Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (25)

 Συνέχεια από : Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο FICHTE ΚΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΓΩ

Οι θεμελιώδεις αρχές του Fichte (Φίχτε)

Ο Fichte θέτει τρεις θεμελιώδεις αρχές οι οποίες από κοινού συμπεριλαμβάνουν την ουσία της λογικής και της οντολογίας εν γένει. Η απολύτως απροϋπόθετη πρώτη αρχή που αποτελεί τη βάση κάθε πραγματικότητας είναι A = A (WL, SW, 1:92-93· SK, 94). Είναι η αρχή της ταυτότητας. Ό,τι είναι πραγματικό είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του. Ενώ ο Fichte επιλέγει αυτή την αφετηρία επειδή είναι καθολικά αποδεκτή αλήθεια, δεν ικανοποιείται με το υποτιθέμενο αυταπόδεικτό της και επιχειρεί να δείξει γιατί είναι αληθής. Για να αποδειχτεί, ωστόσο, κάτι τέτοιο, θα πρέπει να υπερβούμε την εμπειρία. Πώς όμως είναι δυνατόν να υπερβούμε την εμπειρία;

Ο Fichte ισχυρίζεται ότι γνωρίζουμε τα θεμέλια τέτοιων αρχών μέσω αυτού που αποκαλεί διανοητική ενόραση (WL, SW, 1:471· SK, 44). Εδώ φαίνεται να αντιτίθεται στον Kant, ο οποίος ισχυριζόταν ότι τέτοιου είδους ενόραση ήταν αδύνατη. Ο Fichte, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η φαινομενική διαφωνία τους είναι απλώς ζήτημα ορολογίας, ότι η διανοητική του ενόραση είναι ταυτόσημη με την καντιανή ενόραση για την υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης (apperception) ή με ό,τι θα έπρεπε να έχει διαβλέψει ο Kant εάν ανέλυε τη συνείδηση της κατηγορικής επιταγής (WL, SW, 1:472· SK, 46). Ο Pippin υποστηρίζει ότι ο Fichte προσεγγίζει εδώ ένα πραγματικό στοιχείο της καντιανής σκέψης. Ο Kant προσδιορίζει «τη δύναμη του νου να παράγει αναπαραστάσεις από τον εαυτό της» (KrV, A51/B75) ως «την αυθορμησία της γνώσης», και αυθορμησία είναι επίσης ο όρος που χρησιμοποιεί για να περιγράψει την απροϋπόθετη αιτιότητα της ελευθερίας (KrV, A533/B561). 

Ο Fichte προσπαθεί να ενισχύσει το θεμέλιο της πρώτης αρχής μέσω μιας ανάλυσης των προϋποθέσεων της αλήθειας της. Το Α=Α, υποστηρίζει ο Fichte, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει Α· ειδάλλως η αρχή είναι ψευδής. Το Α υπάρχει, ωστόσο, μόνο επειδή τίθεται ή καθιδρύεται από το εγώ μέσα στη συνείδηση και για τη συνείδηση. Με βάση την αντίληψη ότι το αντικείμενο τίθεται (gesetzt), ο Fichte απομακρύνεται αποφασιστικά από την καντιανή κατανόηση του αντικειμένου ως δεδομένου (gegeben), στην κατεύθυνση μιας φιλοσοφίας της αυτοϊδρυόμενης ελευθερίας. Το εγώ θέτοντας το Α ισχυρίζεται ότι το Α είναι πραγματικό, και άρα ότι A=A. Ωστόσο ποιες είναι οι προϋποθέσεις της δυνατότητας τού εγώ να θέτει αυτή την ταυτότητα; Σύμφωνα με τον Fichte, αυτό είναι δυνατόν μόνο εάν το ίδιο το εγώ έχει ήδη την ικανότητα να επιβάλλει την ταυτότητα. Αυτή η ικανότητα, υποστηρίζει, απορρέει από το εγώ που αναγνωρίζει την ταυτότητα του εαυτού του, ότι «εγώ είμαι», ή ότι «εγώ είμαι εγώ», ή ότι «εγώ=εγώ». Η αναγνώριση αυτή, σύμφωνα με τον Fichte, είναι η απολύτως απροϋπόθετη πρώτη αρχή. Το A=A είναι απλώς αφαίρεση από το εγώ=εγώ. Το A=A αληθεύει μόνο εάν το Α υπάρχει, ενώ το εγώ=εγώ αληθεύει οποτεδήποτε κι αν διατυπωθεί, όπως απέδειξε ο Descartes (WL, SW, 1:100· SK, 100). Επιπλέον, αφού το A=A προσδιορίζει τι είναι πραγματικό, η κατηγορία της πραγματικότητας είναι απλώς προβολή του ουσιώδους χαρακτήρα του εγώ ως κριτηρίου για την πραγματικότητα των αντικειμένων.

Αφετηρία του Fichte ήταν η διανοητική ενόραση ότι «το εγώ αρχίζει θέτοντας με απόλυτο τρόπο την ύπαρξή του» (WL, SW, 1:98· SK, 99). [Ο Fichte διεύρυνε αυτή τη διατύπωση το 1797 γράφοντας: «Το εγώ αρχίζει θέτοντας απολύτως τη δική του ύπαρξη ως αυτοτεθειμένο» (SW, 1:528. Βλ. Henrich, «Einsicht», 202-203)]. Με αυτό τον ισχυρισμό ο Fichte έφερε το πάθος για ελευθερία που ανακάλυψε στον συνδυασμό καντιανισμού και Γαλλικής Επανάστασης στην πιο ακραία του έκφραση. Το εγώ είναι ελεύθερο και απόλυτο με την κυριολεκτική σημασία των λέξεων, δηλαδή αποδεσμεύεται από όλες τις σχέσεις πλην όσων καθιδρύει το ίδιο. Ο Fichte εδώ δίνει έκφραση σε μια επαναστατική ενόρμηση που απαλείφει όλους τους ξένους προσδιορισμούς και στηρίζει το εγώ στον εαυτό του και μόνο. [Ο Karl Löwith επισημαίνει ότι, σε αντίθεση με τον Kant, ο Fichte δεν αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως απλό σύνδεσμο ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, αλλά ως την απόλυτη, δημιουργική πηγή του Θεού και του κόσμου. Συμπεραίνει, λοιπόν, ότι για τον Fichte ο ίδιος ο Θεός εξαφανίζεται στην ηθική παγκόσμια τάξη του αυτοτεθειμένου εγώ. Gott, Mensch und Welt, 92, 95].

Η ενέργεια της αυτοθεμελίωσης ή της αυτοΐδρυσης αποτελεί την ουσία του εγώ, το οποίο, έτσι, δεν κατανοείται ως κάποιο πράγμα ή αντικείμενο αλλά ως αρχέγονη δραστηριότητα (WL, SW, 1:440· SK, 21). Αυτή η έννοια του υποκειμένου ως δραστηριότητας ήταν ήδη παρούσα στη θεμελιώδη αρχή του Descartes ego cogito ergo sum, αλλά επισκιαζόταν από την περιγραφή για το εγώ ως res cogitans. Ο  χαρακτηρισμός του εγώ ως δραστηριότητας ήταν σαφέστερος στον Kant, ο οποίος αναγνώριζε την αυτοσυνείδηση ως ενέργεια του εγώ, και τίποτα παραπάνω. Ο Fichte, ωστόσο, κάνει ένα βήμα παραπέρα. Ενώ η βούληση για τον Kant είναι θεμελιώδης ως η υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης και ως πρακτικός Λόγος, οι δραστηριότητές της καθορίζονται από αμετάβλητους νόμους που απορρέουν από τη νοούμενη σφαίραΟ Fichte επιχειρεί να παραγάγει καθετί από την καθαρή δραστηριότητα του απολύτως απροϋπόθετου εγώ. Όπως απέδειξε ο George Kelly, με τον Fichte εισερχόμαστε στον Φάουστ του Goethe, ο οποίος διακηρύσσει ότι «στην αρχή ήταν η πράξη»Αυτή η θεμελιώδης ενέργεια της παραγωγής είναι η βάση κάθε άλλης ενέργειας, αφού στηρίζει την ελευθερία, και άρα την ίδια τη δημιουργία. Η πραγματικότητα είναι απλώς υποπροϊόν της δημιουργικής βούλησης που αναζητά μονάχα τον εαυτό της. 

Ο Dieter Henrich υποστηρίζει ότι η αναγνώριση του εγώ ως αυτοϊδρυόμενου ήταν η θεμελιώδης ενόραση του Fichte. Σύμφωνα με τον Henrich, αυτό είναι έκφραση μιας νέας αντίληψης για την ελευθερία και συγχρόνως καθιδρύει μια νέα αντίληψη για την αυτοσυνείδηση. Η σύγχρονη φιλοσοφία από τον Descartes μέχρι τον Kant κατανοούσε την αυτοσυνείδηση ως αναστοχασμό ή περιστροφή της συνείδησης με την οποία συνήθως κανείς αντιλαμβάνεται αντικείμενα που στηρίζονται στον εαυτό του. Αυτή η αναστοχαστική θεωρία, ωστόσο, κατατρύχεται από μια καταστροφική αντίφαση: εάν το εγώ είναι αυτοσυνείδηση και η αυτοσυνείδηση είναι η αναγνώριση ότι «εγώ είμαι εγώ», τι είναι το εγώ που αναστοχάζεται τον εαυτό του όταν αναγνωρίζει πως «εγώ είμαι εγώ»; Δεν μπορεί να είναι αυτοσυνείδηση, διότι αυτή επέρχεται ως αποτέλεσμα του αναστοχασμού. Ούτε μπορεί να είναι κάποιο είδος προαναστοχαστικού εγώ, αφού το εγώ γεννιέται μόνο ως αποτέλεσμα αυτού του αναστοχασμού. Σύμφωνα με τον Henrich, ο Fichte ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε αυτή την αντίφαση και επιχείρησε να τη λύσει αναλύοντας την αρχέγονη δραστηριότητα που παράγει αυτοσυνείδηση (WL, SW, 1:459 - SK, 34-35). [Wikipedia: Ο Henrich εισήγαγε τον όρο «η αρχική διορατικότητα του Φίχτε» για να περιγράψει την ιδέα του Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε ότι ο εαυτός πρέπει να έχει ήδη κάποια προηγούμενη γνωριμία με τον εαυτό του, ανεξάρτητα από την πράξη του αυτοστοχασμού. Ο Χένριχ σημείωσε ότι ο Φίχτε έβλεπε το υπερβατικό υποκείμενο ως μια αρχέγονη ιδιότητα και προσδιόρισε τη δραστηριότητά του ως προγενέστερη του αυτοστοχασμού. Εισήγαγε επίσης τον όρο «Καντιανή πλάνη» για να περιγράψει την προσπάθεια του Immanuel Kant να γειώσει τον εαυτό σε καθαρό αυτοστοχασμό, θέτοντας τη στιγμή του αυτοστοχασμού ως την αρχική πηγή της αυτοσυνείδησης].

Σε αυτό το σημείο η επιχειρηματολογία του Henrich είναι ακαταμάχητη και διασαφηνίζει ένα σημαντικό στοιχείο στο πρόταγμα του Fichte. Ωστόσο ο Henrich δεν λαμβάνει υπ' όψιν ότι κάποιο παρόμοιο επιχείρημα θα μπορούσε να διατυπωθεί για τον Descartes (Ντεκάρτ). Η θεμελιώδης αρχή του Descartes (Καρτέσιου), όπως είδαμε, είναι μια βεβαίωση της βούλησης, μια αυτοθεμελιωμένη κρίση που στηρίζει κάθε άλλη κρίση. Η άποψη του Fichte για το «θέτειν» είναι εκπληκτικά όμοια με την καρτεσιανή έννοια της βούλησης. Αμφότεροι κατανοούν την ενέργεια ως αυτοθεμελιωμένη κρίση. Για τον Fichte το θέτειν εαυτόν του εγώ στον ισχυρισμό εγώ=εγώ είναι θετική κρίση ή κρίση του θέτειν. Το εγώ=εγώ υπ' αυτή την έννοια εδράζεται στην κρίση «εγώ είμαι». Ο Kant υποστήριζε ότι τέτοιες κρίσεις ήσαν αδύνατες επειδή το είναι δεν είναι κατηγόρημα, αλλά ο Fichte υποστηρίζει ότι σχετίζεται με ό,τι ο Kant αποκαλεί άπειρη κρίση, όπως «αυτό είναι ωραίο» (WL, SW, 1:117· SK, 115). Αντίθετα με τις αναλυτικές και τις συνθετικές κρίσεις, που είτε διαχωρίζουν είτε συνδυάζουν δύο διαφορετικές έννοιες αποδίδοντας κάποιο κατηγόρημα στο υποκείμενο, οι θετικές κρίσεις δεν συσχετίζουν την έννοια ή το υποκείμενο με κάποια άλλη έννοια, και άρα την αφήνουν εντελώς απροσδιόριστη. Τέτοιες κρίσεις είναι θεμελιώδεις κρίσεις που θέτουν μια ύπαρξη. Η ύπαρξη υπ’ αυτή την έννοια συλλαμβάνεται ως το προϊόν της βούλησης ή του εγώ. Το αρχέγονο ή απόλυτο εγώ που βεβαιώνει τον εαυτό του στην κρίση «εγώ είμαι» ή «εγώ=εγώ» είναι επομένως προκατηγοριακό. Μόλις συνδεθεί με αυτό κάποιο κατηγόρημα, παύει να είναι απόλυτο. Τέτοιου είδους κρίση είναι δυνατή επειδή το εγώ τού «εγώ είμαι» δεν είναι πράγμα ή κατηγορία αλλά η αρχέγονη δραστηριότητα που παράγει όλα τα πράγματα και τις κατηγορίες.

Για τους συγχρόνους του Fichte ο τρόπος τού είναι αυτού του αρχέγονου εγώ ήταν αμφιλεγόμενος. Όπως πρότεινε ο George Kelly, θα μπορούσε να ερμηνευτεί είτε ως κοσμολογικό ή θεϊκό, είτε ως το πεπερασμένο ανθρώπινο εγώ ή κάποιο σολιψιστικό εγώ, μια αμφιλογία που κατέστησε ευάλωτο τον Fichte σε πολλές ακούσιες ή εκούσιες παρανοήσεις. Ο Fichte επιχείρησε να διευκρινίσει αυτή την έννοια του εγώ και προασπίστηκε τη σκέψη του ενάντια σε παρερμηνείες στις δύο εισαγωγές του για την έκδοση του 1797. Εκεί βεβαιώνει ότι η διδασκαλία του για το απόλυτο εγώ δεν είναι διδασκαλία για τον ατομικισμό ή τον εγωισμό (WL, SW, 1:517· SK, 84). Η «Επιστήμη της γνώσης» αρχίζει με το απόλυτο εγώ ως διορατική ενόραση και τελειώνει με το απόλυτο εγώ ως πλήρως αρθρωμένη ιδέα· ως ενόραση το απόλυτο εγώ δεν είναι ακόμη ατομικό και ως ιδέα δεν είναι πλέον ατομικό (WL, SW, 1:516· SK, 84). Αυτό διευκρινίζεται περαιτέρω με τον ισχυρισμό του σε μια επιστολή προς τον Reinhold στις 21 Μαρτίου 1797 ότι δεν ήταν ο ίδιος εκείνος που συνέλαβε την «Επιστήμη της γνώσης» αλλά ο Θεός ή η φύση που έδρασε μέσω του ίδιου. Ομοίως, στην έκδοση της «Επιστήμης της γνώσης» του 1801 δήλωνε ότι το ατομικό εγώ δεν ενεργεί ποτέ, «μα με εμένα ενεργεί το σύμπαν». [Ο Leszeck Kolakowski υποστηρίζει ότι η φιχτιανή διαλεκτική της αυτοματαιούμενης εξωτερίκευσης εδράζεται στην ιστορία της νεοπλατωνικής θεογονίας και σε όσα δόγματα παρουσιάζουν τον Θεό να αποκτά υπόσταση μέσω της δικής του δημιουργικής δραστηριότητας. Στον Fichte, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά του θεϊκού όντος μεταβιβάζονται στον ανθρώπινο νου. Αυτή η θεολογική στιγμή της φιχτιανής σκέψης απορρίπτεται σχεδόν εντελώς από μελετητές όπως οι Neuhouser και Luc Ferry, οι οποίοι παρουσιάζουν τον Fichte ως υπέρμαχο του ατομικισμού. Το «θέτειν εαυτόν» δεν αντιμετωπίζεται ως κάποια απόλυτη δραστηριότητα κατά την οποία τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα συμμετέχουν υπό μίαν έννοια, αλλά ως πνευματική λειτουργία μέσω της οποίας τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα δημιουργούν τις αξίες τους].

Καθόσον το απόλυτο εγώ θέτει και επομένως βούλεται μόνο τον εαυτό του, δηλαδή εφ’ όσον δεν είναι παρά η δραστηριότητα τής αυτοθεμελίωσης, παραμένει καθαρή, αδιαφοροποίητη καθολικότητα, ένα άπειρο επίπεδο (για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία που ο Fichte δανείζεται από τον Descartes) που δεν αλλάζει διόλου. Πώς, λοιπόν, μπορεί ένα τέτοιο αδιαφοροποίητο εγώ να γεννήσει κάποιο διαφοροποιημένο κόσμο, όπως εκείνος τον οποίο βιώνουμε συνήθως; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται στη δεύτερη αρχή του Fichte.

Ομοίως με την πρώτη αρχή, η δεύτερη αρχή του Fichte τίθεται απόλυτα, και κατά συνέπεια δεν αποδεικνύεται, ούτε παράγεται. Καθορίζεται, ωστόσο, όσον αφορά το περιεχόμενό της (όχι όμως και τη μορφή της) από την πρώτη αρχή. Αυτή η αρχή είναι ότι A≠ουκ A (WL, SW, 1:102· SK, 103). Είναι η αρχή της άρνησης, που αντιτίθεται (entgegengesetzt) στην αρχή της πραγματικότητας, δηλαδή στο A=A. Ο Fichte υποστηρίζει όμως ότι δεν παράγεται από την πρώτη αρχή, αφού συνεπάγεται αντίθεση, που απουσιάζει εντελώς στο A=A (WL, SW, 1:102· SK, 102). Εμφανίζεται μόνο επειδή και αυτή τίθεται απολύτως από το εγώ. Είναι ενέργεια της βούλησης, στιγμή της δραστηριότητας που επίσης θέτει τον εαυτό της ως εγώ. Η ικανότητα του εγώ να θέτει μια τέτοια αντίθεση, δηλαδή να αντιθέτει, πρέπει, σύμφωνα με τον Fichte, να εδράζεται στην ύπαρξη μιας τέτοιας αντίθεσης ή διαφοράς μέσα στο ίδιο το εγώΕπομένως το Α≠ουκ Α εδράζεται στην αναγνώριση από το εγώ ενός ουκ εγώ και στο γεγονός ότι εγώ≠ουκ εγώ (WL, SW, 1:104· SK, 104).

Σύμφωνα με τον Fichte, η καταγωγή ενός τέτοιου άλλου για τη συνείδηση είναι ανεξήγητη. Η αυτοσυνείδηση, ωστόσο, θα ήταν αδύνατη χωρίς αυτό. Για την άπειρη και αδιαφοροποίητη δραστηριότητα του απόλυτου εγώ που αναγνωρίζει τον εαυτό του ως εγώ πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο το οποίο το παρακινεί να αναστοχάζεται τον εαυτό του ως άλλο από αυτό το άλλο, και άρα ως ίδιο και απαράλλαχτο. Οι δογματικοί ιδεαλιστές πλανώνται, λοιπόν, όταν προσπαθούν να απορρίψουν την πραγματικότητα του ουκ εγώ και να δείξουν ότι αποτελεί πράγματι μια στιγμή της πεπερασμένης συνείδησής μας (WL, SW, 1:156· SK, 147). Δεν υποτάσσονται τα πάντα στην πεπερασμένη βούλησή μας. Οφείλουμε να αποδεχθούμε την ύπαρξη αναπαραστάσεων στη συνείδηση που υπακούν σε αντίθετο νόμο, τον νόμο της φυσικής αναγκαιότητας.
Η ύπαρξη του ουκ εγώ θέτει ένα αναπότρεπτο πρόβλημα για το εγώ. Το ουκ εγώ είναι το αντίθετο του εγώ και το εκμηδενίζει ολοκληρωτικά. Εκεί όπου υπάρχει το ουκ εγώ δεν υπάρχει το εγώ. Παρά ταύτα, το ουκ εγώ τίθεται επίσης από το εγώ, και επομένως το προϋποθέτει. Η αμοιβαία αναγκαιότητα και η αμοιβαία αντίφαση του εγώ και του ουκ εγώ είναι η ουσία του προβλήματος που εκφράζεται στις καντιανές αντινομίες (WL, SW, 1:246· SK, 217). Για τον ορθολογισμό ο καθοριστικός σύνδεσμος ανάμεσα στο εγώ και στον αντικειμενικό κόσμο (το ουκ εγώ) είναι ο Θεός. Ο Kant απορρίπτει αυτή την ιδέα της θεϊκής διαμεσολάβησης και στηρίζει αυτή τη σχέση στη σκοτεινή και δυσνόητη υπερβατολογική ενότητα της κατάληψης. Οικοδομώντας πάνω σε αυτό το καντιανό θεμέλιο με τρόπο που ο Kant ποτέ δεν διανοήθηκε, ο Fichte θέτει μια εμμενή συμφιλίωση ή σύνθεση του εγώ και του ουκ εγώ. Αυτή η συμφιλίωση τίθεται από την τρίτη θεμελιώδη αρχή του Fichte, την αρχή του αμοιβαίου περιορισμού (WL, SW, 1:108· SK, 108).
Αυτή η αρχή προσδιορίζεται εξ ολοκλήρου από τις άλλες δύο. Καθόσον περιορίζονται αμοιβαία, ούτε το εγώ ούτε το ουκ εγώ τίθεται ως άπειρο ή απόλυτο, και αμφότερα είναι κατά συνέπεια «κάτι», δηλαδή πεπερασμένα όντα. Το απόλυτο εγώ δεν είναι κάτι –είναι καθαρή δραστηριότητα που είναι– άπειρη, αδιαφοροποίητη και απεριόριστη. Μονάχα με τον αμοιβαίο περιορισμό του εγώ και του ουκ εγώ γεννιέται ο κόσμος όπως τον βιώνουμε καθημερινά. Το άπειρο, απόλυτο εγώ που τίθεται στο εγώ=εγώ γίνεται έτσι ατομικό, εμπειρικό εγώ, και το αδιαφοροποίητο ουκ εγώ γίνεται τα ατομικά πράγματα τα οποία συγκροτούν τον αντικειμενικό κόσμο. Ο Fichte, ομοίως με τον Spinoza, τον οποίο θαύμαζε υπερβολικά, μετατοπίζεται, λοιπόν, από το απροσδιόριστο άπειρο στην άπειρη προσδιοριστία.

Οι τρεις αυτές αρχές είναι το αποτέλεσμα θεμελιωδών κρίσεων της βούλησης. Η πρώτη αρχή του Fichte είναι θετική κρίση, η δεύτερη αντιθετική κρίση και η τελευταία συνθετική κρίση, που θέτει τη βάση για τον πλήρως αρθρωμένο φυσικό κόσμο, και άρα για την επιστήμη. Όπως αναγνώρισε ο Hegel, η τελευταία αρχή είναι η θεμελιώδης αρχή. [Για τον Fichte, όμως, αυτή η αρχή δεν αποτελεί πραγματικό έρεισμα, αφού η τελική συμφιλίωση του εγώ και του ουκ εγώ είναι αδύνατη. Επ’ αυτού βλ. Pippin, Hegel's Idealism, 57]. Τέτοια θεμελιώδης σύνθεση, ωστόσο, είναι αδύνατη χωρίς την προηγούμενη αντίθεση, και αμφότερες εδράζονται στην αρχική θέση. Και οι τρεις αρχές είναι αμοιβαία αναγκαίες και συνακόλουθες (WI, SW, 1:114· SK, 113). Αυτή είναι η βάση για τον κατ' ουσίαν διαλεκτικό χαρακτήρα της σκέψης του Fichte.

Το υπόλοιπο μέρος της Επιστήμης της γνώσης είναι έρευνα γι' αυτή τη διαλεκτική συμφιλίωση ή τον αμοιβαίο περιορισμό του εγώ και του ουκ εγώ. Χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο εξετάζεται η πιθανότητα να περιορίζεται το εγώ από το ουκ εγώ, δηλαδή η πιθανότητα ο αντικειμενικός κόσμος να προσδιορίζει το σύνολο των δομών της υποκειμενικότητας. Αυτό το θεωρητικό μέρος αντιστοιχεί στην καντιανή Κριτική του καθαρού Λόγου. Το δεύτερο μέρος εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο το ουκ εγώ περιορίζεται και προσδιορίζεται από το εγώ, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο ο αντικειμενικός κόσμος διαμορφώνεται από την υποκειμενικότητα. Αυτό το πρακτικό μέρος αντιστοιχεί στην καντιανή Κριτική του πρακτικού Λόγου.

ΚΑΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ Ο ΣΟΦΟΣ ΦΙΧΤΕ ΗΘΕΛΕ ΚΙ ΑΥΤΟΣ. ΤΡΙΑ ΕΓΩ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΝ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΓΩ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ.
"Λέει ο κ. Ζηζιούλας: «Δεν μπορούμε να πούμε τί είναι κάθε πρόσωπο, μπορούμε να πούμε μόνο πώς είναι. Κάθε πρόσωπο στην Αγία Τριάδα είναι διαφορετικό, όχι λόγω διαφοράς των φυσικών ποιοτήτων αλλά λόγω του τρόπου της απλής καταφάσεως του ότι είναι αυτό που είναι! "


 «Ρομαντισμός και μηδενισμός: Ο δαιμονιακός ήρωας


Ο νομιναλισμός υπογράμμισε την ανωτερότητα της θεϊκής βούλησης και την τοποθέτησε πάνω από τον ΛόγοΟι πρώτοι μοντέρνοι στοχαστές, αντιθέτως, προσπάθησαν να κατασκευάσουν έναν πολιορκητικό κριό ενάντια στις πιθανές ιδιοτροπίες και στο χάος της θεϊκής βούλησης. Η σύλληψη του Descartes για την απόρθητη αυτοπεποίθηση της συνείδησης, η αντίληψη του εμπειρισμού για την άπειρη φυσική αιτιότητα και ο ισχυρισμός του Kant για την ορθολογικότητα του πρακτικού Λόγου συνέβαλαν από κοινού στο να περιοριστούν η ισχύς και το εύρος της θεϊκής ιδιοτροπίας και ανορθολογικότητας. Το απόλυτο εγώ που δημιούργησε ο Fichte έμοιαζε όμως να τις ενσαρκώνει και να τις ενισχύει. Όπως ο νομιναλιστικός Θεός και η κακόβουλη μεγαλοφυΐα του Descartes, έτσι και οι δημιουργικές ικανότητες του απόλυτου εγώ υπερβαίνουν τον φυσικό Λόγο. Ο παραδοσιακός Θεός του χριστιανισμού υπ' αυτή την έννοια έγινε περιττός. Στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα αυτή η αντίληψη για το απόλυτο εγώ αντικαταστάθηκε από την ιδέα κάποιας δαιμονιακής δύναμης που εμψυχώνει και καθοδηγεί την ανθρώπινη ιστορία και τον φυσικό κόσμο. Ο ρομαντισμός εν γένει και ο γερμανικός ρομαντισμός ειδικά επέφεραν αυτό τον μετασχηματισμό. Ο όρος «ρομαντισμός» κατασκευάστηκε από τον μαθητή του Fichte Friedrich Schlegel για να διαχωρίσει το νέο εκφραστικό ύφος από το μιμητικό που χαρακτήριζε τον κλασικισμό του δέκατου όγδοου αιώνα

Δεν υπάρχουν σχόλια: