(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Η πλάκα του τζακιού, που χρησίμευε και σαν φούρνος για το μαγείρευμα, στην τράπεζα του μοναστηριού [Ι.Μ. Παναγίας Κλεισούρας], με εντολή της Παναγίας ήταν η μόνιμη κατοικία της Σοφίας.
Γονατιστή όλη νύχτα καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον υγρό τοίχο, ζήτημα αν κοιμόταν δύο ώρες.
Τότε δεν υπήρχε τζαμαρία και το κρύο με την υγρασία από τα τρεχούμενα νερά ήταν ακόμα πιο τσουχτερό. Το μεγάλο θερμόμετρο, που υπάρχει έξω από την μοναστηριακή πύλη, στην περιοχή της μονής, τον χειμώνα συχνά κατεβαίνει στους -15 βαθμούς.
Μερικές φορές είχε στο τζάκι λίγη φωτιά, αλλά όλα ήταν ορθάνοιχτα και η λίγη ζέστη χανόταν.
Στο περβάζι του παραθύρου απέναντι από την τοιχογραφία της Παναγίας άναβε πάντα καθαρό κερί.
Εκεί καθόταν, εκεί έτρωγε, εκεί περνούσε τον καιρό της παρακολουθώντας και την πύλη της Μονής.
Συχνά χωρίς καμία προηγούμενη ειδοποίηση, αφού τηλέφωνα ή άλλος τρόπος επικοινωνίας δεν υπήρχε, ανέφερε τους προσκυνητάς που σε λίγο παρουσιάζονταν, και μάλιστα με το όνομά τους, πριν καν οι άλλοι τους δουν.
Και όταν ήθελε κάτι να τους πει, σηκωνόταν από το τζάκι, παρουσιαζόταν απρόσμενα μπροστά τους και τους το φανέρωνε.
Μία φορά είχε έρθει ένα λεωφορείο από τον Κρόκο Κοζάνης.
Η Σοφία τους χαιρέτησε όλους με το όνομά τους και συγχρόνως ανέφερε στον καθένα το προσωπικό ή το οικογενειακό του πρόβλημα, ρωτώντας και για όσους έμειναν στο χωριό.
Από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου, Μια λαϊκή ασκήτρια, † 6 Μαΐου 1974», των εκδόσεων Μυγδονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου