτων, αλλά όχι μόνο. Διότι το ζευγάρι καλείται με την Χάρη του Θεού να γίνει κι ένα πνεύμα, αλλά αυτό δεν είναι εφικτό με μόνες τις ανθρώπινες προσπάθειες. Οι οντολογικές προδιαγραφές δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο114. Όπως ξεκινάει το ζευγάρι την κοινή ζωή μέσα στην ευλογία της Εκκλησίας, εκεί καλείται και να την ολοκληρώσει χαριτώνοντας κάθε έκφανσή της.
Γίνεται φανερό, επομένως, πως υπάρχουν διαφορετικών ποιοτήτων ενώσεις. Η ένωση σε επίπεδο μόνο σωματικό, η καθοδηγούμενη αποκλειστικά από την γενετήσια ορμή είναι του χαμηλότερου επιπέδου, εφόσον δεν προϋποθέτει μία σχέση προσώπων, δύο υποκείμενα σχέσης, αλλά δύο αντικείμενα που θα ικανοποιήσουν την ορμή τους. Το να φτάσουν δύο άνθρωποι σε σωματική ένωση, εις σάρκα μίαν, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Η δεύτερη ένωση, σε επίπεδο ψυχικό, προϋποθέτει σχέση μεταξύ των προσώπων και είναι οπωσδήποτε ποιοτικότερη από την πρώτη. Είναι η σχέση για την οποία πασχίζουν οι περισσότεροι άνθρωποι επί της γης που δεν έχασαν ακόμη τα ίχνη της ανθρωπιάς τους. Το να φτάσουν δύο άνθρωποι σε ψυχική ένωση, δηλαδή σε μία κατάσταση στην οποία θα πορεύονται ως “ψυχικοί”, με μόνα τα εφόδια που τους παρέχει το κατά φύσιν, και να πετύχουν μία ομαλή κι ευχάριστη συμβίωση χωρίς διαφωνίες και διαπληκτισμούς είναι μάλλον ιδιαίτερα δύσκολο, έως και ακατόρθωτο. Κι αν ακόμη καταστεί εφικτό, οι δύο αυτοί άνθρωποι θα έχουν έλθει πολύ κοντά ψυχικά αλλά δεν θα έχουν γίνει ένα πνεύμα· θα έχουν μία ευχάριστη συναναστροφή, που δεν θα μπορεί να υπερβεί την κτιστότητά της και την θνητότητά της. Μόνο η πνευματική ένωση μπορεί να οδηγήσει τους δύο ανθρώπους εις εν πνεύμα, απαραίτητη προϋπόθεση της οποίας είναι η ένωση με το Πνεύμα του Θεού. Τα δύο ανθρώπινα πνεύματα δεν έχουν οντολογικές προδιαγραφές για να γίνουν ένα· έχουν όμως τις προδιαγραφές να γίνουν ένα με το Άγιο Πνεύμα κι έτσι να γίνουν ένα μεταξύ τους. Γι’ αυτό και η σχέση που εξαντλείται στην κτιστή δυαδικότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στην αληθινή ζωή, στην ένωση με τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Απεναντίας η τριαδική σχέση –άνθρωπος, Θεός, συνάνθρωπος‐ που προϋποθέτει την ένωση με τον Θεό οδηγεί σε ένωση και με τον συνάνθρωπο. Έτσι γίνεται πράξη και το: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»115. Γιατί εμείς ανανεωνόμαστε με την ομοφροσύνη και την συνένωση με Αυτόν με το πνεύμα τού νού μας, προκόβοντας με τη Χάρη του καθημερινά προς το καλύτερο. Γιατί όταν μας αναγέννησε ο ίδιος δεν μας χώρισε από τον εαυτό του· γιατί μας γέννησε κατά Πνεύμα κι όχι κατά σάρκα, και όπως αυτός που γεννήθηκε κατά φύση από τον Πατέρα προαιώνια παραμένει αχώριστος από αυτόν και από το Πνεύμα του, έτσι θέλει κι εμείς που γεννηθήκαμε κατά Χάριν από Αυτόν κατά τους τελευταίους αιώνες να είμαστε αχώριστοι αναμεταξύ μας και από Αυτόν. Και αυτό δηλώνοντας έλεγε προς τον Πατέρα του για τους μαθητές του ο Κύριος· «δώσε, Πατέρα, σ’ αυτούς να είναι όλοι ένα, όπως εγώ είμαι μέσα σε σένα και συ μέσα σε μένα, να είναι και αυτοί μέσα σε μας ένα αληθινά (Ιω. 17, 19 – 21)»116.
Από τα παραπάνω καθίσταται προφανές πως δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε ένωση Εκκλησιών ως αποτέλεσμα συμφωνίας ανθρώπων. Όσο καλή διάθεση κι αν έχουν οι άνθρωποι, όσο κι αν εν ονόματι της αγάπης επιθυμούν την ένωση, αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, διότι δεν το επιτρέπουν οι ανθρώπινες οντολογικές προδιαγραφές. Την ένωση μπορεί να την κάνει μόνο ο Θεός, μόνο το Πανάγιο Πνεύμα. Και σ’ αυτήν την περίπτωση πρέπει να λειτουργήσει το τριαδικό σχήμα: άνθρωπος, Θεός, συνάνθρωπος. Αν όμως η μία πλευρά δεν δέχεται ότι μπορεί ακτίστως να ενωθεί το πνεύμα με το Πνεύμα, πώς θα πραγματοποιηθεί η ένωση; Με κτιστό τρόπο; Με απλή αγαπητική συναναστροφή; Όπως επαρκώς αναπτύχθηκε, η συναναστροφή ως κοινωνία κτιστών υπάρξεων δεν μπορεί να οδηγήσει εις εν πνεύμα με τον Τριαδικό Θεό, και η κτιστότητα δεν μπορεί να υπερβεί την θνητότητα. Επομένως μία τέτοια ένωση θα είναι καταδικασμένη να οδηγεί στον θάνατο κι όχι στην Ζωή.
Σε επίπεδο συναναστροφής κι όχι οντολογικής ένωσης πραγματοποιείται και η σχέση του ανθρώπινου με τα αγγελικά ή τα δαιμονικά πνεύματα. Επειδή το δαιμονικό πνεύμα δεν μπορεί να ενοικισθεί ουσιωδώς ‐όπως συμβαίνει με το Άγιο Πνεύμα‐ και να προχωρήσει δια μέσου όλης της ψυχής, συναναστρεφόμενο117 μ’ αυτήν προσπαθεί δολίως να την εξαπατήσει βρίσκοντας κατά κάποιον τρόπο τα αδύνατα σημεία της και να την οδηγήσει σε παρεκτροπή του πόθου της, δηλαδή του πνεύματός της. Με την παρεκτροπή βρίσκει είσοδο και ανάπαυση σε ένα από όλα εκείνα τα σημεία που παρεκτράπηκε η ψυχή και τοποθετεί ζυγό, χρησιμοποιώντας τον πόθο που οδηγεί πλέον σε ίδιο τέλος· η ικανοποίηση της αδυναμίας γίνεται αυτοσκοπός κι η ψυχή δουλώνεται. Ο κοινός ζυγός τού δαιμονικού πνεύματος με το ανθρώπινο πνεύμα είναι η αιτία που μερικές φορές σύρεται ο άνθρωπος προς την απώλεια ακόμα και χωρίς να το θέλει118.
II. Η ζωή και ο θάνατος τού πνεύματος
Το σημείο αυτό ίσως είναι το καταλληλότερο για να μνημονευτούν οι έννοιες της ζωής και του θανάτου. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο αφιερώθηκαν αρκετές σελίδες για την πραγμάτευση των εννοιών αυτών. Αυτό που επιπρόσθετα πρέπει να αναφερθεί είναι ότι η ζωή του ανθρώπου επί της γης ή κατά τον μέλλοντα αιώνα σχετίζεται άμεσα με την ζωή του πνεύματός του. Προπτωτικά με το απόρρητο εμφύσημα ο άνθρωπος έλαβε και την άκτιστη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος που τον καθιστούσε φωτεινό και τον κοινωνούσε με την όντως ζωή. Η αληθινή ζωή, επομένως, είναι η ζωή κατά την οποία το πνεύμα του ανθρώπου γίνεται ένα με το Πνεύμα του Θεού με υπερκόσμιο τρόπο, με μια ερωτική και αδιάσπαστη ένωση.
Αντίθετα, το πνεύμα χωρισμένο από το Πνεύμα του Θεού ορίζει την κατά φύσιν ζωή του, που ισοδυναμεί με θάνατο. Με την παράβαση νεκρώθηκε το πνεύμα του, εφόσον ο άνθρωπος επέλεξε να ζήσει χωρίς την Χάρη του Θεού119. Ο τότε αλλά και ο σύγχρονος αποστάτης δεν πεθαίνει στην ουσία του· έχει στην ουσία του τη ζωή. Πεθαίνει στο πνεύμα του. Το πνεύμα του νεκρώνεται από τη στιγμή που δεν κοινωνεί του Αγίου Πνεύματος, της Αληθινής Ζωής. Με την αθέτηση της ζωτικής εντολής γυμνώθηκαν οι προπάτορες από την δόξα, από την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, η οποία ζωοποιεί προς το ανώτερο και τα αθάνατα πνεύματα, χωρίς την οποία η ζωή των πνευμάτων είναι και πιστεύεται ότι είναι πολύ χειρότερη από πολλούς θανάτους120. Κι επειδή το πνεύμα είναι αυτό που δίνει ζωή στο σώμα ως ζωοποιό, κι αυτό νεκρώθηκε, οδήγησε και το σώμα στον θάνατο121.
Χήρα ονομάζει ο άγιος Γρηγόριος την ψυχή που έχασε την Χάρη του Παναγίου Πνεύματος, τον πνευματικό νυμφίο της, ερμηνεύοντας το ρητό του αποστόλου Παύλου: «η χήρα που είναι σπάταλη έχει πεθάνει ζωντανή»122. Μία ζωή χωρισμένη από τον πνευματικό της νυμφίο αντιστοιχεί αφενός σε χηρεία και αφετέρου, εάν σπαταλάται και δαπανάται και διαχέεται χωρίς προσπάθεια επανασύνδεσής της μ’ αυτόν, είναι ζωή που φέρει μέσα της την νέκρωση· η ψυχή πεθαίνει ζωντανή ούσα123. Άλλωστε και ο Κύριος, όταν πρόσταξε κάποιον ν’ αφήσει τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους124, εκείνους τους ενταφιαστές, που ζουν ως προς το σώμα, οπωσδήποτε τους εκήρυξε νεκρούς ως προς την ψυχή125, ως προς το πνεύμα.
Σημειώσεις
110. «Τοῦ γὰρ ἀγαθοῦ Πνεύματος μόνου δι’ ὅλων τε καὶ πάντων χωρεῖν πνευμάτων νοερῶν, καθαρῶν, λεπτοτάτων… οὐ συζυγίαν ὀλίγοις μέρεσί τισιν ἤ δυνάμεσι τὴν ἀλληλουχίαν παρεχομένην, ἀλλ’ οἷον ἀνάκρασιν εἶναι πρὸς ψυχὴν τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος τὴν ἐνοίκησιν, θαυμαστὴν οἵαν, ἄρρητον σχεδὸν καὶ ἀνήκουστον». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 27 ‐ 28, Π. Χρήστου 3, 481 ‐ 482, ΕΠΕ 6, 534, 23 ‐ 29.
111. Κατ’ Ευνομίου 5, PG 29, 713A. Για τον άγιο Γρηγόριο, Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 29, Π. Χρήστου 3, 482 ‐ 483, ΕΠΕ 6, 536, 25 ‐ 27.
112. Α΄ Κορ. 6, 17.
113. Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 29, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 3 ‐ 7.
114. «Ἡ δὲ τοῦ γαμηλίου συναλλάγματος ἔχειν τι δοκεῖ τῶν ἄλλων πλέον, ἀλλ’ οὐδ’ ἐκεῖνο σύμφυσις οὐδ’ ἀνάκρασίς ἐστιν, ἀλλ’ ὁμιλίᾳ τινὶ καὶ οἷον προσκολλήσει ἓν τὰ πλείω γίνεται, καθὰ καὶ ἡ γραφή φησιν, ὅτι “καταλήψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται τῇ γυναικῖ αὑτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν”, καὶ σάρκα μόνην, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πνεῦμα ἓν». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 28, Π. Χρήστου 3, 482, ΕΠΕ 6, 536, 15 – 21.
115. Ιω. 17, 22.
116. Ομιλία ΝΔ΄, Στη δέκατη Κυριακή του Λουκά, 11, ΕΠΕ 11, 362 – 364.
117. «… συναγελάζεταί τε και συνδυάζεται…». Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 30, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 23.
118. Λόγος αντιρρητικός Ζ΄, 9, 30, Π. Χρήστου 3, 483, ΕΠΕ 6, 538, 11 – 24.
119. «οἱ τοῦ γένους προπάτορες... τῷ νεκρῷ τοῦ Σατὰν ὁμονοήσαντες πνεύματι… γυμνωθέντες τῶν ἐκ τῆς ἄνωθεν αἴγλης φωτεινῶν καὶ ζωτικῶν ἐνδυμάτων, νεκροί, φεῦ, ὡς ὁ Σατὰν καὶ αὐτοὶ κατὰ πνεῦμα γεγόνασιν». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 46, PG 150, 1153Β, μς΄, ΕΠΕ 8, 130, 16 ‐ 22.
120. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 47, PG 150, 1155C, μη΄, ΕΠΕ 8, 134, 28 – 136, 2.
121. «… μεταδιδόασι, φεῦ, καὶ τοῖς οἰκείοις σώμασι τὰ νεκρὰ καὶ νεκροποιὰ ἐκεῖνα πνεύματα τῆς νεκρώσεως». Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 46, PG 150, 1153C, μς΄, ΕΠΕ 8, 130, 25 ‐ 27.
122. Α΄ Τιμ. 5, 6.
123. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 45, PG 150, 1153Α, με΄, ΕΠΕ 8, 130, 1 ‐ 4.
124. Ματθ. 8, 22.
125. Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα, 45, PG 150, 1153Β, με΄, ΕΠΕ 8, 130, 12 ‐ 15.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου